Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Του αββά Κασσιανού
Όποιος ποθεί ν' αγωνιστεί νόμιμα στον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από κάθε ελάττωμα και οργή και θυμό, και ας ακούει τι του παραγγέλλει το σκεύος της εκλογής, (ο απόστολος Παύλος): «Πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία άρθήτω άφ' υμών συν πάση κακία» (Εφ. 4:31). και με το να πει «πάσα», δεν μας άφησε καμιά πρόφαση θύμου σαν αναγκαία ή σαν εύλογη. Όποιος λοιπόν θέλει να διορθώσει τον αδελφό του πού σφάλλει ή να του επιβάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως, θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος• και τότε θα του πουν το ευαγγελικό εκείνο (ρητό), «Ιατρέ, θεράπευσαν σεαυτόν» (Λουκ. 4:23), ή το, «τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω όφθαλμω του αδελφού σον, την δε εν τω σω όφθαλμω δοκόν ου κατανοείς;» (Ματθ. 7:3). Άλλα με ποιο τρόπο θα δεις και θα βγάλεις το ξυλαράκι από το μάτι του αδελφού σου εσύ, πού έχεις τελείως κλεισμένο το δικό σου μάτι με το δοκάρι του θύμου; Γιατί αν ή κίνηση της οργής αυξηθεί πολύ από οποιαδήποτε αιτία, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή εκείνος πού βάζει πάνω στα μάτια του καλύμματα, είτε χρυσά είτε μολυβένια (είναι αυτά), εμποδίζει έξι σου την δράση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στην τύφλωση ή αξία του χρυσοί) ή (ή ευτέλεια του μολυβιού), έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη τάχα ή παράλογη, κι αν ανάψει ή οργή, σκοτίζεται ή πνευματική δράση.
- Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφουμε εναντίον των φιλήδονων και εμπαθών λογισμών. "Έτσι μας διδάσκει και ο προφήτης Δαβίδ, λέγοντας: «Όργίζεσθε' και μη
αμαρτάνετε»• δηλαδή να οργίζεστε εναντίον των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και να μην αμαρτάνετε, εκτελώντας όσα σας υπαγορεύουν αυτοί. και τα παρακάτω φανερώνουν με σαφήνεια το ίδιο πράγμα: «"Α λέγετε εν ταίς καρδίαις υμών», λέει, «επί τις κοίταις υμών κατανύγητε» (Ψαλμ. 4:5)• όταν δηλαδή έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, διώξτε τους με την εναντίον τους οργή σας• και αφού τους διώξετε, τότε, καθώς θα βρίσκεστε πια μέσα στην ησυχία (της "ψυχής) σαν σε κρεβάτι, να μετανοείτε με κατάνυξη. Συμφωνεί σ' αυτό και ο μακάριος Παύλος, πού επικαλέστηκε τη μαρτυρία αυτού του ρητού και πρόσθεσε: «Ό ήλιος μη έπιδυέτω επί τω παροργισμό υμών, μηδέ δίδοτε τόπον τω διαβόλω»
(Εφ. 4:26-27)• δηλαδή να μη γίνεστε αιτία με τον παροργισμό σας, πού εσείς οι ίδιοι προκαλείτε με τη συγκατάθεση σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, όπως
ειπώθηκε, ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Χριστός και Θεός, για να μη βρει μέσα σας τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση εκείνου.
Πρέπει επομένως, σύμφωνα με τους θείους νόμους, ν' αγωνιζόμαστε μ' όλη μας τη δύναμη εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας πού βρίσκεται μέσα μας• και όχι, επειδή στρέφουμε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκουμε την ερημιά και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές πού να μας παρακινούν στην οργή, και γιατί θα κατορθώσουμε τάχα εύκολα την αρετή της μακροθυμίας στη μόνωση. (Ή αλήθεια είναι, ότι) επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας (καταφεύγοντας στην ερημιά και την απομόνωση), επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδουμε στη δική μας αμέλεια τις αιτίες της ταραχής. Όσο όμως έχουμε τέτοια διάθεση και τέτοιο φρόνημα, αποδίδοντας στους άλλους και της δικής μας αμέλειας και αδυναμίας τις αιτίες, δεν θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην τελειότητα της μακροθυμίας. Γιατί το μεγαλύτερο μέρος της διορθώσεως μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία του πλησίον απέναντι μας, άλλ' από τη δική μας ανεξικακία. Αν όμως επιδιώκουμε την έρημο και τη μόνωση για ν' αποφύγουμε τον αγώνα της μακροθυμίας, τότε ας μάθουμε, ότι με την ερημιά θεριεύουν περισσότερο τα πάθη μέσα μας, και προπαντός το πάθος του θύμου, γιατί στερούνται τη δοκιμασία πού προέρχεται από τους ανθρώπους. Κι αυτήν ακόμα τη σκιά της υπομονής και της μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζαμε ότι είχαμε όταν ήμασταν μαζί με τους αδελφούς, τη χάνουμε από τη στέρηση της δοκιμασίας και του σωφρονισμού.
Γι' αυτό, όσοι επιζητούν ν' αποκτήσουν την πραότητα, πρέπει να φροντίζουν όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, μα ούτε και εναντίον των αλόγων ζώων ή των αψύχων πραγμάτων. Γιατί θυμάμαι ότι κι εγώ, όταν ήμουνα στην έρημο, θύμωσα μ' ένα καλάμι, πού δεν μου άρεσε το πάχος ή ή λεπτότητα του. Και μ' ένα ξύλο πάλι (θύμωσα), επειδή δεν μπόρεσα να το κόψω σύντομα. Άλλα και με μια τσακμακόπετρα οργίστηκα, γιατί βιαζόμουνα ν' ανάψω φωτιά και ή σπίθα δεν έβγαινε γρήγορα. Τόσο δυνάμωσε ο θυμός μου, ώστε να τον εκδηλώνω και προς τα αναίσθητα πράγματα.
Ας αποβάλουμε λοιπόν κάθε οργή, νιώθοντας φόβο για την απόφαση του Κυρίου, ο όποιος διακήρυξε στο Ευαγγέλιο: «Ο οργιζόμενος τω αδελφό αυτού ένοχος εσται τη χρίσει» (Ματθ. 5:22). Γιατί έτσι περιέχουν (αυτό το χωρίο) τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου). Το «εική» (δηλαδή «χωρίς λόγο») προστέθηκε άπ' αυτούς πού δεν ήθελαν να κόψουν τελείως το πάθος της οργής. Επειδή ο σκοπός του Κυρίου είναι, όπως και στ' άλλα πάθη, έτσι και σ' αυτό να κόβουμε και να ξεριζώνουμε με κάθε τρόπο την ίδια τη ρίζα και την αιτία του. και θέλει να μην κρατάμε μέσα μας καμιά πρόφαση οργής, μην τυχόν, θυμώνοντας στην αρχή ευλόγα δήθεν, υστέρα πέσουμε στη μανία του παράλογου θύμου.
Ή τέλεια λοιπόν θεραπεία αυτής της αρρώστιας είναι τούτη: Το να φροντίσουμε να μη θυμώνουμε ούτε για δίκαια ούτε για άδικα (ζητήματα). Επειδή, όταν το σκοτεινό αυτό πάθος θολώσει τη διάνοια μας, ούτε φως διακρίσεως ούτε βεβαιότητα ορθής κρίσεως ούτε φροντίδα δικαιοσύνης θα βρεθεί μέσα μας. Και το Άγιο Πνεύμα θα φύγει μακριά μας, διωγμένο από την εσωτερική ταραχή
Πέρα άπ' όλα όσα είπαμε, πρέπει να έχουμε συνεχώς μπροστά
στα μάτια μας την άγνωστη ώρα του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή και ν' απαλλαγούμε τελείως από το θυμό, σύμφωνα με την παραίνεση του προφήτη (Ψαλμ. 36:8). Και ας γνωρίζουμε, πώς ούτε ή σωφροσύνη ούτε ή απάρνηση όλου του υλικού κόσμου ούτε οι νηστείες και οι αγρυπνίες και οι άλλες κακουχίες θα μας ωφελήσουν σε τίποτα στη φοβερή Κρίση, αν βρεθούμε ένοχοι, επειδή είμαστε κάτω από την κυριαρχία της οργής και του μίσους.
Όποιος ποθεί ν' αγωνιστεί νόμιμα στον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από κάθε ελάττωμα και οργή και θυμό, και ας ακούει τι του παραγγέλλει το σκεύος της εκλογής, (ο απόστολος Παύλος): «Πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία άρθήτω άφ' υμών συν πάση κακία» (Εφ. 4:31). και με το να πει «πάσα», δεν μας άφησε καμιά πρόφαση θύμου σαν αναγκαία ή σαν εύλογη. Όποιος λοιπόν θέλει να διορθώσει τον αδελφό του πού σφάλλει ή να του επιβάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως, θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος• και τότε θα του πουν το ευαγγελικό εκείνο (ρητό), «Ιατρέ, θεράπευσαν σεαυτόν» (Λουκ. 4:23), ή το, «τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω όφθαλμω του αδελφού σον, την δε εν τω σω όφθαλμω δοκόν ου κατανοείς;» (Ματθ. 7:3). Άλλα με ποιο τρόπο θα δεις και θα βγάλεις το ξυλαράκι από το μάτι του αδελφού σου εσύ, πού έχεις τελείως κλεισμένο το δικό σου μάτι με το δοκάρι του θύμου; Γιατί αν ή κίνηση της οργής αυξηθεί πολύ από οποιαδήποτε αιτία, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή εκείνος πού βάζει πάνω στα μάτια του καλύμματα, είτε χρυσά είτε μολυβένια (είναι αυτά), εμποδίζει έξι σου την δράση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στην τύφλωση ή αξία του χρυσοί) ή (ή ευτέλεια του μολυβιού), έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη τάχα ή παράλογη, κι αν ανάψει ή οργή, σκοτίζεται ή πνευματική δράση.
- Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφουμε εναντίον των φιλήδονων και εμπαθών λογισμών. "Έτσι μας διδάσκει και ο προφήτης Δαβίδ, λέγοντας: «Όργίζεσθε' και μη
αμαρτάνετε»• δηλαδή να οργίζεστε εναντίον των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και να μην αμαρτάνετε, εκτελώντας όσα σας υπαγορεύουν αυτοί. και τα παρακάτω φανερώνουν με σαφήνεια το ίδιο πράγμα: «"Α λέγετε εν ταίς καρδίαις υμών», λέει, «επί τις κοίταις υμών κατανύγητε» (Ψαλμ. 4:5)• όταν δηλαδή έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, διώξτε τους με την εναντίον τους οργή σας• και αφού τους διώξετε, τότε, καθώς θα βρίσκεστε πια μέσα στην ησυχία (της "ψυχής) σαν σε κρεβάτι, να μετανοείτε με κατάνυξη. Συμφωνεί σ' αυτό και ο μακάριος Παύλος, πού επικαλέστηκε τη μαρτυρία αυτού του ρητού και πρόσθεσε: «Ό ήλιος μη έπιδυέτω επί τω παροργισμό υμών, μηδέ δίδοτε τόπον τω διαβόλω»
(Εφ. 4:26-27)• δηλαδή να μη γίνεστε αιτία με τον παροργισμό σας, πού εσείς οι ίδιοι προκαλείτε με τη συγκατάθεση σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, όπως
ειπώθηκε, ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Χριστός και Θεός, για να μη βρει μέσα σας τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση εκείνου.
Πρέπει επομένως, σύμφωνα με τους θείους νόμους, ν' αγωνιζόμαστε μ' όλη μας τη δύναμη εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας πού βρίσκεται μέσα μας• και όχι, επειδή στρέφουμε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκουμε την ερημιά και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές πού να μας παρακινούν στην οργή, και γιατί θα κατορθώσουμε τάχα εύκολα την αρετή της μακροθυμίας στη μόνωση. (Ή αλήθεια είναι, ότι) επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας (καταφεύγοντας στην ερημιά και την απομόνωση), επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδουμε στη δική μας αμέλεια τις αιτίες της ταραχής. Όσο όμως έχουμε τέτοια διάθεση και τέτοιο φρόνημα, αποδίδοντας στους άλλους και της δικής μας αμέλειας και αδυναμίας τις αιτίες, δεν θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην τελειότητα της μακροθυμίας. Γιατί το μεγαλύτερο μέρος της διορθώσεως μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία του πλησίον απέναντι μας, άλλ' από τη δική μας ανεξικακία. Αν όμως επιδιώκουμε την έρημο και τη μόνωση για ν' αποφύγουμε τον αγώνα της μακροθυμίας, τότε ας μάθουμε, ότι με την ερημιά θεριεύουν περισσότερο τα πάθη μέσα μας, και προπαντός το πάθος του θύμου, γιατί στερούνται τη δοκιμασία πού προέρχεται από τους ανθρώπους. Κι αυτήν ακόμα τη σκιά της υπομονής και της μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζαμε ότι είχαμε όταν ήμασταν μαζί με τους αδελφούς, τη χάνουμε από τη στέρηση της δοκιμασίας και του σωφρονισμού.
Γι' αυτό, όσοι επιζητούν ν' αποκτήσουν την πραότητα, πρέπει να φροντίζουν όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, μα ούτε και εναντίον των αλόγων ζώων ή των αψύχων πραγμάτων. Γιατί θυμάμαι ότι κι εγώ, όταν ήμουνα στην έρημο, θύμωσα μ' ένα καλάμι, πού δεν μου άρεσε το πάχος ή ή λεπτότητα του. Και μ' ένα ξύλο πάλι (θύμωσα), επειδή δεν μπόρεσα να το κόψω σύντομα. Άλλα και με μια τσακμακόπετρα οργίστηκα, γιατί βιαζόμουνα ν' ανάψω φωτιά και ή σπίθα δεν έβγαινε γρήγορα. Τόσο δυνάμωσε ο θυμός μου, ώστε να τον εκδηλώνω και προς τα αναίσθητα πράγματα.
Ας αποβάλουμε λοιπόν κάθε οργή, νιώθοντας φόβο για την απόφαση του Κυρίου, ο όποιος διακήρυξε στο Ευαγγέλιο: «Ο οργιζόμενος τω αδελφό αυτού ένοχος εσται τη χρίσει» (Ματθ. 5:22). Γιατί έτσι περιέχουν (αυτό το χωρίο) τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου). Το «εική» (δηλαδή «χωρίς λόγο») προστέθηκε άπ' αυτούς πού δεν ήθελαν να κόψουν τελείως το πάθος της οργής. Επειδή ο σκοπός του Κυρίου είναι, όπως και στ' άλλα πάθη, έτσι και σ' αυτό να κόβουμε και να ξεριζώνουμε με κάθε τρόπο την ίδια τη ρίζα και την αιτία του. και θέλει να μην κρατάμε μέσα μας καμιά πρόφαση οργής, μην τυχόν, θυμώνοντας στην αρχή ευλόγα δήθεν, υστέρα πέσουμε στη μανία του παράλογου θύμου.
Ή τέλεια λοιπόν θεραπεία αυτής της αρρώστιας είναι τούτη: Το να φροντίσουμε να μη θυμώνουμε ούτε για δίκαια ούτε για άδικα (ζητήματα). Επειδή, όταν το σκοτεινό αυτό πάθος θολώσει τη διάνοια μας, ούτε φως διακρίσεως ούτε βεβαιότητα ορθής κρίσεως ούτε φροντίδα δικαιοσύνης θα βρεθεί μέσα μας. Και το Άγιο Πνεύμα θα φύγει μακριά μας, διωγμένο από την εσωτερική ταραχή
Πέρα άπ' όλα όσα είπαμε, πρέπει να έχουμε συνεχώς μπροστά
στα μάτια μας την άγνωστη ώρα του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή και ν' απαλλαγούμε τελείως από το θυμό, σύμφωνα με την παραίνεση του προφήτη (Ψαλμ. 36:8). Και ας γνωρίζουμε, πώς ούτε ή σωφροσύνη ούτε ή απάρνηση όλου του υλικού κόσμου ούτε οι νηστείες και οι αγρυπνίες και οι άλλες κακουχίες θα μας ωφελήσουν σε τίποτα στη φοβερή Κρίση, αν βρεθούμε ένοχοι, επειδή είμαστε κάτω από την κυριαρχία της οργής και του μίσους.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Του αββα Ισαάκ
Ο φανατικός άνθρωπος ποτέ δεν φτάνει στην ειρήνη του νου• και οποίος έχει αποξενωθεί από την ειρήνη, αυτός έχει αποξενωθεί κι από τη χαρά. Ή ειρήνη του νου λέγεται και είναι τέλεια (ψυχική) υγεία, ενώ ο φανατισμός είναι αντίθετος στην ειρήνη. Αυτός λοιπόν πού έχει φανατισμό, είναι βαριά άρρωστος.
Άνθρωπε, δεν είναι καλό ούτε σε συμφέρει το να θέλεις να βοηθάς άλλους βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τον εαυτό σου. Ό φανατισμός δεν είναι γνώρισμα σοφίας, άλλ' αρρώστια της ψυχής• γιατί φανερώνει στενή και περιορισμένη αντίληψη, πού οφείλεται στην πολλή άγνοια.
Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους, μάθε πώς έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση. Γιατί λέει (ο απόστολος): «Οφείλετε υμείς οι δυνατοί τα άσθενήματα των αδυνάτων βαστάζείν» (Ρωμ. 15:1). και πάλι ο ίδιος προτρέπει να μη διορθώνουμε τον φταίχτη με οργή, αλλά με πραότητα (Γαλ. 6:1).
Ο φανατικός άνθρωπος ποτέ δεν φτάνει στην ειρήνη του νου• και οποίος έχει αποξενωθεί από την ειρήνη, αυτός έχει αποξενωθεί κι από τη χαρά. Ή ειρήνη του νου λέγεται και είναι τέλεια (ψυχική) υγεία, ενώ ο φανατισμός είναι αντίθετος στην ειρήνη. Αυτός λοιπόν πού έχει φανατισμό, είναι βαριά άρρωστος.
Άνθρωπε, δεν είναι καλό ούτε σε συμφέρει το να θέλεις να βοηθάς άλλους βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τον εαυτό σου. Ό φανατισμός δεν είναι γνώρισμα σοφίας, άλλ' αρρώστια της ψυχής• γιατί φανερώνει στενή και περιορισμένη αντίληψη, πού οφείλεται στην πολλή άγνοια.
Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους, μάθε πώς έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση. Γιατί λέει (ο απόστολος): «Οφείλετε υμείς οι δυνατοί τα άσθενήματα των αδυνάτων βαστάζείν» (Ρωμ. 15:1). και πάλι ο ίδιος προτρέπει να μη διορθώνουμε τον φταίχτη με οργή, αλλά με πραότητα (Γαλ. 6:1).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΛΓ. ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΑΔΙΚΟΥΝ Η ΜΑΣ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΟΥΜΕ ΤΟ
ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΥΜΕ. ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ ΘΕΩΡΟΥΝ ΕΝΟΧΗ ΑΚΟΜΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟΥΣ.
Από το βίο του αγίου Παχωμίου
ΑΝ πληροφορήθηκε τα (κατορθώματα) του Παχωμίου ο σαρκικός αδελφός του Ιωάννης, ήρθε και τον αναζητούσε στα μέρη εκείνα, (οπού ασκήτευε). και όταν τον αντάμωσε, τον ασπάστηκε με μεγάλη χαρά, γιατί, από τότε πού βαπτίστηκε και
ακολούθησε το Χριστό και διάλεξε τον μοναχικό βίο, δεν είχε επισκεφθεί ούτε μια φορά τους συγγενείς του. Επειδή τώρα και ο Ιωάννης είχε τάξει τον ίδιο σκοπό με τον Παχώμιο, έμειναν κι οι δυο μαζί, μελετώντας συνεχώς το νόμο του Θεού και αδιαφορώντας εντελώς για όλα τα επίγεια.
Έπειτα, έχοντας στο νου του ο Παχώμιος την υπόσχεση πού του δόθηκε (από το Θεό) μέσω του αγγέλου για τις αναρίθμητες ψυχές πού θα σώζονταν άπ' αυτόν, άρχισε μαζί με τον αδελφό του να επεκτείνει οικοδομικά τη μονή, για να δεχθεί εκείνους πού θα ήθελαν ν' απαρνηθούν τον (κοσμικό) βίο και ν' αφιερωθούν στο Θεό. Καθώς λοιπόν έχτιζαν, ο Παχώμιος, σύμφωνα μ' εκείνο το σκοπό πού είχε, ήθελε ν' απλωθεί σε μεγαλύτερη έκταση, και γι' αυτό έκανε πιο ευρύχωρο τον περίβολο του κτιρίου. Ό Ιωάννης όμως, πού είχε στο νου του τον άναχωρητικό βίο, ήθελε να γίνει το συγκρότημα πιο μικρό. Επειδή μάλιστα ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε αγανακτισμένος στον Παχώμιο.
Πάψε να είσαι φαντασμένος και να μεγαλοπιάνεσαι!
Κι εκείνος, όταν τον άκουσε, θύμωσε μεν, επειδή τον έβρισε άδικα, αλλά δεν του άντιμίλήσε καθόλου. Σαν πράος πού ήταν, συγκρατήθηκε. Την ίδια νύχτα όμως κατέβηκε στο κατώγι, πού είχε φτιάξει κάπου στο οικοδόμημα, και άρχισε να κλαίει πικρά και να λέει σαν εξομολόγηση στο Θεό:
Αλίμονο μου! Ακόμα μέσα μου υπάρχει το σαρκικό φρόνημα. Ακόμα ζω σαρκικά. Μετά από τόση άσκηση, πάλι αρπάζομαι από το θυμό. Ελέησε με, Κύριε, για να μη χαθώ. Γιατί αν Εσύ δεν με στηρίξεις μέσα στη μακροθυμία Σου και ο εχθρός βρει μέσα μου κάτι από τα έργα του, θα γίνω υποχείριος του, σύμφωνα με το γραμμένο: «Όστις όλον τον νόμον τηρήσει πταίση δε εν ένί, γέγονε πάντων ένοχος» (Ίακ. 2:10). Πιστεύω όμως ότι οι πολλοί Σου οικτιρμοί θα με βοηθήσουν, Κύριε, και θα διδαχθώ ν' ακολουθώ το δρόμο των αγίων Σου, «τα μεν οπίσω επίλανθανομένος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. 3:14). και οι μεν άγιοι Σου όλων των εποχών, με τη βοήθεια της χάριτος Σου, ντρόπιασαν τον εχθρό, κι έτσι έδειξαν την αξία τους. Εγώ όμως, Κύριε, πώς θα διδάξω εκείνους πού υποσχέθηκες να καλέσεις με τη δική μου μεσολάβηση στη μοναχική πολιτεία, αν δεν νικήσω πρώτα τα πάθη, πού πολεμούν την ψυχή με τη σάρκα, κι αν δεν τηρήσω το νόμο Σου με ακρίβεια; Πιστεύω πάντως, Κύριε, ότι θα συγχωρήσεις όλες μου τις αμαρτίες, αφού ή συμμαχία Σου είναι μαζί μου.
Μ' αυτά (τα λόγια) προσευχήθηκε κλαίγοντας. και συνέχισε να θρηνεί όλη τη νύχτα, ως το πρωί. Από τον πολύ ίδρωτα μάλιστα -γιατί ήταν καλοκαίρι και καιγόταν ο τόπος - το χώμα κάτω άπ' τα πόδια του έγινε σαν λάσπη. Συνήθιζε, βλέπετε, όταν προσευχόταν να στέκεται όρθιος, ν' απλώνει τα χέρια του και να μην τα κατεβάζει καθόλου, αλλά, σαν τεντωμένος σε σταυρό με το άπλωμα των χεριών, να καταπονεί το σώμα και να κρατάει έτσι την ψυχή σε νίψη. Τέτοιος (αγωνιστής) ήταν (ο άγιος Παχώμιος), και γι' αυτό ζούσε μαζί με τον αδελφό του ήρεμα και ειρηνικά.
ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΥΜΕ. ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ ΘΕΩΡΟΥΝ ΕΝΟΧΗ ΑΚΟΜΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟΥΣ.
Από το βίο του αγίου Παχωμίου
ΑΝ πληροφορήθηκε τα (κατορθώματα) του Παχωμίου ο σαρκικός αδελφός του Ιωάννης, ήρθε και τον αναζητούσε στα μέρη εκείνα, (οπού ασκήτευε). και όταν τον αντάμωσε, τον ασπάστηκε με μεγάλη χαρά, γιατί, από τότε πού βαπτίστηκε και
ακολούθησε το Χριστό και διάλεξε τον μοναχικό βίο, δεν είχε επισκεφθεί ούτε μια φορά τους συγγενείς του. Επειδή τώρα και ο Ιωάννης είχε τάξει τον ίδιο σκοπό με τον Παχώμιο, έμειναν κι οι δυο μαζί, μελετώντας συνεχώς το νόμο του Θεού και αδιαφορώντας εντελώς για όλα τα επίγεια.
Έπειτα, έχοντας στο νου του ο Παχώμιος την υπόσχεση πού του δόθηκε (από το Θεό) μέσω του αγγέλου για τις αναρίθμητες ψυχές πού θα σώζονταν άπ' αυτόν, άρχισε μαζί με τον αδελφό του να επεκτείνει οικοδομικά τη μονή, για να δεχθεί εκείνους πού θα ήθελαν ν' απαρνηθούν τον (κοσμικό) βίο και ν' αφιερωθούν στο Θεό. Καθώς λοιπόν έχτιζαν, ο Παχώμιος, σύμφωνα μ' εκείνο το σκοπό πού είχε, ήθελε ν' απλωθεί σε μεγαλύτερη έκταση, και γι' αυτό έκανε πιο ευρύχωρο τον περίβολο του κτιρίου. Ό Ιωάννης όμως, πού είχε στο νου του τον άναχωρητικό βίο, ήθελε να γίνει το συγκρότημα πιο μικρό. Επειδή μάλιστα ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε αγανακτισμένος στον Παχώμιο.
Πάψε να είσαι φαντασμένος και να μεγαλοπιάνεσαι!
Κι εκείνος, όταν τον άκουσε, θύμωσε μεν, επειδή τον έβρισε άδικα, αλλά δεν του άντιμίλήσε καθόλου. Σαν πράος πού ήταν, συγκρατήθηκε. Την ίδια νύχτα όμως κατέβηκε στο κατώγι, πού είχε φτιάξει κάπου στο οικοδόμημα, και άρχισε να κλαίει πικρά και να λέει σαν εξομολόγηση στο Θεό:
Αλίμονο μου! Ακόμα μέσα μου υπάρχει το σαρκικό φρόνημα. Ακόμα ζω σαρκικά. Μετά από τόση άσκηση, πάλι αρπάζομαι από το θυμό. Ελέησε με, Κύριε, για να μη χαθώ. Γιατί αν Εσύ δεν με στηρίξεις μέσα στη μακροθυμία Σου και ο εχθρός βρει μέσα μου κάτι από τα έργα του, θα γίνω υποχείριος του, σύμφωνα με το γραμμένο: «Όστις όλον τον νόμον τηρήσει πταίση δε εν ένί, γέγονε πάντων ένοχος» (Ίακ. 2:10). Πιστεύω όμως ότι οι πολλοί Σου οικτιρμοί θα με βοηθήσουν, Κύριε, και θα διδαχθώ ν' ακολουθώ το δρόμο των αγίων Σου, «τα μεν οπίσω επίλανθανομένος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. 3:14). και οι μεν άγιοι Σου όλων των εποχών, με τη βοήθεια της χάριτος Σου, ντρόπιασαν τον εχθρό, κι έτσι έδειξαν την αξία τους. Εγώ όμως, Κύριε, πώς θα διδάξω εκείνους πού υποσχέθηκες να καλέσεις με τη δική μου μεσολάβηση στη μοναχική πολιτεία, αν δεν νικήσω πρώτα τα πάθη, πού πολεμούν την ψυχή με τη σάρκα, κι αν δεν τηρήσω το νόμο Σου με ακρίβεια; Πιστεύω πάντως, Κύριε, ότι θα συγχωρήσεις όλες μου τις αμαρτίες, αφού ή συμμαχία Σου είναι μαζί μου.
Μ' αυτά (τα λόγια) προσευχήθηκε κλαίγοντας. και συνέχισε να θρηνεί όλη τη νύχτα, ως το πρωί. Από τον πολύ ίδρωτα μάλιστα -γιατί ήταν καλοκαίρι και καιγόταν ο τόπος - το χώμα κάτω άπ' τα πόδια του έγινε σαν λάσπη. Συνήθιζε, βλέπετε, όταν προσευχόταν να στέκεται όρθιος, ν' απλώνει τα χέρια του και να μην τα κατεβάζει καθόλου, αλλά, σαν τεντωμένος σε σταυρό με το άπλωμα των χεριών, να καταπονεί το σώμα και να κρατάει έτσι την ψυχή σε νίψη. Τέτοιος (αγωνιστής) ήταν (ο άγιος Παχώμιος), και γι' αυτό ζούσε μαζί με τον αδελφό του ήρεμα και ειρηνικά.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
- Φωτεινή
- Δημοσιεύσεις: 2058
- Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
- 11
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
- Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Τί χρειάζεται, ἡ πνευματική ζωή, προκειμένου νά ἀντισταθεῖ κανείς στούς σύγχρονους πειρασμούς, ποιά ἀρετή εἶναι ἡ πιό σημαντική;

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΣΙΣΟΕΒ
Ερώτηση: Τι χρειάζεται, η πνευματική ζωή, προκειμένου να αντισταθεί κανείς στους σύγχρονους πειρασμούς, ποιά αρετή είναι η πιο σημαντική;
Πατήρ Δανιήλ: Η εμπιστοσύνη στον Θεό, είναι το μόνο και το πιο σημαντικό. Αν δεν εμπιστευόμαστε τον Θεό, τότε η προσευχή μας θα γίνει ένας οδυνηρός κανόνας. Ο πνευματικός έγινε ψυχαναλυτής. Όλες οι άλλες περιπτώσεις θα γίνουν μόνο κενές επεξεργασίες.
Χρειάζεται προσωπική εμπιστοσύνη στον Θεό. Πρέπει να θυμόμαστε ότι βρισκόμαστε κάτω από τον Θεό και ο Θεός είναι μαζί μας. Ο Θεός πραγματικά μας κρατά στα Χέρια Του. Και κανείς δεν θα μας χωρίζει από Αυτόν, όπως ο Απόστολος Παύλος λέει: Ποιός θα μάς χωρίσει από την αγάπη του Θεού εν Χριστώ Ιησού; Πράγματι, αν ήμαστε με τον Θεό, όλες οι άλλες αρετές θα οικοδομηθούν. Η προσευχή θα είναι επικοινωνία με τον Θεό, πού είναι μαζί μας. Η υπακοή θα γίνει ικανότητα να ακούσουν τον ιερό λόγο Του, να τον διακρίνουν μέσα στο βουητό αυτού του κόσμου.
Η υπακοή στον πνευματικό, θα γίνει ικανότητα να βλέπει σε αυτόν την ζωντανή εικόνα του Χριστού και την διάκριση του Κυρίου μέσα από αυτόν. Ο πνευματικός είναι αυτός που οδηγεί στον Θεό, και όχι ο ίδιος να στέκεται και να υποτάσσει. Το ίδιο είναι και η ταπεινοφροσύνη. Άλλα όχι αυτή η ταπεινοφροσύνη, ότι είμαι άνθρωπος κακός, ανόητος, δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι, ότι χωρίς τον Θεό δεν μπορείς τίποτα, αλλά με τον Θεό μπορείς πάρα πολλά. Ταυτόχρονα, η ταπεινοφροσύνη έχει και την δεύτερη πλευρά, την παρατολμία, όταν ένα άτομο συνειδητοποιεί τί χαρίσματα του έδωσε ό Θεός, για τα όποια μετά θα δώσει τον λόγο.
Η πραότητα θα συνδέεται ταυτόχρονα με θάρρος, γιατί η πραότητα χωρίς τον Θεό είναι δειλία, αλλά με τον Θεό είναι ανδρεία. Και έτσι σέ όλα. Ως εκ τούτου, πρέπει κανείς να περπατά ενώπιον του Θεού όλες τις ημέρες. Και στις σύγχρονες και στις αρχαίες, πάντα......
http://agiameteora.net

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΣΙΣΟΕΒ
Ερώτηση: Τι χρειάζεται, η πνευματική ζωή, προκειμένου να αντισταθεί κανείς στους σύγχρονους πειρασμούς, ποιά αρετή είναι η πιο σημαντική;
Πατήρ Δανιήλ: Η εμπιστοσύνη στον Θεό, είναι το μόνο και το πιο σημαντικό. Αν δεν εμπιστευόμαστε τον Θεό, τότε η προσευχή μας θα γίνει ένας οδυνηρός κανόνας. Ο πνευματικός έγινε ψυχαναλυτής. Όλες οι άλλες περιπτώσεις θα γίνουν μόνο κενές επεξεργασίες.
Χρειάζεται προσωπική εμπιστοσύνη στον Θεό. Πρέπει να θυμόμαστε ότι βρισκόμαστε κάτω από τον Θεό και ο Θεός είναι μαζί μας. Ο Θεός πραγματικά μας κρατά στα Χέρια Του. Και κανείς δεν θα μας χωρίζει από Αυτόν, όπως ο Απόστολος Παύλος λέει: Ποιός θα μάς χωρίσει από την αγάπη του Θεού εν Χριστώ Ιησού; Πράγματι, αν ήμαστε με τον Θεό, όλες οι άλλες αρετές θα οικοδομηθούν. Η προσευχή θα είναι επικοινωνία με τον Θεό, πού είναι μαζί μας. Η υπακοή θα γίνει ικανότητα να ακούσουν τον ιερό λόγο Του, να τον διακρίνουν μέσα στο βουητό αυτού του κόσμου.
Η υπακοή στον πνευματικό, θα γίνει ικανότητα να βλέπει σε αυτόν την ζωντανή εικόνα του Χριστού και την διάκριση του Κυρίου μέσα από αυτόν. Ο πνευματικός είναι αυτός που οδηγεί στον Θεό, και όχι ο ίδιος να στέκεται και να υποτάσσει. Το ίδιο είναι και η ταπεινοφροσύνη. Άλλα όχι αυτή η ταπεινοφροσύνη, ότι είμαι άνθρωπος κακός, ανόητος, δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι, ότι χωρίς τον Θεό δεν μπορείς τίποτα, αλλά με τον Θεό μπορείς πάρα πολλά. Ταυτόχρονα, η ταπεινοφροσύνη έχει και την δεύτερη πλευρά, την παρατολμία, όταν ένα άτομο συνειδητοποιεί τί χαρίσματα του έδωσε ό Θεός, για τα όποια μετά θα δώσει τον λόγο.
Η πραότητα θα συνδέεται ταυτόχρονα με θάρρος, γιατί η πραότητα χωρίς τον Θεό είναι δειλία, αλλά με τον Θεό είναι ανδρεία. Και έτσι σέ όλα. Ως εκ τούτου, πρέπει κανείς να περπατά ενώπιον του Θεού όλες τις ημέρες. Και στις σύγχρονες και στις αρχαίες, πάντα......
http://agiameteora.net
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Μάρκος ε' 36
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Του αββά Κασσιανού
Αν επιθυμούμε ν' αποκτήσουμε τέλεια πραότητα και να πετύ¬χουμε το μακαρισμό του Κυρίου (Ματθ. 5:5), όχι μόνο από την εξωτερική εκδήλωση της οργής οφείλουμε ν' απαλλαγούμε, αλλά και άπ' αυτήν ακόμα την ταραχή της διάνοιας. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ το να συγκρατούμε το στόμα μας στον καιρό του θύμου, για να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο το να καθαρίζουμε την καρδιά μας από τη μνησικακία και να μη στριφογυρίζουμε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφοί). Γιατί ή ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλλει να κόβουμε τις ρίζες των αμαρτημάτων παρά τους καρπούς. "Όταν λ.χ. κοπεί ή ρίζα του θύμου από την καρδιά, ούτε το μίσος ούτε ο φθόνος θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε πράξεις. "Άλλωστε, οποίος μισεί τον αδελφό του έχει χαρακτηρισθεί ως ανθρωποκτόνος (Α' Ίω. 3:15), επειδή τον σκοτώνει (νοερά) με τη διάθεση του μίσους, πού διατηρεί στη διάνοια του• αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με (χτύπημα από) ξίφος• το ότι σκοτώθηκε όμως με την εσωτερική προαίρεση της καρδιάς, το βλέπει ο Θεός, ο Όποιος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και για τις προαιρέσεις αποδίδει (στον καθένα) ή στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς διακηρύσσει ο "Ίδιος με το στόμα του προφήτη: «Εγώ έρχομαι άνταποδούναί τα έργα των ανθρώπων και τους λογισμούς και τα ενθυμήματα αυτών» (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 35:22). Αυτό το μαθαίνουμε και από τον απόστολο, πού λέει: «... μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και άπολογουμένων, εν ήμερα οτε κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων...». (Ρωμ. 2:15-16).
Αν επιθυμούμε ν' αποκτήσουμε τέλεια πραότητα και να πετύ¬χουμε το μακαρισμό του Κυρίου (Ματθ. 5:5), όχι μόνο από την εξωτερική εκδήλωση της οργής οφείλουμε ν' απαλλαγούμε, αλλά και άπ' αυτήν ακόμα την ταραχή της διάνοιας. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ το να συγκρατούμε το στόμα μας στον καιρό του θύμου, για να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο το να καθαρίζουμε την καρδιά μας από τη μνησικακία και να μη στριφογυρίζουμε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφοί). Γιατί ή ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλλει να κόβουμε τις ρίζες των αμαρτημάτων παρά τους καρπούς. "Όταν λ.χ. κοπεί ή ρίζα του θύμου από την καρδιά, ούτε το μίσος ούτε ο φθόνος θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε πράξεις. "Άλλωστε, οποίος μισεί τον αδελφό του έχει χαρακτηρισθεί ως ανθρωποκτόνος (Α' Ίω. 3:15), επειδή τον σκοτώνει (νοερά) με τη διάθεση του μίσους, πού διατηρεί στη διάνοια του• αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με (χτύπημα από) ξίφος• το ότι σκοτώθηκε όμως με την εσωτερική προαίρεση της καρδιάς, το βλέπει ο Θεός, ο Όποιος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και για τις προαιρέσεις αποδίδει (στον καθένα) ή στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς διακηρύσσει ο "Ίδιος με το στόμα του προφήτη: «Εγώ έρχομαι άνταποδούναί τα έργα των ανθρώπων και τους λογισμούς και τα ενθυμήματα αυτών» (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 35:22). Αυτό το μαθαίνουμε και από τον απόστολο, πού λέει: «... μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και άπολογουμένων, εν ήμερα οτε κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων...». (Ρωμ. 2:15-16).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το Γεροντικό
Έλεγαν για τον άββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, ότι, αν είχε κανείς (στη συνοδεία του) αδελφό άρρωστο ή τεμπέλη ή κακόγλωσσο και ήθελε να τον διώξει, έλεγε: "Φέρτε μου τον εδώ". και τον έπαιρνε, και τον έσωζε με τη μακροθυμία του. και στην εκκλησία έλεγε πάντα στους αδελφούς αυτόν το λόγο: "Αδελφοί, να συγχωρείτε και θα συγχωρηθείτε" (πρβλ. Ματθ. 6:14. Μάρκ. 11:25).
Ένας αδελφός, από τη Λιβύη, ήρθε στον αββά Σιλουανό, στο βουνό της Πανεφώ, και του είπε: Αββά, έχω έναν εχθρό, πού μου έκανε πολλά κακά: Και το
χωράφι μου καταπάτησε, όταν ακόμα ήμουνα στον κόσμο, και πολλές φορές σχεδίασε να με βλάψει• τώρα τελευταία, μάλιστα, έβαλε και δηλητηριαστές να με φαρμακώσουν.
Σκοπεύω λοιπόν να τον παραδώσω στον άρχοντα (για να τιμωρηθεί).
Κάνε, παιδί μου, όπως αναπαύεσαι, είπε ο γέροντας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αββά, πώς, αν τιμωρηθεί, θα ωφεληθεί πολύ ή ψυχή του, πρόσθεσε ο αδελφός.
Κάνε όπως νομίζεις, παιδί μου, ξανάπε ο γέροντας.
Σήκω τότε, πάτερ, να προσευχηθούμε, και μετά φεύγω για τον άρχοντα, παρακάλεσε ο αδελφός.
Σηκώθηκαν λοιπόν και άρχισαν να προσεύχονται. Μόλις όμως έφτασαν στη φράση (της Κυριακής προσευχής) «και άφες ήμιν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών»
(Ματθ. 6:12), ο γέροντας είπε:
«Και μη άφήσης ημίν τα όφειλήματα ημών ως ουδέ ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών...». -
Όχι, έτσι, πάτερ, διέκοψε ο αδελφός τον γέροντα. Ναι, παιδί μου, έτσι, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Αν πραγματικά θέλεις να πας στον άρχοντα για να πραγματοποιήσεις την εκδίκηση σου, ο Σιλουανός δεν κάνει για σένα άλλη προσευχή. Ό αδελφός τότε έβαλε μετάνοια και συγχώρησε τον εχθρό του.
Ένας άλλος αδελφός, πού αδικήθηκε από κάποιον άλλον, ήρθε στον αββά Σισώη και του είπε:
Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να του το ανταποδώσω.
Ό γέροντας τον παρακαλούσε (ν' αλλάξει γνώμη) και του έλεγε:
Όχι, παιδί μου! Άφησε καλύτερα στο Θεό την ανταπόδοση. Μα ο αδελφός επέμενε:Δεν θα ησυχάσω, ώσπου να πάρω εκδίκηση.
Τότε ο γέροντας του πρότεινε: Ας προσευχηθούμε, αδελφέ.
Σηκώθηκαν λοιπόν και, καθώς προσεύχονταν, ο γέροντας είπε: Θεέ μου, δεν έχουμε πια ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί παίρνουμε μόνοι μας εκδίκηση!
Μόλις τ' άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε Δεν εναντιώνομαι πια στον αδελφό, αββά, συγχώρεσε με!
Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν έναν άγιο γέροντα, πού έμενε σε τόπο ερημικό, και βρήκαν έξω άπ' το κελί του μερικά παιδιά, πού έβοσκαν (τα ζώα τους) και έλεγαν άσχημα λόγια. Αφού λοιπόν του εξομολογήθηκαν τους λογισμούς τους και ωφελήθηκαν από τη σοφία του, τον ρώτησαν:
Πώς ανέχεσαι, αββά, αυτά τα παιδιά, και δεν τους λες να μην αισχρολογούν;
Πραγματικά, αδελφοί, απάντησε ο γέροντας, έχω μέρες πού θέλω να τους το πω, αλλά (κάθε φορά πού το αποφασίζω), κατακρίνω (αμέσως) τον εαυτό μου, καθώς σκέφτομαι: Αν δεν υποφέρω αυτήν εδώ τη μικρή δυσκολία, πώς θ' αντέξω, αν με βρει κανένας μεγάλος πειρασμός;. Γι' αυτό δεν τους λέω τίποτα, για να μπορέσω να υπομείνω και εκείνα πού θα έρθουν.
Κάποιος αδελφός είπε σ' ένα γέροντα: Θέλω να μαρτυρήσω για το Θεό. Και ο γέροντας του απάντησε:
Αν σε μια δύσκολη περίσταση υπομείνει κανείς τον πλησίον, κάνει κάτι ισάξιο με το μαρτύριο των Τριών Παίδων στο καμίνι (Δαν. 3:23).
Έλεγαν για τον άββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, ότι, αν είχε κανείς (στη συνοδεία του) αδελφό άρρωστο ή τεμπέλη ή κακόγλωσσο και ήθελε να τον διώξει, έλεγε: "Φέρτε μου τον εδώ". και τον έπαιρνε, και τον έσωζε με τη μακροθυμία του. και στην εκκλησία έλεγε πάντα στους αδελφούς αυτόν το λόγο: "Αδελφοί, να συγχωρείτε και θα συγχωρηθείτε" (πρβλ. Ματθ. 6:14. Μάρκ. 11:25).
Ένας αδελφός, από τη Λιβύη, ήρθε στον αββά Σιλουανό, στο βουνό της Πανεφώ, και του είπε: Αββά, έχω έναν εχθρό, πού μου έκανε πολλά κακά: Και το
χωράφι μου καταπάτησε, όταν ακόμα ήμουνα στον κόσμο, και πολλές φορές σχεδίασε να με βλάψει• τώρα τελευταία, μάλιστα, έβαλε και δηλητηριαστές να με φαρμακώσουν.
Σκοπεύω λοιπόν να τον παραδώσω στον άρχοντα (για να τιμωρηθεί).
Κάνε, παιδί μου, όπως αναπαύεσαι, είπε ο γέροντας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αββά, πώς, αν τιμωρηθεί, θα ωφεληθεί πολύ ή ψυχή του, πρόσθεσε ο αδελφός.
Κάνε όπως νομίζεις, παιδί μου, ξανάπε ο γέροντας.
Σήκω τότε, πάτερ, να προσευχηθούμε, και μετά φεύγω για τον άρχοντα, παρακάλεσε ο αδελφός.
Σηκώθηκαν λοιπόν και άρχισαν να προσεύχονται. Μόλις όμως έφτασαν στη φράση (της Κυριακής προσευχής) «και άφες ήμιν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών»
(Ματθ. 6:12), ο γέροντας είπε:
«Και μη άφήσης ημίν τα όφειλήματα ημών ως ουδέ ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών...». -
Όχι, έτσι, πάτερ, διέκοψε ο αδελφός τον γέροντα. Ναι, παιδί μου, έτσι, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Αν πραγματικά θέλεις να πας στον άρχοντα για να πραγματοποιήσεις την εκδίκηση σου, ο Σιλουανός δεν κάνει για σένα άλλη προσευχή. Ό αδελφός τότε έβαλε μετάνοια και συγχώρησε τον εχθρό του.
Ένας άλλος αδελφός, πού αδικήθηκε από κάποιον άλλον, ήρθε στον αββά Σισώη και του είπε:
Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να του το ανταποδώσω.
Ό γέροντας τον παρακαλούσε (ν' αλλάξει γνώμη) και του έλεγε:
Όχι, παιδί μου! Άφησε καλύτερα στο Θεό την ανταπόδοση. Μα ο αδελφός επέμενε:Δεν θα ησυχάσω, ώσπου να πάρω εκδίκηση.
Τότε ο γέροντας του πρότεινε: Ας προσευχηθούμε, αδελφέ.
Σηκώθηκαν λοιπόν και, καθώς προσεύχονταν, ο γέροντας είπε: Θεέ μου, δεν έχουμε πια ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί παίρνουμε μόνοι μας εκδίκηση!
Μόλις τ' άκουσε αυτό ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε Δεν εναντιώνομαι πια στον αδελφό, αββά, συγχώρεσε με!
Κάποιοι αδελφοί επισκέφθηκαν έναν άγιο γέροντα, πού έμενε σε τόπο ερημικό, και βρήκαν έξω άπ' το κελί του μερικά παιδιά, πού έβοσκαν (τα ζώα τους) και έλεγαν άσχημα λόγια. Αφού λοιπόν του εξομολογήθηκαν τους λογισμούς τους και ωφελήθηκαν από τη σοφία του, τον ρώτησαν:
Πώς ανέχεσαι, αββά, αυτά τα παιδιά, και δεν τους λες να μην αισχρολογούν;
Πραγματικά, αδελφοί, απάντησε ο γέροντας, έχω μέρες πού θέλω να τους το πω, αλλά (κάθε φορά πού το αποφασίζω), κατακρίνω (αμέσως) τον εαυτό μου, καθώς σκέφτομαι: Αν δεν υποφέρω αυτήν εδώ τη μικρή δυσκολία, πώς θ' αντέξω, αν με βρει κανένας μεγάλος πειρασμός;. Γι' αυτό δεν τους λέω τίποτα, για να μπορέσω να υπομείνω και εκείνα πού θα έρθουν.
Κάποιος αδελφός είπε σ' ένα γέροντα: Θέλω να μαρτυρήσω για το Θεό. Και ο γέροντας του απάντησε:
Αν σε μια δύσκολη περίσταση υπομείνει κανείς τον πλησίον, κάνει κάτι ισάξιο με το μαρτύριο των Τριών Παίδων στο καμίνι (Δαν. 3:23).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Του αββά Μάρκου
Εκείνος πού αδικείται από τους ανθρώπους, ξεπλένεται από αμαρτίες και βρίσκει βοήθεια ανάλογη με τη θλίψη.
Εκείνος πού πιστεύει σε όσα λέει ο Χριστός για την ανταπόδοση, υπομένει (πρόθυμα) κάθε αδικία, ανάλογα με την πίστη του.
Εκείνος πού προσεύχεται γι' αυτούς πού τον αδικούν, χτυπάει με ορμή τους δαίμονες εκείνος όμως πού αντιμάχεται τους πρώτους, πληγώνεται από τους δεύτερους.
Καλύτερα να σε αδικούν οι άνθρωποι και όχι οι δαίμονες εκείνος πάντως πού ευαρεστεί τον Κύριο, τους νίκησε και τους δύο.
Εκείνος πού οργίζεται εναντίον του πλησίον για χρήματα ή δόξα ή ηδονή, δεν έχει μάθει ότι ο Θεός ρυθμίζει τα πάντα με δικαιοσύνη.
Μη θέλεις ν' ακούς για τις δυστυχίες ανθρώπων πού είναι εχθροί σου• γιατί όσοι ακούνε μ' ευχαρίστηση τέτοιες διηγήσεις, τρυγάνε τους καρπούς της (κακής) προθέσεως τους.
Δεν είναι δυνατόν να συγχωρήσει κανείς με την καρδιά του τα παραπτώματα άλλου, αν δεν έχει αληθινή πνευματική γνώση• γιατί αυτή φανερώνει στον καθένα τις θλίψεις (του άλλου) σαν δικές του.
Εκείνος πού προσβάλλεται από άλλον και δεν φιλονικεί μαζί του μήτε με λόγια μήτε με το νου, έχει αληθινή πνευματική γνώση και δείχνει ακράδαντη πίστη στον Κύριο.
Ούτε αυτός πού αδικεί (στην πραγματικότητα) κερδίζει, ούτε αυτός πού αδικείται χάνει. και αν είναι έτσι, τότε στ' αλήθεια «εν είκόνι διαπορεύεται άνθρωπος», και επομένως «μάτην ταράσσεται» (Ψαλμ. 38:7).
Ή σπλαχνική καρδιά θα βρει ευσπλαχνία και ή ελεητική καρδιά θα βρει επίσης έλεος• είναι βέβαια φανερό και το αντίθετο.
Του αγίου Έφραίμ
Αν ο αδελφός σου καθυστερεί να σου επιστρέψει κάτι πού του δάνεισες, και θέλεις να του το θυμίσεις, πες του το μια φορά, γιατί πολλές φορές (συμβαίνει να) ξεχνάει κανείς.
Αν πάλι δανειστείς κάτι από άλλον, κι εκείνος από λεπτότητα δεν σου το θυμίσει, εσύ πάντως, από φόβο Θεού, μη θελήσεις να του το στερήσεις, γιατί είναι γραμμένο: «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» (Ρωμ. 13:8).
Εκείνος πού αδικείται από τους ανθρώπους, ξεπλένεται από αμαρτίες και βρίσκει βοήθεια ανάλογη με τη θλίψη.
Εκείνος πού πιστεύει σε όσα λέει ο Χριστός για την ανταπόδοση, υπομένει (πρόθυμα) κάθε αδικία, ανάλογα με την πίστη του.
Εκείνος πού προσεύχεται γι' αυτούς πού τον αδικούν, χτυπάει με ορμή τους δαίμονες εκείνος όμως πού αντιμάχεται τους πρώτους, πληγώνεται από τους δεύτερους.
Καλύτερα να σε αδικούν οι άνθρωποι και όχι οι δαίμονες εκείνος πάντως πού ευαρεστεί τον Κύριο, τους νίκησε και τους δύο.
Εκείνος πού οργίζεται εναντίον του πλησίον για χρήματα ή δόξα ή ηδονή, δεν έχει μάθει ότι ο Θεός ρυθμίζει τα πάντα με δικαιοσύνη.
Μη θέλεις ν' ακούς για τις δυστυχίες ανθρώπων πού είναι εχθροί σου• γιατί όσοι ακούνε μ' ευχαρίστηση τέτοιες διηγήσεις, τρυγάνε τους καρπούς της (κακής) προθέσεως τους.
Δεν είναι δυνατόν να συγχωρήσει κανείς με την καρδιά του τα παραπτώματα άλλου, αν δεν έχει αληθινή πνευματική γνώση• γιατί αυτή φανερώνει στον καθένα τις θλίψεις (του άλλου) σαν δικές του.
Εκείνος πού προσβάλλεται από άλλον και δεν φιλονικεί μαζί του μήτε με λόγια μήτε με το νου, έχει αληθινή πνευματική γνώση και δείχνει ακράδαντη πίστη στον Κύριο.
Ούτε αυτός πού αδικεί (στην πραγματικότητα) κερδίζει, ούτε αυτός πού αδικείται χάνει. και αν είναι έτσι, τότε στ' αλήθεια «εν είκόνι διαπορεύεται άνθρωπος», και επομένως «μάτην ταράσσεται» (Ψαλμ. 38:7).
Ή σπλαχνική καρδιά θα βρει ευσπλαχνία και ή ελεητική καρδιά θα βρει επίσης έλεος• είναι βέβαια φανερό και το αντίθετο.
Του αγίου Έφραίμ
Αν ο αδελφός σου καθυστερεί να σου επιστρέψει κάτι πού του δάνεισες, και θέλεις να του το θυμίσεις, πες του το μια φορά, γιατί πολλές φορές (συμβαίνει να) ξεχνάει κανείς.
Αν πάλι δανειστείς κάτι από άλλον, κι εκείνος από λεπτότητα δεν σου το θυμίσει, εσύ πάντως, από φόβο Θεού, μη θελήσεις να του το στερήσεις, γιατί είναι γραμμένο: «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» (Ρωμ. 13:8).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΛΔ.
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΑΧΕΤΑΙ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΕΙ ΜΕ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ.
Από το βίο του αγίου Μαρκιανού
Ο ΜΕΓΑΣ Μαρκιανός, γύρω στα μεσάνυχτα, όταν νόμιζε ότι κανείς δεν θα τον έβλεπε, συνήθιζε να πηγαίνει σ' έναν γνωστό του τραπεζίτη, ν' αλλάζει χρυσά νομίσματα με πολλά χάλκινα, για να έχει να μοιράζει στους φτωχούς, Και να γυρίζει αμέσως (στο σπίτι του).
Ό τραπεζίτης λοιπόν, παίρνοντας σαν πρόφαση για (μεγαλύτερο) κέρδος το ότι ή συναλλαγή γινόταν τη νύχτα, σε ακατάλληλη ώρα, ζύγιζε το χρυσάφι με λειψά ζύγια. Και ο άγιος, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ ούτε να κάνει κανέναν έλεγχο, έδειχνε ότι τ' άφηνε όλα στη συνείδηση του ζυγιστή.
Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές Και ο Μαρκιανός δεν έκανε καμιά παρατήρηση στον τραπεζίτη, ο τελευταίος ήταν όλο έκπληξη. Και (μια νύχτα), ενώ παρακολουθούσε την ώρα Και είδε να φτάνουν τα μεσάνυχτα, κόντευαν πια να βγουν οι υποψίες του αληθινές Και αντάξιες του βίου του Μαρκιανού. Τότε λοιπόν, αφού καλοσκέφτηκε, τι έκανε; Πρόσταξε έναν από τους δούλους του να πάρει από πίσω τον άγιο, μόλις θα έφευγε, για να μάθει που πηγαίνουν εκείνα τα χρήματα.
Πραγματικά, ο δούλος τον ακολούθησε. Και όταν ο άνθρωπος του Θεού βρήκε νεκρό, πάνω σ' ένα κρεβάτι, κάποιον φτωχό, πήρε από ένα καπηλειό (κρασί), όπως συνήθιζε, τον έπλυνε και τον έντυσε. Στη συνέχεια, αφού εκείνος αναστήθηκε για μια στιγμή, τον ασπάσθηκε, και μετά τον ξάπλωσε πάλι (νεκρό) κι έφυγε, (για να ετοιμάσει ότι χρειαζόταν για την ταφή του)*.
Έφριξε ο δούλος μ' αυτά πού είδε. "Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε πίσω και τα διηγήθηκε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, σ' εκείνον πού τον είχε στείλει. Αυτός τότε μετανόησε για όσα είχε κάνει και έκλαιγε, επειδή είχε αδικήσει τόσο τον άγιο. Ή συνείδηση του τον τιμωρούσε (με τις τύψεις). Γι' αυτό και, όταν ο άγιος τον επισκέφθηκε πάλι για ν' ανταλλάξει τα χρυσά νομίσματα, έπεσε στα πόδια του ο τραπεζίτης, ομολόγησε τα κακά πού είχε κάνει και του επέστρεψε όσα του είχε πάρει επιπλέον.
Έτσι μια καλή πράξη, πού γίνεται σιωπηρά, μπορεί να ωφελήσει περισσότερο από λόγια πολλά. και όσους δεν ωφέλησαν σε τίποτα έλεγχοι και συμβουλές, αυτούς τους διόρθωσε μια αξιέπαινη πράξη, πού έγινε κρυφά και ανεπίδεκτα, γιατί άγγιξε τη συνείδηση τους και τους έκανε να μάθουν μόνοι τους το καλό.
Ό Μαρκιανός όμως, αφού είπε (στον τραπεζίτη) ότι δεν είχε αδικηθεί καθόλου, άφησε εκεί και (τα χρήματα) εκείνα πού του έδινε, αλλά και τον ίδιο, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια• όχι, βέβαια, για να διακόψει τις σχέσεις του μ' έναν πονηρό άνθρωπο - γιατί όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον βεβαίωσε ότι τον αγαπούσε ιδιαίτερα - μα για ν' αποφύγει την (ψυχική) βλάβη από τη μάταιη δόξα, και επειδή δεν ήθελε να φανερωθούν οι πράξεις του σε κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο στο Θεό να είναι γνωστές.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν ή φιλάνθρωπη συνήθεια του αγίου Μαρκιανού να περιμαζεύει εγκαταλειμμένους νεκρούς, να πλένει τα σώματα τους και να τα ετοιμάζει για ταφή. "Όταν τελείωνε, έλεγε στο νεκρό σαν σε ζωντανό: "Σήκω, αδελφέ, ν' αλλάξουμε τον τελευταίο ασπασμό, σύμφωνα με τη συνήθεια". και αμέσως ο νεκρός ανασταινόταν για λίγο, άποχαιρετιόταν με τον άγιο, κι έπειτα ξαναπέθαινε!
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΑΧΕΤΑΙ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΕΙ ΜΕ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ.
Από το βίο του αγίου Μαρκιανού
Ο ΜΕΓΑΣ Μαρκιανός, γύρω στα μεσάνυχτα, όταν νόμιζε ότι κανείς δεν θα τον έβλεπε, συνήθιζε να πηγαίνει σ' έναν γνωστό του τραπεζίτη, ν' αλλάζει χρυσά νομίσματα με πολλά χάλκινα, για να έχει να μοιράζει στους φτωχούς, Και να γυρίζει αμέσως (στο σπίτι του).
Ό τραπεζίτης λοιπόν, παίρνοντας σαν πρόφαση για (μεγαλύτερο) κέρδος το ότι ή συναλλαγή γινόταν τη νύχτα, σε ακατάλληλη ώρα, ζύγιζε το χρυσάφι με λειψά ζύγια. Και ο άγιος, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ ούτε να κάνει κανέναν έλεγχο, έδειχνε ότι τ' άφηνε όλα στη συνείδηση του ζυγιστή.
Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές Και ο Μαρκιανός δεν έκανε καμιά παρατήρηση στον τραπεζίτη, ο τελευταίος ήταν όλο έκπληξη. Και (μια νύχτα), ενώ παρακολουθούσε την ώρα Και είδε να φτάνουν τα μεσάνυχτα, κόντευαν πια να βγουν οι υποψίες του αληθινές Και αντάξιες του βίου του Μαρκιανού. Τότε λοιπόν, αφού καλοσκέφτηκε, τι έκανε; Πρόσταξε έναν από τους δούλους του να πάρει από πίσω τον άγιο, μόλις θα έφευγε, για να μάθει που πηγαίνουν εκείνα τα χρήματα.
Πραγματικά, ο δούλος τον ακολούθησε. Και όταν ο άνθρωπος του Θεού βρήκε νεκρό, πάνω σ' ένα κρεβάτι, κάποιον φτωχό, πήρε από ένα καπηλειό (κρασί), όπως συνήθιζε, τον έπλυνε και τον έντυσε. Στη συνέχεια, αφού εκείνος αναστήθηκε για μια στιγμή, τον ασπάσθηκε, και μετά τον ξάπλωσε πάλι (νεκρό) κι έφυγε, (για να ετοιμάσει ότι χρειαζόταν για την ταφή του)*.
Έφριξε ο δούλος μ' αυτά πού είδε. "Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε πίσω και τα διηγήθηκε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, σ' εκείνον πού τον είχε στείλει. Αυτός τότε μετανόησε για όσα είχε κάνει και έκλαιγε, επειδή είχε αδικήσει τόσο τον άγιο. Ή συνείδηση του τον τιμωρούσε (με τις τύψεις). Γι' αυτό και, όταν ο άγιος τον επισκέφθηκε πάλι για ν' ανταλλάξει τα χρυσά νομίσματα, έπεσε στα πόδια του ο τραπεζίτης, ομολόγησε τα κακά πού είχε κάνει και του επέστρεψε όσα του είχε πάρει επιπλέον.
Έτσι μια καλή πράξη, πού γίνεται σιωπηρά, μπορεί να ωφελήσει περισσότερο από λόγια πολλά. και όσους δεν ωφέλησαν σε τίποτα έλεγχοι και συμβουλές, αυτούς τους διόρθωσε μια αξιέπαινη πράξη, πού έγινε κρυφά και ανεπίδεκτα, γιατί άγγιξε τη συνείδηση τους και τους έκανε να μάθουν μόνοι τους το καλό.
Ό Μαρκιανός όμως, αφού είπε (στον τραπεζίτη) ότι δεν είχε αδικηθεί καθόλου, άφησε εκεί και (τα χρήματα) εκείνα πού του έδινε, αλλά και τον ίδιο, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια• όχι, βέβαια, για να διακόψει τις σχέσεις του μ' έναν πονηρό άνθρωπο - γιατί όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον βεβαίωσε ότι τον αγαπούσε ιδιαίτερα - μα για ν' αποφύγει την (ψυχική) βλάβη από τη μάταιη δόξα, και επειδή δεν ήθελε να φανερωθούν οι πράξεις του σε κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο στο Θεό να είναι γνωστές.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν ή φιλάνθρωπη συνήθεια του αγίου Μαρκιανού να περιμαζεύει εγκαταλειμμένους νεκρούς, να πλένει τα σώματα τους και να τα ετοιμάζει για ταφή. "Όταν τελείωνε, έλεγε στο νεκρό σαν σε ζωντανό: "Σήκω, αδελφέ, ν' αλλάξουμε τον τελευταίο ασπασμό, σύμφωνα με τη συνήθεια". και αμέσως ο νεκρός ανασταινόταν για λίγο, άποχαιρετιόταν με τον άγιο, κι έπειτα ξαναπέθαινε!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το βίο του αγίου Σπυρίδωνος
Κάποτε ήρθε ένας άνθρωπος στον άγιο Σπυρίδωνα για ν' αγοράσει εκατό γίδια από το κοπάδι του. Ό όσιος του έδωσε την άδεια να τα πάρει (μόνος του), αφού πρώτα τα πληρώσει. Αυτός όμως του έδωσε το αντίτιμο των ενενήντα εννέα και κράτησε του ενός, νομίζοντας ότι θα τον ξεγελάσει, σαν απλοϊκό και εντελώς απονήρευτο.
Όταν λοιπόν μπήκαν κι οι δυο στο μαντρί, ο άγιος του είπε να
πάρει τόσες γίδες, όσες είχε πληρώσει. Μα εκείνος, πού ούτε μ'
αυτό (τον υπαινιγμό) δεν συνετίστηκε, άρχισε να βγάζει άπ' το μαντρί εκατό. •
Τότε μια γίδα, σαν καλή δούλη, πού κατάλαβε ότι ο κύριος της δεν την πούλησε, γύριζε πίσω επίμονα κι έμπαινε πάλι στο μαντρί. Μα ο αδιάντροπος εκείνος την ξανάβγαζε έξω και την έσερνε με τη βία. Δύο τρεις φορές έγινε αυτό το θαυμαστό - ή γίδα να γυρίζει μέσα κι εκείνος να την τραβάει έξω με δύναμη και πείσμα!
Τελικά λοιπόν τι έκανε; Επειδή μ' αυτόν τον τρόπο δεν κατόρθωνε τίποτα, την άρπαξε από χάμω, την έβαλε στους ώμους του κι έκανε να φύγει. Αυτή όμως βέλαζε δυνατά και άγρια, έσκυβε προς το κεφάλι του και τον χτυπούσε με τα κερατά της, κηρύσσοντας έτσι φανερά τη βία και τιμωρώντας, θαρρείς, τον πλεονέκτη για την αδικία του. Όσοι ήταν εκεί τα έχασαν με το αξιοθαύμαστο φαινόμενο, μην μπορώντας να το εξηγήσουν.
Ό μέγας (Σπυρίδων), επειδή δεν ήθελε να ελέγξει φανερά τον άδικο, του είπε ήρεμα:
- Κοίταξε, παιδί μου, μήπως το ζωντανό δεν τα κάνει αυτά αναίτια ούτε αρνείται να έρθει μαζί σου χωρίς λόγο, αλλά γιατί ξέχασες να πληρώσεις και τη δική του αξία...
Μ' αυτά τα λόγια ή καρδιά (του ανθρώπου) εκείνου κατανύχθηκε. Συνήλθε, συναισθάνθηκε το κακό πού έκανε, το ομολόγησε και ζήτησε συγγνώμη.
Έπειτα, αφού πλήρωσε και της μιας γίδας την αξία, εκείνη δεν βέλασε ούτε αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά τράβηξε ήσυχα πίσω από τις άλλες.
Κάποτε, αργά τη νύχτα, ήρθαν κλέφτες στο μαντρί (του αγίου Σπυρίδωνος), για να του κλέψουν μερικά από τα ζώα του. Ό Θεός όμως, πού φρόντιζε για το βοσκό, δεν αδιαφορούσε ούτε για τα ζώα πού έβοσκε. Έτσι, οι κλέφτες εκείνοι πιάστηκαν σε αόρατα και άλυτα δεσμά: Τα χέρια τους δέθηκαν και δεν μπορούσαν να κουνηθούν καθόλου!
Είχε πια ξημερώσει, όταν το γεγονός έπεσε στην αντίληψη του αγίου. Τους πλησίασε και, όταν είδε πώς είχαν τα χέρια τους γυρισμένα πίσω και δεμένα, με την προσευχή του τους ελευθέρωσε από τα δεσμά. Έπειτα, αφού τους συμβούλεψε πολύ να κερδίζουν τα αναγκαία (για τη ζωή) με τον τίμιο μόχθο τους, τους πρόσφερε στο τέλος κι ένα κριάρι - "... για να μην πάει χαμένο το ξενύχτι σας", όπως πρόσθεσε χαριτολογώντας.
Κι ένας άλλος άνθρωπος από την Τριμυθούντα, πού ήταν καραβοκύρης και χρειαζόταν χρήματα για το εμπόριο του, ήρθε να δανειστεί από τον άγιο. Εκείνος, επειδή μαζί με (όλες) τις άλλες εντολές, τηρούσε κι αύτη πού λέει, «τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφείς» (Ματθ. 5:42), δίνει στον άνθρωπο πρόθυμα ένα μικρό ποσό πού είχε (μαζέψει όχι για τον εαυτό του αλλά )για τις ανάγκες της επισκοπής.
Ό καραβοκύρης το πήρε (κι έφυγε). Το ταξίδι του πήγε καλά. "Όταν ήρθε πίσω με κέρδη, επισκέφθηκε τον άγιο για να του επιστρέψει το χρέος. Κι αυτός, χωρίς να κάνει κανέναν έλεγχο και χωρίς να μετρήσει τον αριθμό (των νομι¬σμάτων), όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι, είπε μόνο στον ίδιο (τον οφειλέτη) να σηκωθεί και να τα βάλει στο κουτί εκείνο, από το οποίο τα είχε πάρει πριν από καιρό. Και τότε μεν, εκτιμώντας την ακεραιότητα και την αθωότητα του δανειστή, έβαλε το χρυσάφι εκεί οπού προστάχθηκε. Και πάλι, οπότε είχε ανάγκη, με την ίδια ευκολία έπαιρνε και με την ίδια εντιμότητα επέστρεφε (τα χρήματα). Αυτό έγινε πολλές φορές, ώσπου κάποτε το πάθος της φιλαργυρίας κυρίεψε τον έμπορο, πού (άρχισε να) φέρεται πια με δολιότητα και πονηρία απέναντι σ' εκείνον πού του έδειξε εμπιστοσύνη, κακοποιώντας έτσι την αλήθεια, βρίσκοντας λοιπόν την ελευθερία εξυπηρετική της κακουργίας, μια φορά έκανε πώς έβαλε στη θέση τους (τα χρυσά νομίσματα), αλλά στην πραγματικότητα δεν άφησε τίποτα στο κουτί. "Άδειο όπως ήταν, το έκλεισε κι έφυγε.
Το χρυσάφι όμως εκείνο το ξόδεψε σε επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. "Όταν λοιπόν βρέθηκε σε ανάγκη, θυμήθηκε πάλι τον προηγούμενο δρόμο και ήρθε στον μεγάλο (Σπυρίδωνα), ζητώντας τα
χρυσά νομίσματα, πού δεν είχε επιστρέψει, σαν να τα είχε επιστρέψει.
Ό άγιος, μολονότι δεν του είχε ξεφύγει ή απάτη, του είπε με πραότητα να πάει στο κουτί, όπως συνήθιζε, και να τα πάρει. Κι εκείνος, σαν να μην είχε κάνει καμιά πράξη απρέπειας και φιλαργυρίας, προχώρησε για να πάρει αυτά πού δήθεν είχε βάλει (στη γνωστή θέση). και αφού άνοιξε το κουτί και το βρήκε άδειο, όπως βέβαια το είχε αφήσει, το είπε στον άγιο, νομίζοντας πώς θα τον ξεγελάσει. Τον άκουσε όμως να του λέει:
- Ψάξε καλύτερα, γιατί, από τότε πού έβαλες εσύ μέσα (τα χρήματα), άλλα χέρια δεν τα έπιασαν.
Ό άλλος προσποιήθηκε πάλι ότι ψάχνει. Επειδή όμως δεν μπορεί να υπάρχει το ανύπαρκτο, είπε κάνοντας τον ανήξερο: Δεν βρίσκω απολύτως τίποτα.
Τότε ο αγαθός και πράος εκείνος άνθρωπος του είπε: -"Αν πραγματικά, αγαπητέ μου, τα είχες βάλει εκεί, θα τα έβρισκες και εύκολα. Αν όμως τώρα ζητάς να πάρεις από μας αυτό πού κατακράτησες, μάθε ότι τον εαυτό σου και όχι εμάς κοροϊδεύεις.
Μόλις τ' άκουσε αυτό, καθώς μάλιστα δεν μπορούσε πια να υποφέρει καθόλου και τον παράλληλο έλεγχο της συνειδήσεως του, έπεσε καταγής, έπιασε τα ιερά πόδια του αγίου και ζητούσε συγγνώμη. Ό άγιος τον συγχώρησε συντομότερα άπ' ο,τι εκείνος του ζήτησε, και τον συμβούλεψε να μην επιθυμεί στο έξης τα ξένα πράγματα ούτε να μολύνει τη συνείδηση του με απάτες και ψέματα.
Γιατί αυτά, πρόσθεσε, κανένα κέρδος δεν αφήνουν, αλλά ζημία καθαρή.
Κάποτε ήρθε ένας άνθρωπος στον άγιο Σπυρίδωνα για ν' αγοράσει εκατό γίδια από το κοπάδι του. Ό όσιος του έδωσε την άδεια να τα πάρει (μόνος του), αφού πρώτα τα πληρώσει. Αυτός όμως του έδωσε το αντίτιμο των ενενήντα εννέα και κράτησε του ενός, νομίζοντας ότι θα τον ξεγελάσει, σαν απλοϊκό και εντελώς απονήρευτο.
Όταν λοιπόν μπήκαν κι οι δυο στο μαντρί, ο άγιος του είπε να
πάρει τόσες γίδες, όσες είχε πληρώσει. Μα εκείνος, πού ούτε μ'
αυτό (τον υπαινιγμό) δεν συνετίστηκε, άρχισε να βγάζει άπ' το μαντρί εκατό. •
Τότε μια γίδα, σαν καλή δούλη, πού κατάλαβε ότι ο κύριος της δεν την πούλησε, γύριζε πίσω επίμονα κι έμπαινε πάλι στο μαντρί. Μα ο αδιάντροπος εκείνος την ξανάβγαζε έξω και την έσερνε με τη βία. Δύο τρεις φορές έγινε αυτό το θαυμαστό - ή γίδα να γυρίζει μέσα κι εκείνος να την τραβάει έξω με δύναμη και πείσμα!
Τελικά λοιπόν τι έκανε; Επειδή μ' αυτόν τον τρόπο δεν κατόρθωνε τίποτα, την άρπαξε από χάμω, την έβαλε στους ώμους του κι έκανε να φύγει. Αυτή όμως βέλαζε δυνατά και άγρια, έσκυβε προς το κεφάλι του και τον χτυπούσε με τα κερατά της, κηρύσσοντας έτσι φανερά τη βία και τιμωρώντας, θαρρείς, τον πλεονέκτη για την αδικία του. Όσοι ήταν εκεί τα έχασαν με το αξιοθαύμαστο φαινόμενο, μην μπορώντας να το εξηγήσουν.
Ό μέγας (Σπυρίδων), επειδή δεν ήθελε να ελέγξει φανερά τον άδικο, του είπε ήρεμα:
- Κοίταξε, παιδί μου, μήπως το ζωντανό δεν τα κάνει αυτά αναίτια ούτε αρνείται να έρθει μαζί σου χωρίς λόγο, αλλά γιατί ξέχασες να πληρώσεις και τη δική του αξία...
Μ' αυτά τα λόγια ή καρδιά (του ανθρώπου) εκείνου κατανύχθηκε. Συνήλθε, συναισθάνθηκε το κακό πού έκανε, το ομολόγησε και ζήτησε συγγνώμη.
Έπειτα, αφού πλήρωσε και της μιας γίδας την αξία, εκείνη δεν βέλασε ούτε αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά τράβηξε ήσυχα πίσω από τις άλλες.
Κάποτε, αργά τη νύχτα, ήρθαν κλέφτες στο μαντρί (του αγίου Σπυρίδωνος), για να του κλέψουν μερικά από τα ζώα του. Ό Θεός όμως, πού φρόντιζε για το βοσκό, δεν αδιαφορούσε ούτε για τα ζώα πού έβοσκε. Έτσι, οι κλέφτες εκείνοι πιάστηκαν σε αόρατα και άλυτα δεσμά: Τα χέρια τους δέθηκαν και δεν μπορούσαν να κουνηθούν καθόλου!
Είχε πια ξημερώσει, όταν το γεγονός έπεσε στην αντίληψη του αγίου. Τους πλησίασε και, όταν είδε πώς είχαν τα χέρια τους γυρισμένα πίσω και δεμένα, με την προσευχή του τους ελευθέρωσε από τα δεσμά. Έπειτα, αφού τους συμβούλεψε πολύ να κερδίζουν τα αναγκαία (για τη ζωή) με τον τίμιο μόχθο τους, τους πρόσφερε στο τέλος κι ένα κριάρι - "... για να μην πάει χαμένο το ξενύχτι σας", όπως πρόσθεσε χαριτολογώντας.
Κι ένας άλλος άνθρωπος από την Τριμυθούντα, πού ήταν καραβοκύρης και χρειαζόταν χρήματα για το εμπόριο του, ήρθε να δανειστεί από τον άγιο. Εκείνος, επειδή μαζί με (όλες) τις άλλες εντολές, τηρούσε κι αύτη πού λέει, «τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφείς» (Ματθ. 5:42), δίνει στον άνθρωπο πρόθυμα ένα μικρό ποσό πού είχε (μαζέψει όχι για τον εαυτό του αλλά )για τις ανάγκες της επισκοπής.
Ό καραβοκύρης το πήρε (κι έφυγε). Το ταξίδι του πήγε καλά. "Όταν ήρθε πίσω με κέρδη, επισκέφθηκε τον άγιο για να του επιστρέψει το χρέος. Κι αυτός, χωρίς να κάνει κανέναν έλεγχο και χωρίς να μετρήσει τον αριθμό (των νομι¬σμάτων), όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι, είπε μόνο στον ίδιο (τον οφειλέτη) να σηκωθεί και να τα βάλει στο κουτί εκείνο, από το οποίο τα είχε πάρει πριν από καιρό. Και τότε μεν, εκτιμώντας την ακεραιότητα και την αθωότητα του δανειστή, έβαλε το χρυσάφι εκεί οπού προστάχθηκε. Και πάλι, οπότε είχε ανάγκη, με την ίδια ευκολία έπαιρνε και με την ίδια εντιμότητα επέστρεφε (τα χρήματα). Αυτό έγινε πολλές φορές, ώσπου κάποτε το πάθος της φιλαργυρίας κυρίεψε τον έμπορο, πού (άρχισε να) φέρεται πια με δολιότητα και πονηρία απέναντι σ' εκείνον πού του έδειξε εμπιστοσύνη, κακοποιώντας έτσι την αλήθεια, βρίσκοντας λοιπόν την ελευθερία εξυπηρετική της κακουργίας, μια φορά έκανε πώς έβαλε στη θέση τους (τα χρυσά νομίσματα), αλλά στην πραγματικότητα δεν άφησε τίποτα στο κουτί. "Άδειο όπως ήταν, το έκλεισε κι έφυγε.
Το χρυσάφι όμως εκείνο το ξόδεψε σε επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. "Όταν λοιπόν βρέθηκε σε ανάγκη, θυμήθηκε πάλι τον προηγούμενο δρόμο και ήρθε στον μεγάλο (Σπυρίδωνα), ζητώντας τα
χρυσά νομίσματα, πού δεν είχε επιστρέψει, σαν να τα είχε επιστρέψει.
Ό άγιος, μολονότι δεν του είχε ξεφύγει ή απάτη, του είπε με πραότητα να πάει στο κουτί, όπως συνήθιζε, και να τα πάρει. Κι εκείνος, σαν να μην είχε κάνει καμιά πράξη απρέπειας και φιλαργυρίας, προχώρησε για να πάρει αυτά πού δήθεν είχε βάλει (στη γνωστή θέση). και αφού άνοιξε το κουτί και το βρήκε άδειο, όπως βέβαια το είχε αφήσει, το είπε στον άγιο, νομίζοντας πώς θα τον ξεγελάσει. Τον άκουσε όμως να του λέει:
- Ψάξε καλύτερα, γιατί, από τότε πού έβαλες εσύ μέσα (τα χρήματα), άλλα χέρια δεν τα έπιασαν.
Ό άλλος προσποιήθηκε πάλι ότι ψάχνει. Επειδή όμως δεν μπορεί να υπάρχει το ανύπαρκτο, είπε κάνοντας τον ανήξερο: Δεν βρίσκω απολύτως τίποτα.
Τότε ο αγαθός και πράος εκείνος άνθρωπος του είπε: -"Αν πραγματικά, αγαπητέ μου, τα είχες βάλει εκεί, θα τα έβρισκες και εύκολα. Αν όμως τώρα ζητάς να πάρεις από μας αυτό πού κατακράτησες, μάθε ότι τον εαυτό σου και όχι εμάς κοροϊδεύεις.
Μόλις τ' άκουσε αυτό, καθώς μάλιστα δεν μπορούσε πια να υποφέρει καθόλου και τον παράλληλο έλεγχο της συνειδήσεως του, έπεσε καταγής, έπιασε τα ιερά πόδια του αγίου και ζητούσε συγγνώμη. Ό άγιος τον συγχώρησε συντομότερα άπ' ο,τι εκείνος του ζήτησε, και τον συμβούλεψε να μην επιθυμεί στο έξης τα ξένα πράγματα ούτε να μολύνει τη συνείδηση του με απάτες και ψέματα.
Γιατί αυτά, πρόσθεσε, κανένα κέρδος δεν αφήνουν, αλλά ζημία καθαρή.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το βίο του αγίου Ευθυμίου του νέου
Κάποιοι ιερόσυλοι τρύπησαν μια νύχτα τους τοίχους του ιερού ναού, οπού ιερουργούσε ο όσιος Ευθύμιος, και άρπαξαν τα ιερά του κειμήλια. Το πρωί, όταν έγινε γνωστό το γεγονός, ή πόλη όλη ξεσηκώθηκε, ζητώντας την εξιχνίαση του εγκλήματος. Επειδή λοιπόν ή είδηση διαδόθηκε παντού, (τελικά) οι κλέφτες πιάστηκαν. Οι πολίτες, πού τους είχαν στα χέρια τους, δεν ήθελαν να τους δείξουν καμιά επιείκεια, ζητούσαν μάλιστα να επιβάλουν σ' εκείνους τους ταλαίπωρους τιμωρίες πρωτάκουστες.
Μόλις λοιπόν ο μέγας (Ευθύμιος) κατάλαβε τι σκέφτονταν, μπήκε στη μέση και είπε:
Δεν είναι καλό, παιδιά μου, να τιμωρηθούν από άλλον τούτοι οι βέβηλοι, αφού είμαι εδώ εγώ, πού άπ' όλους έχω περισσότερο δίκιο ν' αγανακτώ, μια και είμαι εκείνος πού ζημιώθηκε. Θα τους τιμωρήσω ανελέητα, κάνοντας τους ν' αργοπεθαίνουν από την πείνα και τη δίψα.
Τους φάνηκε ότι (ο άγιος) σωστά μίλησε. Έτσι, μόλις ο όχλος διαλύθηκε, πήρε τους κλέφτες στο σπίτι του, τους έκανε φιλόφρονα το τραπέζι, τους έδωσε εφόδια και για το μέλλον, τους έλυσε από τα δεσμά και τους άφησε να πάνε οπού ήθελαν!
Μιαν άλλη νύχτα ήταν πανσέληνος, γι' αυτό και το σκοτάδι, πού σκέπαζε τη γη, δεν ήταν πυκνό. Ό μέγας (Ευθύμιος) μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Θεό και, όπως συνήθιζε, (είχε βγει έξω και) έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς.
Ξάφνου, βλέπει σ' έναν υπαίθριο χώρο δυο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες. Ό ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι και το σάκιαζε, ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω τα σακιά και τα πήγαινε σε μια γωνιά, οπού δεν θα τα έβλεπε κανείς.
Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον όσιο, το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας το σύντροφο του στο λάκκο. Τότε ο θείος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε πώς θα έκανε μεγάλο κακό αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι, και μάλιστα σε μιαν εποχή πού το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο όσο και το χρυσάφι, αποφάσισε να πάρει τη θέση εκείνου πού έφυγε, πηγαίνοντας κοντά σ' αυτόν πού έμεινε (και βοηθώντας τον).
Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι, χωρίς να ξέρει τίποτε άπ' όσα είχαν μεσολαβήσει, ενώ ο άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε.
Όταν πια ο άνθρωπος εκείνος είχε βγάλει αρκετή ποσότητα και θέλησε ν' ανέβει επάνω, ο μέγας (Ευθύμιος σκύβει και) του λέει ψιθυριστά στο αυτί:
Τι, θα φύγουμε και θ' αφήσουμε εκείνα τα τυριά; και του έδειχνε συνάμα με το δάχτυλο τον τόπο!
Ό άλλος, από το φόβο πού τον συνείχε, ούτε τώρα (με την ερώτηση του αγίου) κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Ρωτάει λοιπόν: και που το ξέρεις εσύ αυτό;
Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο να το λέει, απάντησε ο άγιος.
Τότε ο άλλος, αφού έφαγε τον τόπο, όπως λέει ο λόγος, βρήκε τα τυριά, πήρε όσα ήθελε και τα παρέδωσε στον μεγάλο (Ευθύμιο). Έπειτα, πιάνοντας το χέρι πού του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω. και μόλις κατάλαβε ποιος ήταν, έλιωσε άπ' την ντροπή και την τρομάρα.
Παραλυμένος λες από το φόβο, κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του αγίου. Μα εκείνος τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από τη γη, τον αγκάλιασε και του είπε:
Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, νομίζοντας πώς έκανες κάτι τρομερό. Γιατί (τα πράγματα) αυτά είναι δικά σου και του Θεού και αν πήρες κάτι, από τα δικά σου το πήρες και όχι από τα ξένα.
Μα και πάλι, αν θελήσεις, έλα να πάρεις ότι χρειάζεσαι.
Παρηγορημένος άπ' αυτά τα λόγια ο κλέφτης, έφυγε, θαυμάζοντας υπερβολικά τον άγιο για την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του και ανιστορώντας (αργότερα) σε όλους το γεγονός.
Ό άγιος πάλι, λόγω της μεγάλης του αρετής, δεν τα νόμιζε για σπουδαία αυτά, γιατί πίστευε ότι ο αληθινός χριστιανός πρέπει να θεωρεί τα υλικά αγαθά κοινά σε όλους (τους ανθρώπους), και να μην έχει τίποτα δικό του. και αυτό το φρόνημα το γεννούσε μέσα του ή αγάπη και το συντηρούσε ή μακάρια ταπείνωση, πού τον παρακινούσε ν' αποκτά «βαλάντια μη παλαιωμένα» (Λουκ. 12:33).
Κάποιοι ιερόσυλοι τρύπησαν μια νύχτα τους τοίχους του ιερού ναού, οπού ιερουργούσε ο όσιος Ευθύμιος, και άρπαξαν τα ιερά του κειμήλια. Το πρωί, όταν έγινε γνωστό το γεγονός, ή πόλη όλη ξεσηκώθηκε, ζητώντας την εξιχνίαση του εγκλήματος. Επειδή λοιπόν ή είδηση διαδόθηκε παντού, (τελικά) οι κλέφτες πιάστηκαν. Οι πολίτες, πού τους είχαν στα χέρια τους, δεν ήθελαν να τους δείξουν καμιά επιείκεια, ζητούσαν μάλιστα να επιβάλουν σ' εκείνους τους ταλαίπωρους τιμωρίες πρωτάκουστες.
Μόλις λοιπόν ο μέγας (Ευθύμιος) κατάλαβε τι σκέφτονταν, μπήκε στη μέση και είπε:
Δεν είναι καλό, παιδιά μου, να τιμωρηθούν από άλλον τούτοι οι βέβηλοι, αφού είμαι εδώ εγώ, πού άπ' όλους έχω περισσότερο δίκιο ν' αγανακτώ, μια και είμαι εκείνος πού ζημιώθηκε. Θα τους τιμωρήσω ανελέητα, κάνοντας τους ν' αργοπεθαίνουν από την πείνα και τη δίψα.
Τους φάνηκε ότι (ο άγιος) σωστά μίλησε. Έτσι, μόλις ο όχλος διαλύθηκε, πήρε τους κλέφτες στο σπίτι του, τους έκανε φιλόφρονα το τραπέζι, τους έδωσε εφόδια και για το μέλλον, τους έλυσε από τα δεσμά και τους άφησε να πάνε οπού ήθελαν!
Μιαν άλλη νύχτα ήταν πανσέληνος, γι' αυτό και το σκοτάδι, πού σκέπαζε τη γη, δεν ήταν πυκνό. Ό μέγας (Ευθύμιος) μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Θεό και, όπως συνήθιζε, (είχε βγει έξω και) έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς.
Ξάφνου, βλέπει σ' έναν υπαίθριο χώρο δυο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες. Ό ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι και το σάκιαζε, ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω τα σακιά και τα πήγαινε σε μια γωνιά, οπού δεν θα τα έβλεπε κανείς.
Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον όσιο, το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας το σύντροφο του στο λάκκο. Τότε ο θείος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε πώς θα έκανε μεγάλο κακό αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι, και μάλιστα σε μιαν εποχή πού το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο όσο και το χρυσάφι, αποφάσισε να πάρει τη θέση εκείνου πού έφυγε, πηγαίνοντας κοντά σ' αυτόν πού έμεινε (και βοηθώντας τον).
Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι, χωρίς να ξέρει τίποτε άπ' όσα είχαν μεσολαβήσει, ενώ ο άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε.
Όταν πια ο άνθρωπος εκείνος είχε βγάλει αρκετή ποσότητα και θέλησε ν' ανέβει επάνω, ο μέγας (Ευθύμιος σκύβει και) του λέει ψιθυριστά στο αυτί:
Τι, θα φύγουμε και θ' αφήσουμε εκείνα τα τυριά; και του έδειχνε συνάμα με το δάχτυλο τον τόπο!
Ό άλλος, από το φόβο πού τον συνείχε, ούτε τώρα (με την ερώτηση του αγίου) κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Ρωτάει λοιπόν: και που το ξέρεις εσύ αυτό;
Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο να το λέει, απάντησε ο άγιος.
Τότε ο άλλος, αφού έφαγε τον τόπο, όπως λέει ο λόγος, βρήκε τα τυριά, πήρε όσα ήθελε και τα παρέδωσε στον μεγάλο (Ευθύμιο). Έπειτα, πιάνοντας το χέρι πού του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω. και μόλις κατάλαβε ποιος ήταν, έλιωσε άπ' την ντροπή και την τρομάρα.
Παραλυμένος λες από το φόβο, κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του αγίου. Μα εκείνος τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από τη γη, τον αγκάλιασε και του είπε:
Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, νομίζοντας πώς έκανες κάτι τρομερό. Γιατί (τα πράγματα) αυτά είναι δικά σου και του Θεού και αν πήρες κάτι, από τα δικά σου το πήρες και όχι από τα ξένα.
Μα και πάλι, αν θελήσεις, έλα να πάρεις ότι χρειάζεσαι.
Παρηγορημένος άπ' αυτά τα λόγια ο κλέφτης, έφυγε, θαυμάζοντας υπερβολικά τον άγιο για την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του και ανιστορώντας (αργότερα) σε όλους το γεγονός.
Ό άγιος πάλι, λόγω της μεγάλης του αρετής, δεν τα νόμιζε για σπουδαία αυτά, γιατί πίστευε ότι ο αληθινός χριστιανός πρέπει να θεωρεί τα υλικά αγαθά κοινά σε όλους (τους ανθρώπους), και να μην έχει τίποτα δικό του. και αυτό το φρόνημα το γεννούσε μέσα του ή αγάπη και το συντηρούσε ή μακάρια ταπείνωση, πού τον παρακινούσε ν' αποκτά «βαλάντια μη παλαιωμένα» (Λουκ. 12:33).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.