Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Αναγκαία η χαλάρωση

Εικόνα

Από το Γεροντικό

Κάποτε κάποιος κυνηγός αγρίων θηρίων είδε τον Μ. Αντώνιο να χαριεντίζεται με τους αδελφούς. Θέλοντας ο Μ. Αντώνιος να του διδάξει να έχει συγκατάβαση για τους ανθρώπους, του είπε: Βάλε το βέλος στο τόξο σου· και αυτός το έβαλε. του λέει τότε: Τέντωσέ το· και αυτός το τέντωσε. Τέντωσε το περισσότερο, του λέει ο Αντώνιος. Αν το τεντώσω υπέρμετρα, λέει ο κυνηγός, θα σπάσει. Τότε του λέει ο Αντώνιος: Έτσι γίνεται και στο έργο του Θεού, αν εντείνουμε τις προσπάθειες των αδελφών πάνω από το μέτρο πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό πρέπει πότε-πότε να συγκαταβαίνεις στους αδελφούς. Όταν τα άκουσε αυτά ο κυνηγός κατενύγει και ωφεληθείς πολύ από το γέροντα έφυγε· και οι αδελφοί έφυγαν για τον τόπο τους ενθαρρυμένοι.

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ο Ασκητής που έλεγε λάθος την ευχή..!!

Εικόνα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό ένας νέος, που από μικρός είχε πόθο να γίνει ασκητής.
Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει την κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον κατέληξε σ’ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανάπαυσε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.

Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσηύχετο ο Γέροντας του έλαμπε ολόκληρος και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησον με». Ο Γερο-ασκητής ήταν κι αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε ελέησον με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.
Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντός του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.
Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της ευχής και προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, γι’αυτό και τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα νύχτα προσήχευτο με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα και πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφθασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητή που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Εικόνα

Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε έναν σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος να προσεύχεται και να κλαίει. Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε ελέησον με».
Ταράχτηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στην ψυχή του και ξέσπασε σε κλάματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή.
Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» την γλώσσα στο να λέει «Κύριε ελέησον με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος, τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε ελέησον με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε ελέησον με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε ελέησον με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
-Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σ’αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα..! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
-Τι να λέω; Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνηση του απάντησε:
-Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου.
Συγχώρεσε με και κάνε και για μένα έναν σταυρό!
*Από το βιβλίο: «Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Κεφ.1 -Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).

http://armenisths.blogspot.gr/2016/04/b ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ χωρίς τόν σταυρό του!

Εικόνα

Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.
Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο.Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.

«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.

Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;

Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.

- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»

- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»

- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».

Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.

- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».

Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.

- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ’ Αυτόν πηγαίνουμε».

- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».

- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.

- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.

- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».

Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ’ όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»

Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.

- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».

Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε….Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».

Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.

Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».

Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι’ αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.

- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».

- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».

- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ’ αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».

Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.

Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.

http://www.hristospanagia.gr/?p=6244#more-6244
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Τα πιο πολύτιμα πράγματα που υπάρχουν στη γη

Εικόνα

*Καταπληκτική ιστορία και ιδιαιτέρως διδακτική για όλους μας!

~ Κάποια στιγμή στον ουρανό ζήτησε ο Θεός από τους αγγέλους να του φέρουν τα πιο πολύτιμα πράγματα ,που υπάρχουν στη γη.
Οι άγγελοι ξεκίνησαν και έψαξαν ολόκληρη τη γη. Πολλοί ομολογουμένως έφεραν πολλά ωραία και πολύτιμα πράγματα. Ξεχώρισαν όμως τρείς.
Ο ένας έφερε και απέθεσε στον θρόνο του Θεού ένα ωραιότατο μαργαριτάρι. Ήταν μια σταγόνα ιδρώτα. Είχε πέσει από το μέτωπο κάποιου που τίμια προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του.
-Ωραίο το εύρημα σου, είπε ο Θεός ,αλλά υπάρχει και πιο ωραίο από αυτό.
Ήρθε τότε δεύτερος άγγελος. Αυτός απέθεσε με σεβασμό μπροστά στον Θεό ένα κατακόκκινο ρουμπίνι. Ήταν μια σταγόνα αίματος ενός ήρωα, που είχε πέσει στο πεδίο της τιμής. Οι άγγελοι έμειναν εκστατικοί. Ασφαλώς αυτός θα κέρδιζε το βραβείο.
-Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο ακόμη ,είπε ο Θεός.
Τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του τρίτου αγγέλου, που εκείνη την ώρα ερχόταν και με πολλή ευλάβεια άφησε να κυλίσει στον θρόνο του Θεού ένα αστραφτερό διαμάντι, που όμοιο μ ‘αυτό ποτέ δεν είχαν δει. Ήταν ένα δάκρυ κάποιου αμαρτωλού, που γονατιστός ομολογούσε τις αμαρτίες του μπροστά στον πνευματικό.
-Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα , είπε τότε ο Θεός και το βραβείο δόθηκε στον τελευταίο άγγελο. Αλήθεια, πόσο αξίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση.
Αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, που λέγει «Λέγω ύμίν ότι ούτω χαρά έσται έν τω ούρανω έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι… ούτω, λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώ­πιον των αγγέλων του Θεού έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκά ιε’ 7, 10).

http://tostavroudaki.blogspot.gr/2016/0 ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Κουβαλώντας την αμαρτία του άλλου ....

Εικόνα

Κάποτε ένας μοναχός κάποιας Μονής παρακάλεσε τον Θεό να του ανοίξει τα μάτια για να βλέπει σε κάθε άνθρωπο την κρυμμένη κακία και να μπορεί έτσι να προτρέχει σε βοήθεια.
Όταν ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή του, ο μοναχός προσπάθησε να εντείνει τις προσπάθειες του, καθώς τώρα διέκρινε με σαφήνεια το κακό. Εξαιτίας όμως της πνευματικής του ανωριμότητας, το κακό τον γέμισε τρόμο, και στη συνεχεία ένιωσε αηδία και τελικά αποστροφή για τους ανθρώπους.

Μια μέρα έφτασε στο μοναστήρι κάποιος που ήθελε να μιλήσει με το γέροντα της Μονής. Ο μοναχός που είχε αξιωθεί να βλέπει το κακό, βλέποντας πόσο αμαρτωλός και βαθιά εξαχρειωμένος ήταν ο επισκέπτης, του είπε τα εξής: «Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι και να ζητάς το γέροντα έτσι όπως είσαι; Η παρουσία σου τον προσβάλλει»! Ο επισκέπτης έφυγε. Ο γέροντας τότε κάλεσε τον μοναχό και τον ρώτησε αν είχε έλθει κανείς.

«Ναι», απάντησε ο μοναχός

«Και γιατί δεν είναι εδώ;», ξαναρώτησε ο γέροντας.

«Τον έδιωξα…».

Ο γέροντας τον κοίταξε και του είπε: «Δεν σκέφτηκες ό,τι ίσως αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία του ανθρώπου αυτού;». Ο νεαρός μοναχός ταραγμένος, ζήτησε από το γέροντα να ικετεύσει το Θεό να του αφαιρέσει το διορατικό χάρισμα που είχε λάβει. Όμως ο γέροντας του απάντησε: «Όχι, ο Θεός δεν παίρνει πίσω ό,τι δωρίζει. Θα Του ζητήσω όμως, όταν θα βλέπεις το κακό σε κάποιον άνθρωπο, να το βιώνεις σαν να ήταν δικό σου, επειδή και αυτός και εσύ είστε μέλη ενός μοναδικού σώματος, του σώματος της ανθρωπότητας…»

Ο ίδιος αυτός μοναχός, στα πλαίσια των περιοδειών του, έφτασε κάποτε έξω από ένα σπίτι, όπου και ζήτησε φιλοξενία ή πιο συγκεκριμένα να του επιτρέψουν να μπει και να του παραχωρήσουν ένα μικρό χώρο για να προσευχηθεί. Δεν ικέτεψε για καταφύγιο και στέγη, παρά μόνο για το δικαίωμα να κάνει την προσευχή του. Ο οικοδεσπότης ξαφνιάστηκε, και όταν ο φιλοξενούμενος του μπήκε στο δωμάτιο και άρχισε να προσεύχεται, έστησε αυτί. Ξαφνικά άκουσε τον μοναχό να προσεύχεται κλαίγοντας και να εξομολογείται στο Θεό τα αμαρτήματα του οικοδεσπότη (που ήταν άνθρωπος κακός, φορτωμένος με πολλά αμαρτήματα) σαν να τα είχε διαπράξει ο ίδιος. Ακούγοντας όλα του τα αμαρτήματα, ο οικοδεσπότης είδε τον εαυτό του. Μέσα από τα μάτια εκείνου του δίκαιου ανθρώπου, κοίταξε τον δικό του εαυτό. Τρόμαξε, άρχισε να μετανοεί και να κλαίει. Εξομολογήθηκε στο μοναχό εκείνο και μόλις τελείωσε, είχε πια θεραπευτεί.

Από το βιβλίο του Anthony Bloom – «Το μυστήριο της ίασης»

http://tostavroudaki.blogspot.gr/2016/0 ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Η παραβολή του αετού.

Εικόνα

Μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος πήγε στο δάσος κι έψαχνε να βρει κανένα πουλί της προκοπής. Τελικά έπιασε ένα αετόπουλο. Το πήρε στο σπίτι του και το ‘βαλε ανάμεσα στις κότες, στις πάπιες και στα γαλόπουλα, και μόλο που ήτανε αετόπουλο το τάιζε με το ίδιο φαί που τάιζε και τα’ άλλα πουλιά.

Περάσανε πέντε χρόνια. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας φυσιοδίφης. Εκεί που σεργιανούσαν στον κήπο του είπε:

«Αυτό το πουλί δεν είναι κοτόπουλο. Αετός είναι».
«Το ξέρω, απάντησε ο ιδιοκτήτης του αετού, αλλά τον έχω εξασκήσει να συμπεριφέρεται σαν κοτόπουλο. Δεν είναι πια αετός. Έγινε κοτόπουλο, μόλο που οι φτερούγες του από τη μιαν άκρη στην άλλη έχουν μήκος 15 πόδια».
«Όχι, του λέει ο φυσιοδίφης, εξακολουθεί να είναι αετός, έχει την καρδιά ενός αετού και θα τον κάνω να πετάξει στον ουρανό».
«Είναι κοτόπουλο και δε θα πετάξει ποτέ», ξαναλέει ο ιδιοκτήτης του.

Συμφωνήσανε τότε να κάνουν ένα πείραμα. Ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό τον σήκωσε ψηλά και του είπε επιτατικά:
«Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη.
Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός γύρισε από δω γύρισε από κει και ύστερα βλέποντας τις κότες που τρώγανε πήδηξε κάτω. Και ο ιδιοκτήτης:
«Δε σου ‘λεγα πως είναι κοτόπουλο…».
«Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι αετός. Δωσ’ του ακόμα μια ευκαιρία αύριο».

Έτσι την άλλη μέρα ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό στη στέγη του σπιτιού και του είπε:
«Αετέ, είσαι ένας αετός. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός όμως βλέποντας τα κοτόπουλα να τρώνε πήδηξε πάλι κάτω κι άρχισε να τρώει κι αυτός μαζί τους.
Τότε ο ιδιοκτήτης ξανάπε:
«Δε σου το είπα πως είναι κοτόπουλο».
«Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι ένας αετός κι εξακολουθεί να έχει την καρδιά ενός αετού. Δωσ’ του μόνο μια ευκαιρία ακόμα. Αύριο θα τον κάνω να πετάξει».

Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς και πήρε τον αετό έξω από την πόλη, μακριά από τα σπίτια, στα ριζά ενός ψηλού βουνού. Ο ήλιος, που μόλις γεννιότανε, έβαφε χρυσαφιά την κορφή του βουνού κι έκανε όλα τα βράχια να λάμπουνε μέσα σ’ εκείνο τ’ όμορφο πρωινό.
Ο φυσιοδίφης σήκωσε τον αετό και του είπε:
«Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη.
Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».

Ο αετός κοίταξε γύρω και τρεμούλιασε, λες κι έμπαινε μέσα του καινούρια ζωή. Δεν πέταξε όμως. Ο φυσιοδίφης τον έκανε τότε να κοιτάξει κατά τον ήλιο. Ξαφνικά άπλωσε τα φτερά του και με μιαν αετίσια κραυγή πέταξε ψηλότερα και ψηλότερα και δεν ξαναγύρισε πια.

Έμεινε ένας αετός, μόλο που θελήσανε να τον υποτάξουνε και να τον κάνουνε κοτόπουλο.

Λαέ μου, πλαστήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού, ορισμένοι όμως θέλησαν να μας κάνουν να πιστεύουμε πως είμαστε κοτόπουλα, και το πιστεύουμε ακόμα. Όμως είμαστε αετοί.

Απλώστε τα φτερά σας και πετάξτε! Μην ευχαριστιέστε με το φαί που δίνουνε στα κοτόπουλα.
http://paterikos.blogspot.gr/2016/04/b ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ένας «ασήμαντος» μοναχός μέσα στην νύχτα.

Εικόνα

Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου

Ένιωθα να πνίγομαι. Χανόμουν. Κανένα έλεος. Καμία βοήθεια. Απώλεια. Σκότος. Πήρα ανάσα. Ξύπνησα… μέσα στο ιλαρό φως του καντηλιού μου. Η καρδιά μου κτυπούσε σε ρυθμούς φόβου.

«Κύριε, ελέησόν με…» ψιθύριζα δειλά, λες και απέφευγα να με ακούσει κάποιος κρυμμένος εχθρός.

Με την ευχή, σίγα σιγά, γαλήνευσα. Ήρθα στα συγκαλά μου.

«Γιατί φοβήθηκα; Γιατί τόση αγωνία; Όλα αυτά από ένα όνειρο; Όλα αυτά από κάτι το ψεύτικο και φτιαχτό;» αναλογίστηκα. «Χρόνια μοναχός και όμως τίποτα δεν κατάφερα, ακόμα φοβάμαι από ψεύτικους εφιάλτες…» συνέχισα.

Η ώρα ήταν τρεις τα ξημερώματα. Πήγα να γυρίσω πλευρό, μα κάτι μου έλεγε να μην το κάνω. Κάτι με παρακινούσε να σηκωθώ από το κρεβάτι μου και να πάω προς το παράθυρο. Κρύο. Ένα τρέμουλο διαπέρασε το σώμα μου καθώς έκανα στην άκρη την κουβέρτα. Σηκώθηκα. Το καντηλάκι στο εικονοστάσι έδινε μία εικόνα θαλπωρής ετούτη την ώρα. Έκανα δύο βήματα και στάθηκα μπροστά στις κλειστές κουρτίνες. Δεν ήθελα να τις ανοίξω, μα κάτι μου έλεγε να το κάνω.

Ησυχία. Είναι αρχές του χειμώνα, ούτε πουλιά, ούτε τζιτζίκια. Σιγή. Κάνω να αγγίξω την κουρτίνα και ξάφνου αισθάνομαι μία παρουσία έξω από το δωμάτιό μου. Κάνω τον σταυρό μου. Σιγά σιγά ανοίγω την κουρτίνα και δειλά κοιτώ. Σκοτάδι. Το φεγγάρι φωτίζει ελάχιστα τα ανεμοδαρμένα κυπαρίσσια. Φυσά, όμως δεν ακούω τον άνεμο.

«Θα ανοίξω το παράθυρο» σκέφτομαι, και το κάνω. Ο άνεμος δυνατός, τον ακούω…αλλά δεν ακούω μόνο αυτόν. Σαν να ακούω ανθρώπινη λαλιά. Σαν να βρίσκεται κάποιος εκεί έξω. «Μα, τι γλυκιά φωνή είναι αυτή;» Από πού την φέρνει ο άνεμος; Είναι ανθρώπινη ή αγγελική; Είναι επίγεια ή ουράνια;

Ρίχνω στους ώμους μου το χειμωνιάτικο πανωφόρι μου και κάνω να βγω έξω. Κάνω τον σταυρό μου. «Κύριε, τι μου επιφυλάσσει αυτή η έξοδος;».

Είμαι έξω. Μόνος με τον αγέρα. Αρχίζω να βαδίζω προς το καθολικό της μονής. Τίποτα. Ο άνεμος αρχίζει να δυναμώνει. «….ελέησόν, με» ακούω πέρα, από τα κοιμητήρια. Πηγαίνω προς τα εκεί. Κρυώνω, το κομποσχοίνι στο χέρι μου κρατιέται σφιχτά από τα ιδρωμένα χέρια μου. Κρυώνω, όμως δεν με νοιάζει. Θέλω να βρω αυτή την φωνή.

Κοντεύω στον κοιμητηριακό ναό του μοναστηριού. Ένα μικρό εκκλησάκι, πετρόκτιστο, παλαιό. Γύρω του οι τάφοι των πατέρων. Ασκητών και γεροντάδων. Κοντοστέκομαι κάτω από την βελανιδιά. Προσπαθώ να δω αν βρίσκεται κάποιος μέσα στο χώρο των κοιμητηρίων. Ο άνεμος δυνατός. Κρυώνω. Κάνω να κοντέψω, όταν ξανακούω τη φωνή. «Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό…».

Η φωνή ακούγεται καθαρά, γεμάτη πόνο… εκλιπαρεί για έλεος και συγχώρεση. Μένω στην ίδια θέση λέγοντας και εγώ την ευχή. Το κρύο αφόρητο. Στην βιασύνη μου δεν ντύθηκα καλά και τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι το κρυολόγημα δεν το γλιτώνω.

Ο νους μου πετά, απ’εδώ και απ’ εκεί. Αρχίζω και πάλι να σκέφτομαι ρηχά και ανούσια πράγματα. Μπροστά μου γίνεται κάτι σημαντικό και εγώ σκέφτομαι το κρυολόγημα. Ανασηκώνομαι. Έχει περάσει μισή ώρα και κανείς δεν έχει εμφανιστεί. Μόνο η φωνή ακούγεται τώρα να προσεύχεται για τις ψυχές των κεκοιμημένων. «Κύριε ανάπαυσον τις ψυχές των δούλων σου…». Η ώρα περνά.

Βλέπω κίνηση. Μία μικρή φλόγα βαδίζει μέσα στους τάφους. Ποιος είναι; Δεν μπορώ να διακρίνω καλά… η φλόγα σταματά. Ένα φαναράκι στα χέρια κάποιου ρασοφόρου. Γνώριμη η σιλουέτα αλλά…

Θέλω να φωνάξω, να δηλώσω την παρουσία μου, όμως δειλιάζω… δεν θέλω να διακόψω την στιγμή. Ο ρασοφόρος ανοίγει την πόρτα απ’ το εκκλησάκι και μπαίνει μέσα. Αρχίζει να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη…». Το λέει πολλές φορές.

Κάνει να βγει. Το φως από το φαναράκι φωτίζει το πρόσωπό του. Τι έκπληξη! Είναι δυνατόν; Είναι ο γερο-Νικόλας. Ένα από τα λίγα εναπομείναντα γεροντάκια του μοναστηριού. Το βήμα του είναι πολύ αργό. Βρίσκω την ευκαιρία να φύγω καθώς ξαναγονατίζει μπροστά στο ναό.

«Θεέ μου. Γέρος άνθρωπος μέσα στο κρύο; Εγώ ξεπάγιασα. Αυτός έπρεπε να πεθάνει». Μπαίνω στο κελί μου με την απόφαση να διαδώσω ότι είδα και άκουσα σε ολόκληρη την αδελφότητα. Πήγα στο κελί μου σχεδόν τρέχοντας, λόγω του κρύου αλλά και για να με καταλάβει ο γέρο- Νικόλας.

Έκλεισα την πόρτα… δεν πρόλαβα να βγάλω το πανωφόρι όταν ξάφνου, στην πόρτα μου ακούστηκε ένα απαλό κτύπημα. Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή. «Μα ποιος να είναι; Όποιος και να είναι θα του πω για τον γερο-Νικόλα» είπα μέσα μου. Πετώ το πανωφόρι πάνω στην καρέκλα του γραφείου και κάνω να ανοίξω. Μπροστά μου στέκεται ο γερο-Νικόλας. Στο αριστερό του χέρι κρατά ένα φαναράκι και στο δεξί το κομποσχοίνι του. «Μα… πως; Πότε πρόλαβες να έρθεις;» έχασα τα λόγια μου. Ο γερο-Νικόλας δεν με κοίταξε στα μάτια. Κοιτούσε κάτω, ήρεμος, ειρηνικός.

«Παπά μου, σε παρακαλώ…» είπε ψιθυριστά «…ας μείνει μεταξύ μας».

Τα γόνατά μου λύγισαν, μπροστά στον παπουλάκο. Έπεσα χάμω. Μόλις το αντιλήφθηκε ο γερο-Νικόλας έκανε το ίδιο. Μου έπιασε τα χέρια και μου τα φιλούσε «Έτσι, παπά μου…ας μείνει μεταξύ μας…μόνο ο γέροντας το ξέρει…σε παρακαλώ».

Του έγνεψα καταφατικά μιας και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ο γερο-Νικόλας δεν με κοίταξε στα μάτια, κοιτούσε κάτω. Σαν να ντρεπόταν για το μεγαλείο του. Τα μάτια του μούσκευαν το κατώφλι του κελιού μου. Βάλαμε μετάνοια και έφυγε. Έφυγε, , αφήνοντας πίσω του τα στίγματα ταπείνωσης, ίχνη Θείας Χάριτος.

Κλείνοντας την πόρτα του κελιού μου ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν άντεξα. Έκλαιγα από χαρά. Έκλαιγα γιατί ο Θεός με αξίωσε να δω τον κρυφό καθημερινό αγώνα ενός «ασήμαντου» μοναχού. Έκλαιγα για εμένα. Για την ακηδία μου, για τους τύπους που κρατούσα ενώ έχανα την ουσία των πραγμάτων. Έκλαιγα μπροστά στο καντηλάκι του κελιού μου που το άναβα μηχανικά χωρίς ίχνος κατάνυξης…έκλαιγα βουβά μέσα στην νύχτα της προσωπικής μου αποκάλυψης…

Έκλαιγα καθώς ο ήλιος άρχισε να βγαίνει και το τάλαντο τάραξε την ησυχία του τόπου. Δεν είπα τίποτα σε κανένα αδελφό. Μίλησα μόνο με τον γέροντα ο οποίος μου έβαλε κανόνα να μην πω τίποτα μέχρι ο γερο-Νικόλας να κοιμηθεί εν Κυρίω.

Δεν ξέρω αν από τότε ξύπνησα πνευματικά. Δεν ξέρω εάν έστω και λίγο προόδευσα. Ένα ξέρω, μέχρι το τέλος της ζωής του ο γερό-Νικόλα με απέφευγε. Ήταν το τίμημα της εξόδου μου εκείνο το βράδυ από το κελί μου. Ήταν η ταπείνωση του γερο-Νικόλα μπροστά στην δική μου εγωπάθεια.

Ο γερο-Νικόλας μας άφησε. Πήγε να βρει εκείνους που ευχόντουσαν γι’ αυτόν και αυτός προσευχόντας γι’ αυτούς αντίστοιχα. Πήγε να βρει δια του θανάτου την Ζωή που τόσο ποθούσε…

Κάποιες βραδιές που δεν έχω ύπνο. Βάζω το πανωφόρι μου και πηγαίνω μέχρι τα κοιμητήρια. Εκεί, κάτω από την βελανιδιά παρατηρώ τους ξύλινους σταυρούς των τάφων… το χώμα, που σκεπάζει μητρικά τα σώματα εκείνων που πόθησαν τον Ουρανό. Κάθομαι και κοιτώ. Κάποιες φορές είναι σαν να βλέπω τον γερο-Νικόλα με το φαναράκι του να γυρίζει από τάφο σε τάφο και να προσεύχεται για τους αδελφούς που φύγαν…να γυρίζει προς το μέρος μου και να με βεβαιώνει ότι εύχεται και για όλους εμάς, τους ανυποψίαστους παρατηρητές των μεγάλων «ασήμαντων» αγίων που βρίσκονται ανάμεσά μας, οι οποίοι ακόμα δεν έφυγαν, μα και όταν φύγουν, θα φύγουν αθόρυβα, μέσα στην ειρήνη μιας νύχτας που θα ξημερώσει γι’ αυτούς, αιωνιότητα.

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Μην ελπίζεις, αποφάσισε!

Εικόνα

Ενώ περίμενα να υποδεχθώ ένα φίλο μου στο αεροδρόμιο και είχα τεταμένη την προσοχή μου να τον εντοπίσω, παρατήρησα έναν άνθρωπο να έρχεται προς το μέρος μου με δύο ελαφριές βαλίτσες. Σταμάτησε δίπλα μου για να χαιρετήσει την οικογένειά του. Έκανε νόημα στον μικρότερο γιο του-γύρω στα έξι- καθώς άφηνε τις βαλίτσες του καταγής. Αγκαλιάστηκαν θερμά και ο πατέρας του είπε: « Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, γίγαντά μου! Μου έλειψες». Ο γιος τού χαμογέλασε κάπως δειλά, με χαρά που καθρεφτίστηκε στα μάτια του, και απάντησε σιγά: «Κι εμένα, μπαμπά».

Τότε ο πατέρας κοίταξε στα μάτια τον μεγαλύτερο γιο του, – ίσως εννέα με δέκα- ενώ με τα δυο του χέρια σαν δυο βεντούζες έσφιξε το πρόσωπό του και είπε: «Τόμας, είσαι άντρας. Σε αγαπώ πάρα πολύ!» και αγκαλιάστηκαν θερμά.

Ενώ συνέβαινε αυτό, ένα κοριτσάκι – ίσως ένα, ενάμισι έτους- ήταν ανήσυχο από τον ενθουσιασμό του στην αγκαλιά της μητέρας του και δεν έπαιρνε τα μάτια του από το υπέροχο θέαμα της επιστροφής του πατέρα του. Ο άνδρας είπε: «Γεια σου, μωράκι μου», και το πήρε απαλά από την αγκαλιά της μητέρας του. Το φίλησε στο πρόσωπό του και το έφερε πάνω στο στήθος του. Εκείνο αμέσως χαλάρωσε και έγειρε το κεφαλάκι του πάνω στον ώμο του ακίνητο και ικανοποιημένο.

Μετά από αρκετές στιγμές έδωσε την κόρη του στον μεγαλύτερο γιο και δήλωσε: «Έχω αφήσει το καλύτερο για το τέλος!». Έδωσε τότε στη σύζυγό του το μεγαλύτερο και θερμότερο φιλί που θυμάμαι να έχω δει ποτέ. Την κοίταξε στα μάτια και μόλις που ακούστηκε είπε : «Σε αγαπώ τόσο πολύ!». Αλληλοκοιτάχτηκαν με ένα ακτινοβόλο χαμόγελο. Ξαφνικά ένιωσα άβολα, σαν να ήμουν εισβολέας σε κάτι ιερό και όλως αυθόρμητα μου βγήκε : «Ουάου, πόσον καιρό είστε παντρεμένοι;».

«Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια» απάντησε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τη σύζυγό του. «Λοιπόν, πόσον καιρό είστε μακριά;» ρώτησα. Το πρόσωπό του ακόμη ακτινοβολούσε καθώς κοιτούσε τη γυναίκα του και μου απάντησε: «Δύο ολόκληρες ημέρες!».

Δύο ημέρες; Έμεινα έκπληκτος! Ήμουν σίγουρος από την ένταση του χαιρετισμού που μόλις είχα δει πως είχαν περάσει τουλάχιστον εβδομάδες αν όχι μήνες. Ξέρω πως η έκφραση του προσώπου μου με πρόδωσε. Έτσι είπα μάλλον αμήχανος, για να τελειώνει η εισβολή μου και να επιστρέψω στην αναζήτηση του φίλου μου: «Ελπίζω ο γάμος μου να έχει αυτή τη δυναμική μετά από δεκατέσσερα χρόνια!».

Ο άνθρωπος σταμάτησε να χαμογελά, με κοίταξε κατάματα και μου ευχήθηκε κάτι που μου αποκάλυψε ένα διαφορετικό πρόσωπο. «Μην ελπίζεις, φίλε μου, αποφάσισε!». Μου χάρισε και πάλι το υπέροχο χαμόγελό του και σφίγγοντάς μου θερμά το χέρι μου ευχήθηκε: «Ο Θεός να σε ευλογεί!». Μετά από αυτό, η οικογένειά του και αυτός απομακρύνθηκαν πεζοί. Στεκόμουν ακίνητος παρατηρώντας τους. «Πού ταξιδεύεις;» με προσγείωσε ο φίλος μου που με ανακάλυψε πρώτος, ενώ βρισκόμουν εκεί για να τον περιμένω! Χωρίς δισταγμό, αλλά και με μια περίεργη αίσθηση σιγουριάς απάντησα: «Στο Μέλλον μου!».

http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Να γραφτεί μέσα μου ... (Μικρό διήγημα)

Εικόνα

«Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού.» (Α΄Κορ.1,21-29).
Πρωινό λιόλουστο εαρινό ! Ανθισμένες οι νερατζιές του μεγάλου δρόμου υπό την σκέπη της Ευαγγελίστριας Κυράς ! Ανέβηκε ως εκεί κόβοντας δρόμο , από τις υψωμένες γειτονιές του βράχου τις φρεσκοασβεστωμένες με τις λεμονίτσες και τις χρυσές ελιές . Και έπειτα όπως το συνήθιζε τα τελευταία χρόνια , από τότε που πήρε την σύνταξή του , έκανε την συνηθισμένη του στάση στο βιβλιοπωλείο της Μητροπόλεως . Τι υπέροχο μέρος ! Πάντα ευωδιάζει λιβανωτό , πάντα κάποια ψαλμουδιά συντροφεύει τα ευλογημένα ξεφυλλίσματα στα αδαμάντινα λόγια , τα οσφράδια της πίστεώς μας τα Θεοφώτιστα .
Κάθε διάδρομός του και μια ανάμνηση , ένα ξεχωριστό εύοσμο θυμητάρι από το πρώτο συναπάντημά του , με ήρωες ανεξίτηλους που τους αγκαλιάζει νοσταλγικά το μελάνι και το δάκρυ … Όλα γνώριμα , όλα χαρούμενα , αναστάσιμα , αχειμώνιαστα … Ο δικός του ξεχωριστός Παράδεισος , μακριά από τον θόρυβο των βιοτικών μεριμνών . Η πόρτα του βιβλιοπωλείου μοιάζει με το κατώφλι του Θεϊκού Νυμφώνος . Φωτοδόχος λαμπάδα κάθε ευλογημένη γραφίδα,κάθε συγγραφέας του Ουρανού που αγωνιά να μας δείξει τον στενό και τεθλιμμένο δρόμο, να μας διδάξει το πώς θα γίνουμε όλοι υιοί Φωτός…


Όλοι τον γνώριζαν και σέβονταν την γνώση του , τον πατερικά μπολιασμένο του λόγο , την αστείρευτη μνήμη του . Χωρία ολόκληρα από την Καινή και την Παλαιά , από το ψαλτήρι συνέχεια διάνθιζαν τα ρήματά του . -Πώς τα θυμάστε όλα τούτα κύριε Αχιλλέα ;τον ρωτούσαν με θαυμασμό συνεχώς οι κυρίες που διακονούσαν στο βιβλιοπωλείο . –Δίνει ο Κύριος αδελφές μου ! Όλα δικά Του ! Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σου του Πατρός των φώτων! Έτσι έλεγε μα είχε και κείνος την δική του… αχίλλειο πτέρνα … Συζητούσε μόνο με ανθρώπους του κύκλου του , της Εκκλησίας που λένε .. Δεν έδινε και πολλές κουβέντες σε άλλους , τους εκτός …Δεν το έκανε επίτηδες , απλά δεν του έβγαινε ..Κάποτε το ανέφερε και στον Πνευματικό του , αλλά μέχρι εκεί ..Δεν έκανε και τίποτα κακό , απλά αναζητούσε ένα επίπεδο , μια ανώτερη σκέψη που θα βοηθούσε κι εκείνον να ξεδιπλώσει τις χάρες του , να θυμηθεί τις χιλιάδες σελίδες που τόσα χρόνια αξεδίψαστα μελετούσε εις ωφέλειαν ψυχής…

Κύλησαν περίπου δυο ώρες εκείνο το πρωινό στο βιβλιοπωλείο της Μητροπόλεως . Ενημερώθηκε για τις νέες εκδόσεις και αποφάσισε ποιο βιβλίο θα τον συντρόφευε τις επόμενες μέρες , μιας και ο Κύριος Αχιλλέας ήταν αληθινός βιβλιοφάγος! Ό,τι αξιόλογο έπιανε στα χέρια του πάντα το τελείωνε απνευστί και πολλές φορές το ξαναδιάβαζε κρατώντας σημειώσεις και παρατηρήσεις πάνω του …Γι αυτό και ποτέ του δεν δάνειζε βιβλία ! Τα ήθελε όλα εύκαιρα στην τεράστια βιβλιοθήκη του …Μην χρειαστεί κάτι να θυμηθεί , να απαντήσει σε μια ερώτηση αδελφού , να αρθρογραφήσει στον εκκλησιαστικό τύπο …Πήγε να πληρώσει το νέο του πολυσέλιδο απόκτημα, όταν στο βιβλιοπωλείο μπήκε μια γιαγιούλα με την μαγκουρίτσα της . Αργά –αργά , καλημέρισε και περίμενε τον Κύριο Αχιλλέα να τελειώσει με τα δικά του στο ταμείο . Εκείνος την γνώρισε . Ήταν η κυρά-Σταυρούλα η Μαούνου με τα 7 παιδιά, η γειτόνισσα τους, φίλη της μάνας του της συγχωρεμένης .

–Θεία Σταυρούλα τι κάνεις ; Δεν με θυμάσαι ;
-Παιδάκι μου , Αχιλλέα μου εσύ είσαι ; Πόσο καιρό έχω να σε δώ ; Από τότε που κατέβηκες εδώ στην πόλη απ το χωριό δεν σε βλέπουμε και συχνά ..Τι κάνεις καμάρι μου ;
-Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν Θειά !
– Εμείς γεράσαμε πολύ ! Βλέπεις παιδάκι μου , τα πόδια μου δεν μπορώ να πάρω ! Είχαμε πάει στην Ευαγγελίστρια να βάλουμε κερί , γιατί ούτε στην γιορτή Της δεν αξιώθηκα φέτος να έρθω ! Στο κρεβάτι ήμουν άρρωστη με κρύωμα βαρύ ! Μα σήμερα που είδα ήλιο και μέρα σαν Λαμπρή , παρακάλεσα την κόρη μου την μικρή και με πήγε με τ αυτοκίνητο ..Πετάχτηκε εδώ στην μοδίστρα για λίγο και βρήκα ευκαιρία να έρθω γιατί κάτι θέλω ν αγοράσω από το βιβλιοπωλείο μας ! Να ναι καλά ο Δεσπότης μας που το φτιαξε παιδάκι μου ! Όλο φως έχει εδώ μέσα !
–Και τι θα αγοράσεις Θειά Σταυρούλα μου ;
-Παιδάκι μου μια Καινή Διαθήκη θέλω , γιατί εκείνη που είχα την παλιά , την δώρισα σε μια ανηψιά μου , την Ζωή που χήρεψε , της Καλής την κόρη …Της την έδωσα να παρηγορηθεί και έτσι έμεινα χωρίς Καινή Διαθήκη …
-Μελετάς τον λόγο του Θεού θειά Σταυρούλα !
Μπράβο σου ! Είσαι μακάρια , ευλογημένη ! της αποκρίθηκε ο Αχιλλέας που όμως γνώριζε πολύ καλά ότι η Θειά Σταυρούλα ήταν ολότελα αγράμματη ..Ούτε το όνομά της δεν ήξερε ! Μα εκείνος με περισσή διάκριση φρόντισε να της αποδώσει τα εύσημα και να την μακαρίσει...
-Τι να μελετήσω παιδάκι μου Αχιλλέα , αφού ξέρεις και συ πως γράμματα δεν έμαθα ποτές μου ! Πολύ το ήθελα , αλλά φτώχεια τότε στα χρόνια μας , μόνο δουλειά τίποτ άλλο ! Αλλά και με 7 παιδιά ύστερα που καιρός για τέτοια!
- Τότε τι την θέλεις την Καινή διαθήκη Θειά ; ρώτησε ο Αχιλλέας . Η αλήθεια είναι πως ήθελε απ την αρχή να την ρωτήσει την Θειά Σταυρούλα , μα συγκρατήθηκε ! Τι να την κάνει η αγράμματη γραία την Καινή διαθήκη με την ερμηνεία του Τρεμπέλα , του αγαπημένου του ερμηνευτή ..Αφού ούτε το εξώφυλλο δεν μπορούσε να αναγνώσει … Τώρα λοιπόν που εκείνη του έδωσε το πάτημα την ρώτησε ….

-Τι την θέλεις την Καινή Διαθήκη Θειά –Σταυρούλα ;
-Άκουσε Αχιλλέα μου , εγώ ούτε την υπογραφή μου δεν ξέρω να βάνω …Με σταυρό υπογράφω ! Γελάνε μαζί μου παιδάκι μου ! Δεν τους κατηγορώ ! Δίκιο έχουνε! Την Αγία Γραφή την εθέλω γιατί κάθε βράδυ την σφιχταγκαλιάζω , πάω μπροστά στον αφέντη Χριστό εκεί στην γωνίτσα μου , που του έχω αναμμένο συνέχεια το καντήλι και του λέω : Ιησού μου Εσταυρωμένε , όλα τούτα τα άγια λόγια που χεις εδώ γραμμένα , σε παρακαλώ γράψτα πάνω στην καρδιά μου , που είμαι αγράμματη και αμαρτωλή !

Έμειναν όλοι να την κοιτούν αποσβολωμένοι , ως ιχθύες άφωνοι ! Ιδίως ο συνήθως πολύφθογγος Αχιλλέας που ένιωσε εκείνη την στιγμή την παντοτινά αξέχαστη , να μην χρειάζεται πλέον τίποτ άλλο να διαβάσει , τίποτ άλλο να αποστηθίσει , τίποτ άλλο να πει ..Έσκυψε και της φίλησε το χέρι … Ψέλλισε ένα ευχαριστώ και βγήκε βιαστικά στον μυρωμένο αέρα ! Στέγνωνε εκείνος τα μάτια του , που δεν σταμάτησαν για ώρες να υγραίνονται , κάθε φορά που έφερνε στο στόμα του την προσευχή της ταπεινής γριάς . Θέλησε λίγο να την παραλλάξει για τον εαυτό του : Ιησού μου Εσταυρωμένε όλα τούτα τα άγια λόγια που είναι γραμμένα μόνο στο μυαλό μου , γράψτα σε παρακαλώ πάνω στην καρδιά μου που είναι άνυδρη και ξερική! Σπλαχνίσου με Κύριε και μη με παραδειγματίσεις !
Την ευχή σου Θειά –Σταυρούλα !
Εσένα διάλεξε ο Θεός …
Απόσπασμα από εκπομπή με τίτλο : Αυτοί που διάλεξε ο Θεός

Κάποτε άκουσα αυτό το περιστατικό σε ένα υπέροχο κήρυγμα του πεφιλημένου Πατρός Εφραίμ Παναούση.
Σ αυτόν και στα ταπεινά τούτου του απατεώνος καιρού είναι αφιερωμένο τούτο το μικρό διήγημα .Θα τους θυμηθούμε και πάλι φέτος όταν ο ψάλτης διαβάσει τον Απόστολο της Αποκαθηλώσεως …
Την ευχή τους να έχουμε !
Καλή Ανάσταση

http://proskynitis.blogspot.gr/2016/04/ ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Τα 8 ψέματα της πάμφτωχης μάνας μου

Εικόνα

Σίγουρα η αγάπη που νιώθει μία μάνα για το παιδί της, δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο είδος αγάπης. Παρά τις όποιες δυσκολίες και τα εμπόδια, οι μανάδες πάντα καταφέρνουν να βάλουν πρώτα τα παιδιά τους, ακόμη και αν οι ίδιες καταλήξουν…τελευταίες.

Στην ιστορία που ακολουθεί μια μητέρα έπρεπε να πει αρκετά ψέματα στο γιο της για να τον μεγαλώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τώρα που αποκαλύφθηκε η αλήθεια, η ιστορία της έγινε παγκοσμίως γνωστή.....

Έχετε κάνει ποτέ κάτι παρόμοιο για τα παιδιά σας ή θα το κάνατε αν χρειαζόταν; Αν πιστεύετε ότι οι μητέρες αξίζουν μόνο σεβασμό και θαυμασμό, διαβάστε την παρακάτω ιστορία και θα αλλάξετε γνώμη…

“Η ιστορία ξεκίνησε όταν ήμουν παιδί. Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή και ποτέ δεν είχαμε αρκετό φαγητό. Η μητέρα μου πάντα μου έδινε το δικό της πιάτο κι έλεγε «Φάε αυτό το ρύζι γιε μου εγώ δεν πεινάω». Αυτό ήταν το πρώτο ψέμα της μητέρας μου.

Καθώς μεγάλωνα, η μητέρα μου περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της, ψαρεύοντας σε ένα ποτάμι. Έτσι από τα ψάρια που έπιανε, θα μπορούσε να μου προσφέρει ένα καλύτερο φαγητό για την ανάπτυξή μου. Καθώς έτρωγα, κάθονταν δίπλα μου και έτρωγε και αυτή ότι κρέας έμενε στα κόκαλα. Όταν της πρόσφερα από το φαγητό μου, έλεγε «Φάε το φαγητό σου γιε μου, δεν μου αρέσουν εμένα τα ψάρια»..
Αυτό ήταν το δεύτερο ψέμα…

Αργότερα για να μπορέσω να σπουδάσω, έψαξε και βρήκε μία δεύτερη δουλειά. Ανακύκλωνε παλιά κουτιά από χαρτόνι και αυτό της έδινε κάποια επιπλέον χρήματα για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ξύπνησα και την βρήκα με ένα μικρό κερί να δουλεύει ακόμη. Της είπα να έρθει για ύπνο, αλλά μου απάντησε πως δεν είναι κουρασμένη. Αυτό ήταν το τρίτο της ψέμα…

Όταν έφτασαν οι τελικές εξετάσεις ζήτησε άδεια από τη δουλειά της για να με συνοδεύσει. με περίμενε μέσα στη ζέστη για ώρες και όταν τελείωσα ήρθε κοντά μου και μου έφερε ένα μπουκάλι με κρύο νερό. Την είδα κουρασμένη και εξαντλημένη και της είπα να το πιει εκείνη. Η απάντησή της ήταν «Δεν διψάω γιε μου, πιες το εσύ να δροσιστείς». Αυτό ήταν το τέταρτο ψέμα της μητέρας μου…

Μετά το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου έπρεπε να βρει τρόπο να καλύψει τις ανάγκες μας. Η κατάσταση της οικογένειάς μας χειροτέρευε και δυστυχώς όλα τα βάρη περνούσαν από πάνω της. Κάποιοι γείτονες της έλεγαν ότι πρέπει να παντρευτεί ξανά και να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή. Αυτή όμως έλεγε «Δεν είμαι εγώ για τέτοια, είμαι μεγάλη γυναίκα με παιδί και δεν χρειάζομαι την αγάπη κανενός». Αυτό ήταν το πέμπτο ψέμα της μητέρας μου…

Αφού τελείωσα τις σπουδές μου και έπιασα δουλειά, ήταν ώρα για τη μητέρα μου να ξεκουραστεί, αλλά δεν ήθελε. Πήγαινε κάθε μέρα στη λαϊκή αγορά και πουλούσε κάποια λαχανικά για να καλύπτει τις δικές της ανάγκες. Εγώ δούλευα μακρυά και κάθε μήνα με το που έπαιρνα το μισθό μου, της ετοίμαζα ένα δέμα με τρόφιμα και διάφορα καλούδια, της έβαζα και ένα φάκελο με λεφτά και της τα έστελνα. Αυτή όμως τις περισσότερες φορές, κρατούσε τα πάντα εκτός από τα λεφτά. Με την πρώτη ευκαιρία μου τα έστελνε πίσω και μου έγραφε «Αγόρι μου δεν χρειάζομαι χρήματα, δόξα τον Θεό έχω αρκετά για να ζήσω. Κράτησε τα εσύ που είσαι νέος και έχεις ανάγκες». Αυτό ήταν το έκτο της ψέμα…

Μετά από 3 χρόνια δουλειάς και μεταπτυχιακών σπουδών, μία μεγάλη εταιρεία εμφανίστηκε στο δρόμο μου, η οποία με προσέλαβε με πολύ καλό μισθό και μου χρηματοδότησε το διδακτορικό που πάντα ονειρευόμουν. Τότε γύρισα και είπα στη μητέρα μου ότι η τύχη μας χαμογέλασε. Της ζήτησα να έρθει μαζί μου, να σταματήσει να δουλεύει και επιτέλους να απολαύσει και αυτή κάποιες στιγμές από τη ζωή της. Εκείνη όμως μου είπε, «Άσε με γιε μου στον τόπο μου, εγώ είμαι μια χαρά, κοίτα να κάνεις εσύ τη ζωή σου καλύτερη και μην κοιτάς εμένα». Αυτό ήταν το έβδομο ψέμα που μου είπε…

Στα γεράματά της απέκτησε καρκίνο στο στομάχι. Σε εμένα όμως δεν είπε τίποτα. Μία μέρα όμως αποφάσισα να πάω την δω χωρίς να την προειδοποιήσω. Όταν μπήκα στο σπίτι αμέσως κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά… Γερασμένη και εξασθενημένη καθόταν στο κρεβάτι, προσπαθούσε να γελάσει αλλά φαινόταν ότι έκανε υπερπροσπάθεια. Καθώς με κοιτούσε, με έπιασαν τα κλάματα, δεν άντεξα…

Τότε γύρισε και μου είπε «Γιε μου μην κλαις και μην στεναχωριέσαι, εγώ είμαι μια χαρά» και μου κράτησε το χέρι. Αυτό ήταν το όγδοο ψέμα της κι εκείνη τη στιγμή έκλεισε τα μάτια της για πάντα…

http://ellpalmos.blogspot.gr/2016/04/8.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”