Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
51. Τίς οὖν ἀνθρώπων μετὰ θάνατον ἢ ὅλως ζῶν περὶ παρθενίας
Ποιός, λοιπόν, από τους ανθρώπους μετά το θάνατό του ή έστω ζώντας δίδαξε
ἐδίδαξε, καὶ οὐκ ἐνόμισεν ἀδύνατον εἶναι τὴν ἀρετὴν ταύτην ἐν
για την παρθενία και δεν θεώρησε ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι να
ἀνθρώποις; ᾿Αλλ᾿ ὁ ἡμέτερος Σωτὴρ καὶ τῶν πάντων Βασιλεὺς
κατορθώσουν αυτή την αρετή; Αλλά, ο δικός μας Σωτήρας και βασιλιάς των
Χριστὸς τοσοῦτον ἴσχυσεν ἐν τῇ περὶ ταύτης διδασκαλίᾳ, ὡς καὶ
όλων, ο Χριστός, τόσο πολύ τα κατάφερε σ’ αυτή τη διδασκαλία, ώστε και
παιδία μήπω τῆς νομίμης ἡλικίας ἐπιβάντα τὴν ὑπὲρ τὸν νόμον
ανήλικα παιδιά να ασκούνται στην παρθενία, που υπερβαίνει το νόμο
ἐπαγγέλλεσθαι παρθενίαν.
(και τη φύση).
Τίς πώποτε ἀνθρώπων ἠδυνήθη διαβῆναι τοσοῦτον, καὶ εἰς Σκύθας
Ποιός πάλι από τους ανθρώπους μπόρεσε να περιοδεύσει και να πάει σε τόσο
καὶ Αἰθίοπας, ἢ Πέρσας, ἢ ᾿Αρμενίους, ἢ Γότθους, ἢ τοὺς ἐπέκεινα τοῦ
μακρινά μέρη, στους Σκύθες, τους Αιθίοπες, τους Πέρσες,τους Αρμένιους, τους
᾿Ωκεανοῦ λεγομένους, ἢ τοὺς ὑπὲρ τὴν ῾Υρκανίαν ὄντας, ἢ ὅλως τοὺς
Γότθους, σ’ αυτούς που είναι πέρα από τον Ωκεανό (εννοεί τους Βρεττανούς),
ή σ’ αυτούς που είναι πέρα από την Υρκανία (εννοεί τη νότια της Κασπίας
Αἰγυπτίους καὶ Χαλδαίους παρελθεῖν, τοὺς φρονοῦντας μὲν μαγικά,
χώρα), ή γενικά στους Αιγύπτιους και Χαλδαίους; Να πάει να κηρύξει την
δεισιδαίμονας δὲ ὑπὲρ τὴν φύσιν καὶ ἀγρίους τοῖς τρόποις, καὶ ὅλως
αρετή, τη σωφροσύνη και ενάντια στην ειδωλολατρία σ’ αυτούς που πίστευαν
κηρύξαι περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης καὶ τῆς κατὰ εἰδώλων θρησκείας,
στα μάγια και ήταν υπερβολικά δεισιδαίμονες και άγριοι στους τρόπους; Να
ὡς ὁ πάντων Κύριος, ἡ τοῦ Θεοῦ Δύναμις, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς
να κηρύξει όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, η Δύναμη του Θεού και Κύριος
Χριστός;
του σύμπαντος;
῝Ος οὐ μόνον ἐκήρυξε διὰ τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἔπεισεν
Ο Κύριος, όχι μόνο κήρυξε σ’ αυτούς με τους μαθητές του, αλλά τους έπεισε
αὐτοὺς κατὰ διάνοιαν, τὴν μὲν τῶν τρόπων ἀγριότητα μεταθέσθαι,
κιόλας να μεταβάλλουν την αγριότητα της συμπεριφοράς τους, να μην
μηκέτι δὲ τοὺς πατρίους σέβειν θεούς, ἀλλ᾿ αὐτὸν ἐπιγινώσκειν, καὶ δι᾿
λατρεύουν πλέον τους πατροπαράδοτους θεούς, αλλά αυτόν ν’ αναγνωρίζουν
αὐτοῦ τὸν Πατέρα θρησκεύειν.
και μέσω αυτού να προσκυνούν τον Θεό Πατέρα.
Πάλαι μὲν γὰρ εἰδωλολατροῦντες, ῞Ελληνες καὶ βάρβαροι κατ᾿
Διότι, όταν παλαιότερα οι Έλληνες και οι βάρβαροι ήταν ειδωλολάτρες,
ἀλλήλων ἐπολέμουν, καὶ ὠμοὶ πρὸς τοὺς συγγενεῖς ἐτύγχανον.
πολεμούσαν αναμεταξύ τους και ήταν σκληροί απέναντι στους συγγενείς τους.
Οὐκ ἦν γάρ τινα τὸ σύνολον οὔτε τὴν γῆν οὔτε τὴν θάλασσαν
Εξαιτίας της αδιάλλακτης διαμάχης μεταξύ τους, κανείς απολύτως
διαβῆναι χωρὶς τοῦ τὴν χεῖρα ξίφεσιν ὁπλίσαι, ἕνεκα τῆς πρὸς
δεν μπορούσε να διαβεί ούτε γη ούτε θάλασσα χωρίς να είναι οπλισμένος
ἀλλήλους ἀκαταλλάκτου μάχης.
με ξίφος στο χέρι.
Καὶ γὰρ καὶ ἡ πᾶσα τοῦ ζῆν αὐτοῖς διαγωγὴ δι᾿ ὅπλων ἐγίνετο, καὶ
Διότι όλη τους η ζωή κυλούσε με πολέμους και κρατούσαν πάντα στο χέρι,
ξίφος ἦν αὐτοῖς ἀντὶ βακτηρίας, καὶ παντὸς βοηθήματος ἔρεισμα·
για να τους στηρίζει και βοηθεί, ξίφος αντί για ραβδί.
καίτοι, ὡς προεῖπον, εἰδώλοις ἐλάτρευον, καὶ δαίμοσιν ἔσπενδον
Παρόλο που οι ειδωλολάτρες, όπως προείπα, προσκυνούσαν τα είδωλα και
θυσίας, καὶ ὅμως οὐδὲν ἐκ τῆς εἰδώλων δεισιδαιμονίας ἠδυνήθησαν οἱ
έκαναν θυσίες στους δαίμονες, όμως σε τίποτε δεν μπόρεσαν να μορφωθούν
τοιαῦτα φρονοῦντες μεταπαιδευθῆναι.
από τη δεισιδαιμονία των ειδώλων.
῞Οτε δὲ εἰς τὴν Χριστοῦ διδασκαλίαν μεταβεβήκασι, τότε δὴ
Όταν όμως προσήλθαν στη διδασκαλία του Χριστού, τότε, πράγματι
παραδόξως ὡς τῷ ὄντι κατὰ διάνοιαν κατανυγέντες, τὴν μὲν
παράδοξα, κατανύχθηκαν στην καρδιά τους και απέβαλαν την
ὠμότητα τῶν φόνων ἀπέθεντο, καὶ οὐκ ἔτι πολέμια φρονοῦσι,
ωμότητα των φόνων· έπαψαν πλέον να σκέφτονται εχθρικά·
πάντα δὲ αὐτοῖς εἰρηναῖα, καὶ τὰ πρὸς φιλίαν καταθύμια λοιπόν ἐστι.
όλα σ’ αυτούς είναι ειρηνικά και επιθυμούν στο εξής μόνο τη φιλία (αγάπη).
Ποιός, λοιπόν, από τους ανθρώπους μετά το θάνατό του ή έστω ζώντας δίδαξε
ἐδίδαξε, καὶ οὐκ ἐνόμισεν ἀδύνατον εἶναι τὴν ἀρετὴν ταύτην ἐν
για την παρθενία και δεν θεώρησε ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι να
ἀνθρώποις; ᾿Αλλ᾿ ὁ ἡμέτερος Σωτὴρ καὶ τῶν πάντων Βασιλεὺς
κατορθώσουν αυτή την αρετή; Αλλά, ο δικός μας Σωτήρας και βασιλιάς των
Χριστὸς τοσοῦτον ἴσχυσεν ἐν τῇ περὶ ταύτης διδασκαλίᾳ, ὡς καὶ
όλων, ο Χριστός, τόσο πολύ τα κατάφερε σ’ αυτή τη διδασκαλία, ώστε και
παιδία μήπω τῆς νομίμης ἡλικίας ἐπιβάντα τὴν ὑπὲρ τὸν νόμον
ανήλικα παιδιά να ασκούνται στην παρθενία, που υπερβαίνει το νόμο
ἐπαγγέλλεσθαι παρθενίαν.
(και τη φύση).
Τίς πώποτε ἀνθρώπων ἠδυνήθη διαβῆναι τοσοῦτον, καὶ εἰς Σκύθας
Ποιός πάλι από τους ανθρώπους μπόρεσε να περιοδεύσει και να πάει σε τόσο
καὶ Αἰθίοπας, ἢ Πέρσας, ἢ ᾿Αρμενίους, ἢ Γότθους, ἢ τοὺς ἐπέκεινα τοῦ
μακρινά μέρη, στους Σκύθες, τους Αιθίοπες, τους Πέρσες,τους Αρμένιους, τους
᾿Ωκεανοῦ λεγομένους, ἢ τοὺς ὑπὲρ τὴν ῾Υρκανίαν ὄντας, ἢ ὅλως τοὺς
Γότθους, σ’ αυτούς που είναι πέρα από τον Ωκεανό (εννοεί τους Βρεττανούς),
ή σ’ αυτούς που είναι πέρα από την Υρκανία (εννοεί τη νότια της Κασπίας
Αἰγυπτίους καὶ Χαλδαίους παρελθεῖν, τοὺς φρονοῦντας μὲν μαγικά,
χώρα), ή γενικά στους Αιγύπτιους και Χαλδαίους; Να πάει να κηρύξει την
δεισιδαίμονας δὲ ὑπὲρ τὴν φύσιν καὶ ἀγρίους τοῖς τρόποις, καὶ ὅλως
αρετή, τη σωφροσύνη και ενάντια στην ειδωλολατρία σ’ αυτούς που πίστευαν
κηρύξαι περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης καὶ τῆς κατὰ εἰδώλων θρησκείας,
στα μάγια και ήταν υπερβολικά δεισιδαίμονες και άγριοι στους τρόπους; Να
ὡς ὁ πάντων Κύριος, ἡ τοῦ Θεοῦ Δύναμις, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς
να κηρύξει όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, η Δύναμη του Θεού και Κύριος
Χριστός;
του σύμπαντος;
῝Ος οὐ μόνον ἐκήρυξε διὰ τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἔπεισεν
Ο Κύριος, όχι μόνο κήρυξε σ’ αυτούς με τους μαθητές του, αλλά τους έπεισε
αὐτοὺς κατὰ διάνοιαν, τὴν μὲν τῶν τρόπων ἀγριότητα μεταθέσθαι,
κιόλας να μεταβάλλουν την αγριότητα της συμπεριφοράς τους, να μην
μηκέτι δὲ τοὺς πατρίους σέβειν θεούς, ἀλλ᾿ αὐτὸν ἐπιγινώσκειν, καὶ δι᾿
λατρεύουν πλέον τους πατροπαράδοτους θεούς, αλλά αυτόν ν’ αναγνωρίζουν
αὐτοῦ τὸν Πατέρα θρησκεύειν.
και μέσω αυτού να προσκυνούν τον Θεό Πατέρα.
Πάλαι μὲν γὰρ εἰδωλολατροῦντες, ῞Ελληνες καὶ βάρβαροι κατ᾿
Διότι, όταν παλαιότερα οι Έλληνες και οι βάρβαροι ήταν ειδωλολάτρες,
ἀλλήλων ἐπολέμουν, καὶ ὠμοὶ πρὸς τοὺς συγγενεῖς ἐτύγχανον.
πολεμούσαν αναμεταξύ τους και ήταν σκληροί απέναντι στους συγγενείς τους.
Οὐκ ἦν γάρ τινα τὸ σύνολον οὔτε τὴν γῆν οὔτε τὴν θάλασσαν
Εξαιτίας της αδιάλλακτης διαμάχης μεταξύ τους, κανείς απολύτως
διαβῆναι χωρὶς τοῦ τὴν χεῖρα ξίφεσιν ὁπλίσαι, ἕνεκα τῆς πρὸς
δεν μπορούσε να διαβεί ούτε γη ούτε θάλασσα χωρίς να είναι οπλισμένος
ἀλλήλους ἀκαταλλάκτου μάχης.
με ξίφος στο χέρι.
Καὶ γὰρ καὶ ἡ πᾶσα τοῦ ζῆν αὐτοῖς διαγωγὴ δι᾿ ὅπλων ἐγίνετο, καὶ
Διότι όλη τους η ζωή κυλούσε με πολέμους και κρατούσαν πάντα στο χέρι,
ξίφος ἦν αὐτοῖς ἀντὶ βακτηρίας, καὶ παντὸς βοηθήματος ἔρεισμα·
για να τους στηρίζει και βοηθεί, ξίφος αντί για ραβδί.
καίτοι, ὡς προεῖπον, εἰδώλοις ἐλάτρευον, καὶ δαίμοσιν ἔσπενδον
Παρόλο που οι ειδωλολάτρες, όπως προείπα, προσκυνούσαν τα είδωλα και
θυσίας, καὶ ὅμως οὐδὲν ἐκ τῆς εἰδώλων δεισιδαιμονίας ἠδυνήθησαν οἱ
έκαναν θυσίες στους δαίμονες, όμως σε τίποτε δεν μπόρεσαν να μορφωθούν
τοιαῦτα φρονοῦντες μεταπαιδευθῆναι.
από τη δεισιδαιμονία των ειδώλων.
῞Οτε δὲ εἰς τὴν Χριστοῦ διδασκαλίαν μεταβεβήκασι, τότε δὴ
Όταν όμως προσήλθαν στη διδασκαλία του Χριστού, τότε, πράγματι
παραδόξως ὡς τῷ ὄντι κατὰ διάνοιαν κατανυγέντες, τὴν μὲν
παράδοξα, κατανύχθηκαν στην καρδιά τους και απέβαλαν την
ὠμότητα τῶν φόνων ἀπέθεντο, καὶ οὐκ ἔτι πολέμια φρονοῦσι,
ωμότητα των φόνων· έπαψαν πλέον να σκέφτονται εχθρικά·
πάντα δὲ αὐτοῖς εἰρηναῖα, καὶ τὰ πρὸς φιλίαν καταθύμια λοιπόν ἐστι.
όλα σ’ αυτούς είναι ειρηνικά και επιθυμούν στο εξής μόνο τη φιλία (αγάπη).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
52. Τίς οὖν ὁ ταῦτα ποιήσας, ἢ τίς ὁ τοὺς μισοῦντας ἀλλήλους εἰς
Ποιός λοιπόν είναι αυτός που τα έκανε αυτά, και ένωσε ειρηνικά αυτούς που
εἰρήνην συνάψας, εἰ μὴ ὁ ἀγαπητὸς τοῦ Πατρὸς Υἱός, ὁ κοινὸς
μισούσε ο ένας τον άλλον παρά ο αγαπητός Υιός του Θεού Πατέρα, ο Ιησούς
πάντων Σωτὴρ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὃς τῇ ἑαυτοῦ ἀγάπῃ πάντα ὑπὲρ
Χριστός, ο κοινός Σωτήρας όλων; Αυτός που από την αγάπη του υπέστη τα
τῆς ἡμῶν σωτηρίας ὑπέστη; Καὶ γὰρ καὶ ἄνωθεν ἦν προφητευόμενον
πάντα για τη σωτηρία μας. Διότι από την παλαιά εποχή υπήρχε η προφητεία
περὶ τῆς παρ᾿ αὐτοῦ πρυτανευομένης εἰρήνης, λεγούσης τῆς γραφῆς·
για την ειρήνη που ο Χριστός θα φέρει· λέει η Αγία Γραφή: «Θα ακονίσουν τα
"Συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα, καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν
μαχαίρια τους σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια· δεν θα πολεμήσει
εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ
πλέον έθνος εναντίον έθνους, ούτε θα μάθουν πλέον τον πόλεμο».
μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν."
Καὶ οὐκ ἄπιστόν γε τοιοῦτον, ὅπου καὶ νῦν οἱ τὸ ἄγριον τῶν τρόπων
Και ασφαλώς δεν είναι απίστευτο αυτό, αφού και τώρα οι βάρβαροι που έχουν
ἔμφυτον ἔχοντες βάρβαροι, ἔτι μὲν θύοντες παρ᾿ αὐτοῖς τοῖς εἰδώλοις,
έμφυτη την αγριότητα των τρόπων, θυσιάζουν ακόμη στα είδωλα,
μαίνονται κατ᾿ ἀλλήλων, καὶ χωρὶς ξίφους οὐδεμίαν ὥραν ἀνέχονται
συμπεριφέρονται ως παράφρονες μεταξύ τους και δεν αποχωρίζονται ούτε για
μένειν.
μια ώρα το ξίφος τους.
῞Οτε δὲ τῆς Χριστοῦ διδασκαλίας ἀκούουσιν, εὐθέως ἀντὶ μὲν πολέμων
Όταν όμως ακούσουν τη διδασκαλία του Χριστού, αμέσως αντί για πόλεμο
εἰς γεωργίαν τρέπονται, ἀντὶ δὲ τοῦ ξίφεσι τὰς χεῖρας ὁπλίζειν, εἰς
στρέφονται στη γεωργία· αντί να οπλίζουν τα χέρια τους με ξίφη, τα σηκώνουν
εὐχὰς ἐκτείνουσι· καὶ ὅλως, ἀντὶ τοῦ πολεμεῖν πρὸς ἑαυτούς, λοιπὸν
για προσευχή. Και γενικά, αντί να πολεμούν μεταξύ τους, εξοπλίζονται
κατὰ διαβόλου καὶ κατὰ δαιμόνων ὁπλίζονται, σωφροσύνῃ καὶ ψυχῆς
ενάντια στο διάβολο και τους δαίμονες και τους πολεμούν με τη σωφροσύνη
ἀρετῇ τούτους καταπολεμοῦντες.
και την αρετή της ψυχής τους.
Τοῦτο δὲ τῆς μὲν θειότητος τοῦ Σωτῆρός ἐστι γνώρισμα· ὅτι ὃ μὴ
Και αυτό από τη μιά είναι γνώρισμα της θεότητας του Σωτήρα· διότι, αυτό που
δεδύνηνται ἐν εἰδώλοις μαθεῖν οἱ ἄνθρωποι, τοῦτο παρ᾿ αὐτοῦ
δεν μπόρεσαν να μάθουν οι άνθρωποι από τα είδωλα, αυτό το έμαθαν απ’ Αυτόν.
μεμαθήκασι· τῆς δὲ δαιμόνων καὶ τῆς εἰδώλων ἀσθενείας καὶ οὐθενείας
Από την άλλη, είναι μεγάλη απόδειξη της αδυναμίας και μηδαμινότητας των
ἔλεγχος οὐκ ὀλίγος ἐστὶν οὗτος. Εἰδότες γὰρ ἑαυτῶν οἱ δαίμονες τὴν
δαιμόνων και των ειδώλων. Επειδή γνωρίζουν οι δαίμονες την αδυναμία τους,
ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο συνέβαλον πάλαι τοὺς ἀνθρώπους καθ᾿ ἑαυτῶν
παρακίνησαν στην αρχαιότητα τους ανθρώπους να μάχονται ο ένας τον άλλον,
πολεμεῖν, ἵνα μὴ παυσάμενοι τῆς κατ᾿ ἀλλήλων ἔριδος, εἰς τὴν κατὰ
για να μην σταματήσουν την μεταξύ τους φιλονικία και στραφούν στον
δαιμόνων μάχην ἐπιστρέψωσιν.
πόλεμο ενάντια στους δαίμονες.
᾿Αμέλει, μὴ πολεμοῦντες πρὸς ἑαυτούς, οἱ Χριστῷ μαθητευόμενοι
Αναμφίβολα, όταν οι μαθητές του Χριστού δεν πολεμούν μεταξύ τους,
κατὰ δαιμόνων τοῖς τρόποις καὶ ταῖς κατ᾿ ἀρετὴν πράξεσιν
αντιπαρατάσσονται ενάντια στους δαίμονες με τρόπους και ενάρετες πράξεις.
ἀντιπαρατάσσονται, καὶ τούτους μὲν διώκουσι, τὸν δὲ τούτων
Και αυτούς τους διώχνουν μακριά, ενώ τον αρχηγό τους διάβολο τον
ἀρχηγὸν διάβολον καταπαίζουσιν, ὥστε ἐν νεότητι μὲν σωφρονεῖν, ἐν
περιπαίζουν, ώστε οι νέοι να είναι σώφρονες, να υπομένουν τους πειρασμούς,
πειρασμοῖς δὲ ὑπομένειν, ἐν πόνοις δὲ καρτερεῖν, καὶ ὑβριζομένους μὲν
να δείχνουν καρτερία στους πόνους, ν’ ανέχονται τις ύβρεις και να
ἀνέχεσθαι, ἀποστερουμένους δὲ καταφρονεῖν, καὶ τό γε θαυμαστόν,
περιφρονούν ό,τι στερούνται. Και το πιό αξιοθαύμαστο είναι
ὅτι καὶ θανάτου καταφρονοῦσι, καὶ γίνονται μάρτυρες Χριστοῦ.
ότι και το θάνατο καταφρονούν και γίνονται μάρτυρες τους Χριστού.
Ποιός λοιπόν είναι αυτός που τα έκανε αυτά, και ένωσε ειρηνικά αυτούς που
εἰρήνην συνάψας, εἰ μὴ ὁ ἀγαπητὸς τοῦ Πατρὸς Υἱός, ὁ κοινὸς
μισούσε ο ένας τον άλλον παρά ο αγαπητός Υιός του Θεού Πατέρα, ο Ιησούς
πάντων Σωτὴρ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὃς τῇ ἑαυτοῦ ἀγάπῃ πάντα ὑπὲρ
Χριστός, ο κοινός Σωτήρας όλων; Αυτός που από την αγάπη του υπέστη τα
τῆς ἡμῶν σωτηρίας ὑπέστη; Καὶ γὰρ καὶ ἄνωθεν ἦν προφητευόμενον
πάντα για τη σωτηρία μας. Διότι από την παλαιά εποχή υπήρχε η προφητεία
περὶ τῆς παρ᾿ αὐτοῦ πρυτανευομένης εἰρήνης, λεγούσης τῆς γραφῆς·
για την ειρήνη που ο Χριστός θα φέρει· λέει η Αγία Γραφή: «Θα ακονίσουν τα
"Συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα, καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν
μαχαίρια τους σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια· δεν θα πολεμήσει
εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ
πλέον έθνος εναντίον έθνους, ούτε θα μάθουν πλέον τον πόλεμο».
μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν."
Καὶ οὐκ ἄπιστόν γε τοιοῦτον, ὅπου καὶ νῦν οἱ τὸ ἄγριον τῶν τρόπων
Και ασφαλώς δεν είναι απίστευτο αυτό, αφού και τώρα οι βάρβαροι που έχουν
ἔμφυτον ἔχοντες βάρβαροι, ἔτι μὲν θύοντες παρ᾿ αὐτοῖς τοῖς εἰδώλοις,
έμφυτη την αγριότητα των τρόπων, θυσιάζουν ακόμη στα είδωλα,
μαίνονται κατ᾿ ἀλλήλων, καὶ χωρὶς ξίφους οὐδεμίαν ὥραν ἀνέχονται
συμπεριφέρονται ως παράφρονες μεταξύ τους και δεν αποχωρίζονται ούτε για
μένειν.
μια ώρα το ξίφος τους.
῞Οτε δὲ τῆς Χριστοῦ διδασκαλίας ἀκούουσιν, εὐθέως ἀντὶ μὲν πολέμων
Όταν όμως ακούσουν τη διδασκαλία του Χριστού, αμέσως αντί για πόλεμο
εἰς γεωργίαν τρέπονται, ἀντὶ δὲ τοῦ ξίφεσι τὰς χεῖρας ὁπλίζειν, εἰς
στρέφονται στη γεωργία· αντί να οπλίζουν τα χέρια τους με ξίφη, τα σηκώνουν
εὐχὰς ἐκτείνουσι· καὶ ὅλως, ἀντὶ τοῦ πολεμεῖν πρὸς ἑαυτούς, λοιπὸν
για προσευχή. Και γενικά, αντί να πολεμούν μεταξύ τους, εξοπλίζονται
κατὰ διαβόλου καὶ κατὰ δαιμόνων ὁπλίζονται, σωφροσύνῃ καὶ ψυχῆς
ενάντια στο διάβολο και τους δαίμονες και τους πολεμούν με τη σωφροσύνη
ἀρετῇ τούτους καταπολεμοῦντες.
και την αρετή της ψυχής τους.
Τοῦτο δὲ τῆς μὲν θειότητος τοῦ Σωτῆρός ἐστι γνώρισμα· ὅτι ὃ μὴ
Και αυτό από τη μιά είναι γνώρισμα της θεότητας του Σωτήρα· διότι, αυτό που
δεδύνηνται ἐν εἰδώλοις μαθεῖν οἱ ἄνθρωποι, τοῦτο παρ᾿ αὐτοῦ
δεν μπόρεσαν να μάθουν οι άνθρωποι από τα είδωλα, αυτό το έμαθαν απ’ Αυτόν.
μεμαθήκασι· τῆς δὲ δαιμόνων καὶ τῆς εἰδώλων ἀσθενείας καὶ οὐθενείας
Από την άλλη, είναι μεγάλη απόδειξη της αδυναμίας και μηδαμινότητας των
ἔλεγχος οὐκ ὀλίγος ἐστὶν οὗτος. Εἰδότες γὰρ ἑαυτῶν οἱ δαίμονες τὴν
δαιμόνων και των ειδώλων. Επειδή γνωρίζουν οι δαίμονες την αδυναμία τους,
ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο συνέβαλον πάλαι τοὺς ἀνθρώπους καθ᾿ ἑαυτῶν
παρακίνησαν στην αρχαιότητα τους ανθρώπους να μάχονται ο ένας τον άλλον,
πολεμεῖν, ἵνα μὴ παυσάμενοι τῆς κατ᾿ ἀλλήλων ἔριδος, εἰς τὴν κατὰ
για να μην σταματήσουν την μεταξύ τους φιλονικία και στραφούν στον
δαιμόνων μάχην ἐπιστρέψωσιν.
πόλεμο ενάντια στους δαίμονες.
᾿Αμέλει, μὴ πολεμοῦντες πρὸς ἑαυτούς, οἱ Χριστῷ μαθητευόμενοι
Αναμφίβολα, όταν οι μαθητές του Χριστού δεν πολεμούν μεταξύ τους,
κατὰ δαιμόνων τοῖς τρόποις καὶ ταῖς κατ᾿ ἀρετὴν πράξεσιν
αντιπαρατάσσονται ενάντια στους δαίμονες με τρόπους και ενάρετες πράξεις.
ἀντιπαρατάσσονται, καὶ τούτους μὲν διώκουσι, τὸν δὲ τούτων
Και αυτούς τους διώχνουν μακριά, ενώ τον αρχηγό τους διάβολο τον
ἀρχηγὸν διάβολον καταπαίζουσιν, ὥστε ἐν νεότητι μὲν σωφρονεῖν, ἐν
περιπαίζουν, ώστε οι νέοι να είναι σώφρονες, να υπομένουν τους πειρασμούς,
πειρασμοῖς δὲ ὑπομένειν, ἐν πόνοις δὲ καρτερεῖν, καὶ ὑβριζομένους μὲν
να δείχνουν καρτερία στους πόνους, ν’ ανέχονται τις ύβρεις και να
ἀνέχεσθαι, ἀποστερουμένους δὲ καταφρονεῖν, καὶ τό γε θαυμαστόν,
περιφρονούν ό,τι στερούνται. Και το πιό αξιοθαύμαστο είναι
ὅτι καὶ θανάτου καταφρονοῦσι, καὶ γίνονται μάρτυρες Χριστοῦ.
ότι και το θάνατο καταφρονούν και γίνονται μάρτυρες τους Χριστού.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
53. Καὶ ἵνα ἓν ὃ καὶ πάνυ θαυμαστόν ἐστι γνώρισμα τῆς θειότητος τοῦ
Και για να πω ένα, το οποίο είναι το πιο θαυμαστό γνώρισμα της θεότητας του
Σωτῆρος εἴπω· τίς πώποτε ἄνθρωπος ἁπλῶς ἢ μάγος, ἢ τύραννος,
Σωτήρα· μέχρι σήμερα ποιός απλός άνθρωπος ή μάγος ή τύραννος ή βασιλιάς
ἢ βασιλεύς, ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τοσοῦτον ἠδυνήθη βαλεῖν, καὶ καθ᾿ ὅλης τῆς
μπόρεσε μόνος του να επιτεθεί εναντίον όλης της ειδωλολατρίας και
εἰδωλολατρίας καὶ πάσης δαιμονικῆς στρατίας καὶ πάσης μαγείας καὶ
εναντίον κάθε δαιμονικής στρατιάς, κάθε μαγείας και εναντίον όλης της
πάσης σοφίας ῾Ελλήνων, τοσοῦτον ἰσχυόντων καὶ ἔτι ἀκμαζόντων καὶ
σοφίας των Ελλήνων; Ποιός μπόρεσε να πολεμήσει και ν’ αντισταθεί με μιας
ἐκπληττόντων πάντας, ἀντιμάχεσθαι καὶ μιᾷ ῥοπῇ κατὰ πάντων
εναντίον όλων των Ελλήνων, που είχαν τόση δύναμη και ακόμη προοδεύουν
ἀντιστῆναι, ὡς ὁ ἡμέτερος Κύριος, ὁ τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς Λόγος, ὃς
και όλους τους εκπλήσσουν; Ποιός μπόρεσε να κάνει όπως ο Κύριός μας, ο
ἀοράτως ἑκάστου τὴν πλάνην ἐλέγχων, μόνος παρὰ πάντων τοὺς
αληθινός Λόγος του Θεού, ο οποίος ελέγχει αόρατα την πλάνη του καθένα και
πάντας ἀνθρώπους σκυλεύει, ὥστε τοὺς μὲν τὰ εἴδωλα
μόνος απ’ όλους κατανικά όλους τους ανθρώπους; Ώστε αυτοί που προσκυνούν
προσκυνοῦντας λοιπὸν αὐτὰ καταπατεῖν, τοὺς δὲ μαγείαις
τα είδωλα στο εξής να τα καταπατούν, όσοι θαυμάζουν τις μαγείες να καίνε
θαυμασθέντας τὰς βίβλους κατακαίειν, τοὺς δὲ σοφοὺς τὴν τῶν
βιβλία τους, ενώ οι σοφοί να προτιμούν πάνω απ’ όλα την ερμηνεία
Εὐαγγελίων προκρίνειν πάντων ἑρμηνείαν.
των Ευαγγελίων;
Οὓς μὲν γὰρ πρότερον προσεκύνουν, τούτους καταλιμπάνουσιν·
Αυτούς που προηγούμενα προσκυνούσαν, αυτούς τους εγκαταλείπουν·
ὃν δὲ ἐχλεύαζον ἐσταυρωμένον· τοῦτον προσκυνοῦσι Χριστόν, Θεὸν
Ενώ, Αυτόν που χλεύαζαν πάνω στο σταυρό, αυτόν τον Χριστό τον προσκυνούν
αὐτὸν ὁμολογοῦντες· Καὶ οἱ μὲν παρ᾿ αὐτοῖς λεγόμενοι θεοὶ τῷ σημείῳ
και ομολογούν Θεό. Οι θεωρούμενοι θεοί τους φυγαδεύονται με το σημείο
τοῦ σταυροῦ διώκονται· ὁ δὲ σταυρωθεὶς Σωτὴρ ἐν πάσῃ τῇ
του σταυρού· ενώ ο σταυρωμένος Σωτήρας ανακηρύσσεται σ’ όλη την
οἰκουμένῃ Θεὸς ἀναγορεύεται καὶ Θεοῦ Υἱός. Καὶ οἱ μὲν παρ᾿ ῞Ελλησι
οικουμένη Θεός και Υιός του Θεού. Οι θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν οι
προσκυνούμενοι θεοὶ ὡς αἰσχροὶ διαβάλλονται παρ᾿ αὐτῶν· οἱ δὲ τὴν
ειδωλολάτρες κατηγορούνται για αισχρότητες· αντίθετα, όσοι μαθητεύουν στη
Χριστοῦ λαμβάνοντες διδασκαλίαν, σωφρονέστερον ἐκείνων ἔχουσι
διδασκαλία του Χριστού, έχουν πιο σώφρονα ζωή από εκείνους.
τὸν βίον.
Ταῦτα οὖν, καὶ τὰ τοιαῦτα, εἰ μὲν ἀνθρώπινά ἐστι, δεικνύτω τις ὁ
Αν, λοιπόν, αυτά και τα παρόμοια είναι ανθρώπινα κατορθώματα , ας μας
βουλόμενος καὶ τὰ τῶν προτέρων τοιαῦτα, καὶ πειθέτω. Εἰ δὲ μὴ
υποδείξει όποιος θέλει τέτοια ίδια και από προηγούμενες περιπτώσεις για να
ἀνθρώπων ἀλλὰ Θεοῦ ἔργα ταῦτα φαίνεται καί εἰσι, διὰ τί τοσοῦτον
μας πείσει. Ειδάλλως, εάν αυτά και φαίνονται και είναι έργα Θεού και όχι
ἀσεβοῦσιν οἱ ἄπιστοι, μὴ ἐπιγινώσκοντες τὸν ταῦτα ἐργασάμενον
ανθρώπων, γιατί δείχνουν τόσο μεγάλη ασέβεια οι άπιστοι και δεν
Δεσπότην;
παραδέχονται τον Δεσπότη που τα έκανε;
῞Ομοιον γὰρ πάσχουσιν, ὡς εἴ τις ἐκ τῶν ἔργων τῆς κτίσεως μὴ
Παθαίνουν κάτι παρόμοιο μ’ εκείνον που δεν αναγνωρίζει από τα έργα της
γινώσκοι τὸν τούτων δημιουργὸν Θεόν. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς εἰς τὰ ὅλα
κτίσεως το Δημιουργό Θεό. Διότι, αν από τη δύναμή του που φαίνεται στο
αὐτοῦ δυνάμεως ἐγίνωσκον αὐτοῦ τὴν θεότητα, ἔγνωσαν ἂν ὅτι καὶ
σύμπαν, αναγνώριζαν τη θεότητά του, θ’ αντιλαμβάνονταν ότι και τα
τὰ διὰ τοῦ σώματος ἔργα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ τοῦ
σωματικά κατορθώματα του Χριστού δεν είναι ανθρώπινα, αλλά ενέργειες
πάντων Σωτῆρός ἐστι τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γινώσκοντες δὲ οὕτως,
του Σωτήρα όλων και Λόγου του Θεού. Και εάν είχαν αυτή την αντίληψη τότε,
καθάπερ εἶπεν ὁ Παῦλος, "οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν".
«δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξης», όπως το είπε ο απόστολος Παύλος.
Και για να πω ένα, το οποίο είναι το πιο θαυμαστό γνώρισμα της θεότητας του
Σωτῆρος εἴπω· τίς πώποτε ἄνθρωπος ἁπλῶς ἢ μάγος, ἢ τύραννος,
Σωτήρα· μέχρι σήμερα ποιός απλός άνθρωπος ή μάγος ή τύραννος ή βασιλιάς
ἢ βασιλεύς, ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τοσοῦτον ἠδυνήθη βαλεῖν, καὶ καθ᾿ ὅλης τῆς
μπόρεσε μόνος του να επιτεθεί εναντίον όλης της ειδωλολατρίας και
εἰδωλολατρίας καὶ πάσης δαιμονικῆς στρατίας καὶ πάσης μαγείας καὶ
εναντίον κάθε δαιμονικής στρατιάς, κάθε μαγείας και εναντίον όλης της
πάσης σοφίας ῾Ελλήνων, τοσοῦτον ἰσχυόντων καὶ ἔτι ἀκμαζόντων καὶ
σοφίας των Ελλήνων; Ποιός μπόρεσε να πολεμήσει και ν’ αντισταθεί με μιας
ἐκπληττόντων πάντας, ἀντιμάχεσθαι καὶ μιᾷ ῥοπῇ κατὰ πάντων
εναντίον όλων των Ελλήνων, που είχαν τόση δύναμη και ακόμη προοδεύουν
ἀντιστῆναι, ὡς ὁ ἡμέτερος Κύριος, ὁ τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς Λόγος, ὃς
και όλους τους εκπλήσσουν; Ποιός μπόρεσε να κάνει όπως ο Κύριός μας, ο
ἀοράτως ἑκάστου τὴν πλάνην ἐλέγχων, μόνος παρὰ πάντων τοὺς
αληθινός Λόγος του Θεού, ο οποίος ελέγχει αόρατα την πλάνη του καθένα και
πάντας ἀνθρώπους σκυλεύει, ὥστε τοὺς μὲν τὰ εἴδωλα
μόνος απ’ όλους κατανικά όλους τους ανθρώπους; Ώστε αυτοί που προσκυνούν
προσκυνοῦντας λοιπὸν αὐτὰ καταπατεῖν, τοὺς δὲ μαγείαις
τα είδωλα στο εξής να τα καταπατούν, όσοι θαυμάζουν τις μαγείες να καίνε
θαυμασθέντας τὰς βίβλους κατακαίειν, τοὺς δὲ σοφοὺς τὴν τῶν
βιβλία τους, ενώ οι σοφοί να προτιμούν πάνω απ’ όλα την ερμηνεία
Εὐαγγελίων προκρίνειν πάντων ἑρμηνείαν.
των Ευαγγελίων;
Οὓς μὲν γὰρ πρότερον προσεκύνουν, τούτους καταλιμπάνουσιν·
Αυτούς που προηγούμενα προσκυνούσαν, αυτούς τους εγκαταλείπουν·
ὃν δὲ ἐχλεύαζον ἐσταυρωμένον· τοῦτον προσκυνοῦσι Χριστόν, Θεὸν
Ενώ, Αυτόν που χλεύαζαν πάνω στο σταυρό, αυτόν τον Χριστό τον προσκυνούν
αὐτὸν ὁμολογοῦντες· Καὶ οἱ μὲν παρ᾿ αὐτοῖς λεγόμενοι θεοὶ τῷ σημείῳ
και ομολογούν Θεό. Οι θεωρούμενοι θεοί τους φυγαδεύονται με το σημείο
τοῦ σταυροῦ διώκονται· ὁ δὲ σταυρωθεὶς Σωτὴρ ἐν πάσῃ τῇ
του σταυρού· ενώ ο σταυρωμένος Σωτήρας ανακηρύσσεται σ’ όλη την
οἰκουμένῃ Θεὸς ἀναγορεύεται καὶ Θεοῦ Υἱός. Καὶ οἱ μὲν παρ᾿ ῞Ελλησι
οικουμένη Θεός και Υιός του Θεού. Οι θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν οι
προσκυνούμενοι θεοὶ ὡς αἰσχροὶ διαβάλλονται παρ᾿ αὐτῶν· οἱ δὲ τὴν
ειδωλολάτρες κατηγορούνται για αισχρότητες· αντίθετα, όσοι μαθητεύουν στη
Χριστοῦ λαμβάνοντες διδασκαλίαν, σωφρονέστερον ἐκείνων ἔχουσι
διδασκαλία του Χριστού, έχουν πιο σώφρονα ζωή από εκείνους.
τὸν βίον.
Ταῦτα οὖν, καὶ τὰ τοιαῦτα, εἰ μὲν ἀνθρώπινά ἐστι, δεικνύτω τις ὁ
Αν, λοιπόν, αυτά και τα παρόμοια είναι ανθρώπινα κατορθώματα , ας μας
βουλόμενος καὶ τὰ τῶν προτέρων τοιαῦτα, καὶ πειθέτω. Εἰ δὲ μὴ
υποδείξει όποιος θέλει τέτοια ίδια και από προηγούμενες περιπτώσεις για να
ἀνθρώπων ἀλλὰ Θεοῦ ἔργα ταῦτα φαίνεται καί εἰσι, διὰ τί τοσοῦτον
μας πείσει. Ειδάλλως, εάν αυτά και φαίνονται και είναι έργα Θεού και όχι
ἀσεβοῦσιν οἱ ἄπιστοι, μὴ ἐπιγινώσκοντες τὸν ταῦτα ἐργασάμενον
ανθρώπων, γιατί δείχνουν τόσο μεγάλη ασέβεια οι άπιστοι και δεν
Δεσπότην;
παραδέχονται τον Δεσπότη που τα έκανε;
῞Ομοιον γὰρ πάσχουσιν, ὡς εἴ τις ἐκ τῶν ἔργων τῆς κτίσεως μὴ
Παθαίνουν κάτι παρόμοιο μ’ εκείνον που δεν αναγνωρίζει από τα έργα της
γινώσκοι τὸν τούτων δημιουργὸν Θεόν. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς εἰς τὰ ὅλα
κτίσεως το Δημιουργό Θεό. Διότι, αν από τη δύναμή του που φαίνεται στο
αὐτοῦ δυνάμεως ἐγίνωσκον αὐτοῦ τὴν θεότητα, ἔγνωσαν ἂν ὅτι καὶ
σύμπαν, αναγνώριζαν τη θεότητά του, θ’ αντιλαμβάνονταν ότι και τα
τὰ διὰ τοῦ σώματος ἔργα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ τοῦ
σωματικά κατορθώματα του Χριστού δεν είναι ανθρώπινα, αλλά ενέργειες
πάντων Σωτῆρός ἐστι τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γινώσκοντες δὲ οὕτως,
του Σωτήρα όλων και Λόγου του Θεού. Και εάν είχαν αυτή την αντίληψη τότε,
καθάπερ εἶπεν ὁ Παῦλος, "οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν".
«δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξης», όπως το είπε ο απόστολος Παύλος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
54. ῞Ωσπερ οὖν εἴ τις ἀόρατον ὄντα τῇ φύσει τὸν Θεὸν καὶ μηδόλως
Όπως, λοιπόν, εάν κάποιος θέλει να δει το Θεό που είναι από τη φύση του
ὁρώμενον εἰ θέλοι ὁρᾶν, ἐκ τῶν ἔργων αὐτὸν καταλαμβάνει καὶ
αόρατος και καθόλου ορατός, τον αναγνωρίζει και τον αντιλαμβάνεται από τα
γινώσκει, οὕτως ὁ μὴ ὁρῶν τῇ διανοίᾳ τὸν Χριστόν, κἂν ἐκ τῶν ἔργων
έργα του, έτσι αυτός που δεν βλέπει με τον νου το Θεό, τουλάχιστον ας τον
τοῦ σώματος καταμανθανέτω τοῦτον, καὶ δοκιμαζέτω εἰ ἀνθρώπινά
γνωρίσει από τα έργα του σώματος· και να δοκιμάσει αν είναι έργα ανθρώπινα
ἐστιν ἢ Θεοῦ.
ή θεϊκά.
Καὶ ἐὰν μὲν ἀνθρώπινα ᾖ, χλευαζέτω· εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπινά ἐστιν ἀλλὰ
Εάν βέβαια είναι έργα ανθρώπινα, ας τα χλευάσει· αν δεν είναι ανθρώπινα
Θεοῦ γινώσκεται, μὴ γελάτω τὰ ἀχλεύαστα, ἀλλὰ μᾶλλον
αλλά του Θεού, να μη χλευάζει τα αχλεύαστα. Αλλά, μάλλον να τα θαυμάζει,
θαυμαζέτω, ὅτι διὰ τοιούτου πράγματος εὐτελοῦς τὰ θεῖα ἡμῖν
διότι μας φανερώθηκε ο Θεός με τόσο ευτελές μέσον·
πεφανέρωται, καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἡ ἀθανασία εἰς πάντας ἔφθασε, καὶ
με το θάνατό του έφτασε σε όλους η αθανασία· με την ενανθρώπηση του
διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἡ τῶν πάντων ἐγνώσθη πρόνοια,
Λόγου έγινε γνωστή η πρόνοιά του για όλα· έγινε γνωστός ο χορηγός της και
καὶ ὁ ταύτης χορηγὸς καὶ Δημιουργὸς αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος.
Δημιουργός, ο ίδιος ο Λόγος του Θεού.
Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ αὐτὸς
Διότι, αυτός ενανθρώπησε για να θεοποιηθούμε εμείς. Φανέρωσε ο ίδιος
ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρὸς
τον εαυτό του με ανθρώπινο σώμα, για ν’ αποκτήσουμε εμείς ορθή αντίληψη
ἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ᾿ ἀνθρώπων ὕβριν, ἵνα
για τον αόρατο Πατέρα του. Υπέμεινε την ατίμωση από τους ανθρώπους, για
ἡμεῖς ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν. ᾿Εβλάπτετο μὲν γὰρ αὐτὸς οὐδέν,
να κληρονομήσουμε την αφθαρσία. Αυτός βέβαια δεν έπαθε καμιά ζημιά,
ἀπαθὴς καὶ ἄφθαρτος καὶ Αὐτολόγος ὢν καὶ Θεός· τοὺς δὲ πάσχοντας
επειδή είναι απαθής, άφθαρτος, ο ίδιος ο Λόγος και Θεός. Τους ανθρώπους
ἀνθρώπους, δι᾿ οὓς καὶ ταῦτα ὑπέμεινεν, ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀπαθείᾳ ἐτήρει
όμως που ήταν σε αδυναμία, με όσα υπόφερε, λόγω της απάθειάς του τους
καὶ διέσῳζε.
διαφύλαξε και έσωσε.
Καὶ ὅλως τὰ κατορθώματα τοῦ Σωτῆρος τὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως
Και γενικά, τα κατορθώματα του Σωτήρα που έκαμε με την ενανθρώπησή του,
αὐτοῦ γενόμενα, τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά ἐστιν, ἃ εἰ διηγήσασθαί τις
τέτοια και τόσα πολλά είναι· αν θελήσει κάποιος να τα εξιστορήσει,
ἐθελήσειεν, ἔοικε τοῖς ἀφορῶσιν εἰς τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης καὶ
θα μοιάζει μ’ αυτούς που κοιτούν το πέλαγος της θάλασσας και προσπαθούν
θέλουσιν ἀριθμεῖν τὰ κύματα ταύτης. ῾Ως γὰρ οὐ δύναται τοῖς
ν’ αριθμήσουν τα κύματά της. Όπως δεν μπορούν τα μάτια να μετρήσουν
ὀφθαλμοῖς περιλαβεῖν τὰ ὅλα κύματα, τῶν ἐπερχομένων παριόντων
όλα τα κύματα, διότι τα επερχόμενα ξεπερνούν την αίσθηση του παρατηρητή,
τὴν αἴσθησιν τοῦ πειράζοντος, οὕτως καὶ τῷ βουλομένῳ πάντα τὰ ἐν
έτσι κι αυτός που θέλει ν’ απαριθμήσει όλα τα σωματικά κατορθώματα του
σώματι τοῦ Χριστοῦ κατορθώματα περιλαβεῖν ἀδύνατον τὰ ὅλα κἂν
Χριστού είναι αδύνατο να το κάνει, ακόμη να τα δεχθεί και με τη σκέψη·
τῷ λογισμῷ δέξασθαι, πλειόνων ὄντων τῶν παριόντων αὐτοῦ τὴν
διότι, αυτά που υπερβαίνουν τη σκέψη του είναι περισσότερα απ’ αυτά που
ἐνθύμησιν, ὧν αὐτὸς νομίζει περιειληφέναι.
αυτός νομίζει ότι έχει συμπεριλάβει στο νου του.
Κάλλιον οὖν μὴ πρὸς τὰ ὅλα ἀφορῶντα λέγειν, ὧν οὐδὲ μέρος ἐξειπεῖν
Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να σιωπά κανείς όταν τα βλέπει όλα· διότι δεν
τις δύναται, ἀλλ᾿ ἔτι ἑνὸς μνημονεῦσαι, καὶ σοὶ καταλιπεῖν τὰ ὅλα
μπορεί ούτε για ένα μέρος τους να μιλήσει· καλύτερα ν’ αναφέρει μόνο ένα
θαυμάζειν. Πάντα γὰρ ἐπίσης ἔχει τὸ θαῦμα, καὶ ὅποι δ᾿ ἄν τις
και ν’ αφήσει σε σένα να θαυμάζεις το σύνολο. Διότι όλα εξίσου περιέχουν το
ἀποβλέψῃ, ἐκεῖθεν τοῦ Λόγου τὴν θειότητα βλέπων ὑπερεκπλήττεται.
θαύμα, και όπου κανείς στρέψει το βλέμμα, βλέπει από κει τη θεότητα του
Λόγου και εκπλήσσεται.
Όπως, λοιπόν, εάν κάποιος θέλει να δει το Θεό που είναι από τη φύση του
ὁρώμενον εἰ θέλοι ὁρᾶν, ἐκ τῶν ἔργων αὐτὸν καταλαμβάνει καὶ
αόρατος και καθόλου ορατός, τον αναγνωρίζει και τον αντιλαμβάνεται από τα
γινώσκει, οὕτως ὁ μὴ ὁρῶν τῇ διανοίᾳ τὸν Χριστόν, κἂν ἐκ τῶν ἔργων
έργα του, έτσι αυτός που δεν βλέπει με τον νου το Θεό, τουλάχιστον ας τον
τοῦ σώματος καταμανθανέτω τοῦτον, καὶ δοκιμαζέτω εἰ ἀνθρώπινά
γνωρίσει από τα έργα του σώματος· και να δοκιμάσει αν είναι έργα ανθρώπινα
ἐστιν ἢ Θεοῦ.
ή θεϊκά.
Καὶ ἐὰν μὲν ἀνθρώπινα ᾖ, χλευαζέτω· εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπινά ἐστιν ἀλλὰ
Εάν βέβαια είναι έργα ανθρώπινα, ας τα χλευάσει· αν δεν είναι ανθρώπινα
Θεοῦ γινώσκεται, μὴ γελάτω τὰ ἀχλεύαστα, ἀλλὰ μᾶλλον
αλλά του Θεού, να μη χλευάζει τα αχλεύαστα. Αλλά, μάλλον να τα θαυμάζει,
θαυμαζέτω, ὅτι διὰ τοιούτου πράγματος εὐτελοῦς τὰ θεῖα ἡμῖν
διότι μας φανερώθηκε ο Θεός με τόσο ευτελές μέσον·
πεφανέρωται, καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἡ ἀθανασία εἰς πάντας ἔφθασε, καὶ
με το θάνατό του έφτασε σε όλους η αθανασία· με την ενανθρώπηση του
διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἡ τῶν πάντων ἐγνώσθη πρόνοια,
Λόγου έγινε γνωστή η πρόνοιά του για όλα· έγινε γνωστός ο χορηγός της και
καὶ ὁ ταύτης χορηγὸς καὶ Δημιουργὸς αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος.
Δημιουργός, ο ίδιος ο Λόγος του Θεού.
Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ αὐτὸς
Διότι, αυτός ενανθρώπησε για να θεοποιηθούμε εμείς. Φανέρωσε ο ίδιος
ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρὸς
τον εαυτό του με ανθρώπινο σώμα, για ν’ αποκτήσουμε εμείς ορθή αντίληψη
ἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ᾿ ἀνθρώπων ὕβριν, ἵνα
για τον αόρατο Πατέρα του. Υπέμεινε την ατίμωση από τους ανθρώπους, για
ἡμεῖς ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν. ᾿Εβλάπτετο μὲν γὰρ αὐτὸς οὐδέν,
να κληρονομήσουμε την αφθαρσία. Αυτός βέβαια δεν έπαθε καμιά ζημιά,
ἀπαθὴς καὶ ἄφθαρτος καὶ Αὐτολόγος ὢν καὶ Θεός· τοὺς δὲ πάσχοντας
επειδή είναι απαθής, άφθαρτος, ο ίδιος ο Λόγος και Θεός. Τους ανθρώπους
ἀνθρώπους, δι᾿ οὓς καὶ ταῦτα ὑπέμεινεν, ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀπαθείᾳ ἐτήρει
όμως που ήταν σε αδυναμία, με όσα υπόφερε, λόγω της απάθειάς του τους
καὶ διέσῳζε.
διαφύλαξε και έσωσε.
Καὶ ὅλως τὰ κατορθώματα τοῦ Σωτῆρος τὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως
Και γενικά, τα κατορθώματα του Σωτήρα που έκαμε με την ενανθρώπησή του,
αὐτοῦ γενόμενα, τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά ἐστιν, ἃ εἰ διηγήσασθαί τις
τέτοια και τόσα πολλά είναι· αν θελήσει κάποιος να τα εξιστορήσει,
ἐθελήσειεν, ἔοικε τοῖς ἀφορῶσιν εἰς τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης καὶ
θα μοιάζει μ’ αυτούς που κοιτούν το πέλαγος της θάλασσας και προσπαθούν
θέλουσιν ἀριθμεῖν τὰ κύματα ταύτης. ῾Ως γὰρ οὐ δύναται τοῖς
ν’ αριθμήσουν τα κύματά της. Όπως δεν μπορούν τα μάτια να μετρήσουν
ὀφθαλμοῖς περιλαβεῖν τὰ ὅλα κύματα, τῶν ἐπερχομένων παριόντων
όλα τα κύματα, διότι τα επερχόμενα ξεπερνούν την αίσθηση του παρατηρητή,
τὴν αἴσθησιν τοῦ πειράζοντος, οὕτως καὶ τῷ βουλομένῳ πάντα τὰ ἐν
έτσι κι αυτός που θέλει ν’ απαριθμήσει όλα τα σωματικά κατορθώματα του
σώματι τοῦ Χριστοῦ κατορθώματα περιλαβεῖν ἀδύνατον τὰ ὅλα κἂν
Χριστού είναι αδύνατο να το κάνει, ακόμη να τα δεχθεί και με τη σκέψη·
τῷ λογισμῷ δέξασθαι, πλειόνων ὄντων τῶν παριόντων αὐτοῦ τὴν
διότι, αυτά που υπερβαίνουν τη σκέψη του είναι περισσότερα απ’ αυτά που
ἐνθύμησιν, ὧν αὐτὸς νομίζει περιειληφέναι.
αυτός νομίζει ότι έχει συμπεριλάβει στο νου του.
Κάλλιον οὖν μὴ πρὸς τὰ ὅλα ἀφορῶντα λέγειν, ὧν οὐδὲ μέρος ἐξειπεῖν
Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να σιωπά κανείς όταν τα βλέπει όλα· διότι δεν
τις δύναται, ἀλλ᾿ ἔτι ἑνὸς μνημονεῦσαι, καὶ σοὶ καταλιπεῖν τὰ ὅλα
μπορεί ούτε για ένα μέρος τους να μιλήσει· καλύτερα ν’ αναφέρει μόνο ένα
θαυμάζειν. Πάντα γὰρ ἐπίσης ἔχει τὸ θαῦμα, καὶ ὅποι δ᾿ ἄν τις
και ν’ αφήσει σε σένα να θαυμάζεις το σύνολο. Διότι όλα εξίσου περιέχουν το
ἀποβλέψῃ, ἐκεῖθεν τοῦ Λόγου τὴν θειότητα βλέπων ὑπερεκπλήττεται.
θαύμα, και όπου κανείς στρέψει το βλέμμα, βλέπει από κει τη θεότητα του
Λόγου και εκπλήσσεται.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
55. Τοῦτο οὖν μετὰ τὰ προειρημένα καταμαθεῖν σε ἄξιόν ἐστιν καὶ ὡς
Μετά απ’ όσα είπαμε, αξίζει να μάθεις και το εξής και να το θέσεις ως αρχή
ἀρχὴν τῶν μὴ λεχθέντων θέσθαι, καὶ θαυμάσαι λίαν ὅτι τοῦ Σωτῆρος
αυτών που δεν λέχτηκαν: να θαυμάσεις πολύ ότι, αφότου ήλθε στη γη ο
ἐπιδημήσαντος οὐκ ἔτι μὲν ηὔξησεν ἡ εἰδωλολατρία, καὶ ἡ οὖσα δὲ
Σωτήρας, καθόλου δεν αυξήθηκε η ειδωλολατρία· κι αυτή που υπάρχει
ἐλαττοῦται, καὶ κατ᾿ ὀλίγον παύεται· καὶ οὐκ ἔτι μὲν ἡ ῾Ελλήνων σοφία
ελαττώνεται και σιγά σιγά σταματά. Η σοφία των Ελλήνων δεν προοδεύει
προκόπτει, καὶ ἡ οὖσα δὲ λοιπὸν ἀφανίζεται· καὶ δαίμονες μὲν οὐκ ἔτι
πλέον και αυτή που υπάρχει στο εξής εξαφανίζεται. Οι δαίμονες πάλι δεν
φαντασίαις καὶ μαντείαις καὶ μαγείαις ἀπατῶσι, μόνον δὲ τολμῶντες
εξαπατούν με τις φαντασίες, τα μαντέματα και τις μαγείες τους· μόλις
καὶ ἐπιχειροῦντες καταισχύνονται τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.
τολμήσουν να επιχειρήσουν κάτι, κατατροπώνονται με το σημείο του σταυρού.
Καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, θεώρει πῶς ἡ μὲν τοῦ Σωτῆρος διδασκαλία
Και για να συνοψίσουμε, πρόσεξε πώς η διδασκαλία του Σωτήρα παντού
πανταχοῦ αὔξει· πᾶσα δὲ εἰδωλολατρία καὶ πάντα τὰ ἐναντιούμενα
αυξάνει· κάθε ειδωλολατρία και όλα όσα εναντιώνονται στην πίστη του
τῇ Χριστοῦ πίστει καθ᾿ ἡμέραν ἐλαττοῦται καὶ ἐξασθενεῖ καὶ πίπτει.
Χριστού καθημερινά ελαττώνονται, εξασθενούν και πέφτουν.
Οὕτω δὲ θεωρῶν προσκύνει μὲν τὸν ἐπὶ πάντων Σωτῆρα καὶ
Έτσι θεωρώντας τα πράγματα, προσκύνησε τον Σωτήρα όλων και παντοδύναμο
δυνατὸν Θεὸν Λόγον· καταγίνωσκε δὲ τῶν ἐλαττουμένων καὶ
Θεό Λόγο. Περιφρόνησε όλα εκείνα τα οποία Αυτός ελαττώνει και εξαφανίζει.
ἀφανιζομένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.
῾Ως γὰρ ἡλίου παρόντος οὐκ ἔτι τὸ σκότος ἰσχύει, ἀλλὰ καὶ εἴ πού ἐστι
Διότι, όπως όταν ανατέλλει ο ήλιος, δεν έχει καμιά ισχύ το σκοτάδι, αλλά και
περιλειπόμενον ἀπελαύνεται· οὕτως ἐλθούσης τῆς θείας ἐπιφανείας τοῦ
αν κάπου παραμένει, διώχνεται από κει· έτσι, αφότου ήλθε η ενανθρώπηση του
Θεοῦ Λόγου, οὐκ ἔτι μὲν ἰσχύει τὸ τῶν εἰδώλων σκότος, πάντα δὲ τὰ
Λόγου του Θεού, δεν ισχύει πλέον το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και όλα τα
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης μέρη τῇ τούτου διδασκαλίᾳ καταλάμπεται.
μέρη της οικουμένης φωτίζονται από τη διδασκαλία του.
Καὶ ὥσπερ βασιλεύοντός τινος καὶ μὴ φαινομένου ἔν τινι χώρᾳ, ἀλλ᾿
Και όπως σε μιά χώρα όπου υπάρχει βασιλιάς αλλά δεν εμφανίζεται και
ἔνδον ὄντος ἐν τῷ ἑαυτοῦ οἴκῳ, πολλάκις τινὲς ἄτακτοι καταχρώμενοι
παραμένει μέσα στο ανάκτορό του, συμβαίνει ορισμένοι επαναστάτες να
τῇ τούτου ἀναχωρήσει ἑαυτοὺς ἀναγορεύουσι, καὶ ἕκαστος
εκμεταλλεύονται την απουσία του και ν’ αναγορεύουν βασιλιά τον εαυτό τους·
κατασχηματισάμενος τοὺς ἀκεραίους φαντασιοκοπεῖ ὡς βασιλεύς,
και ο καθένας ντύνεται βασιλιάς και με την εμφάνισή του σαν βασιλιάς
καὶ οὕτως πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι τῷ ὀνόματι, ἀκούοντες μὲν εἶναι
πείθει τους απλοϊκούς. Και έτσι πλανώνται οι άνθρωποι με το όνομα· διότι
βασιλέα, οὐχ ὁρῶντες δὲ αὐτόν, διὰ τὸ μάλιστα μηδὲ δύνασθαι αὐτοὺς
ακούν ότι υπάρχει βασιλιάς αλλά δεν τον βλέπουν, διότι δεν μπορούν να
ἔσω τοῦ οἴκου χωρῆσαι, ἐπειδὰν δὲ ὁ ἀληθῶς βασιλεὺς προέλθῃ καὶ
εισέλθουν μέσα στο παλάτι. Όταν όμως βγεί έξω και εμφανιστεί ο πραγματικός
φανῇ, τότε οἱ μὲν ἀπατῶντες ἄτακτοι ἐλέγχονται τῇ τούτου
βασιλιάς, τότε από τη μια οι απατεώνες επαναστάτες ξεσκεπάζονται με την
παρουσίᾳ, οἱ δὲ ἄνθρωποι ὁρῶντες τὸν ἀληθῶς βασιλέα,
παρουσία του, κι από την άλλη οι υπήκοοι του βασιλιά εγκαταλείπουν
καταλιμπάνουσι τοὺς πάλαι πλανῶντας αὐτούς·
εκείνους που προηγούμενα τους απατούσαν.
οὕτως καὶ πάλαι μὲν ἠπάτων οἱ δαίμονές τε καὶ ἄνθρωποι, Θεοῦ τιμὴν
Έτσι και παλαιότερα οι δαίμονες και οι άνθρωποι εξαπατούσαν, αποδίδοντας
ἑαυτοῖς περιτιθέντες· ὅτε δὲ ἐπεφάνη ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν σώματι, καὶ
στον εαυτό τους θεϊκές τιμές. Όταν όμως φανερώθηκε σωματικά ο Λόγος του
ἐγνώρισεν ἡμῖν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, τότε δὴ ἡ μὲν τῶν δαιμόνων
Θεού και μας γνώρισε τον Πατέρα του, τότε εξαφανίζεται και σταματά η απάτη
ἀπάτη ἀφανίζεται καὶ παύεται· οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀφορῶντες εἰς τὸν
των δαιμόνων· και οι άνθρωποι, αποβλέποντας στον αληθινό Υιό και Λόγο
ἀληθινὸν τοῦ Πατρὸς Θεὸν Λόγον, καταλιμπάνουσι τὰ εἴδωλα, καὶ
του Θεού Πατέρα, εγκαταλείπουν τα είδωλα και στο εξής αναγνωρίζουν
λοιπὸν ἐπιγινώσκουσι τὸν ἀληθινὸν Θεόν.
τον αληθινό Θεό.
Τοῦτο δὲ γνώρισμα τοῦ εἶναι τὸν Χριστὸν Θεὸν Λόγον καὶ Θεοῦ
Αυτό αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι ο Χριστός είναι ο Θεός Λόγος
Δύναμίν ἐστι· τῶν γὰρ ἀνθρωπίνων παυομένων, καὶ μένοντος τοῦ
και η Δύναμη του Θεού· διότι, όταν τα ανθρώπινα σταματούν και διατηρείται
ῥήματος τοῦ Χριστοῦ, δῆλόν ἐστι παρὰ πᾶσι, τὰ μὲν παυόμενα εἶναι
ο λόγος του Χριστού, γίνεται φανερό σ’ όλους ότι αυτά που σταμάτησαν είναι
πρόσκαιρα, τὸν δὲ μένοντα εἶναι Θεὸν καὶ Θεοῦ Υἱὸν ἀληθινὸν
προσωρινά, ενώ αυτός που μένει αιώνια είναι Θεός, ο αληθινός και μονογενής
μονογενῆ Λόγον.
Υιός Λόγος του Θεού.
Μετά απ’ όσα είπαμε, αξίζει να μάθεις και το εξής και να το θέσεις ως αρχή
ἀρχὴν τῶν μὴ λεχθέντων θέσθαι, καὶ θαυμάσαι λίαν ὅτι τοῦ Σωτῆρος
αυτών που δεν λέχτηκαν: να θαυμάσεις πολύ ότι, αφότου ήλθε στη γη ο
ἐπιδημήσαντος οὐκ ἔτι μὲν ηὔξησεν ἡ εἰδωλολατρία, καὶ ἡ οὖσα δὲ
Σωτήρας, καθόλου δεν αυξήθηκε η ειδωλολατρία· κι αυτή που υπάρχει
ἐλαττοῦται, καὶ κατ᾿ ὀλίγον παύεται· καὶ οὐκ ἔτι μὲν ἡ ῾Ελλήνων σοφία
ελαττώνεται και σιγά σιγά σταματά. Η σοφία των Ελλήνων δεν προοδεύει
προκόπτει, καὶ ἡ οὖσα δὲ λοιπὸν ἀφανίζεται· καὶ δαίμονες μὲν οὐκ ἔτι
πλέον και αυτή που υπάρχει στο εξής εξαφανίζεται. Οι δαίμονες πάλι δεν
φαντασίαις καὶ μαντείαις καὶ μαγείαις ἀπατῶσι, μόνον δὲ τολμῶντες
εξαπατούν με τις φαντασίες, τα μαντέματα και τις μαγείες τους· μόλις
καὶ ἐπιχειροῦντες καταισχύνονται τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.
τολμήσουν να επιχειρήσουν κάτι, κατατροπώνονται με το σημείο του σταυρού.
Καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, θεώρει πῶς ἡ μὲν τοῦ Σωτῆρος διδασκαλία
Και για να συνοψίσουμε, πρόσεξε πώς η διδασκαλία του Σωτήρα παντού
πανταχοῦ αὔξει· πᾶσα δὲ εἰδωλολατρία καὶ πάντα τὰ ἐναντιούμενα
αυξάνει· κάθε ειδωλολατρία και όλα όσα εναντιώνονται στην πίστη του
τῇ Χριστοῦ πίστει καθ᾿ ἡμέραν ἐλαττοῦται καὶ ἐξασθενεῖ καὶ πίπτει.
Χριστού καθημερινά ελαττώνονται, εξασθενούν και πέφτουν.
Οὕτω δὲ θεωρῶν προσκύνει μὲν τὸν ἐπὶ πάντων Σωτῆρα καὶ
Έτσι θεωρώντας τα πράγματα, προσκύνησε τον Σωτήρα όλων και παντοδύναμο
δυνατὸν Θεὸν Λόγον· καταγίνωσκε δὲ τῶν ἐλαττουμένων καὶ
Θεό Λόγο. Περιφρόνησε όλα εκείνα τα οποία Αυτός ελαττώνει και εξαφανίζει.
ἀφανιζομένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.
῾Ως γὰρ ἡλίου παρόντος οὐκ ἔτι τὸ σκότος ἰσχύει, ἀλλὰ καὶ εἴ πού ἐστι
Διότι, όπως όταν ανατέλλει ο ήλιος, δεν έχει καμιά ισχύ το σκοτάδι, αλλά και
περιλειπόμενον ἀπελαύνεται· οὕτως ἐλθούσης τῆς θείας ἐπιφανείας τοῦ
αν κάπου παραμένει, διώχνεται από κει· έτσι, αφότου ήλθε η ενανθρώπηση του
Θεοῦ Λόγου, οὐκ ἔτι μὲν ἰσχύει τὸ τῶν εἰδώλων σκότος, πάντα δὲ τὰ
Λόγου του Θεού, δεν ισχύει πλέον το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και όλα τα
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης μέρη τῇ τούτου διδασκαλίᾳ καταλάμπεται.
μέρη της οικουμένης φωτίζονται από τη διδασκαλία του.
Καὶ ὥσπερ βασιλεύοντός τινος καὶ μὴ φαινομένου ἔν τινι χώρᾳ, ἀλλ᾿
Και όπως σε μιά χώρα όπου υπάρχει βασιλιάς αλλά δεν εμφανίζεται και
ἔνδον ὄντος ἐν τῷ ἑαυτοῦ οἴκῳ, πολλάκις τινὲς ἄτακτοι καταχρώμενοι
παραμένει μέσα στο ανάκτορό του, συμβαίνει ορισμένοι επαναστάτες να
τῇ τούτου ἀναχωρήσει ἑαυτοὺς ἀναγορεύουσι, καὶ ἕκαστος
εκμεταλλεύονται την απουσία του και ν’ αναγορεύουν βασιλιά τον εαυτό τους·
κατασχηματισάμενος τοὺς ἀκεραίους φαντασιοκοπεῖ ὡς βασιλεύς,
και ο καθένας ντύνεται βασιλιάς και με την εμφάνισή του σαν βασιλιάς
καὶ οὕτως πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι τῷ ὀνόματι, ἀκούοντες μὲν εἶναι
πείθει τους απλοϊκούς. Και έτσι πλανώνται οι άνθρωποι με το όνομα· διότι
βασιλέα, οὐχ ὁρῶντες δὲ αὐτόν, διὰ τὸ μάλιστα μηδὲ δύνασθαι αὐτοὺς
ακούν ότι υπάρχει βασιλιάς αλλά δεν τον βλέπουν, διότι δεν μπορούν να
ἔσω τοῦ οἴκου χωρῆσαι, ἐπειδὰν δὲ ὁ ἀληθῶς βασιλεὺς προέλθῃ καὶ
εισέλθουν μέσα στο παλάτι. Όταν όμως βγεί έξω και εμφανιστεί ο πραγματικός
φανῇ, τότε οἱ μὲν ἀπατῶντες ἄτακτοι ἐλέγχονται τῇ τούτου
βασιλιάς, τότε από τη μια οι απατεώνες επαναστάτες ξεσκεπάζονται με την
παρουσίᾳ, οἱ δὲ ἄνθρωποι ὁρῶντες τὸν ἀληθῶς βασιλέα,
παρουσία του, κι από την άλλη οι υπήκοοι του βασιλιά εγκαταλείπουν
καταλιμπάνουσι τοὺς πάλαι πλανῶντας αὐτούς·
εκείνους που προηγούμενα τους απατούσαν.
οὕτως καὶ πάλαι μὲν ἠπάτων οἱ δαίμονές τε καὶ ἄνθρωποι, Θεοῦ τιμὴν
Έτσι και παλαιότερα οι δαίμονες και οι άνθρωποι εξαπατούσαν, αποδίδοντας
ἑαυτοῖς περιτιθέντες· ὅτε δὲ ἐπεφάνη ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν σώματι, καὶ
στον εαυτό τους θεϊκές τιμές. Όταν όμως φανερώθηκε σωματικά ο Λόγος του
ἐγνώρισεν ἡμῖν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, τότε δὴ ἡ μὲν τῶν δαιμόνων
Θεού και μας γνώρισε τον Πατέρα του, τότε εξαφανίζεται και σταματά η απάτη
ἀπάτη ἀφανίζεται καὶ παύεται· οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀφορῶντες εἰς τὸν
των δαιμόνων· και οι άνθρωποι, αποβλέποντας στον αληθινό Υιό και Λόγο
ἀληθινὸν τοῦ Πατρὸς Θεὸν Λόγον, καταλιμπάνουσι τὰ εἴδωλα, καὶ
του Θεού Πατέρα, εγκαταλείπουν τα είδωλα και στο εξής αναγνωρίζουν
λοιπὸν ἐπιγινώσκουσι τὸν ἀληθινὸν Θεόν.
τον αληθινό Θεό.
Τοῦτο δὲ γνώρισμα τοῦ εἶναι τὸν Χριστὸν Θεὸν Λόγον καὶ Θεοῦ
Αυτό αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι ο Χριστός είναι ο Θεός Λόγος
Δύναμίν ἐστι· τῶν γὰρ ἀνθρωπίνων παυομένων, καὶ μένοντος τοῦ
και η Δύναμη του Θεού· διότι, όταν τα ανθρώπινα σταματούν και διατηρείται
ῥήματος τοῦ Χριστοῦ, δῆλόν ἐστι παρὰ πᾶσι, τὰ μὲν παυόμενα εἶναι
ο λόγος του Χριστού, γίνεται φανερό σ’ όλους ότι αυτά που σταμάτησαν είναι
πρόσκαιρα, τὸν δὲ μένοντα εἶναι Θεὸν καὶ Θεοῦ Υἱὸν ἀληθινὸν
προσωρινά, ενώ αυτός που μένει αιώνια είναι Θεός, ο αληθινός και μονογενής
μονογενῆ Λόγον.
Υιός Λόγος του Θεού.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
56. Ταῦτα μέν σοι παρ᾿ ἡμῶν δι᾿ ὀλίγων, ὅσον πρὸς στοιχείωσιν καὶ
Αυτά τα λίγα είχα να σου πω, φιλόχριστε άνθρωπε, όσα χρειάζονται για να
χαρακτῆρα τῆς κατὰ Χριστὸν πίστεως καὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς
μυηθείς στοιχειωδώς και να γνωρίσεις την πίστη στο Χριστό και τη θεία του
ἐπιφανείας, ἀνατεθείσθω, ὦ φιλόχριστε ἄνθρωπε, σὺ δὲ τὴν πρόφασιν
φανέρωση στη γη. Συ να λάβεις απ’ αυτά την αφορμή,
ἐκ τούτων λαβών, εἰ ἐντυγχάνοις τοῖς τῶν γραφῶν γράμμασι,
για να εντρυφήσεις στα κείμενα της Αγίας Γραφής,
γνησίως αὐτοῖς ἐφιστάνων τὸν νοῦν, γνώσῃ παρ᾿ αὐτῶν τελειότερον
προσέχοντας σ’ αυτά με ειλικρίνεια· έτσι, θα κατανοήσεις απ’ αυτά πιο τέλεια
μὲν καὶ τρανότερον τῶν λεχθέντων τὴν ἀκρίβειαν.
και πιο καθαρά την ακρίβεια όσων είπαμε.
᾿Εκεῖναι μὲν γὰρ διὰ θεολόγων ἀνδρῶν παρὰ Θεοῦ ἐλαλήθησαν καὶ
Διότι, φωτισμένοι από το Θεό άνδρες υπαγόρευσαν και έγραψαν τις άγιες
ἐγράφησαν. ῾Ημεῖς δὲ παρὰ τῶν αὐταῖς ἐντυγχανόντων θεολόγων
Γραφές. Και εμείς τις μάθαμε από τους θεόπνευστους δασκάλους των
διδασκάλων, οἳ καὶ μάρτυρες τῆς Χριστοῦ θεότητος γεγόνασι,
Γραφών, οι οποίοι αποτελούν και τους μάρτυρες της θεότητος του Χριστού·
μαθόντες μεταδίδομεν καὶ τῇ σῇ φιλομαθείᾳ.
και τις μεταδίδουμε σε σένα που θέλεις να τις μάθεις.
Γνώσῃ δὲ καὶ τὴν δευτέραν αὐτοῦ πάλιν πρὸς ἡμᾶς ἔνδοξον καὶ θείαν
Θα μάθεις ακόμη και τη δεύτερη, ένδοξη και θεία πράγματι παρουσία του που
ἀληθῶς ἐπιφάνειαν, ὅτε οὐκ ἔτι μετ᾿ εὐτελείας, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἰδίᾳ δόξῃ· ὅτε
θα γίνει πάλι σε μας· τότε δεν θα έλθει απλοϊκά αλλά με όλη του τη δόξα· δεν
οὐκ ἔτι μετὰ ταπεινότητος, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἰδίᾳ μεγαλειότητι· ὅτε οὐκ ἔτι
θα έλθει με την ταπείνωση αλλά με τη μεγαλειότητά του· τότε έρχεται όχι
παθεῖν, ἀλλὰ λοιπὸν τοῦ ἰδίου σταυροῦ τὸν καρπὸν ἀποδοῦναι πᾶσιν
για να σταυρωθεί και πάλι, αλλά ν’ αποδώσει την καρποφορία του σταυρού
ἔρχεται, φημὶ δὴ τὴν ἀνάστασιν καὶ τὴν ἀφθαρσίαν· καὶ οὐκ ἔτι μὲν
του σε όλους· εννοώ την ανάσταση και αφθαρσία. Τότε δεν κριθεί εκείνος,
κρίνεται, κρινεῖ δὲ τοὺς πάντας, πρὸς ἃ ἕκαστος ἔπραξε διὰ τοῦ
αλλά αυτός θα κρίνει όλους σύμφωνα με τα έργα τους τα σωματικά, ανάλογα
σώματος, εἴτε ἀγαθά, εἴτε φαῦλα· ἔνθα τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ἀπόκειται
αν είναι καλά ή κακά. Και στους καλούς θ’ αποδώσει τη βασιλεία των
βασιλεία οὐρανῶν, τοῖς δὲ τὰ φαῦλα πράξασι, πῦρ αἰώνιον καὶ σκότος
ουρανών, ενώ σ’ όσους εργάστηκαν τα κακά, θα τους στείλει στο αιώνιο πυρ
ἐξώτερον.
και το βαθύ σκοτάδι.
Οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριός φησι· "Λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν
Διότι, έτσι το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «Σας λέω, ότι στο εξής θα βλέπετε
Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον
τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δυνάμεως (του Πατέρα) και να
ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός."
έρχεται πάνω στα σύννεφα με τη δόξα του Πατέρα του».
Διὸ δὴ καὶ σωτήριός ἐστι λόγος εὐτρεπίζων ἡμᾶς εἰς ἐκείνην τὴν
Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος του Σωτήρα μας προετοιμάζει για εκείνη την ημέρα
ἡμέραν καὶ λέγων· "Γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ γρηγορεῖτε, ὅτι ᾗ οὐκ οἴδατε
λέγοντας: «Να είστε έτοιμοι και να βρίσκεστε σε ετοιμότητα, διότι δεν
ὥρᾳ ἔρχεται." Κατὰ γὰρ τὸν μακάριον Παῦλον, "τοὺς πάντας ἡμᾶς
γνωρίζετε την ώρα που έρχεται». Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει:
παραστῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται
«πρέπει όλοι μας να παρουσιαστούμε μπροστά στο θρόνο του Χριστού, για ν’
ἕκαστος, πρὸς ἃ διὰ τοῦ σώματος ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε φαῦλον".
απολάβει ο καθένας ανάλογα με τις σωματικές του πράξεις, καλές ή κακές».
Αυτά τα λίγα είχα να σου πω, φιλόχριστε άνθρωπε, όσα χρειάζονται για να
χαρακτῆρα τῆς κατὰ Χριστὸν πίστεως καὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς
μυηθείς στοιχειωδώς και να γνωρίσεις την πίστη στο Χριστό και τη θεία του
ἐπιφανείας, ἀνατεθείσθω, ὦ φιλόχριστε ἄνθρωπε, σὺ δὲ τὴν πρόφασιν
φανέρωση στη γη. Συ να λάβεις απ’ αυτά την αφορμή,
ἐκ τούτων λαβών, εἰ ἐντυγχάνοις τοῖς τῶν γραφῶν γράμμασι,
για να εντρυφήσεις στα κείμενα της Αγίας Γραφής,
γνησίως αὐτοῖς ἐφιστάνων τὸν νοῦν, γνώσῃ παρ᾿ αὐτῶν τελειότερον
προσέχοντας σ’ αυτά με ειλικρίνεια· έτσι, θα κατανοήσεις απ’ αυτά πιο τέλεια
μὲν καὶ τρανότερον τῶν λεχθέντων τὴν ἀκρίβειαν.
και πιο καθαρά την ακρίβεια όσων είπαμε.
᾿Εκεῖναι μὲν γὰρ διὰ θεολόγων ἀνδρῶν παρὰ Θεοῦ ἐλαλήθησαν καὶ
Διότι, φωτισμένοι από το Θεό άνδρες υπαγόρευσαν και έγραψαν τις άγιες
ἐγράφησαν. ῾Ημεῖς δὲ παρὰ τῶν αὐταῖς ἐντυγχανόντων θεολόγων
Γραφές. Και εμείς τις μάθαμε από τους θεόπνευστους δασκάλους των
διδασκάλων, οἳ καὶ μάρτυρες τῆς Χριστοῦ θεότητος γεγόνασι,
Γραφών, οι οποίοι αποτελούν και τους μάρτυρες της θεότητος του Χριστού·
μαθόντες μεταδίδομεν καὶ τῇ σῇ φιλομαθείᾳ.
και τις μεταδίδουμε σε σένα που θέλεις να τις μάθεις.
Γνώσῃ δὲ καὶ τὴν δευτέραν αὐτοῦ πάλιν πρὸς ἡμᾶς ἔνδοξον καὶ θείαν
Θα μάθεις ακόμη και τη δεύτερη, ένδοξη και θεία πράγματι παρουσία του που
ἀληθῶς ἐπιφάνειαν, ὅτε οὐκ ἔτι μετ᾿ εὐτελείας, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἰδίᾳ δόξῃ· ὅτε
θα γίνει πάλι σε μας· τότε δεν θα έλθει απλοϊκά αλλά με όλη του τη δόξα· δεν
οὐκ ἔτι μετὰ ταπεινότητος, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἰδίᾳ μεγαλειότητι· ὅτε οὐκ ἔτι
θα έλθει με την ταπείνωση αλλά με τη μεγαλειότητά του· τότε έρχεται όχι
παθεῖν, ἀλλὰ λοιπὸν τοῦ ἰδίου σταυροῦ τὸν καρπὸν ἀποδοῦναι πᾶσιν
για να σταυρωθεί και πάλι, αλλά ν’ αποδώσει την καρποφορία του σταυρού
ἔρχεται, φημὶ δὴ τὴν ἀνάστασιν καὶ τὴν ἀφθαρσίαν· καὶ οὐκ ἔτι μὲν
του σε όλους· εννοώ την ανάσταση και αφθαρσία. Τότε δεν κριθεί εκείνος,
κρίνεται, κρινεῖ δὲ τοὺς πάντας, πρὸς ἃ ἕκαστος ἔπραξε διὰ τοῦ
αλλά αυτός θα κρίνει όλους σύμφωνα με τα έργα τους τα σωματικά, ανάλογα
σώματος, εἴτε ἀγαθά, εἴτε φαῦλα· ἔνθα τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ἀπόκειται
αν είναι καλά ή κακά. Και στους καλούς θ’ αποδώσει τη βασιλεία των
βασιλεία οὐρανῶν, τοῖς δὲ τὰ φαῦλα πράξασι, πῦρ αἰώνιον καὶ σκότος
ουρανών, ενώ σ’ όσους εργάστηκαν τα κακά, θα τους στείλει στο αιώνιο πυρ
ἐξώτερον.
και το βαθύ σκοτάδι.
Οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριός φησι· "Λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν
Διότι, έτσι το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «Σας λέω, ότι στο εξής θα βλέπετε
Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον
τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δυνάμεως (του Πατέρα) και να
ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός."
έρχεται πάνω στα σύννεφα με τη δόξα του Πατέρα του».
Διὸ δὴ καὶ σωτήριός ἐστι λόγος εὐτρεπίζων ἡμᾶς εἰς ἐκείνην τὴν
Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος του Σωτήρα μας προετοιμάζει για εκείνη την ημέρα
ἡμέραν καὶ λέγων· "Γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ γρηγορεῖτε, ὅτι ᾗ οὐκ οἴδατε
λέγοντας: «Να είστε έτοιμοι και να βρίσκεστε σε ετοιμότητα, διότι δεν
ὥρᾳ ἔρχεται." Κατὰ γὰρ τὸν μακάριον Παῦλον, "τοὺς πάντας ἡμᾶς
γνωρίζετε την ώρα που έρχεται». Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει:
παραστῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται
«πρέπει όλοι μας να παρουσιαστούμε μπροστά στο θρόνο του Χριστού, για ν’
ἕκαστος, πρὸς ἃ διὰ τοῦ σώματος ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε φαῦλον".
απολάβει ο καθένας ανάλογα με τις σωματικές του πράξεις, καλές ή κακές».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
57. ᾿Αλλὰ πρὸς τὴν ἐκ τῶν γραφῶν ἔρευναν καὶ γνῶσιν ἀληθῆ, χρεία
Αλλά για την έρευνα των Γραφών και την αληθινή γνώση τους χρειάζεται
βίου καλοῦ καὶ ψυχῆς καθαρᾶς καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀρετῆς, ἵνα δι᾿
έντιμος βίος, καθαρή ψυχή και χριστιανική αρετή· ώστε ο νους να βαδίζει
αὐτῆς ὁδεύσας ὁ νοῦς τυχεῖν ὧν ὀρέγεται καὶ καταλαβεῖν δυνηθῇ,
το δρόμο της, για να πετύχει αυτά που επιθυμεί και να τα καταλάβει, όσο
καθ᾿ ὅσον ἐφικτόν ἐστι τῇ ἀνθρώπων φύσει περὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου
είναι δυνατόν η φύση των ανθρώπων να μάθει για το Λόγο του Θεού.
μανθάνειν.
῎Ανευ γὰρ καθαρᾶς διανοίας καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἁγίους τοῦ βίου
Διότι, χωρίς καθαρή καρδιά και τη μίμηση του βίου των Αγίων,
μιμήσεως, οὐκ ἄν τις καταλαβεῖν δυνηθείη τοὺς τῶν ἁγίων λόγους.
δεν μπορεί κανείς να εννοήσει τους λόγους των Αγίων.
῞Ωσπερ γὰρ εἴ τις ἐθελήσειεν ἰδεῖν τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, πάντως τὸν
Διότι, όπως κάποιος θελήσει να δει το φως του ήλιου, οπωσδήποτε καθαρίζει
ὀφθαλμὸν ἀποσμήχει καὶ λαμπρύνει, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ποθουμένῳ
και λαμπικάρει τα μάτια του· τα καθαρίζει σχεδόν σαν το φως που ποθεί για
ἑαυτὸν διακαθαίρων, ἵνα οὕτως φῶς γενόμενος ὁ ὀφθαλμὸς τὸ τοῦ
τον εαυτό του, ώστε να γίνουν τα μάτια του φως και να αντικρίσουν το φως
ἡλίου φῶς ἴδῃ, ἢ ὡς εἴ τις θελήσειεν ἰδεῖν πόλιν ἢ χώραν, πάντως ἐπὶ
του ήλιου. Ή, όπως όταν κάποιος θελήσει να δει μια πόλη ή χώρα, οπωσδήποτε
τὸν τόπον ἀφικνεῖται τῆς θέας ἕνεκεν·
επισκέπτεται τον τόπο τους για να τις δει.
οὕτως ὁ θέλων τῶν θεολόγων τὴν διάνοιαν καταλαβεῖν, προαπονίψαι
Έτσι, αυτός που θέλει να εννοήσει τη σκέψη των θεολόγων, πρέπει πρώτα να
καὶ προαποπλῦναι τῷ βίῳ τὴν ψυχὴν ὀφείλει, καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς
καθαρίσει και να πλύνει την ψυχή του με το βίο του· και να ομοιάσει στους
ἁγίους ἀφικέσθαι τῇ ὁμοιότητι τῶν πράξεων αὐτῶν, ἵνα σὺν αὐτοῖς
Αγίους με τη μίμηση των πράξεών τους· ώστε, με τη συναναστροφή με τους
τῇ ἀγωγῇ τῆς συζήσεως γενόμενος, τὰ καὶ αὐτοῖς ἀποκαλυφθέντα
Αγίους, να κατανοήσει αυτά που ο Θεός αποκάλυψε σ’ εκείνους· και στο εξής,
παρὰ Θεοῦ κατανοήσῃ, καὶ λοιπὸν ὡς ἐκείνοις συναφθεὶς ἐκφύγῃ μὲν
επειδή θα έχει συνδεθεί με τους Αγίους, να ξεφεύγει από τους κινδύνους των
τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κίνδυνον καὶ τὸ τούτων πῦρ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς
αμαρτωλών και το πυρ της κολάσεως που τους αναμένει την ημέρα της
κρίσεως, ἀπολάβῃ δὲ τὰ τοῖς ἁγίοις ἀποκείμενα ἐν τῇ τῶν οὐρανῶν
κρίσεως. Και ν’ απολαύσει τα αγαθά που προορίζονται για τους Αγίους στη
βασιλείᾳ, "ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν, οὐδὲ οὖς ἤκουσεν, οὐδὲ ἐπὶ καρδίαν
Βασιλεία των Ουρανών, «τα οποία δεν έχουν δει τα μάτια, ούτε άκουσαν τ’
ἀνθρώπων ἀνέβη, ὅσα ἡτοίμασται τοῖς" κατ᾿ ἀρετὴν βιοῦσι, καὶ
αυτιά, ούτε τα σκέφτηκε ποτέ ο άνθρωπος· είναι όλα όσα έχουν ετοιμαστεί για
"ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν" καὶ Πατέρα, ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ Κυρίῳ ἡμῶν,
τους ενάρετους κι αυτούς που αγαπούν το Θεό» Πατέρα μαζί με Κύριό μας
δι᾿ οὗ καὶ μεθ᾿ οὗ αὐτῷ τῷ Πατρὶ σὺν αὐτῷ τῷ Υἱῷ ἐν ἁγίῳ
Ιησού Χριστό· σ’ αυτόν και μέσω αυτού αρμόζει τιμή, δύναμη και δόξα στον
Πνεύματι, τιμὴ καὶ κράτος καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στους παντοτινούς αιώνες.
᾿Αμήν.
Αλλά για την έρευνα των Γραφών και την αληθινή γνώση τους χρειάζεται
βίου καλοῦ καὶ ψυχῆς καθαρᾶς καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀρετῆς, ἵνα δι᾿
έντιμος βίος, καθαρή ψυχή και χριστιανική αρετή· ώστε ο νους να βαδίζει
αὐτῆς ὁδεύσας ὁ νοῦς τυχεῖν ὧν ὀρέγεται καὶ καταλαβεῖν δυνηθῇ,
το δρόμο της, για να πετύχει αυτά που επιθυμεί και να τα καταλάβει, όσο
καθ᾿ ὅσον ἐφικτόν ἐστι τῇ ἀνθρώπων φύσει περὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου
είναι δυνατόν η φύση των ανθρώπων να μάθει για το Λόγο του Θεού.
μανθάνειν.
῎Ανευ γὰρ καθαρᾶς διανοίας καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἁγίους τοῦ βίου
Διότι, χωρίς καθαρή καρδιά και τη μίμηση του βίου των Αγίων,
μιμήσεως, οὐκ ἄν τις καταλαβεῖν δυνηθείη τοὺς τῶν ἁγίων λόγους.
δεν μπορεί κανείς να εννοήσει τους λόγους των Αγίων.
῞Ωσπερ γὰρ εἴ τις ἐθελήσειεν ἰδεῖν τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, πάντως τὸν
Διότι, όπως κάποιος θελήσει να δει το φως του ήλιου, οπωσδήποτε καθαρίζει
ὀφθαλμὸν ἀποσμήχει καὶ λαμπρύνει, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ποθουμένῳ
και λαμπικάρει τα μάτια του· τα καθαρίζει σχεδόν σαν το φως που ποθεί για
ἑαυτὸν διακαθαίρων, ἵνα οὕτως φῶς γενόμενος ὁ ὀφθαλμὸς τὸ τοῦ
τον εαυτό του, ώστε να γίνουν τα μάτια του φως και να αντικρίσουν το φως
ἡλίου φῶς ἴδῃ, ἢ ὡς εἴ τις θελήσειεν ἰδεῖν πόλιν ἢ χώραν, πάντως ἐπὶ
του ήλιου. Ή, όπως όταν κάποιος θελήσει να δει μια πόλη ή χώρα, οπωσδήποτε
τὸν τόπον ἀφικνεῖται τῆς θέας ἕνεκεν·
επισκέπτεται τον τόπο τους για να τις δει.
οὕτως ὁ θέλων τῶν θεολόγων τὴν διάνοιαν καταλαβεῖν, προαπονίψαι
Έτσι, αυτός που θέλει να εννοήσει τη σκέψη των θεολόγων, πρέπει πρώτα να
καὶ προαποπλῦναι τῷ βίῳ τὴν ψυχὴν ὀφείλει, καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς
καθαρίσει και να πλύνει την ψυχή του με το βίο του· και να ομοιάσει στους
ἁγίους ἀφικέσθαι τῇ ὁμοιότητι τῶν πράξεων αὐτῶν, ἵνα σὺν αὐτοῖς
Αγίους με τη μίμηση των πράξεών τους· ώστε, με τη συναναστροφή με τους
τῇ ἀγωγῇ τῆς συζήσεως γενόμενος, τὰ καὶ αὐτοῖς ἀποκαλυφθέντα
Αγίους, να κατανοήσει αυτά που ο Θεός αποκάλυψε σ’ εκείνους· και στο εξής,
παρὰ Θεοῦ κατανοήσῃ, καὶ λοιπὸν ὡς ἐκείνοις συναφθεὶς ἐκφύγῃ μὲν
επειδή θα έχει συνδεθεί με τους Αγίους, να ξεφεύγει από τους κινδύνους των
τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κίνδυνον καὶ τὸ τούτων πῦρ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς
αμαρτωλών και το πυρ της κολάσεως που τους αναμένει την ημέρα της
κρίσεως, ἀπολάβῃ δὲ τὰ τοῖς ἁγίοις ἀποκείμενα ἐν τῇ τῶν οὐρανῶν
κρίσεως. Και ν’ απολαύσει τα αγαθά που προορίζονται για τους Αγίους στη
βασιλείᾳ, "ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν, οὐδὲ οὖς ἤκουσεν, οὐδὲ ἐπὶ καρδίαν
Βασιλεία των Ουρανών, «τα οποία δεν έχουν δει τα μάτια, ούτε άκουσαν τ’
ἀνθρώπων ἀνέβη, ὅσα ἡτοίμασται τοῖς" κατ᾿ ἀρετὴν βιοῦσι, καὶ
αυτιά, ούτε τα σκέφτηκε ποτέ ο άνθρωπος· είναι όλα όσα έχουν ετοιμαστεί για
"ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν" καὶ Πατέρα, ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ Κυρίῳ ἡμῶν,
τους ενάρετους κι αυτούς που αγαπούν το Θεό» Πατέρα μαζί με Κύριό μας
δι᾿ οὗ καὶ μεθ᾿ οὗ αὐτῷ τῷ Πατρὶ σὺν αὐτῷ τῷ Υἱῷ ἐν ἁγίῳ
Ιησού Χριστό· σ’ αυτόν και μέσω αυτού αρμόζει τιμή, δύναμη και δόξα στον
Πνεύματι, τιμὴ καὶ κράτος καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στους παντοτινούς αιώνες.
᾿Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Μελέτη
Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου,
εἰς τήν ὁποίαν χρεωστοῦμεν νά συγχαρῶμεν.
Α’. Μέ τόν ἀναστάντα Χριστόν.
Β’. Μέ τήν ἁγιωτάτην Μητέρα Του.
Γ’. Μέ τό σῶμα μας.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι παρακινούμενοι ἡμεῖς ἀπό τόν προφήτην Δαυίδ ὅπου λέγει νά ἀγαλλώμεθα εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.«αὕτη ἡ ἡμέρα, ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ’ 23) ἔχομεν χρέος ἐν πρώτοις νά συγχαρῶμεν τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἰς τήν χαρμόσυνόν Του Ἀνάστασιν ἀπέκτησε πάλιν μέ κέρδος ἄπειρον ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶχε χάσει εἰς τό πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα εἶχε χάσει τότε: τήν χαράν, τήν ὡραιότητα, τήν τιμήν καί τήν ζωήν. Τώρα δέ ὅπου ἀνέστη ἀνέλαβε τήν ζωήν, ἀλλά τί λογῆς ζωήν; Μίαν ζωήν ὅπου ἐθανάτωσε τελείως τόν θάνατον καί διά τοῦτο θέλει εἶναι διά πάντα ζωή μοναχή, χωρίς νά φοβῆται νά λάβῃ ἄλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκ ἔτι ἀποθνήσκει.θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει» (Ρωμ. στ’ 9). Ἀνέλαβε τήν τιμήν καί ἐξουσίαν, ἐπειδή Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὅπου πρό ὀλίγου ἐλογίζετο ὀλιγώτερον παρά ἄνθρωπος καί ἐκαταφρονεῖτο χειρότερον παρά ἕνας σκώληξ, τώρα ἀνασταίνεται καί ἀρχίζει νά βασιλεύῃ ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ. Διά τοῦτο καί ἔλεγε μετά τήν Ἀνάστασιν.«ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Ἀνέλαβε τήν χαράν, ἐπειδή διερράγησαν πλέον τά μεσότοιχα ὅπου ἐκρατοῦσαν πρότερον ἐκεῖνο τό πέλαγος τῆς χαρᾶς εἰς μόνον τό ἀνώτερον μέρος τῆ ψυχῆς τοῦ Κυρίου καί τώρα, ὅλον τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου ἐκρατεῖτο τριαντατρεῖς χρόνους, ἔτρεξεν εἰς τό νά κατακλύσῃ τάς κατωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τά μέλη τοῦ Λυτρωτοῦ. Διά τοῦτο καί ὅταν ἀνέστη ἀπό τόν τάφον, ὁ πρῶτος λόγος ὅπου ἔβγαλεν ἀπό τό ἅγιον στόμα Του, ἦτο δηλωτικός ταύτης Του τῆς χαρᾶς: «καί ἰδού ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Ἀνέλαβε καί τήν ὡραιότητα καί τήν δόξαν, διότι Ἐκεῖνος ὅπου ἦτο χθές καί προχθές ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνίδεος, τώρα ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡσάν ἕνας νυμφίος ἀπό τόν θάλαμόν του: ὅλος ὡραιότατος, ὅλος δεδοξασμένος, ὅλος ἡλιόμορφος, ἐπειδή ἡ χάρις καί ἡ δόξα τοῦ ἀναστηθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον ὑπερβολική, ὅπου εἰς τόν οὐρανόν αὐτή θέλει εἶναι ἡ ἀνωτάτη μακαριότης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ὅλων τῶν αἰσθήσεών μας. Καί θέλει εἶναι ἀρκετή νά εἰδοποιήσῃ εἰς ὅλους τούς μακαρίους, τόσον ἀγγέλους ὅσον καί ἀνθρώπους ἕνα Παράδεισον, εἰς τόν ὁποῖον ἔχουν νά εὐφραίνωνται ἀχόρταστα εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Θέλεις νά τό καταλάβῃς καλλίτερα; Σχημάτισαι μέ τόν νοῦν σου ἕνα ἥλιον τόσον λαμπρόν, ὅπου μέ τό φῶς του νά σκεπάζῃ μυριάδας ἡλίους, καθώς καί οὗτος ὁ αἰσθητός ἥλιος σκεπάζει ὅλους τούς ἀστέρας. Τώρα ἕνας ἥλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ἤθελεν εἶναι ἕνα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος μέ τό ἔνδοξον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον μέ τήν ὑπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει τήν λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἀπό τά ὁποῖα τό κάθε ἕνα θέλει εἶναι λαμπρότερον ἀπό τοῦτον τόν ἥλιον, ὡς γέγραπται: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου τό, «ὡς», δέν δηλοῖ ὁμοίωσιν, ἀλλ᾽ ὑπεροχήν, ἤγουν λάμψουσιν ὑπέρ τόν ἥλιον, καθώς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί αὕτη εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη καί ὡραιότης ὅπου ἐζητοῦσεν ὁ Χριστός μέ τόσην παρακάλεσιν ἀπό τόν οὐράνιόν του Πατέρα πρό τοῦ πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτῷ τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί» (Ἰω. ιζ’ 5). Μέ τά ὁποῖα λόγια δείχνει ὅτι ἐζήτει καί ἤθελε νά ἐξαπλωθῇ ἡ δόξα τῆς θεότητός Του διά νά δοξάσῃ πληρέστατα καί τήν ἀνθρωπότητά Του, ἐπειδή χωρίς αὐτήν τήν δόξαν καί ὡραιότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ δεκτικός τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος καί ἀκολούθως κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ ποτέ μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐστάθη ὡσάν ἕνα μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τόν Κτίστην καί εἰς τά λοιπά κτίσματα καί πέρνουσα αὐτή εἰς τόν ἑαυτόν της ὅλον τό πλήρωμα τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος τό συγκερνᾷ τρόπον τινά καί οὕτω διά μέσου ἑαυτῆς μεταδίδει τήν δόξαν ταύτην καί μακαριότητα εἰς ὅλους τούς μακαρίους ἀγγέλους τε καί ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ὄχι καθώς αὐτή τήν λαμβάνει ἀπό τόν Θεόν ἄκρατον, διότι εἶναι ἀδύνατον νά τήν δεχθῇ ἔτσι ἄκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.ἀλλά συγκεκραμένην καί μετριωτέραν διά νά γίνωνται ταύτης δεκτικοί οἱ μακάριοι τόσον οἱ ἄγγελοι ὅσον καί οἱ ἄνθρωποι.
Ὅτι μέν οὖν οἱ ἄγγελοι λαμβάνουσι τήν δόξαν καί μακαριότητα διά μέσου τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μάρτυς ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ὅτι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μετέχουσι τῆς τοῦ Ἰησοῦ φωτοδοσίας, ὄχι μέ εἰκόνας τινάς ἀλλά μέ πρώτην μετουσίαν τῆς γνώσεως, τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων1. Καί ὁ σοφός Θεοδώρητος ὁ Κύρου λέγει: «μετά τήν σάρκωσιν ὤφθη (ὁ Θεός) καί τοῖς ἀγγέλοις οὐκ ἐν ὁμοιώματι τῆς δόξης ἀλλ᾽ ἀληθεῖ καί ζῶντι χρησάμενος ὡς περιβολῇ τῆς σαρκός τῷ καλύμματι» (Διάλογ. α’. κατά Εὐτυχ.). Μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγων ὅτι πρό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦτο δυνατόν εἰς τούς ἀγγέλους νά ἔμβουν εἰς τά ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεότητος. Ὅτε δέ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος ἠνοίχθη αὐτοῖς θύρα ἐν τῷ Ἰησοῦ. (Λόγος πδ’. σελ. 478). Καί πάλιν: «καί αὐτή ἡ πρώτη τάξις θαρροῦσα λέγει ὅτι οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλά διδάσκαλον ἔχει τόν μεσίτην Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὑφ᾽ οὗ ὑποδέχεται καί τοῖς κάτω ἐπιδίδωσιν» (αὐτόθ. 477). Ὅτι δέ καί οἱ μακάριοι ἅγιοι διά μέσου τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ βλέπουσι τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐδήλωσεν ὁ Κύριος εἰπών: «Πάτερ οὕς δέδωκάς μοι θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κᾀκεῖνοι ὦσι μετ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν». Καί δέν στέκει ἕως ἐδῶ ἀλλά προσθέτει: «ἥν δέδωκάς μοι» διά νά φανερώσῃ μέ τοῦτο τήν δόξαν ὅπου ἐδόθη εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του (βλ. Ἰω. ιζ’ 24).
Ὤ δόξαις! Ὤ λαμπρότηταις! Ὤ μεγαλεῖα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Διότι τήν μέν δευτέραν καί τρίτην ἡμέραν ἐποίησε τό πρωτόγονον ἐκεῖνο φῶς καί τήν τετάρτην καί πέμπτην καί ἕκτην καί ἑβδόμην ἐποίησεν τόν ἐν τῇ δ’ ἡμέρα γενόμενον ἥλιον. Τήν δέ Κυριακήν καί πρώτην ταύτην ἡμέραν, καί ἐν τῇ κοσμογενεσίᾳ, μόνος ὁ Κύριος ἀμέσως ἐποίησεν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι (τό γάρ ἐν αὐτῇ γεγονός φῶς οὐχί ἀπό τό πρωΐ, ἀλλά ἀπό μεσημβρίας ἤρξατο, κατά τούς Θεολόγους) καί τώρα πάλιν μόνος ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός ταύτην ἐποίησεν ἀπό τοῦ μνήματος ὡς ἀπό ὁρίζοντος ἀναστάς. Καί αὐτή ἡ Κυριακή, τώρα μέν εἶναι εἰκών τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.τότε δέ ἔχει νά ᾖναι αὐτός ἐκεῖνος ὁ ὄγδοος αἰών2.
«Ὄντως ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ριζ’ 23). Οἱ ἐχθροί Του δαίμονες, ὁ ἐχθρός Του θάνατος, ὁ ἐχθρός Του ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρός Του ᾅδης, οἱ ἐχθροί Του Ἰουδαῖοι οἱ τοῦτον σταυρώσαντες καί μισοῦντες Αὐτόν. Ὄντως ἐκινδύνευε τό καράβι νά πνιγῇ καί νά πλέῃ δέν ἠδύνατο ὅπου ἐρρίφθη ὁ Ἰωνᾶς εἰς τήν θάλασσαν καί κατεπόθη ἀπό τό κῆτος. Καράβι εἶναι ὁ κόσμος ὅπου δέν ἠδύνατο νά ὑπάγῃ ἐμπρός εἰς τό ἀγαθόν. Θάλασσα εἶναι τά πάθη καί αἱ θλίψεις τοῦ κόσμου. Ἰωνᾶς ὁ Χριστός, κῆτος ἦτον ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης. Ἐρρίφθη ὁ Χριστός εἰς τήν θάλασσαν καί τά πάθη. Κατεπόθη ἀπό τόν θάνατον καί τόν ᾅδην. Καί ἐπειδή ἡ ζωοποιός θεότης δέν ἐχωρίσθη οὔτε ἀπό τό νεκρωθέν σῶμα τό κείμενον εἰς τόν τάφον οὔτε ἀπό τήν ψυχήν τήν καταβᾶσαν εἰς ᾅδην διά τοῦτο ἐνέκρωσε καί τόν ᾅδην καί ἀνέστη τριήμερος καί οὕτως ὁ κόσμος ὅπου ἐκινδύνευε διεσώθη «ὥσπερ γάρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ’ 40).
Τώρα ἐσύ ἀδελφέ, εἶναι δυνατόν νά μελετήσῃς ταύτας τάς ἀληθείας, καί νά μή γεμίσῃ ἀπό χαράν ἡ καρδία σου διά τήν ἀνωτάτην εὐδαιμονίαν καί δόξαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπεις πῶς ἔφθασεν ὁ Λυτρωτής σου διά τῆς Ἀναστάσεως, ὄχι μόνον κατά τήν ψυχήν, ἀλλά καί κατά τό πανάγιον σῶμα Του; Ὅθεν ἐπιθύμησαι νά ἔχῃς ὅλαις ταῖς χαραῖς τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ὅπου συνέστησαν σήμερον καί ἐλευθερώθησαν ἀπό τόν ᾅδην, διά νά συγχαρῇς μέ αὐτάς τόν ἀναστάντα Δεσπότην, καί διά νά εὐφρανθῇς μέ ὅλην σου τήν καρδίαν εἰς τήν νέαν ταύτην χαράν καί δόξαν καί νίκην Του, στοχαζόμενος πῶς ἠ ἰδική Του χαρά εἶναι καί χαρά ἰδική σου. Ἡ ἰδική Του δόξα εἶναι καί δόξα ἰδική σου καί ἡ ἰδική Του νίκη εἶναι καί νίκη ἰδική σου. Καί ἁπλῶς ὅσα Αὐτός προνόμια καί ἀξιώματα ἔλαβε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὅλα ταῦτα γίνονται καί ἰδικά σου διά τῆς πρός Αὐτόν πίστεως καί θερμῆς ἀγάπης. Ἐκείνου ὡς κεφαλῆς καί ἐσένα ὡς μέλους. Ἐκείνου ὡς Πατρός καί ἐσένα ὡς υἱοῦ. Ἐκείνου ὡς ἀρχιστρατήγου καί βασιλέως καί ἐσένα ὡς στρατιώτου καί βασιλευομένου. Ἐκείνου ὡς φιλουμένου καί ἐσένα ὡς φιλοῦντος.ἐπειδή ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικόν ἰδίωμα νά κοινοποιῇ τά τῶν φίλων κατά τήν παροιμίαν.«τά τῶν φίλων κοινά». Καί καθώς χθές καί προχθές ἐκοινωνήσατε εἰς τά Πάθη καί τήν θλίψιν τοῦ Κυρίου διά τῆς πίστεως καί ἀγάπης ἔτσι καί σήμερον εἶναι δίκαιον νά κοινωνήσετε εἰς τήν χαράν Αὐτοῦ καί δόξαν καί Ἀνάστασιν, «καθώς κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι χαίρετε ἵνα καί ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης Αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι» (Α’ Πέτρ. δ’ 13).
Καί ἄν ὁ Ἀβραάμ προτήτερα ἀπό τρεῖς χιλιάδας χρόνους εἶδε τήν ἡμέραν ταύτην τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος καί ἐχάρη, ὅταν ἔλαβε ζωντανόν τόν υἱόν του καθώς εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἀβραάμ ὁ πατήρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη». (Ἰωάν. η’ 56). Πῶς ἐσύ νά μή χαρῇς ἀδελφέ εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τοῦ Κυρίου, εἰς τήν ὁποίαν ἡ φθορά μετεβλήθη εἰς ἀφθαρσίαν, ὁ θάνατος εἰς ζωήν, ὁ ἀκάνθινος στέφανος εἰς ρόδα καί ἄνθη, ὁ κάλαμος, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ Σταυρός καί τά λοιπά ὄργανα τοῦ Πάθους καί τῆς ἀτιμίας, ἔγιναν ὄργανα δόξης καί ἀπαθείας; Πῶς νά μή εὐφρανθῇς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην, εἰς τήν ὁποίαν οἱ μέν ἐν οὐρανῷ ἄγγελοι ἀγάλλονται ἀπολαβόντες καί αὐτοί διά τῆς Ἀναστάσεως τήν σωτηρίαν; Ἤγουν τήν τελείαν ἀτρεψίαν καί ἀκινησίαν εἰς τό κακόν, ἥν οὐκ εἶχον πρότερον, καθώς ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοῦτο δηλοῖ εἰς τό Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός καί ὅσος ἀόρατος» καί ὁ τούτου σχολιαστής ἑρμηνεύει Νικήτας3.
Οἱ ἐν τῷ ᾃδη Προπάτορες εὐφραίνονται, οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἐγείρονται, οἱ ἐν τῇ γῇ Ἀπόστολοι χαίρουσι, καί ὁ ἴδιος ᾃδης πανηγυρίζει μέ ὅλα ὁμοῦ τά ἐπίγεια καί οὐράνια καί ἄλλο δέν ἀκούεται εἰς κάθε μέρος, παρά τό «Χριστός Ἀνέστη!». Πῶς ἐσύ νά μήν ἀγαλλιάσῃς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τῆς ἀγαλλιάσεως, ἥτις εἶναι τῶν ἑορτῶν Ἑορτή καί Πανήγυρις τῶν πανηγύρεων κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον; Ἔαρ τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τῶν καιρῶν. Ἥλιος μεταξύ τῶν ἀστέρων, χρυσός μεταξύ τῶν μετάλλων καί βασιλίς, μεταξύ ὅλων τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἤξευρε γάρ ὅτι ἄν δέν χαρῇς πνευματικῶς εἰς ὅλα ταῦτα τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, εἶναι κακόν σημάδι διά λόγου σου, πῶς δέν ἀγαπᾷς τόν ἀναστάντα Χριστόν καί ἀκολούθως πῶς δέν εἶσαι ἀληθινός Χριστιανός, ἀλλά ξένος τοῦ Χριστοῦ καί ἀλλότριος, διότι δέν συγχαίρεσαι εἰς τήν χαράν καί δόξαν τοῦ Κυρίου σου.
Μελέτη
Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου,
εἰς τήν ὁποίαν χρεωστοῦμεν νά συγχαρῶμεν.
Α’. Μέ τόν ἀναστάντα Χριστόν.
Β’. Μέ τήν ἁγιωτάτην Μητέρα Του.
Γ’. Μέ τό σῶμα μας.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι παρακινούμενοι ἡμεῖς ἀπό τόν προφήτην Δαυίδ ὅπου λέγει νά ἀγαλλώμεθα εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.«αὕτη ἡ ἡμέρα, ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ’ 23) ἔχομεν χρέος ἐν πρώτοις νά συγχαρῶμεν τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἰς τήν χαρμόσυνόν Του Ἀνάστασιν ἀπέκτησε πάλιν μέ κέρδος ἄπειρον ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶχε χάσει εἰς τό πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα εἶχε χάσει τότε: τήν χαράν, τήν ὡραιότητα, τήν τιμήν καί τήν ζωήν. Τώρα δέ ὅπου ἀνέστη ἀνέλαβε τήν ζωήν, ἀλλά τί λογῆς ζωήν; Μίαν ζωήν ὅπου ἐθανάτωσε τελείως τόν θάνατον καί διά τοῦτο θέλει εἶναι διά πάντα ζωή μοναχή, χωρίς νά φοβῆται νά λάβῃ ἄλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκ ἔτι ἀποθνήσκει.θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει» (Ρωμ. στ’ 9). Ἀνέλαβε τήν τιμήν καί ἐξουσίαν, ἐπειδή Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὅπου πρό ὀλίγου ἐλογίζετο ὀλιγώτερον παρά ἄνθρωπος καί ἐκαταφρονεῖτο χειρότερον παρά ἕνας σκώληξ, τώρα ἀνασταίνεται καί ἀρχίζει νά βασιλεύῃ ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ. Διά τοῦτο καί ἔλεγε μετά τήν Ἀνάστασιν.«ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Ἀνέλαβε τήν χαράν, ἐπειδή διερράγησαν πλέον τά μεσότοιχα ὅπου ἐκρατοῦσαν πρότερον ἐκεῖνο τό πέλαγος τῆς χαρᾶς εἰς μόνον τό ἀνώτερον μέρος τῆ ψυχῆς τοῦ Κυρίου καί τώρα, ὅλον τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου ἐκρατεῖτο τριαντατρεῖς χρόνους, ἔτρεξεν εἰς τό νά κατακλύσῃ τάς κατωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τά μέλη τοῦ Λυτρωτοῦ. Διά τοῦτο καί ὅταν ἀνέστη ἀπό τόν τάφον, ὁ πρῶτος λόγος ὅπου ἔβγαλεν ἀπό τό ἅγιον στόμα Του, ἦτο δηλωτικός ταύτης Του τῆς χαρᾶς: «καί ἰδού ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Ἀνέλαβε καί τήν ὡραιότητα καί τήν δόξαν, διότι Ἐκεῖνος ὅπου ἦτο χθές καί προχθές ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνίδεος, τώρα ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡσάν ἕνας νυμφίος ἀπό τόν θάλαμόν του: ὅλος ὡραιότατος, ὅλος δεδοξασμένος, ὅλος ἡλιόμορφος, ἐπειδή ἡ χάρις καί ἡ δόξα τοῦ ἀναστηθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον ὑπερβολική, ὅπου εἰς τόν οὐρανόν αὐτή θέλει εἶναι ἡ ἀνωτάτη μακαριότης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ὅλων τῶν αἰσθήσεών μας. Καί θέλει εἶναι ἀρκετή νά εἰδοποιήσῃ εἰς ὅλους τούς μακαρίους, τόσον ἀγγέλους ὅσον καί ἀνθρώπους ἕνα Παράδεισον, εἰς τόν ὁποῖον ἔχουν νά εὐφραίνωνται ἀχόρταστα εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Θέλεις νά τό καταλάβῃς καλλίτερα; Σχημάτισαι μέ τόν νοῦν σου ἕνα ἥλιον τόσον λαμπρόν, ὅπου μέ τό φῶς του νά σκεπάζῃ μυριάδας ἡλίους, καθώς καί οὗτος ὁ αἰσθητός ἥλιος σκεπάζει ὅλους τούς ἀστέρας. Τώρα ἕνας ἥλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ἤθελεν εἶναι ἕνα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος μέ τό ἔνδοξον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον μέ τήν ὑπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει τήν λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἀπό τά ὁποῖα τό κάθε ἕνα θέλει εἶναι λαμπρότερον ἀπό τοῦτον τόν ἥλιον, ὡς γέγραπται: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου τό, «ὡς», δέν δηλοῖ ὁμοίωσιν, ἀλλ᾽ ὑπεροχήν, ἤγουν λάμψουσιν ὑπέρ τόν ἥλιον, καθώς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί αὕτη εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη καί ὡραιότης ὅπου ἐζητοῦσεν ὁ Χριστός μέ τόσην παρακάλεσιν ἀπό τόν οὐράνιόν του Πατέρα πρό τοῦ πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτῷ τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί» (Ἰω. ιζ’ 5). Μέ τά ὁποῖα λόγια δείχνει ὅτι ἐζήτει καί ἤθελε νά ἐξαπλωθῇ ἡ δόξα τῆς θεότητός Του διά νά δοξάσῃ πληρέστατα καί τήν ἀνθρωπότητά Του, ἐπειδή χωρίς αὐτήν τήν δόξαν καί ὡραιότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ δεκτικός τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος καί ἀκολούθως κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ ποτέ μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐστάθη ὡσάν ἕνα μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τόν Κτίστην καί εἰς τά λοιπά κτίσματα καί πέρνουσα αὐτή εἰς τόν ἑαυτόν της ὅλον τό πλήρωμα τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος τό συγκερνᾷ τρόπον τινά καί οὕτω διά μέσου ἑαυτῆς μεταδίδει τήν δόξαν ταύτην καί μακαριότητα εἰς ὅλους τούς μακαρίους ἀγγέλους τε καί ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ὄχι καθώς αὐτή τήν λαμβάνει ἀπό τόν Θεόν ἄκρατον, διότι εἶναι ἀδύνατον νά τήν δεχθῇ ἔτσι ἄκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.ἀλλά συγκεκραμένην καί μετριωτέραν διά νά γίνωνται ταύτης δεκτικοί οἱ μακάριοι τόσον οἱ ἄγγελοι ὅσον καί οἱ ἄνθρωποι.
Ὅτι μέν οὖν οἱ ἄγγελοι λαμβάνουσι τήν δόξαν καί μακαριότητα διά μέσου τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μάρτυς ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ὅτι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μετέχουσι τῆς τοῦ Ἰησοῦ φωτοδοσίας, ὄχι μέ εἰκόνας τινάς ἀλλά μέ πρώτην μετουσίαν τῆς γνώσεως, τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων1. Καί ὁ σοφός Θεοδώρητος ὁ Κύρου λέγει: «μετά τήν σάρκωσιν ὤφθη (ὁ Θεός) καί τοῖς ἀγγέλοις οὐκ ἐν ὁμοιώματι τῆς δόξης ἀλλ᾽ ἀληθεῖ καί ζῶντι χρησάμενος ὡς περιβολῇ τῆς σαρκός τῷ καλύμματι» (Διάλογ. α’. κατά Εὐτυχ.). Μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγων ὅτι πρό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦτο δυνατόν εἰς τούς ἀγγέλους νά ἔμβουν εἰς τά ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεότητος. Ὅτε δέ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος ἠνοίχθη αὐτοῖς θύρα ἐν τῷ Ἰησοῦ. (Λόγος πδ’. σελ. 478). Καί πάλιν: «καί αὐτή ἡ πρώτη τάξις θαρροῦσα λέγει ὅτι οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλά διδάσκαλον ἔχει τόν μεσίτην Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὑφ᾽ οὗ ὑποδέχεται καί τοῖς κάτω ἐπιδίδωσιν» (αὐτόθ. 477). Ὅτι δέ καί οἱ μακάριοι ἅγιοι διά μέσου τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ βλέπουσι τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐδήλωσεν ὁ Κύριος εἰπών: «Πάτερ οὕς δέδωκάς μοι θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κᾀκεῖνοι ὦσι μετ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν». Καί δέν στέκει ἕως ἐδῶ ἀλλά προσθέτει: «ἥν δέδωκάς μοι» διά νά φανερώσῃ μέ τοῦτο τήν δόξαν ὅπου ἐδόθη εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του (βλ. Ἰω. ιζ’ 24).
Ὤ δόξαις! Ὤ λαμπρότηταις! Ὤ μεγαλεῖα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Διότι τήν μέν δευτέραν καί τρίτην ἡμέραν ἐποίησε τό πρωτόγονον ἐκεῖνο φῶς καί τήν τετάρτην καί πέμπτην καί ἕκτην καί ἑβδόμην ἐποίησεν τόν ἐν τῇ δ’ ἡμέρα γενόμενον ἥλιον. Τήν δέ Κυριακήν καί πρώτην ταύτην ἡμέραν, καί ἐν τῇ κοσμογενεσίᾳ, μόνος ὁ Κύριος ἀμέσως ἐποίησεν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι (τό γάρ ἐν αὐτῇ γεγονός φῶς οὐχί ἀπό τό πρωΐ, ἀλλά ἀπό μεσημβρίας ἤρξατο, κατά τούς Θεολόγους) καί τώρα πάλιν μόνος ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός ταύτην ἐποίησεν ἀπό τοῦ μνήματος ὡς ἀπό ὁρίζοντος ἀναστάς. Καί αὐτή ἡ Κυριακή, τώρα μέν εἶναι εἰκών τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.τότε δέ ἔχει νά ᾖναι αὐτός ἐκεῖνος ὁ ὄγδοος αἰών2.
«Ὄντως ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ριζ’ 23). Οἱ ἐχθροί Του δαίμονες, ὁ ἐχθρός Του θάνατος, ὁ ἐχθρός Του ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρός Του ᾅδης, οἱ ἐχθροί Του Ἰουδαῖοι οἱ τοῦτον σταυρώσαντες καί μισοῦντες Αὐτόν. Ὄντως ἐκινδύνευε τό καράβι νά πνιγῇ καί νά πλέῃ δέν ἠδύνατο ὅπου ἐρρίφθη ὁ Ἰωνᾶς εἰς τήν θάλασσαν καί κατεπόθη ἀπό τό κῆτος. Καράβι εἶναι ὁ κόσμος ὅπου δέν ἠδύνατο νά ὑπάγῃ ἐμπρός εἰς τό ἀγαθόν. Θάλασσα εἶναι τά πάθη καί αἱ θλίψεις τοῦ κόσμου. Ἰωνᾶς ὁ Χριστός, κῆτος ἦτον ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης. Ἐρρίφθη ὁ Χριστός εἰς τήν θάλασσαν καί τά πάθη. Κατεπόθη ἀπό τόν θάνατον καί τόν ᾅδην. Καί ἐπειδή ἡ ζωοποιός θεότης δέν ἐχωρίσθη οὔτε ἀπό τό νεκρωθέν σῶμα τό κείμενον εἰς τόν τάφον οὔτε ἀπό τήν ψυχήν τήν καταβᾶσαν εἰς ᾅδην διά τοῦτο ἐνέκρωσε καί τόν ᾅδην καί ἀνέστη τριήμερος καί οὕτως ὁ κόσμος ὅπου ἐκινδύνευε διεσώθη «ὥσπερ γάρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ’ 40).
Τώρα ἐσύ ἀδελφέ, εἶναι δυνατόν νά μελετήσῃς ταύτας τάς ἀληθείας, καί νά μή γεμίσῃ ἀπό χαράν ἡ καρδία σου διά τήν ἀνωτάτην εὐδαιμονίαν καί δόξαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπεις πῶς ἔφθασεν ὁ Λυτρωτής σου διά τῆς Ἀναστάσεως, ὄχι μόνον κατά τήν ψυχήν, ἀλλά καί κατά τό πανάγιον σῶμα Του; Ὅθεν ἐπιθύμησαι νά ἔχῃς ὅλαις ταῖς χαραῖς τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ὅπου συνέστησαν σήμερον καί ἐλευθερώθησαν ἀπό τόν ᾅδην, διά νά συγχαρῇς μέ αὐτάς τόν ἀναστάντα Δεσπότην, καί διά νά εὐφρανθῇς μέ ὅλην σου τήν καρδίαν εἰς τήν νέαν ταύτην χαράν καί δόξαν καί νίκην Του, στοχαζόμενος πῶς ἠ ἰδική Του χαρά εἶναι καί χαρά ἰδική σου. Ἡ ἰδική Του δόξα εἶναι καί δόξα ἰδική σου καί ἡ ἰδική Του νίκη εἶναι καί νίκη ἰδική σου. Καί ἁπλῶς ὅσα Αὐτός προνόμια καί ἀξιώματα ἔλαβε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὅλα ταῦτα γίνονται καί ἰδικά σου διά τῆς πρός Αὐτόν πίστεως καί θερμῆς ἀγάπης. Ἐκείνου ὡς κεφαλῆς καί ἐσένα ὡς μέλους. Ἐκείνου ὡς Πατρός καί ἐσένα ὡς υἱοῦ. Ἐκείνου ὡς ἀρχιστρατήγου καί βασιλέως καί ἐσένα ὡς στρατιώτου καί βασιλευομένου. Ἐκείνου ὡς φιλουμένου καί ἐσένα ὡς φιλοῦντος.ἐπειδή ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικόν ἰδίωμα νά κοινοποιῇ τά τῶν φίλων κατά τήν παροιμίαν.«τά τῶν φίλων κοινά». Καί καθώς χθές καί προχθές ἐκοινωνήσατε εἰς τά Πάθη καί τήν θλίψιν τοῦ Κυρίου διά τῆς πίστεως καί ἀγάπης ἔτσι καί σήμερον εἶναι δίκαιον νά κοινωνήσετε εἰς τήν χαράν Αὐτοῦ καί δόξαν καί Ἀνάστασιν, «καθώς κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι χαίρετε ἵνα καί ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης Αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι» (Α’ Πέτρ. δ’ 13).
Καί ἄν ὁ Ἀβραάμ προτήτερα ἀπό τρεῖς χιλιάδας χρόνους εἶδε τήν ἡμέραν ταύτην τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος καί ἐχάρη, ὅταν ἔλαβε ζωντανόν τόν υἱόν του καθώς εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἀβραάμ ὁ πατήρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη». (Ἰωάν. η’ 56). Πῶς ἐσύ νά μή χαρῇς ἀδελφέ εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τοῦ Κυρίου, εἰς τήν ὁποίαν ἡ φθορά μετεβλήθη εἰς ἀφθαρσίαν, ὁ θάνατος εἰς ζωήν, ὁ ἀκάνθινος στέφανος εἰς ρόδα καί ἄνθη, ὁ κάλαμος, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ Σταυρός καί τά λοιπά ὄργανα τοῦ Πάθους καί τῆς ἀτιμίας, ἔγιναν ὄργανα δόξης καί ἀπαθείας; Πῶς νά μή εὐφρανθῇς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην, εἰς τήν ὁποίαν οἱ μέν ἐν οὐρανῷ ἄγγελοι ἀγάλλονται ἀπολαβόντες καί αὐτοί διά τῆς Ἀναστάσεως τήν σωτηρίαν; Ἤγουν τήν τελείαν ἀτρεψίαν καί ἀκινησίαν εἰς τό κακόν, ἥν οὐκ εἶχον πρότερον, καθώς ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοῦτο δηλοῖ εἰς τό Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός καί ὅσος ἀόρατος» καί ὁ τούτου σχολιαστής ἑρμηνεύει Νικήτας3.
Οἱ ἐν τῷ ᾃδη Προπάτορες εὐφραίνονται, οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἐγείρονται, οἱ ἐν τῇ γῇ Ἀπόστολοι χαίρουσι, καί ὁ ἴδιος ᾃδης πανηγυρίζει μέ ὅλα ὁμοῦ τά ἐπίγεια καί οὐράνια καί ἄλλο δέν ἀκούεται εἰς κάθε μέρος, παρά τό «Χριστός Ἀνέστη!». Πῶς ἐσύ νά μήν ἀγαλλιάσῃς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τῆς ἀγαλλιάσεως, ἥτις εἶναι τῶν ἑορτῶν Ἑορτή καί Πανήγυρις τῶν πανηγύρεων κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον; Ἔαρ τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τῶν καιρῶν. Ἥλιος μεταξύ τῶν ἀστέρων, χρυσός μεταξύ τῶν μετάλλων καί βασιλίς, μεταξύ ὅλων τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἤξευρε γάρ ὅτι ἄν δέν χαρῇς πνευματικῶς εἰς ὅλα ταῦτα τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, εἶναι κακόν σημάδι διά λόγου σου, πῶς δέν ἀγαπᾷς τόν ἀναστάντα Χριστόν καί ἀκολούθως πῶς δέν εἶσαι ἀληθινός Χριστιανός, ἀλλά ξένος τοῦ Χριστοῦ καί ἀλλότριος, διότι δέν συγχαίρεσαι εἰς τήν χαράν καί δόξαν τοῦ Κυρίου σου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Μέρος 2ο.
Διά τοῦτο ἄναψαι ἀδελφέ τήν καρδίαν σου μέ μίαν φλόγα ἀγάπης πρός τόν ἀναστάντα Χριστόν, εὐφραινόμενος εἰς τήν εὐδαιμονίαν καί εἰς τό ἰδικόν του καλόν περισσότερον, παρά ὅπου ἤθελες εὐφρανθῆ ἄν ἦτο ἰδικόν σου. Καί ἐπειδή σήμερον ἔγιναν καινούργια ὅλα τά πάντα, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: «τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17): καινός ὁ τάφος, καιναί αἱ σινδόνες, καινή ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Καινοί οἱ ἀναστάντες Προπάτορες καί Δίκαιοι, καινός ὁ οὐρανός, καινή ἡ γῆ. Ψάλλε καί ἐσύ ἀκολούθως καινά ᾄσματα καθώς σέ προστάζει ὁ Δαβίδ: «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ ᾄσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ’ 1). Καί συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε ἔργα καινούργια, ζῆσαι ζωήν καινούργιαν καί ἀξίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ καινῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ ὅταν ἐβαπτίσθης, συναπέθανες καί συνεταφιάσθης μαζί μέ τόν Χριστόν εἰς τήν ἁγίαν κολυμβήθραν καί συνανεστήθης μαζί μέ Αὐτόν καί ὑπεσχέθης νά ζήσῃς μίαν καινούργιαν ζωήν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον ἵνα ὥς περ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Λοιπόν, ἐντράπου πώς ἕως τώρα παρέβης τήν ὑπόσχεσιν αὐτήν καί ἔζησες μίαν ζωήν παλαιάν καί διεφθαρμένην καί ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς ἀποφάσισαι νά ἀνακαινίσῃς τήν πρώτην ἐκείνην ὑπόσχεσιν ὅπου ἔδωκες εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα καί νά ζήσῃς μίαν ἄλλην καινούργιαν ζωήν, ὄχι μέ τρυφάς καί ξεφαντώματα καί χορούς καί τραγούδια. Ὄχι μέ φιληδονίας καί φιλοδοξίας, ὄχι μέ φιλαργυρίας καί ἄλλας ἁμαρτίας. Διότι αὐτά εἶναι τῆς φθαρτῆς ζωῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖον ἐκδύθης εἰς τό Βάπτισμα καί ὅποιος ταῦτα ἐργάζεται, ἔχει νά ἀποθάνῃ «εἰ γάρ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν» (Ρωμ. η’ 13). Ἀλλά μέ τήν παρθενίαν καί ἀφθαρσίαν τοῦ σώματος, μέ τήν καθαρότητα καί ἀπάθειαν τῆς ψυχῆς. Μέ τήν πνευματικήν γνῶσιν καί θεωρίαν τοῦ νοός καί μέ τάς λοιπάς ζωοποιούς ἀρετάς καί καλά ἔργα, τά ὁποῖα εἶναι τῆς νέας ζωῆς τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀφ᾽ οὗ ἀνέστη, ἔζησε μίαν νέαν ζωήν, ἐλευθέραν ἕως καί ἀπό τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως, πεῖναν δηλ. καί δίψαν καί ψύχραν καί τά λοιπά.
Ἔτσι καί ἐσύ ὡς συναναστηθείς τῷ Χριστῷ διά τῆς πίστεως, χρεωστεῖς νά ζήσῃς ἐλεύθερος κᾂν ἀπό τά διαβεβλημένα πάθη καί ἁμαρτίας καί νά φυλάττῃς καθαράν αὐτήν τήν νέαν ζωήν ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Χριστός καί μή σέ πλανήσῃ ὁ διάβολος λέγωντάς σου εἰς αὐτάς τάς ἁγίας ἡμέρας: τώρα εἶναι Ἀνάστασις καί λαμπρά καί τρῶγε, πίνε, εὐφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ἄν καί ὁ καιρός τῆς νηστείας ἐπέρασεν, ἀλλ᾽ ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε μέ ἡμᾶς καί μάλιστα, διότι ἡ ἁγία Πεντηκοστή εἶναι ὀπίσω καί μᾶς προσμένει καί πρέπει νά καθαριζώμεθα εἰς τάς ἡμέρας ταύτας, διά νά λάβωμεν εἰς τήν ψυχήν μας τόν ἐρχομόν καί τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς καί ἡ Ἐκκλησία οὕτω ψάλλει: «νέαν καί καινήν πολιτείαν παρά Χριστοῦ μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, ὅπως Ἁγίου Πνεύματος τήν παρουσίαν ἀπολαύωμεν.» Ὅθεν εἶπε καί ὁ μέγας Βασίλειος «πῶς ἡμᾶς ἡ Πεντηκοστή ὑποδέξεται, οὕτω τοῦ Πάσχα καθιβρυσθέντος, ἡ Πεντηκοστή τοῦ Πνεύματος ἔσχε τοῦ ἁγίου τήν ἐναγῆ καί πᾶσι γνωρίμην ἐπιδημίαν.σύ δέ προλαβών σεαυτόν, οἰκητήριον τοῦ ἀντικειμένου ἐποίησας Πνεύματος, ἐγένου ναός εἰδώλων, ἀντί τοῦ γενέσθαι ναός Θεοῦ διά τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καί ἐπεσσάσω τήν ἀράν τοῦ προφήτου εἰπόντος ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ.«ὅτι στρέψω τάς ἑορτάς αὐτῶν εἰς πένθος» (Ἀμώς στ’ 16)» (Ἐν τῷ τέλει τοῦ «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Εὐχαρίστησε τόν Κύριον διά τά χαρίσματα ὅπου σοῦ ἐχάρισε διά μέσου τῆς Ἀναστάσεώς Του καί μάλιστα διότι σέ ἔκαμε μέ τήν Ἀνάστασίν Του καινούργιον ἀντί παλαιοῦ «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» (Β’ Κορ. ε’ 17). Καί ἐπειδή κατά τούς νηπτικούς καί θεοσόφους Πατέρας, τρεῖς εἶναι αἱ ἀναστάσεις ὅπου ἐνεργοῦνται μυστικῶς καί ἠθικῶς εἰς τόν ἄνθρωπον, ἡ μία τοῦ σώματος, ἡ ἄλλη τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τοῦ νοός4. Ἡ μία τῆς ἀρετῆς ἥτις κατορθοῦται διά τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, ἡ ἄλλη τοῦ λόγου, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς τῶν ὄντων θεωρίας καί πνευματικῆς γνώσεως καί ἄλλη τῆς ὑπέρ λόγον σιγῆς, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς ἁρπαγῆς πρός Θεόν. Παρακάλεσαι τόν σήμερον ἀναστάντα Κύριον νά ἐνεργήσῃ εἰς τόν ἑαυτόν σου διά τῆς Χάριτός Του αὐτάς τάς τρεῖς ἀναστάσεις καί νά ζωοποιήσῃ τό σῶμά σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἐμπάθειαν, τήν ψυχήν σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἡδυπάθειαν, καί τόν νοῦν σου τόν νεκρωθέντα ἀπό τήν προσπάθειαν. Καί οὕτω ζωοποιήσας αὐτά τά τρία μέρη διά τῆς ἀπαθείας, νά σέ ἀξιώσῃ νά ἀναστηθῇς ἀπό ἐδῶ μαζί μέ Αὐτόν, ὄχι διά ψιλῆς πίστεως, ἀλλά διά πείρας καί νοερᾶς αἰσθήσεως, ὥστε νά λέγῃς κατά ἀλήθειαν καί ὄχι μέ λόγον μόνον τό : «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον». Καί νά βασιλεύῃ καί νά ζῇ ὁ Χριστός μόνος εἰς ἐσένα καί ἐσύ ἀντιστρόφως νά βασιλεύεσαι καί νά ζῇς εἰς μόνον τόν Χριστόν, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος: «ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλά τῷ ὑπέρ αὐτῶν ἀποθανόντι καί ἐγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’ 15).
Διά τοῦτο ἄναψαι ἀδελφέ τήν καρδίαν σου μέ μίαν φλόγα ἀγάπης πρός τόν ἀναστάντα Χριστόν, εὐφραινόμενος εἰς τήν εὐδαιμονίαν καί εἰς τό ἰδικόν του καλόν περισσότερον, παρά ὅπου ἤθελες εὐφρανθῆ ἄν ἦτο ἰδικόν σου. Καί ἐπειδή σήμερον ἔγιναν καινούργια ὅλα τά πάντα, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: «τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17): καινός ὁ τάφος, καιναί αἱ σινδόνες, καινή ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Καινοί οἱ ἀναστάντες Προπάτορες καί Δίκαιοι, καινός ὁ οὐρανός, καινή ἡ γῆ. Ψάλλε καί ἐσύ ἀκολούθως καινά ᾄσματα καθώς σέ προστάζει ὁ Δαβίδ: «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ ᾄσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ’ 1). Καί συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε ἔργα καινούργια, ζῆσαι ζωήν καινούργιαν καί ἀξίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ καινῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ ὅταν ἐβαπτίσθης, συναπέθανες καί συνεταφιάσθης μαζί μέ τόν Χριστόν εἰς τήν ἁγίαν κολυμβήθραν καί συνανεστήθης μαζί μέ Αὐτόν καί ὑπεσχέθης νά ζήσῃς μίαν καινούργιαν ζωήν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον ἵνα ὥς περ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Λοιπόν, ἐντράπου πώς ἕως τώρα παρέβης τήν ὑπόσχεσιν αὐτήν καί ἔζησες μίαν ζωήν παλαιάν καί διεφθαρμένην καί ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς ἀποφάσισαι νά ἀνακαινίσῃς τήν πρώτην ἐκείνην ὑπόσχεσιν ὅπου ἔδωκες εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα καί νά ζήσῃς μίαν ἄλλην καινούργιαν ζωήν, ὄχι μέ τρυφάς καί ξεφαντώματα καί χορούς καί τραγούδια. Ὄχι μέ φιληδονίας καί φιλοδοξίας, ὄχι μέ φιλαργυρίας καί ἄλλας ἁμαρτίας. Διότι αὐτά εἶναι τῆς φθαρτῆς ζωῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖον ἐκδύθης εἰς τό Βάπτισμα καί ὅποιος ταῦτα ἐργάζεται, ἔχει νά ἀποθάνῃ «εἰ γάρ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν» (Ρωμ. η’ 13). Ἀλλά μέ τήν παρθενίαν καί ἀφθαρσίαν τοῦ σώματος, μέ τήν καθαρότητα καί ἀπάθειαν τῆς ψυχῆς. Μέ τήν πνευματικήν γνῶσιν καί θεωρίαν τοῦ νοός καί μέ τάς λοιπάς ζωοποιούς ἀρετάς καί καλά ἔργα, τά ὁποῖα εἶναι τῆς νέας ζωῆς τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀφ᾽ οὗ ἀνέστη, ἔζησε μίαν νέαν ζωήν, ἐλευθέραν ἕως καί ἀπό τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως, πεῖναν δηλ. καί δίψαν καί ψύχραν καί τά λοιπά.
Ἔτσι καί ἐσύ ὡς συναναστηθείς τῷ Χριστῷ διά τῆς πίστεως, χρεωστεῖς νά ζήσῃς ἐλεύθερος κᾂν ἀπό τά διαβεβλημένα πάθη καί ἁμαρτίας καί νά φυλάττῃς καθαράν αὐτήν τήν νέαν ζωήν ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Χριστός καί μή σέ πλανήσῃ ὁ διάβολος λέγωντάς σου εἰς αὐτάς τάς ἁγίας ἡμέρας: τώρα εἶναι Ἀνάστασις καί λαμπρά καί τρῶγε, πίνε, εὐφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ἄν καί ὁ καιρός τῆς νηστείας ἐπέρασεν, ἀλλ᾽ ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε μέ ἡμᾶς καί μάλιστα, διότι ἡ ἁγία Πεντηκοστή εἶναι ὀπίσω καί μᾶς προσμένει καί πρέπει νά καθαριζώμεθα εἰς τάς ἡμέρας ταύτας, διά νά λάβωμεν εἰς τήν ψυχήν μας τόν ἐρχομόν καί τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς καί ἡ Ἐκκλησία οὕτω ψάλλει: «νέαν καί καινήν πολιτείαν παρά Χριστοῦ μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, ὅπως Ἁγίου Πνεύματος τήν παρουσίαν ἀπολαύωμεν.» Ὅθεν εἶπε καί ὁ μέγας Βασίλειος «πῶς ἡμᾶς ἡ Πεντηκοστή ὑποδέξεται, οὕτω τοῦ Πάσχα καθιβρυσθέντος, ἡ Πεντηκοστή τοῦ Πνεύματος ἔσχε τοῦ ἁγίου τήν ἐναγῆ καί πᾶσι γνωρίμην ἐπιδημίαν.σύ δέ προλαβών σεαυτόν, οἰκητήριον τοῦ ἀντικειμένου ἐποίησας Πνεύματος, ἐγένου ναός εἰδώλων, ἀντί τοῦ γενέσθαι ναός Θεοῦ διά τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καί ἐπεσσάσω τήν ἀράν τοῦ προφήτου εἰπόντος ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ.«ὅτι στρέψω τάς ἑορτάς αὐτῶν εἰς πένθος» (Ἀμώς στ’ 16)» (Ἐν τῷ τέλει τοῦ «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Εὐχαρίστησε τόν Κύριον διά τά χαρίσματα ὅπου σοῦ ἐχάρισε διά μέσου τῆς Ἀναστάσεώς Του καί μάλιστα διότι σέ ἔκαμε μέ τήν Ἀνάστασίν Του καινούργιον ἀντί παλαιοῦ «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» (Β’ Κορ. ε’ 17). Καί ἐπειδή κατά τούς νηπτικούς καί θεοσόφους Πατέρας, τρεῖς εἶναι αἱ ἀναστάσεις ὅπου ἐνεργοῦνται μυστικῶς καί ἠθικῶς εἰς τόν ἄνθρωπον, ἡ μία τοῦ σώματος, ἡ ἄλλη τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τοῦ νοός4. Ἡ μία τῆς ἀρετῆς ἥτις κατορθοῦται διά τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, ἡ ἄλλη τοῦ λόγου, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς τῶν ὄντων θεωρίας καί πνευματικῆς γνώσεως καί ἄλλη τῆς ὑπέρ λόγον σιγῆς, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς ἁρπαγῆς πρός Θεόν. Παρακάλεσαι τόν σήμερον ἀναστάντα Κύριον νά ἐνεργήσῃ εἰς τόν ἑαυτόν σου διά τῆς Χάριτός Του αὐτάς τάς τρεῖς ἀναστάσεις καί νά ζωοποιήσῃ τό σῶμά σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἐμπάθειαν, τήν ψυχήν σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἡδυπάθειαν, καί τόν νοῦν σου τόν νεκρωθέντα ἀπό τήν προσπάθειαν. Καί οὕτω ζωοποιήσας αὐτά τά τρία μέρη διά τῆς ἀπαθείας, νά σέ ἀξιώσῃ νά ἀναστηθῇς ἀπό ἐδῶ μαζί μέ Αὐτόν, ὄχι διά ψιλῆς πίστεως, ἀλλά διά πείρας καί νοερᾶς αἰσθήσεως, ὥστε νά λέγῃς κατά ἀλήθειαν καί ὄχι μέ λόγον μόνον τό : «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον». Καί νά βασιλεύῃ καί νά ζῇ ὁ Χριστός μόνος εἰς ἐσένα καί ἐσύ ἀντιστρόφως νά βασιλεύεσαι καί νά ζῇς εἰς μόνον τόν Χριστόν, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος: «ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλά τῷ ὑπέρ αὐτῶν ἀποθανόντι καί ἐγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’ 15).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Μέρος 3ο.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι ἔχομεν χρέος δεύτερον νά συγχαρῶμεν μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, ἥτις ὅταν εἶδε τόν θεῖον Υἱόν Της ὅπου ἀνέστη, ἐγέμισε παρευθύς ἀπό τόσην μεγάλην χαράν ὅση ἦτο μεγάλη καί ἡ περασμένη θλίψις ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τά Πάθη Του. Οἱ πόνοι Αὐτῆς καί αἱ θλίψεις μετροῦνται ἀπό τήν γνῶσιν ὅπου εἶχε τῆς ἀπείρου ἀξιότητος τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου, καί ἀπό τήν ἀγάπην ὅπου εἶχεν εἰς Αὐτόν, ὄχι μόνον ὡς Θεόν ὁμοῦ, καί ὡς γέννημα τῶν σπλάγχνων Της, ἀλλά καί ὡς Μονογενῆ Αὐτῆς Υἱόν καί ὡς μόνη οὖσα Μήτηρ Αὐτοῦ χωρίς πατρός, τά ὁποῖα ὅλα δέν ἄφιναν τήν ἀγάπην Της νά μοιρασθῇ εἰς ἄλλα πράγματα, ἀλλά τήν ἐπολλαπλασίαζαν εἰς μόνον τόν γλυκύν Της Υἱόν. Ὅθεν ἐπειδή καί Τόν ἐγνώριζε περισσότερον, Τόν ἠγάπα καί περισσότερον, παρά ὅπου Τόν ἐγνώριζαν καί Τόν ἠγάπων ὅλοι οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν, λοιπόν ἀκόλουθον εἶναι νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπαθεν εἰς τό Πάθος τοῦ Υἱοῦ Της περισσότερον ἀπό ἐκεῖνο ὅπου ἔπαθαν ὅλα ὁμοῦ τά κτίσματα. Καί ὅτι ἡ λύπη Της δέν εὑρίσκει ἄλλην παρόμοιαν διά νά συγκριθῇ πάρεξ τήν λύπην ὅπου ἐδοκίμασεν ὁ ἠγαπημένος Της Ἰησοῦς. «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ῥομφαία» (Λουκ. β’ 35). Ἀφ᾽ οὗ ὅμως Αὐτή πρώτη ἐπῆγε κατά τό μεσονύκτιον διά νά θεωρήσῃ τόν τάφον τοῦ Υἱοῦ Της.καί ἀφ᾽ οὗ δι᾽ Αὐτήν καί μόνην ἔγινεν ὁ σεισμός καί Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ὁ συνήθης διακονητής καί τροφεύς καί Εὐαγγελιστής Της4 κατέβη ἀπό τούς οὐρανούς καί ἐκύλισε τήν πέτραν ἀπό τήν πόρταν τοῦ τάφου καί ἐκάθητο ἐπάνω εἰς αὐτήν ἀστραπόμορφος καί χιονοειδέστατος: «Ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθών ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.ἦν δέ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». (Ματθ. κη’ 2).Αφ᾽ οὗ λέγω κατέβη ὁ θεῖος Γαβριήλ.ὤ, πῶς μετετράπη εὐθύς εἰς ὑπερβολικήν χαράν ἡ ὑπερβολική Της λύπη! Ὤ πόσον ἠγαλλίασε τό πνεῦμα Της, ὅταν εἶδεν, ὅτι δι᾽ Αὐτήν μόνην ἀνοίχθη ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ Της! (Καθώς γάρ διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθησαν εἰς τούς ἀνθρώπους τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, ἔτσι καί διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθη ὁ ζωοποιός Τάφος τοῦ Κυρίου).ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «ἐμοί δέ δοκεῖ καί δι᾽ Αὐτήν πρώτην τόν ζωηφόρον ἐκεῖνον ἀνοιγῆναι τάφον.δι᾽ Αὐτήν γάρ πρώτην καί δι᾽ Αὐτῆς πάντα ἡμῖν ἠνέῳκται, ὅσα ἐπί τοῦ Οὐρανοῦ ἄνω καί ὅσα ἐπί τῆς γῆς κάτω». (Λόγ. εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων).
Καί ὅταν Αὐτή πρώτη ἐθεώρησε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της! Ὤ πόσον εὐφράνθη, ὅταν πλησιάζουσα εἰς τόν ἀγαπητόν Της Ἰησοῦν ἐπίασε μέ ἄκραν εὐλάβειαν καί ἀγάπην τούς ἁγίους Του πόδας καί τούς ἐπροσκύνησε! Καί ὅταν εἶδε γεμάτα ἀπο θεῖον φῶς καί ἀπό τῆς Ἀναστάσεως τά μέλη τοῦ γλυκυτάτου Της Υἱοῦ, τά ὁποῖα πρό ὀλίγου ἦσαν ὅλα καταξεσχισμένα.ὅλα ἄτιμα καί ἀνίδεα! Μάλιστα δέ ἐξαιρέτως πόσον ἐχάρη, ὅταν ἤκουσεν ἀπό τό θεῖον στόμα τοῦ Υἱοῦ Της τόν χαροποιόν ἐκεῖνον λόγον ὅπου Τῆς εἶπε τό, «χαῖρε». Μολονότι καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦτο μαζί Της καί ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἐπίασε καί αὐτή τούς πόδας τοῦ Κυρίου καί τό «χαῖρε» καί αὐτή ἤκουσε, μέ σκοπόν διά νά μή ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου μαρτυρουμένη ἀπό μόνην τήν θείαν Μητέρα Του διά τήν φυσικήν οἰκειότητα, ὡς ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου ἐν τῷ συναξαρίῳ τοῦ Πάσχα) ἀποδεικνύει τοῦτο ἰσχυρῶς. (Λόγος εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων). Καί λοιπόν ποῖος νοῦς ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τί λογῆς τελειότης ἀγάπης καί χαρᾶς ἀπέρασεν ἀναμεταξύ τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Χριστοῦ, ἀναμεταξύ μιᾶς τοιαύτης Μητρός καί ἑνός τοιούτου Υἱοῦ;
Ὅθεν ἄν ἡ Θεοτόκος ᾖναι φυσική μέν Μήτηρ τοῦ Χριστοῦ, θετή δέ καί πνευματική μήτηρ ὅλων τῶν Χριστιανῶν καί τοιαύτη μήτηρ, ὥστε ὅπου, καθώς ὁ Χριστός μᾶς παραγγέλλει νά μή καλέσωμεν πατέρα εἰς τήν γῆν, ἐπειδή κυρίως ἕνας εἶναι ὁ Πατήρ μας ὁ ἐπουράνιος «καί πατέρα μή καλέσητε ὑμῶν ἐπί τῆς γῆς.εἷς γάρ ἐστιν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς» (Ματθ. κγ’ 9). Ἔτσι ἔχομεν δίκαιον νά εἰποῦμεν, καί ὅτι ἡμεῖς μητέρα ἄλλην κυρίως δέν ἔχομεν, εἰ μή τήν Θεοτόκον6. Ἄν λέγω ἡ Θεοτόκος ᾖναι μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, χρεωστεῖς καί σύ ἀδελφέ ὡς Χριστιανός καί υἱός τῆς Παρθένου νά συγχαρῇς εἰς τήν μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ἀνίσως καί εἰς καιρόν τῆς τόσης Της εὐτυχίας, ἐάν δέν ἤθελες συγχαρῆ μέ τήν Παναγίαν, βέβαια ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της. Καί ἐάν φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της, ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος διά νά δεχθῇς ὑπό κάτω εἰς τήν Σκέπην Της, καί ἐάν Αὕτη ἡ κοινή μήτηρ δέν σέ δεχθῇ ὑπό τήν Σκέπην Της ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ! ποία ἐλπίς πλέον θέλει μένει διά τήν σωτηρίαν σου; Ἐπειδή Αὐτή εἶναι ἡ μήτηρ τῆς ἐλεημοσύνης καί διά μέσου τῶν χειρῶν Αὐτῆς περνοῦν ὅλαι αἱ τοῦ Θεοῦ χάριτες, τόσον ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅσον καί ἐν τῇ γῇ. τόσον εἰς τούς ἀγγέλους, ὅσον καί εἰς τούς ἀνθρώπους. Αὐτή μόνη γάρ μεθόριον γενομένη ἀναμεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, λαμβάνει ἀπό τήν Τρισήλιον Θεαρχίαν ὅλας τάς ὑπερφυσικάς δωρεάς καί χαρίσματα καί τά μεταδίδει ὡς φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εἰς ὅλας τάς τάξεις τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀγάπης ὅπου ἔχουν πρός Αὐτήν, ὥστε Αὐτή μόνη εἶναι καί ὁ ταμιοῦχος ἐν ταυτῷ καί ὁ χορηγός τοῦ πλούτου τῆς Θεότητος καί χωρίς τήν μεσιτείαν αὐτῆς, δέν δύναται νά πλησιάσῃ τινάς εἰς τόν Θεόν, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, καθώς περί Αὐτῆς ὑψηγορεῖ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ἐν τῷ α’ λόγῳ τῶν Εἰσοδίων7.
Ὅθεν ἀκολούθως καί αἱ πρεσβεῖαι τῆς Θεοτόκου ἠθέλησεν ὁ Κύριος, νά εἶναι νόμοι ἀπαράβατοι, διά νά γίνεται παρ᾽ Αὐτοῦ ἔλεος καί εὐσπλαγχνία εἰς ἐκείνους, διά τούς ὁποίους πρεσβεύει: «στόμα δέ ἀνοίγει σοφῶς καί νομοθέσμως, ἡ δέ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τά τέκνα αὐτῆς καί ἐπλούτησαν» (Παροιμ. κθ’ 26). Καί ὁ ἅγιος Γερμανός «οὐδέ γάρ ἐνδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθῆναι.ἐπειδή πειθαρχεῖ Σοι κατά πάντα, καί διά πάντα, καί ἐν πᾶσιν ὁ Θεός, ὡς ἀληθινῇ Αὐτοῦ ἀχράντῳ Μητρί» (Λόγ. εἰς τήν Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας μέ Αὐτήν τήν Δέσποιναν τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τῆς χαρᾶς τό δοχεῖον ἐπειδή εἰς Αὐτήν πρώτην ἐδόθῃ ἡ χαρά καί πρό τῆς Ἀναστάσεως εἰς τόν Εὐαγγελισμόν Της, καί μετά τήν Ἀνάστασιν σήμερον. Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί ὅλη ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἰς χίλια μέρη τῶν ᾀσματικῶν τροπαρίων Της ψάλλουσα εἰς Αὐτήν χαρμοσύνως καί πανηγυρικῶς, τώρα μέν «ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένη, ἁγνή Παρθένε χαῖρε καί πάλιν ἐῤῶ χαῖρε.ὁ Σός Υἱός ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου», τώρα δέ «Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου Σου» καί ποτέ μέν «Ἀναστάντα κατιδοῦσα σόν Υἱόν καί Θεόν, χαίροις σύν Ἀποστόλοις, Θεοχαρίτωτε ἁγνή», ποτέ δέ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν, ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός Σου, ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς». Τί λέγω; Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί αὐτή ὅλη ἡ ἄλογος καί ἀναίσθητος κτίσις καί χαίρει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της καί Τήν δωροφορεῖ μέ ὅλα τά κάλλιστα καί ἐξαίρετα δῶρα καί χάριτας τοῦ ἔαρος καί τῆς γλυκυτάτης ἀνοίξεως. Καί δέν βλέπεις καί μόνος μέ τούς ὀφθαλμούς σου, πῶς τώρα ὁ οὐρανός εἶναι διαυγέστερος; ὁ κύκλος τῆς Σελήνης εἶναι λαμπρότερος καί ἀργυροειδέστερος, καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἀστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ἡ γῆ εἶναι στεφανωμένη μέ τά πολυποίκιλά της χορτάρια, μέ τά ἀνοιγμένα διάφορα δένδρα της καί μέ τά ποικιλόχροα καί εὐωδέστατα ἄνθη καί ῥόδα της, τά ὁποῖα ἄλλα μέν εὐγῆκαν τελείως ἀπό τούς κάλυκάς των καί παρρησιάζουν εἰς τούς ὁρῶντας τήν ῥοδόπνοον χάριν τους ἄλλα δέ ἐβγῆκαν ὀλίγον καί ἄλλα ἀκόμη εὑρίσκονται εἰς τούς κάλυκάς των μέσα ὡσάν εἰς νυμφικόν θάλαμον; Δέν ἀκούεις μέ τά αὐτιά σου τήν συμφωνίαν καί ἐναρμόνιον μουσικήν ὅπου τώρα κάμνουν μέ τά γλυκυτάτας φωνάς των ἐπάνω εἰς τά χρυσοπράσινα καί δασύφυλλα δένδρα αἱ ἀηδόνες, αἰ χελιδόνες, αἱ τρυγόνες, οἱ κόσσυφοι, οἱ κόκκυγες, αἱ πέρδικες, αἱ κίσσαι, αἱ φάσσαι, οἱ σπῖνοι καί ὅλα τά λοιπά ὠδικά ὄρνεα καί πουλιά καί πῶς συνερίζονται νά νικήσῃ ἕνα τό ἄλλο μέ τά ποικιλόφθογγα καί γοργογλυκόστρεπτα αὐτῶν κελαδήματα; Καί πῶς κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τάς φωλέας των καί τά μέν θηλυκά κάθηνται καί πυρώνουν τά αὐγά μέσα εἰς αὐτάς, τά δέ ἀρσενικά πετοῦν τριγύρω καί κελαδοῦν γλυκύτατα; Δέν βλέπεις πῶς τώρα αἱ βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πῶς οἱ ποταμοί λυθέντες ἀπό τούς χειμερίους πάγους ῥέουσι πλουσιώτερα καί ποτίζουν ὅπου περνοῦν τῆς γῆς τό πρόσωπον; Πῶς τά περιβόλια εὐωδιάζουν; Πῶς τό χορτάρι κόπτεται; Πῶς τά μικρά καί τρυφερά ἀρνάκια πηδοῦν καί χορεύουν ἐπάνω εἰς τούς χλοηφόρους κάμπους καί τά χωράφια; Δέν βλέπεις πῶς αἱ φιλόπονοι μέλισσαι τώρα εὐγαίνουσαι ἀπό τά κοφφίνιά των βομβοῦσιν ἡδύτατα καί πετοῦν τριγύρω εἰς τούς λειμῶνας καί περιβόλια καί κλέπτουν τά ἄνθη καί πλάττουσι τά κηρία των, βάνουσαι τάς εὐθείας γραμμάς ἀντίθετα εἰς τάς γωνίας διά περισσοτέραν ἀσφάλειαν ἐν ταὐτῷ καί κάλλος τοῦ ἔργου των καί τό γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ ἄνεμοι ἡσυχάζουσι; Πῶς αἱ γλυκεῖαι αὖραι τῶν ζεφύρων πνέουσι; Πῶς ἡ θάλασσα εἶναι γαληνιαία καί ἤρεμος; Πῶς οἱ ναῦται ταξιδεύουν ἄφοβα καί πῶς οἱ δελφῖνες συμπεριπατοῦν ὁμοῦ μέ τά πλοῖα φυσῶντες καί κολυμβῶντες γλυκύτατα καί ξεπροβοδίζουν τούς ναύτας μέ εὐθυμίαν; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ γεωργοί, τά βόδια ζεύξαντες τέμνουσι τήν γῆν μέ τό ἄροτρον καί μέ τάς καλάς ἐλπίδας τῶν καρπῶν, ὅλοι εἶναι πασίχαροι; Πῶς οἱ ποιμένες καί βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας καί συραύλια μέσα εἰς τά δένδρα περνοῦσι τήν ἄνοιξιν καί πῶς οἱ ἁλιεῖς καί ψαράδες τά δίκτυα καί τούς γρίπους εἰς τήν θάλασσαν ρίπτοντες, τά βγάνουν τώρα γεμάτα ἀπό ψάρια; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ὅλα τά ὁρατά κτίσματα, ὅπου καί ἄν γυρίσῃς νά ἰδῇς, εἶναι τερπνά, εἶναι εὐώδη, εἶναι δροσώδη, εἶναι χαριέστατα καί πανευφρόσυνα, εὐχαριστοῦντα τάς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος; Καί πῶς φαίνονται ὡσάν νά συνανεστήθησαν μέ τόν Χριστόν καί αὐτά καί νά ἐζωντάνευσαν ἀπό ἐκεῖ ὅπου ἦσαν πρότερον ὡσάν νεκρωμένα καί ἀποθαμένα ἀπό τήν προλαβοῦσαν ψύχραν καί δριμύτητα τοῦ χειμῶνος;8 Καί διά νά εἰπῶ μέ συντομίαν, συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον καί ἐσύ ἀδελφέ, καθώς τήν ἐσυγχάρηκαν καί αἱ θεῖαι μυροφόροι, ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Σαλώμη καί ἡ Ἰωάννα. Δύνασαι γάρ ἐάν θέλῃς νά γίνῃς καί ἐσύ ὡσάν αὐτάς κατά τήν ψυχήν, καθώς σέ παρακινεῖ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἰς τό Πάσχα λέγων: «κἄν Μαρία τις ἦς, κἄν Σαλώμη, κἄν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία, ἴδε πρώτη τόν λίθον ᾐρμένον, τυχόν δέ καί τούς ἀγγέλους καί Ἰησοῦν αὐτόν», ὅπου ὁ σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή εἶναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθεῖσα διά λόγου τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ὡσάν ἀπό δαιμόνια, ἀπό τήν προσπάθειαν τῆς ἑβδοματικῆς ταύτης ζωῆς. Σαλώμη δέ, εἰρήνη ἑρμηνευομένη, εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ὅπου νικήσῃ τά πάθη καί ὑποτάξῃ τό σῶμα εἰς τήν ψυχήν καί διά τῆς θεωρίας τῶν πνευματικῶν νοημάτων τήν τῶν ὄντων γνῶσιν περιλαμβάνουσα καί διά τοῦτο εἰρήνην τελείαν ἔχουσα. Ἰωάννα δέ, περιστερά ἑρμηνεύεται καί εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ἄκακος καί γονιμωτάτη εἰς τάς ἀρετάς, ἡ ὁποία ἀπέβαλε κάθε πάθος μέ τήν πρᾳότητα καί εἶναι θερμή εἰς τό νά γεννᾷ τά πνευματικά νοήματα μέ γνῶσιν καί διάκρισιν. Ἐάν τοιαύτῃ γίνη ἡ ψυχή σου ἀγαπητέ, πήγαινε ὡσάν τάς μυροφόρους μετά προθυμίας καί σπουδῆς (ὁ γάρ ὄρθρος ταχύτητα καί σπουδήν δηλοῖ) εἰς τόν τάφον, ἤγουν εἰς τό βάθος, ἐν ὧ εἶναι κεκρυμμένος ὁ λόγος τῶν ἐπιγείων καί οὐρανίων καί εἰς τήν ἰδικήν σου καρδίαν9 καί ζήτησαι μέ δάκρυα νοητά καί αἰσθητά νά μάθῃς ἐάν ἀνεστήθη ὁ ἐν σοί λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως. Καί ἐάν ζητήσῃς μέ τοιοῦτον τρόπον, πρῶτον μέν θέλεις ἰδεῖ νά σηκωθῇ ἀπό τήν καρδίαν σου ὁ λίθος, ἤγουν ἡ πώρωσις τῆς ἀσάφειας τοῦ λόγου, καί ἀφ᾽ οὗ αὐτή σηκωθῇ θέλεις ἰδεῖ τούς ἀγγέλους, ἤγουν τάς κινήσεις τῆς συνειδήσεώς σου νά σοῦ κηρύττουν, ὅτι ἀνέστη ὁ ἐν σοί διά κακίαν νεκρωθείς λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως, ἐπειδή εἰς τήν ψυχήν τοῦ φαυλοβίου ἀνθρώπου ὁ λόγος δέν ἐνεργεῖ, ἀλλά τρόπον τινά εἶναι νεκρός. Καί εἰς ὅλον τό ὕστερον θέλεις ἰδεῖ καί αὐτόν τόν λόγον νά σοῦ ἐμφανίζεται εἰς τόν νοῦν γυμνός καί χωρίς τύπους καί σύμβολα καί νά γεμίζει τάς νοεράς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου ἀπό χαράν πνευματικήν. Ὅθεν ἀφοῦ τοιουτοτρόπως πληροφορηθῇς τήν τοῦ λόγου ἀνάστασιν διά τῆς πρακτικῆς, συγχαίρου καί μέ τήν ἄλλην Μαρίαν, ἤγουν τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἥτις εἰς τήν θεωρίαν περιλαμβάνεται, ἡ ὁποία ἀφ᾽ οὗ ἐπρόλαβε μίαν φοράν καί εἶδε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της, ἐπληροφορήθη καί ἡσύχασε καί πλέον εἰς τόν τάφον δέν ἐπῆγεν, ὡσάν τάς ἄλλας μυροφόρους, ἐπειδή καί ἡ θεωρία προλαμβάνει καί ἁπλῶς νοεῖ, ἡ δέ πρᾶξις ἕπεται καί πείρᾳ λαμβάνει τήν γνῶσιν»11.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι ἔχομεν χρέος δεύτερον νά συγχαρῶμεν μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, ἥτις ὅταν εἶδε τόν θεῖον Υἱόν Της ὅπου ἀνέστη, ἐγέμισε παρευθύς ἀπό τόσην μεγάλην χαράν ὅση ἦτο μεγάλη καί ἡ περασμένη θλίψις ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τά Πάθη Του. Οἱ πόνοι Αὐτῆς καί αἱ θλίψεις μετροῦνται ἀπό τήν γνῶσιν ὅπου εἶχε τῆς ἀπείρου ἀξιότητος τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου, καί ἀπό τήν ἀγάπην ὅπου εἶχεν εἰς Αὐτόν, ὄχι μόνον ὡς Θεόν ὁμοῦ, καί ὡς γέννημα τῶν σπλάγχνων Της, ἀλλά καί ὡς Μονογενῆ Αὐτῆς Υἱόν καί ὡς μόνη οὖσα Μήτηρ Αὐτοῦ χωρίς πατρός, τά ὁποῖα ὅλα δέν ἄφιναν τήν ἀγάπην Της νά μοιρασθῇ εἰς ἄλλα πράγματα, ἀλλά τήν ἐπολλαπλασίαζαν εἰς μόνον τόν γλυκύν Της Υἱόν. Ὅθεν ἐπειδή καί Τόν ἐγνώριζε περισσότερον, Τόν ἠγάπα καί περισσότερον, παρά ὅπου Τόν ἐγνώριζαν καί Τόν ἠγάπων ὅλοι οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν, λοιπόν ἀκόλουθον εἶναι νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπαθεν εἰς τό Πάθος τοῦ Υἱοῦ Της περισσότερον ἀπό ἐκεῖνο ὅπου ἔπαθαν ὅλα ὁμοῦ τά κτίσματα. Καί ὅτι ἡ λύπη Της δέν εὑρίσκει ἄλλην παρόμοιαν διά νά συγκριθῇ πάρεξ τήν λύπην ὅπου ἐδοκίμασεν ὁ ἠγαπημένος Της Ἰησοῦς. «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ῥομφαία» (Λουκ. β’ 35). Ἀφ᾽ οὗ ὅμως Αὐτή πρώτη ἐπῆγε κατά τό μεσονύκτιον διά νά θεωρήσῃ τόν τάφον τοῦ Υἱοῦ Της.καί ἀφ᾽ οὗ δι᾽ Αὐτήν καί μόνην ἔγινεν ὁ σεισμός καί Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ὁ συνήθης διακονητής καί τροφεύς καί Εὐαγγελιστής Της4 κατέβη ἀπό τούς οὐρανούς καί ἐκύλισε τήν πέτραν ἀπό τήν πόρταν τοῦ τάφου καί ἐκάθητο ἐπάνω εἰς αὐτήν ἀστραπόμορφος καί χιονοειδέστατος: «Ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθών ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.ἦν δέ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». (Ματθ. κη’ 2).Αφ᾽ οὗ λέγω κατέβη ὁ θεῖος Γαβριήλ.ὤ, πῶς μετετράπη εὐθύς εἰς ὑπερβολικήν χαράν ἡ ὑπερβολική Της λύπη! Ὤ πόσον ἠγαλλίασε τό πνεῦμα Της, ὅταν εἶδεν, ὅτι δι᾽ Αὐτήν μόνην ἀνοίχθη ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ Της! (Καθώς γάρ διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθησαν εἰς τούς ἀνθρώπους τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, ἔτσι καί διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθη ὁ ζωοποιός Τάφος τοῦ Κυρίου).ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «ἐμοί δέ δοκεῖ καί δι᾽ Αὐτήν πρώτην τόν ζωηφόρον ἐκεῖνον ἀνοιγῆναι τάφον.δι᾽ Αὐτήν γάρ πρώτην καί δι᾽ Αὐτῆς πάντα ἡμῖν ἠνέῳκται, ὅσα ἐπί τοῦ Οὐρανοῦ ἄνω καί ὅσα ἐπί τῆς γῆς κάτω». (Λόγ. εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων).
Καί ὅταν Αὐτή πρώτη ἐθεώρησε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της! Ὤ πόσον εὐφράνθη, ὅταν πλησιάζουσα εἰς τόν ἀγαπητόν Της Ἰησοῦν ἐπίασε μέ ἄκραν εὐλάβειαν καί ἀγάπην τούς ἁγίους Του πόδας καί τούς ἐπροσκύνησε! Καί ὅταν εἶδε γεμάτα ἀπο θεῖον φῶς καί ἀπό τῆς Ἀναστάσεως τά μέλη τοῦ γλυκυτάτου Της Υἱοῦ, τά ὁποῖα πρό ὀλίγου ἦσαν ὅλα καταξεσχισμένα.ὅλα ἄτιμα καί ἀνίδεα! Μάλιστα δέ ἐξαιρέτως πόσον ἐχάρη, ὅταν ἤκουσεν ἀπό τό θεῖον στόμα τοῦ Υἱοῦ Της τόν χαροποιόν ἐκεῖνον λόγον ὅπου Τῆς εἶπε τό, «χαῖρε». Μολονότι καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦτο μαζί Της καί ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἐπίασε καί αὐτή τούς πόδας τοῦ Κυρίου καί τό «χαῖρε» καί αὐτή ἤκουσε, μέ σκοπόν διά νά μή ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου μαρτυρουμένη ἀπό μόνην τήν θείαν Μητέρα Του διά τήν φυσικήν οἰκειότητα, ὡς ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου ἐν τῷ συναξαρίῳ τοῦ Πάσχα) ἀποδεικνύει τοῦτο ἰσχυρῶς. (Λόγος εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων). Καί λοιπόν ποῖος νοῦς ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τί λογῆς τελειότης ἀγάπης καί χαρᾶς ἀπέρασεν ἀναμεταξύ τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Χριστοῦ, ἀναμεταξύ μιᾶς τοιαύτης Μητρός καί ἑνός τοιούτου Υἱοῦ;
Ὅθεν ἄν ἡ Θεοτόκος ᾖναι φυσική μέν Μήτηρ τοῦ Χριστοῦ, θετή δέ καί πνευματική μήτηρ ὅλων τῶν Χριστιανῶν καί τοιαύτη μήτηρ, ὥστε ὅπου, καθώς ὁ Χριστός μᾶς παραγγέλλει νά μή καλέσωμεν πατέρα εἰς τήν γῆν, ἐπειδή κυρίως ἕνας εἶναι ὁ Πατήρ μας ὁ ἐπουράνιος «καί πατέρα μή καλέσητε ὑμῶν ἐπί τῆς γῆς.εἷς γάρ ἐστιν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς» (Ματθ. κγ’ 9). Ἔτσι ἔχομεν δίκαιον νά εἰποῦμεν, καί ὅτι ἡμεῖς μητέρα ἄλλην κυρίως δέν ἔχομεν, εἰ μή τήν Θεοτόκον6. Ἄν λέγω ἡ Θεοτόκος ᾖναι μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, χρεωστεῖς καί σύ ἀδελφέ ὡς Χριστιανός καί υἱός τῆς Παρθένου νά συγχαρῇς εἰς τήν μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ἀνίσως καί εἰς καιρόν τῆς τόσης Της εὐτυχίας, ἐάν δέν ἤθελες συγχαρῆ μέ τήν Παναγίαν, βέβαια ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της. Καί ἐάν φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της, ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος διά νά δεχθῇς ὑπό κάτω εἰς τήν Σκέπην Της, καί ἐάν Αὕτη ἡ κοινή μήτηρ δέν σέ δεχθῇ ὑπό τήν Σκέπην Της ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ! ποία ἐλπίς πλέον θέλει μένει διά τήν σωτηρίαν σου; Ἐπειδή Αὐτή εἶναι ἡ μήτηρ τῆς ἐλεημοσύνης καί διά μέσου τῶν χειρῶν Αὐτῆς περνοῦν ὅλαι αἱ τοῦ Θεοῦ χάριτες, τόσον ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅσον καί ἐν τῇ γῇ. τόσον εἰς τούς ἀγγέλους, ὅσον καί εἰς τούς ἀνθρώπους. Αὐτή μόνη γάρ μεθόριον γενομένη ἀναμεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, λαμβάνει ἀπό τήν Τρισήλιον Θεαρχίαν ὅλας τάς ὑπερφυσικάς δωρεάς καί χαρίσματα καί τά μεταδίδει ὡς φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εἰς ὅλας τάς τάξεις τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀγάπης ὅπου ἔχουν πρός Αὐτήν, ὥστε Αὐτή μόνη εἶναι καί ὁ ταμιοῦχος ἐν ταυτῷ καί ὁ χορηγός τοῦ πλούτου τῆς Θεότητος καί χωρίς τήν μεσιτείαν αὐτῆς, δέν δύναται νά πλησιάσῃ τινάς εἰς τόν Θεόν, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, καθώς περί Αὐτῆς ὑψηγορεῖ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ἐν τῷ α’ λόγῳ τῶν Εἰσοδίων7.
Ὅθεν ἀκολούθως καί αἱ πρεσβεῖαι τῆς Θεοτόκου ἠθέλησεν ὁ Κύριος, νά εἶναι νόμοι ἀπαράβατοι, διά νά γίνεται παρ᾽ Αὐτοῦ ἔλεος καί εὐσπλαγχνία εἰς ἐκείνους, διά τούς ὁποίους πρεσβεύει: «στόμα δέ ἀνοίγει σοφῶς καί νομοθέσμως, ἡ δέ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τά τέκνα αὐτῆς καί ἐπλούτησαν» (Παροιμ. κθ’ 26). Καί ὁ ἅγιος Γερμανός «οὐδέ γάρ ἐνδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθῆναι.ἐπειδή πειθαρχεῖ Σοι κατά πάντα, καί διά πάντα, καί ἐν πᾶσιν ὁ Θεός, ὡς ἀληθινῇ Αὐτοῦ ἀχράντῳ Μητρί» (Λόγ. εἰς τήν Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας μέ Αὐτήν τήν Δέσποιναν τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τῆς χαρᾶς τό δοχεῖον ἐπειδή εἰς Αὐτήν πρώτην ἐδόθῃ ἡ χαρά καί πρό τῆς Ἀναστάσεως εἰς τόν Εὐαγγελισμόν Της, καί μετά τήν Ἀνάστασιν σήμερον. Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί ὅλη ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἰς χίλια μέρη τῶν ᾀσματικῶν τροπαρίων Της ψάλλουσα εἰς Αὐτήν χαρμοσύνως καί πανηγυρικῶς, τώρα μέν «ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένη, ἁγνή Παρθένε χαῖρε καί πάλιν ἐῤῶ χαῖρε.ὁ Σός Υἱός ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου», τώρα δέ «Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου Σου» καί ποτέ μέν «Ἀναστάντα κατιδοῦσα σόν Υἱόν καί Θεόν, χαίροις σύν Ἀποστόλοις, Θεοχαρίτωτε ἁγνή», ποτέ δέ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν, ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός Σου, ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς». Τί λέγω; Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί αὐτή ὅλη ἡ ἄλογος καί ἀναίσθητος κτίσις καί χαίρει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της καί Τήν δωροφορεῖ μέ ὅλα τά κάλλιστα καί ἐξαίρετα δῶρα καί χάριτας τοῦ ἔαρος καί τῆς γλυκυτάτης ἀνοίξεως. Καί δέν βλέπεις καί μόνος μέ τούς ὀφθαλμούς σου, πῶς τώρα ὁ οὐρανός εἶναι διαυγέστερος; ὁ κύκλος τῆς Σελήνης εἶναι λαμπρότερος καί ἀργυροειδέστερος, καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἀστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ἡ γῆ εἶναι στεφανωμένη μέ τά πολυποίκιλά της χορτάρια, μέ τά ἀνοιγμένα διάφορα δένδρα της καί μέ τά ποικιλόχροα καί εὐωδέστατα ἄνθη καί ῥόδα της, τά ὁποῖα ἄλλα μέν εὐγῆκαν τελείως ἀπό τούς κάλυκάς των καί παρρησιάζουν εἰς τούς ὁρῶντας τήν ῥοδόπνοον χάριν τους ἄλλα δέ ἐβγῆκαν ὀλίγον καί ἄλλα ἀκόμη εὑρίσκονται εἰς τούς κάλυκάς των μέσα ὡσάν εἰς νυμφικόν θάλαμον; Δέν ἀκούεις μέ τά αὐτιά σου τήν συμφωνίαν καί ἐναρμόνιον μουσικήν ὅπου τώρα κάμνουν μέ τά γλυκυτάτας φωνάς των ἐπάνω εἰς τά χρυσοπράσινα καί δασύφυλλα δένδρα αἱ ἀηδόνες, αἰ χελιδόνες, αἱ τρυγόνες, οἱ κόσσυφοι, οἱ κόκκυγες, αἱ πέρδικες, αἱ κίσσαι, αἱ φάσσαι, οἱ σπῖνοι καί ὅλα τά λοιπά ὠδικά ὄρνεα καί πουλιά καί πῶς συνερίζονται νά νικήσῃ ἕνα τό ἄλλο μέ τά ποικιλόφθογγα καί γοργογλυκόστρεπτα αὐτῶν κελαδήματα; Καί πῶς κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τάς φωλέας των καί τά μέν θηλυκά κάθηνται καί πυρώνουν τά αὐγά μέσα εἰς αὐτάς, τά δέ ἀρσενικά πετοῦν τριγύρω καί κελαδοῦν γλυκύτατα; Δέν βλέπεις πῶς τώρα αἱ βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πῶς οἱ ποταμοί λυθέντες ἀπό τούς χειμερίους πάγους ῥέουσι πλουσιώτερα καί ποτίζουν ὅπου περνοῦν τῆς γῆς τό πρόσωπον; Πῶς τά περιβόλια εὐωδιάζουν; Πῶς τό χορτάρι κόπτεται; Πῶς τά μικρά καί τρυφερά ἀρνάκια πηδοῦν καί χορεύουν ἐπάνω εἰς τούς χλοηφόρους κάμπους καί τά χωράφια; Δέν βλέπεις πῶς αἱ φιλόπονοι μέλισσαι τώρα εὐγαίνουσαι ἀπό τά κοφφίνιά των βομβοῦσιν ἡδύτατα καί πετοῦν τριγύρω εἰς τούς λειμῶνας καί περιβόλια καί κλέπτουν τά ἄνθη καί πλάττουσι τά κηρία των, βάνουσαι τάς εὐθείας γραμμάς ἀντίθετα εἰς τάς γωνίας διά περισσοτέραν ἀσφάλειαν ἐν ταὐτῷ καί κάλλος τοῦ ἔργου των καί τό γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ ἄνεμοι ἡσυχάζουσι; Πῶς αἱ γλυκεῖαι αὖραι τῶν ζεφύρων πνέουσι; Πῶς ἡ θάλασσα εἶναι γαληνιαία καί ἤρεμος; Πῶς οἱ ναῦται ταξιδεύουν ἄφοβα καί πῶς οἱ δελφῖνες συμπεριπατοῦν ὁμοῦ μέ τά πλοῖα φυσῶντες καί κολυμβῶντες γλυκύτατα καί ξεπροβοδίζουν τούς ναύτας μέ εὐθυμίαν; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ γεωργοί, τά βόδια ζεύξαντες τέμνουσι τήν γῆν μέ τό ἄροτρον καί μέ τάς καλάς ἐλπίδας τῶν καρπῶν, ὅλοι εἶναι πασίχαροι; Πῶς οἱ ποιμένες καί βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας καί συραύλια μέσα εἰς τά δένδρα περνοῦσι τήν ἄνοιξιν καί πῶς οἱ ἁλιεῖς καί ψαράδες τά δίκτυα καί τούς γρίπους εἰς τήν θάλασσαν ρίπτοντες, τά βγάνουν τώρα γεμάτα ἀπό ψάρια; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ὅλα τά ὁρατά κτίσματα, ὅπου καί ἄν γυρίσῃς νά ἰδῇς, εἶναι τερπνά, εἶναι εὐώδη, εἶναι δροσώδη, εἶναι χαριέστατα καί πανευφρόσυνα, εὐχαριστοῦντα τάς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος; Καί πῶς φαίνονται ὡσάν νά συνανεστήθησαν μέ τόν Χριστόν καί αὐτά καί νά ἐζωντάνευσαν ἀπό ἐκεῖ ὅπου ἦσαν πρότερον ὡσάν νεκρωμένα καί ἀποθαμένα ἀπό τήν προλαβοῦσαν ψύχραν καί δριμύτητα τοῦ χειμῶνος;8 Καί διά νά εἰπῶ μέ συντομίαν, συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον καί ἐσύ ἀδελφέ, καθώς τήν ἐσυγχάρηκαν καί αἱ θεῖαι μυροφόροι, ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Σαλώμη καί ἡ Ἰωάννα. Δύνασαι γάρ ἐάν θέλῃς νά γίνῃς καί ἐσύ ὡσάν αὐτάς κατά τήν ψυχήν, καθώς σέ παρακινεῖ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἰς τό Πάσχα λέγων: «κἄν Μαρία τις ἦς, κἄν Σαλώμη, κἄν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία, ἴδε πρώτη τόν λίθον ᾐρμένον, τυχόν δέ καί τούς ἀγγέλους καί Ἰησοῦν αὐτόν», ὅπου ὁ σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή εἶναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθεῖσα διά λόγου τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ὡσάν ἀπό δαιμόνια, ἀπό τήν προσπάθειαν τῆς ἑβδοματικῆς ταύτης ζωῆς. Σαλώμη δέ, εἰρήνη ἑρμηνευομένη, εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ὅπου νικήσῃ τά πάθη καί ὑποτάξῃ τό σῶμα εἰς τήν ψυχήν καί διά τῆς θεωρίας τῶν πνευματικῶν νοημάτων τήν τῶν ὄντων γνῶσιν περιλαμβάνουσα καί διά τοῦτο εἰρήνην τελείαν ἔχουσα. Ἰωάννα δέ, περιστερά ἑρμηνεύεται καί εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ἄκακος καί γονιμωτάτη εἰς τάς ἀρετάς, ἡ ὁποία ἀπέβαλε κάθε πάθος μέ τήν πρᾳότητα καί εἶναι θερμή εἰς τό νά γεννᾷ τά πνευματικά νοήματα μέ γνῶσιν καί διάκρισιν. Ἐάν τοιαύτῃ γίνη ἡ ψυχή σου ἀγαπητέ, πήγαινε ὡσάν τάς μυροφόρους μετά προθυμίας καί σπουδῆς (ὁ γάρ ὄρθρος ταχύτητα καί σπουδήν δηλοῖ) εἰς τόν τάφον, ἤγουν εἰς τό βάθος, ἐν ὧ εἶναι κεκρυμμένος ὁ λόγος τῶν ἐπιγείων καί οὐρανίων καί εἰς τήν ἰδικήν σου καρδίαν9 καί ζήτησαι μέ δάκρυα νοητά καί αἰσθητά νά μάθῃς ἐάν ἀνεστήθη ὁ ἐν σοί λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως. Καί ἐάν ζητήσῃς μέ τοιοῦτον τρόπον, πρῶτον μέν θέλεις ἰδεῖ νά σηκωθῇ ἀπό τήν καρδίαν σου ὁ λίθος, ἤγουν ἡ πώρωσις τῆς ἀσάφειας τοῦ λόγου, καί ἀφ᾽ οὗ αὐτή σηκωθῇ θέλεις ἰδεῖ τούς ἀγγέλους, ἤγουν τάς κινήσεις τῆς συνειδήσεώς σου νά σοῦ κηρύττουν, ὅτι ἀνέστη ὁ ἐν σοί διά κακίαν νεκρωθείς λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως, ἐπειδή εἰς τήν ψυχήν τοῦ φαυλοβίου ἀνθρώπου ὁ λόγος δέν ἐνεργεῖ, ἀλλά τρόπον τινά εἶναι νεκρός. Καί εἰς ὅλον τό ὕστερον θέλεις ἰδεῖ καί αὐτόν τόν λόγον νά σοῦ ἐμφανίζεται εἰς τόν νοῦν γυμνός καί χωρίς τύπους καί σύμβολα καί νά γεμίζει τάς νοεράς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου ἀπό χαράν πνευματικήν. Ὅθεν ἀφοῦ τοιουτοτρόπως πληροφορηθῇς τήν τοῦ λόγου ἀνάστασιν διά τῆς πρακτικῆς, συγχαίρου καί μέ τήν ἄλλην Μαρίαν, ἤγουν τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἥτις εἰς τήν θεωρίαν περιλαμβάνεται, ἡ ὁποία ἀφ᾽ οὗ ἐπρόλαβε μίαν φοράν καί εἶδε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της, ἐπληροφορήθη καί ἡσύχασε καί πλέον εἰς τόν τάφον δέν ἐπῆγεν, ὡσάν τάς ἄλλας μυροφόρους, ἐπειδή καί ἡ θεωρία προλαμβάνει καί ἁπλῶς νοεῖ, ἡ δέ πρᾶξις ἕπεται καί πείρᾳ λαμβάνει τήν γνῶσιν»11.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.