Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το Γεροντικό
Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Ποιμένα:
Τι σημαίνει το να οργιστεί κανείς χωρίς λόγο εναντίον του αδελφοί) του (Ματθ. 5:22); Και αποκρίθηκε ο γέροντας:
Αν οργιστείς για οποιαδήποτε πλεονεξία του αδελφού σου
σε βάρος σου, χωρίς λόγο οργίζεσαι. Κι αν ακόμα σου βγάλει το δεξί σου μάτι ή κόψει το δεξί σου χέρι, δεν πρέπει να οργιστείς εναντίον του. Μόνο αν σε χωρίσει από το Θεό, τότε να οργιστείς.
Ένας γέροντας είπε:
- Εκείνος πού αδικείται εκούσια και συγχωρεί τον πλησίον του, μοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος πού δεν αδικεί μήτε αδικείται, μοιάζει με τον Αδάμ. και εκείνος πού αδικεί ή ζητάει τόκους ή κάνει οποιοδήποτε κακό, μοιάζει με το διάβολο.
Διηγούνταν για τον άββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο πού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα, γιατί ήταν σ' αυτό γραμμένη ολόκληρη ή Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Το είχε βάλει στην εκκλησία, για να το διαβάζει οποίος αδελφός ήθελε.
Κάποτε επισκέφθηκε το γέροντα ένας ξενομερίτης αδελφός, πού είδε το βιβλίο και το ζήλεψε. Το έκλεψε λοιπόν κι έφυγε. Και ο γέροντας, μολονότι κατάλαβε αυτό πού έκανε (ο επισκέπτης του), δεν έτρεξε πίσω του (για να τον πιάσει).
Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και ζητούσε να το πουλήσει.
Βρήκε κάποιον πού ήθελε να το αγοράσει, και του ζητούσε δέκα
έξι νομίσματα.
Δώσε μου το πρώτα να το εξετάσω, και μετά θα σου δώσω αυτό το ποσό, του είπε ο υποψήφιος αγοραστής.
Του έδωσε λοιπόν το βιβλίο, και εκείνος το έφερε στον αββά Γελάσιο να το εξετάσει, λέγοντας του και την τιμή πού του είπε ο πωλητής.
Ό γέροντας, κάνοντας πώς δεν αναγνωρίζει το βιβλίο, το εξέτασε προσεκτικά και είπε στον άνθρωπο:
Αγόρασε το. Είναι καλό και αξίζει την τιμή πού σου είπε.
Εκείνος όμως, όταν γύρισε πίσω στον πωλητή, του τα είπε αλλιώς, όχι όπως τον είχε ορμηνέψει ο γέροντας:
- Κοίταξε, έδειξα το βιβλίο στον αββά Γελάσιο, και λέει ότι
ζητάς πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
Μόλις τ' άκουσε ο αδελφός, τον ρώτησε: Τίποτα άλλο δεν σου είπε ο γέροντας; Όχι, απάντησε ο άνθρωπος. •
Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη από την ανεξικακία του γέροντα, και είπε στον άνθρωπο: Δεν θέλω πια να πουλήσω το βιβλίο.
Το πήρε και πήγε στο γέροντα μετανοημένος, παρακαλώντας τον να το δεχθεί πίσω. Ό γέροντας όμως δεν ήθελε να το πάρει.
Αν δεν το πάρεις, δεν θα ησυχάσω, του είπε ο αδελφός.
Αν δεν πρόκειται να ησυχάσεις, τότε το δέχομαι, αποκρίθηκε ο γέροντας.. Και έμεινε ο αδελφός εκείνος κοντά του ως το τέλος της ζωής του, αποκομίζοντας ωφέλεια από την (πνευματική) του εργασία.
Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Ποιμένα:
Τι σημαίνει το να οργιστεί κανείς χωρίς λόγο εναντίον του αδελφοί) του (Ματθ. 5:22); Και αποκρίθηκε ο γέροντας:
Αν οργιστείς για οποιαδήποτε πλεονεξία του αδελφού σου
σε βάρος σου, χωρίς λόγο οργίζεσαι. Κι αν ακόμα σου βγάλει το δεξί σου μάτι ή κόψει το δεξί σου χέρι, δεν πρέπει να οργιστείς εναντίον του. Μόνο αν σε χωρίσει από το Θεό, τότε να οργιστείς.
Ένας γέροντας είπε:
- Εκείνος πού αδικείται εκούσια και συγχωρεί τον πλησίον του, μοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος πού δεν αδικεί μήτε αδικείται, μοιάζει με τον Αδάμ. και εκείνος πού αδικεί ή ζητάει τόκους ή κάνει οποιοδήποτε κακό, μοιάζει με το διάβολο.
Διηγούνταν για τον άββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο πού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα, γιατί ήταν σ' αυτό γραμμένη ολόκληρη ή Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Το είχε βάλει στην εκκλησία, για να το διαβάζει οποίος αδελφός ήθελε.
Κάποτε επισκέφθηκε το γέροντα ένας ξενομερίτης αδελφός, πού είδε το βιβλίο και το ζήλεψε. Το έκλεψε λοιπόν κι έφυγε. Και ο γέροντας, μολονότι κατάλαβε αυτό πού έκανε (ο επισκέπτης του), δεν έτρεξε πίσω του (για να τον πιάσει).
Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και ζητούσε να το πουλήσει.
Βρήκε κάποιον πού ήθελε να το αγοράσει, και του ζητούσε δέκα
έξι νομίσματα.
Δώσε μου το πρώτα να το εξετάσω, και μετά θα σου δώσω αυτό το ποσό, του είπε ο υποψήφιος αγοραστής.
Του έδωσε λοιπόν το βιβλίο, και εκείνος το έφερε στον αββά Γελάσιο να το εξετάσει, λέγοντας του και την τιμή πού του είπε ο πωλητής.
Ό γέροντας, κάνοντας πώς δεν αναγνωρίζει το βιβλίο, το εξέτασε προσεκτικά και είπε στον άνθρωπο:
Αγόρασε το. Είναι καλό και αξίζει την τιμή πού σου είπε.
Εκείνος όμως, όταν γύρισε πίσω στον πωλητή, του τα είπε αλλιώς, όχι όπως τον είχε ορμηνέψει ο γέροντας:
- Κοίταξε, έδειξα το βιβλίο στον αββά Γελάσιο, και λέει ότι
ζητάς πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
Μόλις τ' άκουσε ο αδελφός, τον ρώτησε: Τίποτα άλλο δεν σου είπε ο γέροντας; Όχι, απάντησε ο άνθρωπος. •
Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη από την ανεξικακία του γέροντα, και είπε στον άνθρωπο: Δεν θέλω πια να πουλήσω το βιβλίο.
Το πήρε και πήγε στο γέροντα μετανοημένος, παρακαλώντας τον να το δεχθεί πίσω. Ό γέροντας όμως δεν ήθελε να το πάρει.
Αν δεν το πάρεις, δεν θα ησυχάσω, του είπε ο αδελφός.
Αν δεν πρόκειται να ησυχάσεις, τότε το δέχομαι, αποκρίθηκε ο γέροντας.. Και έμεινε ο αδελφός εκείνος κοντά του ως το τέλος της ζωής του, αποκομίζοντας ωφέλεια από την (πνευματική) του εργασία.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Επιτέθηκαν κάποτε στον αββά Θεόδωρο τρεις ληστές. Οι δυο τον κρατούσαν και ο ένας κουβαλούσε έξω τα πράγματα του. Αφού λοιπόν τα έβγαλε όλα, ακόμα και τα βιβλία, θέλησε να πάρει και το ράσο, πού ο γέροντας φορούσε στην εκκλησία.
- Αυτό να το αφήσετε, τους είπε.
Εκείνοι όμως δεν του έδωσαν σημασία.
Τότε ο γέροντας, με μια κίνηση των χεριών, έριξε κάτω και
τους δυο (ληστές, πού τον κρατούσαν)!
Μόλις το είδαν αυτό, φοβήθηκαν.
Μη φοβάστε! τους καθησύχασε ο γέροντας. Μοιράστε τα πράγματα σε τέσσερα μέρη, και πάρτε τα τρία.
Το ένα όμως να το αφήσετε.
Κι αυτό το είπε για να πάρει το μερίδιο του, δηλαδή το ράσο πού φορούσε στις (λατρευτικές) συνάξεις.
Μια μέρα πού γύριζε στο κελί του ο άββάς Μακάριος, βρήκε έναν άνθρωπο να κλέβει τα πράγματα του, έχοντας μαζί του και υποζύγιο. Τότε κι εκείνος, σαν να ήταν ξένος, βοήθησε τον κλέφτη και φόρτωνε μαζί του το ζώο! Τον ξεπροβόδισε μάλιστα με πολλή ηρεμία, λέγοντας:
- Τίποτα δεν φέραμε σ' αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό και τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Ό Κύριος μας τα έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι κι έγινε. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος για όλα (πρβλ. Ιώβ 1:21)!
Σ έναν τόπο, οπού κατοικούσαν δυο μοναχοί, ήρθε κάποιος γέροντας για να τους δοκιμάσει. Άρπαξε λοιπόν ένα ραβδί και άρχισε να καταστρέφει τα λάχανα (στον κήπο) του ενός. Μόλις τον είδε ο αδελφός, κρύφτηκε, ώσπου (ο γέροντας) τα κατέστρεψε όλα. Κι όταν απέμεινε μια ρίζα μόνο, (φανερώθηκε και) του είπε:
Άββά, αν θέλεις, άφησε το αυτό (το λάχανο), για να το μαγειρέψω και να το φάμε μαζί.
Τότε ο γέροντας έβαλε μετάνοια στον αδελφό και του είπε:
Χάρη στην ανεξικακία σου, το Πνεύμα το Άγιο έχει αναπαυθεί επάνω σου, αδελφέ.
- Αυτό να το αφήσετε, τους είπε.
Εκείνοι όμως δεν του έδωσαν σημασία.
Τότε ο γέροντας, με μια κίνηση των χεριών, έριξε κάτω και
τους δυο (ληστές, πού τον κρατούσαν)!
Μόλις το είδαν αυτό, φοβήθηκαν.
Μη φοβάστε! τους καθησύχασε ο γέροντας. Μοιράστε τα πράγματα σε τέσσερα μέρη, και πάρτε τα τρία.
Το ένα όμως να το αφήσετε.
Κι αυτό το είπε για να πάρει το μερίδιο του, δηλαδή το ράσο πού φορούσε στις (λατρευτικές) συνάξεις.
Μια μέρα πού γύριζε στο κελί του ο άββάς Μακάριος, βρήκε έναν άνθρωπο να κλέβει τα πράγματα του, έχοντας μαζί του και υποζύγιο. Τότε κι εκείνος, σαν να ήταν ξένος, βοήθησε τον κλέφτη και φόρτωνε μαζί του το ζώο! Τον ξεπροβόδισε μάλιστα με πολλή ηρεμία, λέγοντας:
- Τίποτα δεν φέραμε σ' αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό και τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Ό Κύριος μας τα έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι κι έγινε. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος για όλα (πρβλ. Ιώβ 1:21)!
Σ έναν τόπο, οπού κατοικούσαν δυο μοναχοί, ήρθε κάποιος γέροντας για να τους δοκιμάσει. Άρπαξε λοιπόν ένα ραβδί και άρχισε να καταστρέφει τα λάχανα (στον κήπο) του ενός. Μόλις τον είδε ο αδελφός, κρύφτηκε, ώσπου (ο γέροντας) τα κατέστρεψε όλα. Κι όταν απέμεινε μια ρίζα μόνο, (φανερώθηκε και) του είπε:
Άββά, αν θέλεις, άφησε το αυτό (το λάχανο), για να το μαγειρέψω και να το φάμε μαζί.
Τότε ο γέροντας έβαλε μετάνοια στον αδελφό και του είπε:
Χάρη στην ανεξικακία σου, το Πνεύμα το Άγιο έχει αναπαυθεί επάνω σου, αδελφέ.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΣ ΩΦΕΛΟΥΝ ΠΟΛΥ. ΕΠΙΣΕΙΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ.
Από το μαρτύριο του αγίου Μήνα του καλλικέλαδου
Ο ΑΓΙΟΣ Μηνάς μίλησε με πολύ θάρρος για τη δύναμη του Χρίστου στον έπαρχο Ερμογένη, πού καθόταν τότε στο βήμα σαν δικαστής και τιμωρός του. Τον διαβεβαίωνε, ότι μπορεί να κατορθώσει με την επίκληση του ονόματος Του τα πάντα, και αρρώστιες σοβαρές και παθήσεις ανίατες να θεραπεύσει, μα και τ' άλλα, όσα μόνο ο Θεός μπορεί. Σαν μάρτυρα μάλιστα όσων έλεγε, πρότεινε το λαό πού βρισκόταν εκεί.
Τότε ο έπαρχος του λέει:
Αυτή τη στιγμή θ' αποδείξω, ότι λες ανοησίες και καυχιέσαι μάταια. Γιατί σαν θα κόψω ή θα κάψω κάποιο από τα μέλη σου, κι εσύ, πού προσκυνάς το Χριστό, δεν θα μπορέσεις να το αποκαταστήσεις, πώς θα μας πείσεις, ότι στ' αλήθεια μπορείς να δώσεις σε άλλους αυτά πού δεν έχεις τη δύναμη να προσφέρεις στον εαυτό σου;
Εύχομαι, έπαρχε, απάντησε ο άγιος, να δοκιμάσεις σε μένα τη
δύναμη του Χρίστου. Γιατί έχω την πεποίθηση, ότι θα εγκαταλείψεις αμέσως το τωρινό σου αξίωμα και θα γίνεις κι εσύ ένας άπ' αυτούς πού αναγνωρίζουν σαν αρχηγό τους το Χριστό!
Τότε λοιπόν ο έπαρχος, ζητώντας από τη μια να ικανοποιήσει την οργή του, αλλά και ελπίζοντας από την άλλη ν' αποδείξει μπροστά σε όλους πώς ήταν ψέματα όσα είχε πει ο άγιος, προστάζει να γδάρουν με μαχαίρια ολόκληρη τη σάρκα του πέλματος των ποδιών του, οπού στηρίζονται οι δυο βάσεις (του σώματος)• κι έτσι να στέκεται πάνω σε γυμνά κόκαλα όταν θα του έκαναν ερωτήσεις για τους θεούς, ώστε από τους φοβερούς πόνους, πού θα του τρυπούσαν την καρδιά, να δυσκολεύεται στις αποκρίσεις και τους συλλο¬γισμούς. Καθώς λοιπόν του έσκιζαν ανελέητα τη σάρκα με τα μαχαίρια, καθώς του έσπαζαν τη φλέβα πού υπάρχει εκεί, καθώς του έκοβαν τα νεύρα πού του εξασφάλιζαν την κίνηση, ο άγιος αναστέναζε για λίγη ώρα σαν να υποχωρούσε τότε ή θεία χάρη για να δοκιμάσει τον αθλητή, αλλά και για να του δώσει αφορμές στεφανιών, μια και τα στεφάνια είναι οπωσδήποτε καρποί των αγώνων - έκα¬νε όμως υπομονή στους πόνους.
Μόλις σταμάτησαν πάντως να τον βασανίζουν, αμέσως πετά¬χτηκε όρθιος και στάθηκε πάνω στα κόκαλα μόνο (των πελμάτων
του), ψάλλοντας:
- «Ό πους μου εστη εν εύθύτητι• εν έκκλησίαις ευλογήσω σε,
Κύριε» (Ψαλμ. 25:12).
Ολόγυρα άπ' τα πόδια του έτρεχε ποτάμι το αίμα, αλλά το πρόσωπο του έλαμπε και ή ψυχή του ήταν αδείλιαστη μπροστά στους κινδύνους.
Παρευθύς οι θεατές τον χειροκρότησαν σαν νικητή. και ο έπαρχος, θέλοντας και το ντρόπιασμα να γλιτώσει αλλά συνάμα και τον αντίπαλο του ν' αφοπλίσει και ν' αχρηστέψει, για να τον καταβάλει έτσι εύκολα, προστάζει αμέσως να κοπεί ή γλώσσα του μάρτυρα από τη ρίζα της.
και τις κόρες των ματιών μου αν αποσβήσεις, είπε ο άγιος,
ούτε και τότε θα σκοντάψω. «Λύχνος γαρ τοις ποσί μου ο νόμος τον
Χρίστου» (πρβλ. Ψαλμ. 118:105). Θαρρετά όμως σου το λέω, πώς αν
εγώ χάσω τη γλώσσα μου, τότε εσύ θ' αποκτήσεις γλώσσα λαμπρόφωνη, πού θα ψάλλει τα μεγαλεία του Χρίστου!
και τούτο έγινε (πραγματικά) αργότερα, όπως το προείπε ο άγιος.
Αφού λοιπόν αξιώθηκε από το Χριστό ν' απολαύσει πάλι, για να το πω έτσι, και τα πόδια και τα μάτια και τη γλώσσα του, και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα στο στάδιο σωματικά ακέραιος, έκανε και τον ίδιο τον έπαρχο να πιστέψει και να τον συντροφέψει στο μαρτύριο.
Από το μαρτύριο του αγίου Μήνα του καλλικέλαδου
Ο ΑΓΙΟΣ Μηνάς μίλησε με πολύ θάρρος για τη δύναμη του Χρίστου στον έπαρχο Ερμογένη, πού καθόταν τότε στο βήμα σαν δικαστής και τιμωρός του. Τον διαβεβαίωνε, ότι μπορεί να κατορθώσει με την επίκληση του ονόματος Του τα πάντα, και αρρώστιες σοβαρές και παθήσεις ανίατες να θεραπεύσει, μα και τ' άλλα, όσα μόνο ο Θεός μπορεί. Σαν μάρτυρα μάλιστα όσων έλεγε, πρότεινε το λαό πού βρισκόταν εκεί.
Τότε ο έπαρχος του λέει:
Αυτή τη στιγμή θ' αποδείξω, ότι λες ανοησίες και καυχιέσαι μάταια. Γιατί σαν θα κόψω ή θα κάψω κάποιο από τα μέλη σου, κι εσύ, πού προσκυνάς το Χριστό, δεν θα μπορέσεις να το αποκαταστήσεις, πώς θα μας πείσεις, ότι στ' αλήθεια μπορείς να δώσεις σε άλλους αυτά πού δεν έχεις τη δύναμη να προσφέρεις στον εαυτό σου;
Εύχομαι, έπαρχε, απάντησε ο άγιος, να δοκιμάσεις σε μένα τη
δύναμη του Χρίστου. Γιατί έχω την πεποίθηση, ότι θα εγκαταλείψεις αμέσως το τωρινό σου αξίωμα και θα γίνεις κι εσύ ένας άπ' αυτούς πού αναγνωρίζουν σαν αρχηγό τους το Χριστό!
Τότε λοιπόν ο έπαρχος, ζητώντας από τη μια να ικανοποιήσει την οργή του, αλλά και ελπίζοντας από την άλλη ν' αποδείξει μπροστά σε όλους πώς ήταν ψέματα όσα είχε πει ο άγιος, προστάζει να γδάρουν με μαχαίρια ολόκληρη τη σάρκα του πέλματος των ποδιών του, οπού στηρίζονται οι δυο βάσεις (του σώματος)• κι έτσι να στέκεται πάνω σε γυμνά κόκαλα όταν θα του έκαναν ερωτήσεις για τους θεούς, ώστε από τους φοβερούς πόνους, πού θα του τρυπούσαν την καρδιά, να δυσκολεύεται στις αποκρίσεις και τους συλλο¬γισμούς. Καθώς λοιπόν του έσκιζαν ανελέητα τη σάρκα με τα μαχαίρια, καθώς του έσπαζαν τη φλέβα πού υπάρχει εκεί, καθώς του έκοβαν τα νεύρα πού του εξασφάλιζαν την κίνηση, ο άγιος αναστέναζε για λίγη ώρα σαν να υποχωρούσε τότε ή θεία χάρη για να δοκιμάσει τον αθλητή, αλλά και για να του δώσει αφορμές στεφανιών, μια και τα στεφάνια είναι οπωσδήποτε καρποί των αγώνων - έκα¬νε όμως υπομονή στους πόνους.
Μόλις σταμάτησαν πάντως να τον βασανίζουν, αμέσως πετά¬χτηκε όρθιος και στάθηκε πάνω στα κόκαλα μόνο (των πελμάτων
του), ψάλλοντας:
- «Ό πους μου εστη εν εύθύτητι• εν έκκλησίαις ευλογήσω σε,
Κύριε» (Ψαλμ. 25:12).
Ολόγυρα άπ' τα πόδια του έτρεχε ποτάμι το αίμα, αλλά το πρόσωπο του έλαμπε και ή ψυχή του ήταν αδείλιαστη μπροστά στους κινδύνους.
Παρευθύς οι θεατές τον χειροκρότησαν σαν νικητή. και ο έπαρχος, θέλοντας και το ντρόπιασμα να γλιτώσει αλλά συνάμα και τον αντίπαλο του ν' αφοπλίσει και ν' αχρηστέψει, για να τον καταβάλει έτσι εύκολα, προστάζει αμέσως να κοπεί ή γλώσσα του μάρτυρα από τη ρίζα της.
και τις κόρες των ματιών μου αν αποσβήσεις, είπε ο άγιος,
ούτε και τότε θα σκοντάψω. «Λύχνος γαρ τοις ποσί μου ο νόμος τον
Χρίστου» (πρβλ. Ψαλμ. 118:105). Θαρρετά όμως σου το λέω, πώς αν
εγώ χάσω τη γλώσσα μου, τότε εσύ θ' αποκτήσεις γλώσσα λαμπρόφωνη, πού θα ψάλλει τα μεγαλεία του Χρίστου!
και τούτο έγινε (πραγματικά) αργότερα, όπως το προείπε ο άγιος.
Αφού λοιπόν αξιώθηκε από το Χριστό ν' απολαύσει πάλι, για να το πω έτσι, και τα πόδια και τα μάτια και τη γλώσσα του, και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα στο στάδιο σωματικά ακέραιος, έκανε και τον ίδιο τον έπαρχο να πιστέψει και να τον συντροφέψει στο μαρτύριο.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΛΕ .
Από το μαρτύριο του αγίου Λογγίνου του εκατόνταρχου
Μόλις ο Πιλάτος πήρε από τον Καίσαρα (Τιβέριο) γράμμα, πού όριζε την καταδίκη σε θάνατο του Λογγίνου για την πίστη του στο Χριστό, αμέσως το δίνει, όπως ήταν, στους Ιουδαίους, και στέλνει, για τη θανάτωση του αγίου, ανθρώπους, πού ήταν πρόθυμοι (να κάνουν μια τέτοια πράξη).
Εκείνοι λοιπόν, Αφού έφτασαν στην Καππαδοκία και έμαθαν ότι ο Λογγίνος ζει ασκητικά σε κάποιο πατρικό του κτήμα, πηγαίνουν αμέσως εκεί και πιάνουν κουβέντα μαζί του, χωρίς να ξέρουν πώς είναι εκείνος, για τον όποιο σε τόσους κόπους μπήκαν και τσο δρόμο έκαναν. Γι' αυτό ρωτούσαν και τον ίδιο, ποιος ήταν ο Λογγίνος και ποιος ο αγρός οπού έμενε. Επειδή λοιπόν, την ώρα εκείνη, το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε τα πάντα στο Λογγίνο, (ο άγιος) στράφηκε ήρεμα προς το μέρος τους, και τους λέει με φωνή όλο πραότητα και καλοσύνη:
Ακολουθήστε με, και θα σας δείξω εγώ αυτόν πού ζητάτε.
Τότε λοιπόν ο μακάριος, νιώθοντας λες ευφροσύνη και απολαμβάνοντας από τώρα τη μελλοντική ηδονή και κάνοντας δεκτό με χαρά τον μαρτυρικό θάνατο πριν ακόμα μαρτυρήσει, άρχισε να μονολογεί:
«Ως ωραίοι οι πόδες των εναγγελιζομένων τα αγαθά!» (Ρωμ. 10:15. Πρβλ. Ήσ. 52:7). Τώρα θα δω ανοιγμένους τους ουρανούς! Τώρα θα γνωρίσω τη δόξα του Πατρός! Τώρα θ' ανέβω πανευφρόσυνα, με νικητήριες επευφημίες και ένδοξα τρόπαια, στην άνω Ιερουσαλήμ, την πατρίδα των αγγέλων και τη μητρόπολη της χορείας των "Αγίων Πάντων. Τώρα βγάζω από πάνω μου τον χωμάτινο χιτώνα και αφήνω τα πολυστέναχτα δεσμά της σάρκας. Τώρα ξεντύνομαι τη φθορά και ντύνομαι με χαρά την αφθαρσία. Φεύγω από την πρόσκαιρη ζωή και τις φουρτούνες της, με τα μεγάλα κύματα και τα φοβερά ναυάγια, και φτάνω στο αληθινό και μοναδικό λιμάνι, οπού θα 6ρώ την άλυπη και αιώνια ζωή. Να χαίρεσαι, ψυχή μου, τώρα πού φεύγεις για τον Πλάστη σου! "Ας λάμψει από χαρά το πρόσωπο σου αυτό ζητάει τώρα ή περίσταση! Κι εκείνους πού θα σου χαρίσουν τόσα αγαθά, να τους υποδεχθείς φιλόφρονα, Λογγίνε! Να προσφέρεις πλούσιο γεύμα σ' αυτούς, πού σε καλούν στο Βασιλικό Δείπνο!
Μετά άπ' αυτόν το μονόλογο, ο Λογγίνος οδηγεί τους επισκέπτες του στο σπίτι του. και αφού τους φιλοξένησε πλουσιοπάροχα, αρχίζει μετά το δείπνο να τους ρωτάει πάλι για ποιο λόγο είχαν έρθει και γιατί αναζητούσαν τόσο επίμονα το Λογγίνο. Κι εκείνοι, αφού πρώτα τον όρκισαν να μη φανερώσει σε κανένα το μυστικό,
του λένε τι έγραψε ο Καίσαρας στον Πιλάτο, και ότι ήρθαν για ν' αποκεφαλίσουν το Λογγίνο μαζί με δύο στρατιώτες.
Όταν ο άγιος έμαθε και το ποίοι ήταν οι άλλοι δύο πού θα θανατώνονταν μαζί του - εκείνοι δηλαδή πού προτίμησαν (ν' ακολουθήσουν) το Χριστό παρά να γίνουν πληρωμένα όργανα των Ιουδαίων - και επειδή πριν από λίγο είχαν φύγει, ειδοποίησε να έρθουν πάλι γρήγορα πίσω, για ν' απολαύσουν μαζί του τα μοναδικά αγαθά.
Έτσι λοιπόν, αφού φιλοξένησε τους απεσταλμένους του Πιλάτου μία και δεύτερη μέρα, την τρίτη τους πήρε μαζί του σ' έναν αγρό, περιμένοντας εκείνους πού κάλεσε. και σαν έμαθε πώς έφταναν, λέει παρευθύς στους ανθρώπους του Πιλάτου:
Εγώ είμαι ο Λογγίνος πού ζητάτε!
Στην αρχή δυσπιστούσαν. Γιατί πώς να πιστέψουν ότι αυτός είναι ο μελλοθάνατος, όταν τον έβλεπαν ν' αντιμετωπίζει με τόση χαρά τον κίνδυνο;
Μόλις όμως βεβαιώθηκαν πια πώς είναι εκείνος και δεν τους έμενε καμιά αμφιβολία, το πήραν βαριά. Τους έπνιξαν οι τύψεις της συνειδήσεως.
Ω κακότυχο δείπνο! έλεγαν. Ω πικρή φιλοξενία! Πώς έκανες, φίλε Λογγίνε, τέτοιο πράγμα; Γιατί το σπίτι σου δέχθηκε εκείνους πού ήρθαν να σε θανατώσουν; Θάνατος σου γίνεται αύτη ή φιλοξενία! Τον εαυτό σου θα προσφέρεις σαν επιδόρπιο στο τρα-πέζι! Ληστές σου βγήκαν οι φιλοξενούμενοι σου τι παράδοξο! τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις, για να δώσεις τόση λύπη σ' εκείνους πού ήρθαν να πραγματοποιήσουν τη σφαγή σου; Φύγε λοι¬πόν, παίρνοντας σαν ανταμοιβή της φιλοξενίας σου τη λύτρωση άπ' το θάνατο. Δεν αντέχουμε να βάλουμε πάνω σου το ξίφος. Κοκκινίζουμε, (καθώς αναλογιζόμαστε) το πλούσιο τραπέζι(πού μας παρέθεσες). Ντρεπόμαστε αυτόν πού με τόση φροντίδα μας φιλοξένησε. Το χέρι παραλύει μπροστά στο φόνο. Ό νους δεν μπορεί να σκεφτεί του ευεργέτη το θάνατο. Προτιμότερος είναι ο κίνδυνος (της τιμωρίας μας) από τον Πιλάτο παρά ο έλεγχος της συνειδήσεως. Είμαστε έτοιμοι όλα να τα υποφέρουμε, παρά να πληρώσουμε με τέτοιο νόμισμα το Λογγίνο.
Αυτά έλεγαν με πολλή θλίψη οι στρατιώτες στο μάρτυρα του Χρίστου. Δεν μπορούσαν όμως να πείσουν το Λογγίνο. Ό αληθινά γενναίος τους απάντησε με γενναιότητα:
- Γιατί, αγαπητοί μου, δείχνετε φθόνο για τα μεγάλα αγαθά(πού με περιμένουν); Γιατί μοιρολογάτε με τόσο πόνο για το θάνατο μου; Δεν είναι για μένα θάνατος αυτός εδώ, αλλά ζωής απαρχή. Θάνατος στ' αλήθεια είναι για μένα μάλλον ή παραμονή εδώ στη γη, γιατί δεν βρίσκομαι κοντά στον Κύριο μου και δεν απολαμβάνω την ουράνια μακαριότητα. Το τέλος θα μου φέρει τέλος των κακών και όχι τέλος της ζωής. Απεναντίας, θα με μεταφέρει στην πραγματικά αιώνια ζωή.
Την ώρα πού μιλούσε ο Λογγίνος, λέγοντας αυτά και άλλα περισσότερα και προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους του Πιλά¬του να κάνουν ότι είχαν διαταχθεί, καταφθάνουν και οι στρατιώτες, πού είχαν καταδικαστεί μαζί του σε θάνατο. Καθώς τους είδε, το πρόσωπο του φωτίστηκε. Απλώνει το δεξί του χέρι και το τυλίγει γύρω άπ' τον τράχηλο τους. Έπειτα φιλάει με στοργή τα μάτια τους και τους λέει:
Χαίρετε, στρατιώτες του Χρίστου και κληρονόμοι της βασιλείας Του! Είναι κιόλας ανοιγμένη για μας ή πύλη του ουρανού. Οι άγγελοι περιμένουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις οδηγήσουν κοντά στον μονογενή Υιό (του Θεού). Γι' αυτό λοιπόν - στράφηκε τώρα στους απεσταλμένους - κάντε αυτό πού προσταχθήκατε!
Ύστερα φόρεσε καθαρά ρούχα, πού του έφεραν από το σπίτι -λες και τον είχαν καλέσει σε γάμο, και βιαζόταν να πάει! γονάτισε μαζί με τους συντρόφους του και τελείωσε μ' αυτούς τον αγώνα... Ω, τι μακάριο τέλος! Αποκεφαλίστηκαν και κατατάχθηκαν στη χορεία των αγίων μαρτύρων.
Από το μαρτύριο του αγίου Λογγίνου του εκατόνταρχου
Μόλις ο Πιλάτος πήρε από τον Καίσαρα (Τιβέριο) γράμμα, πού όριζε την καταδίκη σε θάνατο του Λογγίνου για την πίστη του στο Χριστό, αμέσως το δίνει, όπως ήταν, στους Ιουδαίους, και στέλνει, για τη θανάτωση του αγίου, ανθρώπους, πού ήταν πρόθυμοι (να κάνουν μια τέτοια πράξη).
Εκείνοι λοιπόν, Αφού έφτασαν στην Καππαδοκία και έμαθαν ότι ο Λογγίνος ζει ασκητικά σε κάποιο πατρικό του κτήμα, πηγαίνουν αμέσως εκεί και πιάνουν κουβέντα μαζί του, χωρίς να ξέρουν πώς είναι εκείνος, για τον όποιο σε τόσους κόπους μπήκαν και τσο δρόμο έκαναν. Γι' αυτό ρωτούσαν και τον ίδιο, ποιος ήταν ο Λογγίνος και ποιος ο αγρός οπού έμενε. Επειδή λοιπόν, την ώρα εκείνη, το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε τα πάντα στο Λογγίνο, (ο άγιος) στράφηκε ήρεμα προς το μέρος τους, και τους λέει με φωνή όλο πραότητα και καλοσύνη:
Ακολουθήστε με, και θα σας δείξω εγώ αυτόν πού ζητάτε.
Τότε λοιπόν ο μακάριος, νιώθοντας λες ευφροσύνη και απολαμβάνοντας από τώρα τη μελλοντική ηδονή και κάνοντας δεκτό με χαρά τον μαρτυρικό θάνατο πριν ακόμα μαρτυρήσει, άρχισε να μονολογεί:
«Ως ωραίοι οι πόδες των εναγγελιζομένων τα αγαθά!» (Ρωμ. 10:15. Πρβλ. Ήσ. 52:7). Τώρα θα δω ανοιγμένους τους ουρανούς! Τώρα θα γνωρίσω τη δόξα του Πατρός! Τώρα θ' ανέβω πανευφρόσυνα, με νικητήριες επευφημίες και ένδοξα τρόπαια, στην άνω Ιερουσαλήμ, την πατρίδα των αγγέλων και τη μητρόπολη της χορείας των "Αγίων Πάντων. Τώρα βγάζω από πάνω μου τον χωμάτινο χιτώνα και αφήνω τα πολυστέναχτα δεσμά της σάρκας. Τώρα ξεντύνομαι τη φθορά και ντύνομαι με χαρά την αφθαρσία. Φεύγω από την πρόσκαιρη ζωή και τις φουρτούνες της, με τα μεγάλα κύματα και τα φοβερά ναυάγια, και φτάνω στο αληθινό και μοναδικό λιμάνι, οπού θα 6ρώ την άλυπη και αιώνια ζωή. Να χαίρεσαι, ψυχή μου, τώρα πού φεύγεις για τον Πλάστη σου! "Ας λάμψει από χαρά το πρόσωπο σου αυτό ζητάει τώρα ή περίσταση! Κι εκείνους πού θα σου χαρίσουν τόσα αγαθά, να τους υποδεχθείς φιλόφρονα, Λογγίνε! Να προσφέρεις πλούσιο γεύμα σ' αυτούς, πού σε καλούν στο Βασιλικό Δείπνο!
Μετά άπ' αυτόν το μονόλογο, ο Λογγίνος οδηγεί τους επισκέπτες του στο σπίτι του. και αφού τους φιλοξένησε πλουσιοπάροχα, αρχίζει μετά το δείπνο να τους ρωτάει πάλι για ποιο λόγο είχαν έρθει και γιατί αναζητούσαν τόσο επίμονα το Λογγίνο. Κι εκείνοι, αφού πρώτα τον όρκισαν να μη φανερώσει σε κανένα το μυστικό,
του λένε τι έγραψε ο Καίσαρας στον Πιλάτο, και ότι ήρθαν για ν' αποκεφαλίσουν το Λογγίνο μαζί με δύο στρατιώτες.
Όταν ο άγιος έμαθε και το ποίοι ήταν οι άλλοι δύο πού θα θανατώνονταν μαζί του - εκείνοι δηλαδή πού προτίμησαν (ν' ακολουθήσουν) το Χριστό παρά να γίνουν πληρωμένα όργανα των Ιουδαίων - και επειδή πριν από λίγο είχαν φύγει, ειδοποίησε να έρθουν πάλι γρήγορα πίσω, για ν' απολαύσουν μαζί του τα μοναδικά αγαθά.
Έτσι λοιπόν, αφού φιλοξένησε τους απεσταλμένους του Πιλάτου μία και δεύτερη μέρα, την τρίτη τους πήρε μαζί του σ' έναν αγρό, περιμένοντας εκείνους πού κάλεσε. και σαν έμαθε πώς έφταναν, λέει παρευθύς στους ανθρώπους του Πιλάτου:
Εγώ είμαι ο Λογγίνος πού ζητάτε!
Στην αρχή δυσπιστούσαν. Γιατί πώς να πιστέψουν ότι αυτός είναι ο μελλοθάνατος, όταν τον έβλεπαν ν' αντιμετωπίζει με τόση χαρά τον κίνδυνο;
Μόλις όμως βεβαιώθηκαν πια πώς είναι εκείνος και δεν τους έμενε καμιά αμφιβολία, το πήραν βαριά. Τους έπνιξαν οι τύψεις της συνειδήσεως.
Ω κακότυχο δείπνο! έλεγαν. Ω πικρή φιλοξενία! Πώς έκανες, φίλε Λογγίνε, τέτοιο πράγμα; Γιατί το σπίτι σου δέχθηκε εκείνους πού ήρθαν να σε θανατώσουν; Θάνατος σου γίνεται αύτη ή φιλοξενία! Τον εαυτό σου θα προσφέρεις σαν επιδόρπιο στο τρα-πέζι! Ληστές σου βγήκαν οι φιλοξενούμενοι σου τι παράδοξο! τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις, για να δώσεις τόση λύπη σ' εκείνους πού ήρθαν να πραγματοποιήσουν τη σφαγή σου; Φύγε λοι¬πόν, παίρνοντας σαν ανταμοιβή της φιλοξενίας σου τη λύτρωση άπ' το θάνατο. Δεν αντέχουμε να βάλουμε πάνω σου το ξίφος. Κοκκινίζουμε, (καθώς αναλογιζόμαστε) το πλούσιο τραπέζι(πού μας παρέθεσες). Ντρεπόμαστε αυτόν πού με τόση φροντίδα μας φιλοξένησε. Το χέρι παραλύει μπροστά στο φόνο. Ό νους δεν μπορεί να σκεφτεί του ευεργέτη το θάνατο. Προτιμότερος είναι ο κίνδυνος (της τιμωρίας μας) από τον Πιλάτο παρά ο έλεγχος της συνειδήσεως. Είμαστε έτοιμοι όλα να τα υποφέρουμε, παρά να πληρώσουμε με τέτοιο νόμισμα το Λογγίνο.
Αυτά έλεγαν με πολλή θλίψη οι στρατιώτες στο μάρτυρα του Χρίστου. Δεν μπορούσαν όμως να πείσουν το Λογγίνο. Ό αληθινά γενναίος τους απάντησε με γενναιότητα:
- Γιατί, αγαπητοί μου, δείχνετε φθόνο για τα μεγάλα αγαθά(πού με περιμένουν); Γιατί μοιρολογάτε με τόσο πόνο για το θάνατο μου; Δεν είναι για μένα θάνατος αυτός εδώ, αλλά ζωής απαρχή. Θάνατος στ' αλήθεια είναι για μένα μάλλον ή παραμονή εδώ στη γη, γιατί δεν βρίσκομαι κοντά στον Κύριο μου και δεν απολαμβάνω την ουράνια μακαριότητα. Το τέλος θα μου φέρει τέλος των κακών και όχι τέλος της ζωής. Απεναντίας, θα με μεταφέρει στην πραγματικά αιώνια ζωή.
Την ώρα πού μιλούσε ο Λογγίνος, λέγοντας αυτά και άλλα περισσότερα και προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους του Πιλά¬του να κάνουν ότι είχαν διαταχθεί, καταφθάνουν και οι στρατιώτες, πού είχαν καταδικαστεί μαζί του σε θάνατο. Καθώς τους είδε, το πρόσωπο του φωτίστηκε. Απλώνει το δεξί του χέρι και το τυλίγει γύρω άπ' τον τράχηλο τους. Έπειτα φιλάει με στοργή τα μάτια τους και τους λέει:
Χαίρετε, στρατιώτες του Χρίστου και κληρονόμοι της βασιλείας Του! Είναι κιόλας ανοιγμένη για μας ή πύλη του ουρανού. Οι άγγελοι περιμένουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις οδηγήσουν κοντά στον μονογενή Υιό (του Θεού). Γι' αυτό λοιπόν - στράφηκε τώρα στους απεσταλμένους - κάντε αυτό πού προσταχθήκατε!
Ύστερα φόρεσε καθαρά ρούχα, πού του έφεραν από το σπίτι -λες και τον είχαν καλέσει σε γάμο, και βιαζόταν να πάει! γονάτισε μαζί με τους συντρόφους του και τελείωσε μ' αυτούς τον αγώνα... Ω, τι μακάριο τέλος! Αποκεφαλίστηκαν και κατατάχθηκαν στη χορεία των αγίων μαρτύρων.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το βίο της αγίας Θεοδώρας της εν Αλεξάνδρεια
Μερικοί από τους μοναχούς, πού ασκούνταν μαζί με την αγία Θεοδώρα (στο ίδιο μοναστήρι, οπού εκείνη είχε εγκαταβιώσει σαν άνδρας ευνούχος με το όνομα Θεόδωρος), τρυπήθηκαν από το αγκάθι του φθόνου, καθώς έβλεπαν τη μακαριά να φτάνει σε ύψη αρετής. Τη στέλνουν λοιπόν κρυφά από τον ηγούμενο σε κάποιο ασκητήριο, για να μεταφέρει εκεί μια επιστολή, πού της έδωσαν. Ή επιστολή αφορούσε τάχα επείγον ζήτημα, πού απαιτούσε άμεση λύση. Στην πραγματικότητα όμως όλο τούτο ήταν μηχανορραφία αφού άλλωστε ή δουλειά στήθηκε μέσα στη νύχτα για να κατασπαραχθεί ή αγία από τ' άγρια θηρία. Γιατί εκείνος ο δρόμος, (άπ' οπού θα περνούσε), ήταν έρημος και γεμάτος αγρίμια μόνο. Ή επιβουλή όμως όχι μόνο πήγε χαμένη για τον αντίπαλο μας (διάβολο), αλλά μάλλον το αντίθετο έγινε άπ' ότι εκείνος μηχανεύτηκε.
Καθώς δηλαδή περιπλανιόταν στο δρόμο ή όσια, την πλησιάζει, με εντολή του Θεού, ένα θηρίο και της γίνεται αλάθητος οδηγός, ώσπου την έφερε έξω από τη μονή, οπού την είχαν στείλει. Μα και τότε ακόμα (το θηρίο) δεν έφυγε. Όταν μπήκε εκείνη μέσα, την ακολούθησε κι αυτό. και καθώς ή αγία προχώρησε για να δώσει στον ηγούμενο την επιστολή της, το αγρίμι χίμηξε στον πορτάρη. Λίγο ακόμα και θα τον ξέσκιζε, αν εκείνος δεν έβαζε τις φωνές - γιατί έτσι μαζεύτηκαν πολλοί, και μαζί τους ή μακαριά(Θεοδώρα), που γύρισε πίσω. Μόλις κατάλαβε ποια ήταν ή αιτία της φασαρίας και καθώς βρήκε τον άνθρωπο να γίνεται κιόλας τροφή του θηρίου, το άρπαξε μεμιάς απ' το φάρυγγα (και το ακινητοποίησε). Έτσι γλίτωσε τον πορτάρη από το θάνατο. Μετά άλειψε με λάδι τις πληγές του και, με την επίκληση του ονόματος του Χρίστου, εκείνον τον άφησε τελείως καλά, όπως ήταν πριν, ενώ το θηρίο το έκανε να πέσει αμέσως κάτω και να σκάσει.
Όλα αυτά ή αγία ήθελε να μείνουν άγνωστα, γι' αυτό και δεν φανέρωσε τίποτα στους μοναχούς μετά την επιστροφή της. Εκείνοι όμως πού ευεργετήθηκαν, έρχονται πρωί-πρωί και διηγούνται μόνοι τους το περιστατικό.
Με τις προσευχές του Θεοδώρου, έλεγαν, σώθηκε ένας άνθρωπος από τραγικό θάνατο. Το λαρύγγι ενός θηρίου μας έδωσε πίσω
χάρισμα εκείνον, πού είχε κιόλας αρπάξει για να καταβροχθίσει...
Ό ηγούμενος του μοναστηρίου άκουγε κατάπληκτος τα λόγια τους, και ρωτούσε με απορία, ποιος ήταν αυτός πού έστειλε εκεί πέρα το Θεόδωρο. Καθώς όμως όλοι έκαναν τους ανήξερους, έριξε τη ματιά του στη μακαριά και της είπε:
Ποιος ειν' αυτός, Θεόδωρε, πού σε υποχρέωσε να πάς αργά
μες στη νύχτα ως εκεί, με ολοφάνερο κίνδυνο της ζωής σου;
και τώρα, κοιτάξτε τον αναπλασμό μιας άδολης ψυχής, πού
ήθελε και τη δική της ταπείνωση να φυλάξει και τους αδελφούς να
μην κατηγορήσει:
Επειδή την ώρα εκείνη ήταν βαριά από τη νύστα και τα σω¬ματικά και τα ψυχικά μου μάτια, δεν είμαι τώρα σε θέση να πω
ονομαστικά ποιοι με έστειλαν.
Μερικοί από τους μοναχούς, πού ασκούνταν μαζί με την αγία Θεοδώρα (στο ίδιο μοναστήρι, οπού εκείνη είχε εγκαταβιώσει σαν άνδρας ευνούχος με το όνομα Θεόδωρος), τρυπήθηκαν από το αγκάθι του φθόνου, καθώς έβλεπαν τη μακαριά να φτάνει σε ύψη αρετής. Τη στέλνουν λοιπόν κρυφά από τον ηγούμενο σε κάποιο ασκητήριο, για να μεταφέρει εκεί μια επιστολή, πού της έδωσαν. Ή επιστολή αφορούσε τάχα επείγον ζήτημα, πού απαιτούσε άμεση λύση. Στην πραγματικότητα όμως όλο τούτο ήταν μηχανορραφία αφού άλλωστε ή δουλειά στήθηκε μέσα στη νύχτα για να κατασπαραχθεί ή αγία από τ' άγρια θηρία. Γιατί εκείνος ο δρόμος, (άπ' οπού θα περνούσε), ήταν έρημος και γεμάτος αγρίμια μόνο. Ή επιβουλή όμως όχι μόνο πήγε χαμένη για τον αντίπαλο μας (διάβολο), αλλά μάλλον το αντίθετο έγινε άπ' ότι εκείνος μηχανεύτηκε.
Καθώς δηλαδή περιπλανιόταν στο δρόμο ή όσια, την πλησιάζει, με εντολή του Θεού, ένα θηρίο και της γίνεται αλάθητος οδηγός, ώσπου την έφερε έξω από τη μονή, οπού την είχαν στείλει. Μα και τότε ακόμα (το θηρίο) δεν έφυγε. Όταν μπήκε εκείνη μέσα, την ακολούθησε κι αυτό. και καθώς ή αγία προχώρησε για να δώσει στον ηγούμενο την επιστολή της, το αγρίμι χίμηξε στον πορτάρη. Λίγο ακόμα και θα τον ξέσκιζε, αν εκείνος δεν έβαζε τις φωνές - γιατί έτσι μαζεύτηκαν πολλοί, και μαζί τους ή μακαριά(Θεοδώρα), που γύρισε πίσω. Μόλις κατάλαβε ποια ήταν ή αιτία της φασαρίας και καθώς βρήκε τον άνθρωπο να γίνεται κιόλας τροφή του θηρίου, το άρπαξε μεμιάς απ' το φάρυγγα (και το ακινητοποίησε). Έτσι γλίτωσε τον πορτάρη από το θάνατο. Μετά άλειψε με λάδι τις πληγές του και, με την επίκληση του ονόματος του Χρίστου, εκείνον τον άφησε τελείως καλά, όπως ήταν πριν, ενώ το θηρίο το έκανε να πέσει αμέσως κάτω και να σκάσει.
Όλα αυτά ή αγία ήθελε να μείνουν άγνωστα, γι' αυτό και δεν φανέρωσε τίποτα στους μοναχούς μετά την επιστροφή της. Εκείνοι όμως πού ευεργετήθηκαν, έρχονται πρωί-πρωί και διηγούνται μόνοι τους το περιστατικό.
Με τις προσευχές του Θεοδώρου, έλεγαν, σώθηκε ένας άνθρωπος από τραγικό θάνατο. Το λαρύγγι ενός θηρίου μας έδωσε πίσω
χάρισμα εκείνον, πού είχε κιόλας αρπάξει για να καταβροχθίσει...
Ό ηγούμενος του μοναστηρίου άκουγε κατάπληκτος τα λόγια τους, και ρωτούσε με απορία, ποιος ήταν αυτός πού έστειλε εκεί πέρα το Θεόδωρο. Καθώς όμως όλοι έκαναν τους ανήξερους, έριξε τη ματιά του στη μακαριά και της είπε:
Ποιος ειν' αυτός, Θεόδωρε, πού σε υποχρέωσε να πάς αργά
μες στη νύχτα ως εκεί, με ολοφάνερο κίνδυνο της ζωής σου;
και τώρα, κοιτάξτε τον αναπλασμό μιας άδολης ψυχής, πού
ήθελε και τη δική της ταπείνωση να φυλάξει και τους αδελφούς να
μην κατηγορήσει:
Επειδή την ώρα εκείνη ήταν βαριά από τη νύστα και τα σω¬ματικά και τα ψυχικά μου μάτια, δεν είμαι τώρα σε θέση να πω
ονομαστικά ποιοι με έστειλαν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το Γεροντικό
Ο άββάς Ποιμήν είπε:
Σε καμιά περίπτωση ή κακία δεν εξουδετερώνεται με την κακία. Αν λοιπόν κάποιος σε βλάψει, εσύ ευεργέτησε τον, για να εξουδετερώσεις την κακία με την καλοσύνη.
Έλεγαν για κάποιον αδελφό, ότι έμπαινε στο κελί ενός μεγάλου γέροντα, γείτονα του, και έκλεβε. και ο γέροντας, μολονότι τον έβλεπε, δεν του έλεγε τίποτα. Απεναντίας, δούλευε πιο πολύ, λέγοντας (μέσα του):Ίσως έχει ανάγκη ο αδελφός. Ήταν πάντως όλο στενοχώρια ο γέροντας, γιατί εξοικονομούσε με δυσκολία το ψωμί του. Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στο τέλος του, μαζεύτηκαν γύρω του οι αδελφοί. Και βλέποντας (ανάμεσα τους) εκείνον πού τον έκλεβε, του λέει:
Έλα κοντά μου...(Μόλις ο αδελφός πλησίασε, ο γέροντας έπιασε) Και καταφίλησε τα χέρια του.
Ευχαριστώ τα χέρια τούτα, είπε, γιατί με τη συνεργεία τους πηγαίνω στη βασιλεία των ουρανών!...
Ό αδελφός κατανύχθηκε (από τα λόγια αυτά), μετανόησε Και έγινε αγωνιστής μοναχός, (παραδειγματισμένος) από τις πράξεις πού είδε (να κάνει) ο μεγάλος γέροντας.
Ένας γέροντας είπε:
Αν ακούσεις ότι κάποιος σε μισεί Και σε κακολογεί, δώσε του ή στείλε του μια μικρή ευλογία, (ένα μικρό δώρο), ότι μπορείς, για να έχεις την παρρησία να πεις την ώρα της Κρίσεως: Κύριε, «άφες ημίν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών» (Ματθ. 6:12)".
Ο άββάς Ποιμήν είπε:
Σε καμιά περίπτωση ή κακία δεν εξουδετερώνεται με την κακία. Αν λοιπόν κάποιος σε βλάψει, εσύ ευεργέτησε τον, για να εξουδετερώσεις την κακία με την καλοσύνη.
Έλεγαν για κάποιον αδελφό, ότι έμπαινε στο κελί ενός μεγάλου γέροντα, γείτονα του, και έκλεβε. και ο γέροντας, μολονότι τον έβλεπε, δεν του έλεγε τίποτα. Απεναντίας, δούλευε πιο πολύ, λέγοντας (μέσα του):Ίσως έχει ανάγκη ο αδελφός. Ήταν πάντως όλο στενοχώρια ο γέροντας, γιατί εξοικονομούσε με δυσκολία το ψωμί του. Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στο τέλος του, μαζεύτηκαν γύρω του οι αδελφοί. Και βλέποντας (ανάμεσα τους) εκείνον πού τον έκλεβε, του λέει:
Έλα κοντά μου...(Μόλις ο αδελφός πλησίασε, ο γέροντας έπιασε) Και καταφίλησε τα χέρια του.
Ευχαριστώ τα χέρια τούτα, είπε, γιατί με τη συνεργεία τους πηγαίνω στη βασιλεία των ουρανών!...
Ό αδελφός κατανύχθηκε (από τα λόγια αυτά), μετανόησε Και έγινε αγωνιστής μοναχός, (παραδειγματισμένος) από τις πράξεις πού είδε (να κάνει) ο μεγάλος γέροντας.
Ένας γέροντας είπε:
Αν ακούσεις ότι κάποιος σε μισεί Και σε κακολογεί, δώσε του ή στείλε του μια μικρή ευλογία, (ένα μικρό δώρο), ότι μπορείς, για να έχεις την παρρησία να πεις την ώρα της Κρίσεως: Κύριε, «άφες ημίν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών» (Ματθ. 6:12)".
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Του αββα Ζωσιμά
Αν φέρεις στο νου σου κάποιον πού σε λύπησε ή σε πρόσβαλε ή σε ζημίωσε, πρέπει να τον θεωρήσεις σαν γιατρό, σταλμένο από το Χριστό, Και να τον έχεις σαν ευεργέτη. Γιατί αυτό καθεαυτό το ότι πονάς μ' εκείνα (πού σου έκανε), δείχνει πώς ή ψυχή σου είναι άρρωστη. "Αν δεν ήσουν άρρωστος, δεν θα έπασχες. Οφείλεις λοιπόν να ευχαριστείς τον αδελφό Και να προσεύχεσαι γι' αυτόν, επειδή εξαιτίας του γνώρισες την αρρώστια σου. Και να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα, πού σου έστειλε ο Ιησούς. "Αν όμως πικραίνεσαι εναντίον του αδελφού, είναι σαν να λες έμμεσα στον Ιησού: "Δεν θέλω τα φάρμακα σου! Θέλω να σαπίσω στα τραύματα μου! Οποίος λοιπόν θέλει να θεραπευθεί από τα "ψυχικά του τραύματα, είναι απαραίτητο να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός, όποια κι αν είναι αυτά. Άλλωστε, ούτε ο σωματικά άρρωστος εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο με ευχαρίστηση. Απεναντίας, και ή θύμηση τους ακόμα του προκαλεί αηδία. Πείθει όμως τον εαυτό του ότι είναι αδύνατον να λυτρωθεί άπ' την αρρώστια αλλιώς, πάρα μόνο μ' αυτά. Έτσι τα σηκώνει με γενναιότητα, ευχαριστώντας μάλιστα το γιατρό, γιατί γνωρίζει ότι με λίγη αηδία γλιτώνει από πολυχρόνια ασθένεια. Καυτήρας του Ιησού είναι αυτός πού σε προσβάλλει ή σε βρίζει, λυτρώνοντας σε έτσι από την κενοδοξία. Καθάρσιο του Ιησού είναι αυτός πού σε ζημιώνει, καθαρίζοντας σε έτσι από την πλεονεξία. Αν λοιπόν αποφεύγεις πειρασμό ωφέλιμο, αποφεύγεις την αιώνια ζωή. Γιατί ποιος χάρισε λ.χ. στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σαν κι αύτη πού του εξασφάλισαν εκείνοι πού τον λιθοβόλησαν;
Αν φέρεις στο νου σου κάποιον πού σε λύπησε ή σε πρόσβαλε ή σε ζημίωσε, πρέπει να τον θεωρήσεις σαν γιατρό, σταλμένο από το Χριστό, Και να τον έχεις σαν ευεργέτη. Γιατί αυτό καθεαυτό το ότι πονάς μ' εκείνα (πού σου έκανε), δείχνει πώς ή ψυχή σου είναι άρρωστη. "Αν δεν ήσουν άρρωστος, δεν θα έπασχες. Οφείλεις λοιπόν να ευχαριστείς τον αδελφό Και να προσεύχεσαι γι' αυτόν, επειδή εξαιτίας του γνώρισες την αρρώστια σου. Και να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα, πού σου έστειλε ο Ιησούς. "Αν όμως πικραίνεσαι εναντίον του αδελφού, είναι σαν να λες έμμεσα στον Ιησού: "Δεν θέλω τα φάρμακα σου! Θέλω να σαπίσω στα τραύματα μου! Οποίος λοιπόν θέλει να θεραπευθεί από τα "ψυχικά του τραύματα, είναι απαραίτητο να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός, όποια κι αν είναι αυτά. Άλλωστε, ούτε ο σωματικά άρρωστος εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο με ευχαρίστηση. Απεναντίας, και ή θύμηση τους ακόμα του προκαλεί αηδία. Πείθει όμως τον εαυτό του ότι είναι αδύνατον να λυτρωθεί άπ' την αρρώστια αλλιώς, πάρα μόνο μ' αυτά. Έτσι τα σηκώνει με γενναιότητα, ευχαριστώντας μάλιστα το γιατρό, γιατί γνωρίζει ότι με λίγη αηδία γλιτώνει από πολυχρόνια ασθένεια. Καυτήρας του Ιησού είναι αυτός πού σε προσβάλλει ή σε βρίζει, λυτρώνοντας σε έτσι από την κενοδοξία. Καθάρσιο του Ιησού είναι αυτός πού σε ζημιώνει, καθαρίζοντας σε έτσι από την πλεονεξία. Αν λοιπόν αποφεύγεις πειρασμό ωφέλιμο, αποφεύγεις την αιώνια ζωή. Γιατί ποιος χάρισε λ.χ. στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σαν κι αύτη πού του εξασφάλισαν εκείνοι πού τον λιθοβόλησαν;
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΛΣ. ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΘΡΙΑ
ΠΑΘΗ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ ΑΧΡΗΣΤΕΥΟΥΝ
ΚΑΘΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ
ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Του άββά Ισαάκ
ΝΑ ΜΗ μισήσεις τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε ένοχοι. Και αν τον αποδοκιμάζεις από ζήλο Θεού, να κλάψεις για χάρη του. Να μη μισήσεις τον 'ίδιο, αλλά τις αμαρτίες του. Για τον ίδιο να προσευχηθείς, κι έτσι θα μοιάσεις στο Χριστό, πού δεν αγανακτούσε εναντίον των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν πολύ γι' αυτούς• έκλαψε μάλιστα Και για την Ιερουσαλήμ (Ματθ. 23:37. Λουκ. 13:34). Αφού, άλλωστε, κι εμάς μας ξεγελάει σε πολλές περιπτώσεις ο διάβολος, γιατί να μισήσουμε Και ν' αποστραφούμε εκείνον πού, κατά την αντίληψη μας, εξαπατήθηκε από τον κοινό μας εχθρό;
Αν μισείς τον αμαρτωλό για τούτο, ότι δηλαδή δεν είναι, κατά τη γνώμη σου, ενάρετος, δείχνεις έτσι ότι κι εσύ αμαρτωλός είσαι, Αφού δεν έχεις αγάπη. Και οποίος δεν έχει αγάπη, δεν έχει μαζί του Και το Θεό• γιατί ο Θεός είναι προπαντός αγάπη (Α' Ίω. 4:8,16).
Να μη μισείς λοιπόν Και να μην κατατρέχεις τον αμαρτωλό, αλλά, με τη συμπάθεια (πού θα του δείξεις), να γίνεις κήρυκας της αγαθοσύνης του Θεού, ο Όποιος, μολονότι είσαι ανάξιος, σε φροντίζει. Δεν σε παραμελεί ούτε σε αποστρέφεται ούτε σε τιμωρεί για τα πολλά Και μεγάλα σου αμαρτήματα. Μιμήσου λοιπόν κι εσύ,
όσο μπορείς, την ευσπλαχνία Του και την αγαθότητα Του, και γίνε σπλαχνικός απέναντι στο συνδουλό σου, ώστε, με τη μικρή δική σου συμπάθεια, να πάρεις σαν αμοιβή από το Θεό την απροσμέτρητη συμπάθεια Του.
ΠΑΘΗ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ ΑΧΡΗΣΤΕΥΟΥΝ
ΚΑΘΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ
ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Του άββά Ισαάκ
ΝΑ ΜΗ μισήσεις τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε ένοχοι. Και αν τον αποδοκιμάζεις από ζήλο Θεού, να κλάψεις για χάρη του. Να μη μισήσεις τον 'ίδιο, αλλά τις αμαρτίες του. Για τον ίδιο να προσευχηθείς, κι έτσι θα μοιάσεις στο Χριστό, πού δεν αγανακτούσε εναντίον των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν πολύ γι' αυτούς• έκλαψε μάλιστα Και για την Ιερουσαλήμ (Ματθ. 23:37. Λουκ. 13:34). Αφού, άλλωστε, κι εμάς μας ξεγελάει σε πολλές περιπτώσεις ο διάβολος, γιατί να μισήσουμε Και ν' αποστραφούμε εκείνον πού, κατά την αντίληψη μας, εξαπατήθηκε από τον κοινό μας εχθρό;
Αν μισείς τον αμαρτωλό για τούτο, ότι δηλαδή δεν είναι, κατά τη γνώμη σου, ενάρετος, δείχνεις έτσι ότι κι εσύ αμαρτωλός είσαι, Αφού δεν έχεις αγάπη. Και οποίος δεν έχει αγάπη, δεν έχει μαζί του Και το Θεό• γιατί ο Θεός είναι προπαντός αγάπη (Α' Ίω. 4:8,16).
Να μη μισείς λοιπόν Και να μην κατατρέχεις τον αμαρτωλό, αλλά, με τη συμπάθεια (πού θα του δείξεις), να γίνεις κήρυκας της αγαθοσύνης του Θεού, ο Όποιος, μολονότι είσαι ανάξιος, σε φροντίζει. Δεν σε παραμελεί ούτε σε αποστρέφεται ούτε σε τιμωρεί για τα πολλά Και μεγάλα σου αμαρτήματα. Μιμήσου λοιπόν κι εσύ,
όσο μπορείς, την ευσπλαχνία Του και την αγαθότητα Του, και γίνε σπλαχνικός απέναντι στο συνδουλό σου, ώστε, με τη μικρή δική σου συμπάθεια, να πάρεις σαν αμοιβή από το Θεό την απροσμέτρητη συμπάθεια Του.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Από το Γεροντικό
Ό άββάς Μακάριος είπε:
Αν θυμόμαστε τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, αχρηστεύουμε μέσα μας τη δύναμη της μνήμης του Θεού. "Αν όμως δεν θυμόμαστε τα κακά πού υποφέρουμε, θα μείνουμε ανίκητοι από τους δαίμονες.
Ένας γέροντας είπε:
Αυτός πού κλέβει ή λέει ψέματα ή κάνει οποιαδήποτε άλλη αμαρτία, πολλές φορές, αμέσως μετά τη διάπραξη της, αναστενάζει και κατηγορεί τον εαυτό του και έρχεται σε μετάνοια. Εκείνος όμως πού έχει μνησικακία στην ψυχή του, και όταν τρώει και όταν κοιμάται και όταν βαδίζει, κατατρώγεται σαν από σαράκι και έχει πάντα την αμαρτία του αχώριστο σύντροφο. Ή προσευχή του γίνεται κατάρα και οι κόποι του όλοι πάνε χαμένοι, έστω κι αν χύσει το αίμα του για το Χριστό.
Δυο αδελφοί, πού πιάστηκαν σε καιρό διωγμού, οδηγήθηκαν στα βασανιστήρια. Αφού λοιπόν τους βασάνισαν μια φορά, τους έριξαν στη φυλακή.
Από δαιμονική ενέργεια όμως δημιουργήθηκε ανάμεσα τους μια παρεξήγηση και ψυχρότητα. Ό ένας τους μεταμελήθηκε γρήγορα κι έβαλε μετάνοια στον αδελφό του, λέγοντας:
Αύριο πρόκειται να θανατωθούμε. Ας λύσουμε λοιπόν την έχθρα κι ας κάνουμε αγάπη. Μα ο άλλος δεν μαλάκωνε. Την επόμενη μέρα, αφού οδηγήθηκαν και πάλι στο δικαστήριο, βασανίστηκαν. και εκείνος πού δεν δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού, νικήθηκε με το πρώτο χτύπημα! Τον ρωτάει λοιπόν ο άρχοντας:
Γιατί χθες, ενώ τόσο πολύ βασανίστηκες, δεν υποχώρησες; Επειδή χθες, απάντησε εκείνος, ήμουν αγαπημένος με τον αδελφό μου, και γι' αυτό με δυνάμωνε ή χάρη του Θεού. Σήμερα όμως, πού του κράτησα μνησικακία, έφυγε από πάνω μου ή σκέπη και ή ενίσχυση του Θεού.
Ό άββάς Μακάριος είπε:
Αν θυμόμαστε τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, αχρηστεύουμε μέσα μας τη δύναμη της μνήμης του Θεού. "Αν όμως δεν θυμόμαστε τα κακά πού υποφέρουμε, θα μείνουμε ανίκητοι από τους δαίμονες.
Ένας γέροντας είπε:
Αυτός πού κλέβει ή λέει ψέματα ή κάνει οποιαδήποτε άλλη αμαρτία, πολλές φορές, αμέσως μετά τη διάπραξη της, αναστενάζει και κατηγορεί τον εαυτό του και έρχεται σε μετάνοια. Εκείνος όμως πού έχει μνησικακία στην ψυχή του, και όταν τρώει και όταν κοιμάται και όταν βαδίζει, κατατρώγεται σαν από σαράκι και έχει πάντα την αμαρτία του αχώριστο σύντροφο. Ή προσευχή του γίνεται κατάρα και οι κόποι του όλοι πάνε χαμένοι, έστω κι αν χύσει το αίμα του για το Χριστό.
Δυο αδελφοί, πού πιάστηκαν σε καιρό διωγμού, οδηγήθηκαν στα βασανιστήρια. Αφού λοιπόν τους βασάνισαν μια φορά, τους έριξαν στη φυλακή.
Από δαιμονική ενέργεια όμως δημιουργήθηκε ανάμεσα τους μια παρεξήγηση και ψυχρότητα. Ό ένας τους μεταμελήθηκε γρήγορα κι έβαλε μετάνοια στον αδελφό του, λέγοντας:
Αύριο πρόκειται να θανατωθούμε. Ας λύσουμε λοιπόν την έχθρα κι ας κάνουμε αγάπη. Μα ο άλλος δεν μαλάκωνε. Την επόμενη μέρα, αφού οδηγήθηκαν και πάλι στο δικαστήριο, βασανίστηκαν. και εκείνος πού δεν δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού, νικήθηκε με το πρώτο χτύπημα! Τον ρωτάει λοιπόν ο άρχοντας:
Γιατί χθες, ενώ τόσο πολύ βασανίστηκες, δεν υποχώρησες; Επειδή χθες, απάντησε εκείνος, ήμουν αγαπημένος με τον αδελφό μου, και γι' αυτό με δυνάμωνε ή χάρη του Θεού. Σήμερα όμως, πού του κράτησα μνησικακία, έφυγε από πάνω μου ή σκέπη και ή ενίσχυση του Θεού.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Του αββά Ησαΐα.
Αν ένας αδελφός σου κάνει κακό και τον κατηγορήσει κάποιος μπροστά σου, φύλαξε την καρδιά σου, για να μην ανανεωθεί μέσα σου ή κακία. Θυμήσου αμέσως τις αμαρτίες πού έχεις κάνει ενώπιον του Θεού και πού θέλεις να σου συγχωρηθούν, και μην
ανταποδώσεις (το κακό) στον πλησίον σου.
Αν ακούσεις ότι κάποιος είπε κακό λόγο για σένα, και τον συναντήσεις κάπου ή σε επισκεφθεί, δώσε, όσο μπορείς, στο πρόσωπο σου έκφραση πρόσχαρη και καλοσυνάτη και μην του πεις τίποτε άπ' όσα άκουσες. Γιατί είναι γραμμένο: «"Ος μνησικακεί, παράνομος» (Παροιμ. 21:24).
Του αββά Μάρκου
Ή κακία, όταν τη μελετάει κανείς με τη σκέψη του, αποθρασύνει την καρδιά• όταν όμως την καταπολεμεί με την εγκράτεια και την ελπίδα, τότε τη συντρίβει.
Του αγίου Μαξίμου
Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν ο νους φέρνει μπροστά του το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι έχει μνησικακία εναντίον του. Οι δρόμοι όμως των μνησίκακων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο (Παροιμ. 12:28), γιατί κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του θείου νόμου (Παροιμ. 21:24).
Αν εσύ έχεις μνησικακία εναντίον άλλου, να προσεύχεσαι γι' αυτόν, και σταματάς έτσι την κίνηση του πάθους, γιατί με την προσευχή απομακρύνεται ή λύπη από τη θύμηση του κάκου πού σου έκανε. Όταν μάλιστα αποκτήσεις αγάπη και φιλανθρωπία, θα εξαφανίσεις εντελώς το πάθος από την ψυχή σου.
Αν πάλι κάποιος άλλος μνησικακεί εναντίον σου, να γίνεις ευεργετικός και ταπεινός απέναντι του, να τον καλείς σε γεύμα, να τον κάνεις παρέα, να συζητάς μαζί του, κι έτσι θα τον απαλλάξεις από το πάθος.
Του αγίου Εφραίμ
Ό καπνός διώχνει τις μέλισσες και ή μνησικακία την (πνευματική) γνώση από την καρδιά. Να προσεύχεσαι στον Κύριο και να χύνεις δάκρυα μπροστά στην αγαθότητα Του, «ως θυμίαμα ενώπιον αυτόν» (πρβλ. Ψαλμ. 140:2), και ή μνησικακία να μη βρίσκει θέση στην ψυχή σου.
Αν ένας αδελφός σου κάνει κακό και τον κατηγορήσει κάποιος μπροστά σου, φύλαξε την καρδιά σου, για να μην ανανεωθεί μέσα σου ή κακία. Θυμήσου αμέσως τις αμαρτίες πού έχεις κάνει ενώπιον του Θεού και πού θέλεις να σου συγχωρηθούν, και μην
ανταποδώσεις (το κακό) στον πλησίον σου.
Αν ακούσεις ότι κάποιος είπε κακό λόγο για σένα, και τον συναντήσεις κάπου ή σε επισκεφθεί, δώσε, όσο μπορείς, στο πρόσωπο σου έκφραση πρόσχαρη και καλοσυνάτη και μην του πεις τίποτε άπ' όσα άκουσες. Γιατί είναι γραμμένο: «"Ος μνησικακεί, παράνομος» (Παροιμ. 21:24).
Του αββά Μάρκου
Ή κακία, όταν τη μελετάει κανείς με τη σκέψη του, αποθρασύνει την καρδιά• όταν όμως την καταπολεμεί με την εγκράτεια και την ελπίδα, τότε τη συντρίβει.
Του αγίου Μαξίμου
Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν ο νους φέρνει μπροστά του το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι έχει μνησικακία εναντίον του. Οι δρόμοι όμως των μνησίκακων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο (Παροιμ. 12:28), γιατί κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του θείου νόμου (Παροιμ. 21:24).
Αν εσύ έχεις μνησικακία εναντίον άλλου, να προσεύχεσαι γι' αυτόν, και σταματάς έτσι την κίνηση του πάθους, γιατί με την προσευχή απομακρύνεται ή λύπη από τη θύμηση του κάκου πού σου έκανε. Όταν μάλιστα αποκτήσεις αγάπη και φιλανθρωπία, θα εξαφανίσεις εντελώς το πάθος από την ψυχή σου.
Αν πάλι κάποιος άλλος μνησικακεί εναντίον σου, να γίνεις ευεργετικός και ταπεινός απέναντι του, να τον καλείς σε γεύμα, να τον κάνεις παρέα, να συζητάς μαζί του, κι έτσι θα τον απαλλάξεις από το πάθος.
Του αγίου Εφραίμ
Ό καπνός διώχνει τις μέλισσες και ή μνησικακία την (πνευματική) γνώση από την καρδιά. Να προσεύχεσαι στον Κύριο και να χύνεις δάκρυα μπροστά στην αγαθότητα Του, «ως θυμίαμα ενώπιον αυτόν» (πρβλ. Ψαλμ. 140:2), και ή μνησικακία να μη βρίσκει θέση στην ψυχή σου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.