Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Κείμενα και συμβουλές των Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας μας, παλαιότερων και νεώτερων.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

Επιτρέψτε μου, μιας που σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Ιωάννη της Κλίμακας και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών την έχει αφιερώσει σε Αυτόν τον Αγιο, θα αναρτήσω τις Αρετες του.


Εικόνα
ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος

Εικόνα

ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ


Περί αποταγής

(Διά την αποταγήν του ματαίου βίου)
Το «ΑΠΟ ΘΕΟΥ άρχεσθαι» είναι ορθόν καί πρέπον, εφ΄όσον απευθύνομαι πρός υπηρέτας του
Θεού. Αυτού λοιπόν του αγαθού και υπεραγαθού και παναγάθου Θεού και βασιλέως μας, ο οποίος
ετίμησε όλα τα λογικά όντα πού εδημιούργησε με το δώρο του αυτεξουσίου, άλλοι είναι φίλοι Του
και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του. Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι
απ΄Αυτόν. Υπάρχουν τέλος και αυτοί πού είναι εχθροί Του, καίτοι είναι αδύνατοι και ανίσχυροι.

2. Φίλους κατ΄εξοχήν του Θεού, ώ ιερέ φίλε, εμείς οι αμόρφωτοι θεωρούμε τις νοερές και
ασώματες δυνάμεις των αγγέλων. Γνησίους δούλους του Θεού εκείνους που εξετέλεσαν και
εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα καί χωρίς καμμία παράλειψι.
Αχρείους δούλους ονομάζουμε αυτούς που αξιώθηκαν μέν να λάβουν το άγιον Βάπτισμα, δεν
εφύλαξαν όμως γνήσια τίς πρός τόν Θεόν υποσχέσεις τους.
Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσωμε αυτούς που είναι αβάπτιστοι ή δεν έχουν ορθή
πίστι.
Αντίπαλοι τέλος του Θεού είναι εκείνοι οι οποίο όχι μόνον απέκρουσαν και απέρριψαν από την ζωή
τους το θέλημα του Κυρίου, αλλά και πολεμούν με πάθος αυτούς πού το τηρούν.

3. Επειδή όμως για κάθε μία από τις κατηγορίες των ανθρώπων που αναφέραμε, χρειάζεται να γίνει
ιδιαίτερος και ανάλογος πρός την κάθε περίπτωση λόγος, για μας δέ τους αμαθείς δεν είναι
συμφέρον επί του παρόντος να τα αναπτύξωμε όλα αυτά, εμπρός λοιπόν ας απλώσωμε με
αδιάκριτο υπακοή το ανάξιο χέρι μας πρός τους γνησίους δούλους του Θεού, οι οποίοι μας επίεσαν
με την ευσέβειά τους και μας εβίασαν με την εμπιστοσύνη τους, ώστε να υπακούσωμε στην
προσταγή τους. Και αφού δεχθούμε από την ιδική τους σοφία την πέννα και την βυθίσωμε στο
νοητό μελάνι, που είναι η σκυθρωπή και συγχρόνως χαρωπή ταπεινοφροσύνη, ας την σύρωμε
επάνω στις λείες και λευκές καρδιές τους, σάν σε χαρτί, μάλλον δέ σάν σε πλάκες πνευματικές, καί
αναγράφοντας τα θεία λόγια ας ειπούμε τα εξής:

4. Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους, όλων, και των πιστών και των
απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και
των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των
υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων.
Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των
εποχών (τα οποία προσφέρονται εξ ίσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι
διαφορετικά, διότι «δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεόν» (Ρωμ. β΄11).

5. Άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την ζωή,
και τον Δημιουργό της, πού υπάρχει αιώνια, τον θεωρεί ως ανύπαρκτο.

6. Παράνομος είναι αυτός πού με την κακή του σκέψι διαστρέφει τον νόμο του Θεού και πού
νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντιλήψεις αντίθετες προς τον Θεόν.

7. Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και
στα έργα και στην σκέψι. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.

8. Θεοφιλής είναι εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού,
συγχρόνως όμως δεν αμελεί, όσο μπορεί, να επιτελεί το αγαθό.

9. Εγκρατής είναι αυτός που ζη μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του
κόσμου και αγωνίζεται με όλη του την δύναμι να μιμηθή την ζωή εκείνων πού είναι απηλλαγμένοι
από τους θορύβους του κόσμου.

10. Μοναχός είναι τάξις και κατάστασις των ασωμάτων αγγέλων πού κατορθώνεται μέσα σε υλικό
και ρυπαρό σώμα. Μοναχός είναι εκείνος πού είναι αφοσιωμένος μόνο στις εντολές και στους
λόγους του Θεού και τις εφαρμόζει σε κάθε χρόνο και τόπο και πράγμα. Μοναχός είναι μία συνεχής
βία της ανθρώπινης φύσεως και μία αδιάκοπη φυλακή των αισθήσεων. Μοναχός είναι εξαγνισμένο
σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους. Μοναχός είναι καταλυπημένη ψυχή, πού είναι
απησχολημένη με την συνεχή μνήμη του θανάτου, και όταν είναι ξύπνια και όταν κοιμάται.

11. Αναχώρησις από τον κόσμον είναι το να μισήσης με την θέλησί σου πράγματα επαινετά και να
αρνηθής την φύσι, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν.

12. Όλοι όσοι εγκατέλειψαν πρόθυμα τα βιοτικά, το έπραξαν αναμφιβόλως ή για την μέλλουσα
βασιλεία ή για τα πολλά τους αμαρτήματα ή για την αγάπη του Θεού. Εάν κανείς από τους τρεις
αυτούς σκοπούς δεν τους παρακίνησε, τότε η αναχώρησίς τους είναι παράλογος. Παρ΄όλα αυτά ο
καλός μας Αγωνοθέτης περιμένει να ιδή ποιο θα είναι το τέρμα του δρόμου.

13. Όποιος εξήλθε από τον κόσμο για να σκορπίση το φορτίο των αμαρτιών του, ας μιμήται
εκείνους πού κάθονται εμπρός στους τάφους έξω από την πόλι, (όπως οι αδελφές του Λαζάρου
Μάρθα και Μαρία), και ας μη σταματήση τα θερμά και πύρινα δάκρυα και τους αφώνους
ολολυγμούς της καρδίας του, ώσπου να ιδή και αυτός τον Ιησούν, ότι ήλθε και απεκύλισε τον λίθο
της πωρώσεως από την καρδία του και ελευθέρωσε τον νου μας, σαν άλλο Λάζαρο, από τα δεσμά
των αμαρτιών και διέταξε τους υπηρέτας Του αγγέλους: «Λύσατέ τον από τα πάθη και αφήστε τον
να πορευθή προς την μακαρία απάθεια». Εάν δεν πράξη έτσι, τότε δεν εκέρδησε τίποτε με την
αναχώρησί του από τον κόσμο.

14. Όσοι θέλομε να φύγωμε από την Αίγυπτο και να ελευθερωθούμε από την τυραννία του Φαραώ,
έχομε οπωσδήποτε και εμείς ανάγκη ενός Μωϋσέως, ο οποίος θα είναι μεσίτης μας προς τον Θεόν
και οδηγός μας μετά τον Θεόν. Αυτός θα ίσταται μεταξύ της πράξεως και της θεωρίας και θα
υψώνη προς χάριν μας τα χέρια του προς τον Θεόν. Έτσι καθοδηγούμενοι από αυτόν θα επιτύχωμε
να διαβούμε την θάλασσα των αμαρτημάτων και θα κατατροπώσωμε τον Αμαλήκ των παθών.
Εκείνοι δε που εστηρίχθηκαν στις ιδικές τους δυνάμεις και ενόμισαν πώς δεν έχουν ανάγκη από
κανένα οδηγό, οπωσδήποτε απατήθηκαν.

15. Εκείνοι που εξήλθαν από την Αίγυπτο είχαν ως οδηγό τον Μωϋσή, και αυτοί που έφυγαν από
τα Σόδομα άγγελο.
Και οι μέν πρώτοι ομοιάζουν προς εκείνους πού θεραπεύουν τα πάθη της ψυχής με την φροντίδα
και τις οδηγίες ανθρώπου-ιατρού. Αυτοί είναι όσοι εξέρχονται από την Αίγυπτο.
Οι δεύτεροι ομοιάζουν προς εκείνους πού επιθυμούν να καθαρισθούν από τα ακάθαρτα και άθλια
πάθη της σαρκός. Γι΄αυτό και χρειάζονται άγγελο-ιατρό, δηλαδή ισάγγελο άνθρωπο θα έλεγα, για
να τους βοηθήση. Διότι στην προχωρημένη σήψι των τραυμάτων χρειαζόμεθα πολύ έμπειρο ιατρό.

16. Βία πράγματι και συνεχείς οδύνες πρέπει να έχουν όσοι επιχειρούν να ανεβούν στον ουρανό με
το σώμα τους. Και μάλιστα στις αρχές της μοναχικής ζωής, μέχρις ότου οι φιλήδονες τάσεις και η
σκληρότης της καρδίας μεταστραφούν με τη βαθειά λύπη και το πένθος σε αγάπη προς τον Θεόν
και σε αγνότητα.

17. Μόχθος, πραγματικός μόχθος, και πολλή και αφανής πικρία μας περιμένουν, και ιδίως τους
αμελείς, έως ότου κατορθώσουμε τον λαίμαργο και «φιλομάκελλον κύνα», δηλαδή τον νου μας, να
τον κάνουμε φίλο της προσοχής και της καθαρότητος, με την βοήθεια της απλότητος, της πολλής
αοργησίας και της επιμελείας.
Όμως ας έχωμε θάρρος εμείς οι εμπαθείς και αδύνατοι και με πίστι αδίστακτη ας παρουσιάσωμε με
το δεξιό μας χέρι και ας εξομολογηθούμε στον Χριστόν την ασθένεια και την αδυναμία της ψυχής
μας.
Έτσι θα λάβωμε οπωσδήποτε την βοήθειά Του και μάλιστα περισσότερο απ΄όσο το αξίζομε. Αρκεί
μόνο να βυθίζωμε συνεχώς τον εαυτό μας στον βυθό της ταπεινοφροσύνης.

18. Ας γνωρίζουν καλά όλοι όσοι αρχίζουν τον σκληρό και πιεστικό, αλλά και ελαφρό συγχρόνως
αγώνα, ότι ήλθαν να πηδήσουν σαν μέσα στο πυρ (των πειρασμών και των θλίψεων), εφ΄όσον
εξεκίνησαν με την διάθεσι να κατοικήση μέσα τους το άϋλο θεϊκό πύρ. Γι΄αυτό προηγουμένως
πρέπει να εξετάζη καλά καθένας τον εαυτό του και έπειτα να πλησιάζη για να γευθή τον άρτο με τα
πικρά χόρτα και να πιή το γεμάτο δάκρυα ποτήρι της μοναχικής ζωής, μη τυχόν η επιπολαία
κατάταξίς του στο στράτευμα των μοναχών γίνη αιτία της καταδίκης του.

19. Εφ΄όσον και όλοι όσοι εβαπτίσθηκαν δεν θα σωθούν, δεν χρειάζεται να εξηγηθώ με
περισσότερα λόγια[1]. Όλα πρέπει να τα απαρνηθούν, όλα να τα καταφρονήσουν, όλα να τα
περιγελάσουν, όλα να τα αποτινάξουν όσοι προσέρχονται στην μοναχική πολιτεία, για να βάλουν
έτσι στερεό θεμέλιο.

20. Καλό τρίδομο και τρίστυλο θεμέλιο είναι η ακακία, η νηστεία και η σωφροσύνη. Όλοι οι έν
Χριστώ νήπιοι απ΄αυτά ας αρχίζουν, παίρνοντας παράδειγμα τα νήπια.
Διότι αυτά δεν έχουν καμμία κακία και πονηρία, ούτε επιθυμία και κοιλία αχόρταγη, ούτε σάρκα
πού φλογίζεται και αποθηριώνεται, όσο όμως προχωρούν στην αύξησι της τροφής τους
παρουσιάζεται, όπως φαίνεται, και η πύρωσις της σαρκός.

21. Είναι πραγματικά βδελυκτό και επικίνδυνο να αποχαυνωθή ο παλαιστής μόλις αρχίση η πάλη.
Έτσι δείχνει σε όλους ότι εύκολα θα τον σφάξη ο εχθρός.

22. Είναι οπωσδήποτε ωφέλιμο το αποφασιστικό και ορμητικό ξεκίνημα, και για αργότερα, όταν
τυχόν παρουσιασθή αμέλεια και αδράνεια.
Διότι την ψυχή που άρχισε με ανδρεία τον αγώνα και έπειτα τον εχαλάρωσε, την κεντά σαν κεντρί
η ανάμνησις του πρώτου ζήλου, πράγμα πού πολλές φορές αναπτέρωσε και έσωσε αρκετούς, αυτοί
έμοιασαν έτσι με αετούς που ανανεώθηκαν τα πεσμένα τους πτερά.

23. Όταν η ψυχή προδώση τον εαυτό της και χάση την μακαρία και πολυπόθητη θέρμη πού είχε
στην αρχή, ας ερευνήση επιμελώς να εξακριβώση από ποια αιτία την εστερήθηκε, και εναντίον
αυτής της αιτίας ας αναλάβη όλο τον πόλεμο και τον ζήλο της. Διότι δεν υπάρχει άλλη θύρα από
την οποία να επιστρέψη η θέρμη, παρά μόνο αυτή από την οποία έφυγε.

24. Αυτός που απαρνήθηκε τον κόσμο από τον φόβο (της κολάσεως) είναι όμοιος με το θυμίαμα
πού ενώ καίεται, στις αρχές αναδίδει ευωδία, στο τέλος όμως καπνίζει[2]. Εκείνος πού τον
απαρνήθηκε με την ελπίδα μελλοντικού μισθού, καταντά μια μυλόπετρα, που γυρίζει συνεχώς στο
ίδιο μέρος. Όποιος όμως αναχώρησε από τον κόσμο για την αγάπη του Θεού, ευθύς εξ αρχής έχει
μέσα του φλόγα, η οποία αν τυχόν πέση σε ξύλα ή σε δάσος, αυξάνει υπερβολικά και συνεχώς
επεκτείνεται προς τα εμπρός.

25. Μερικοί κτίζουν πλίνθους επάνω στους λίθους. Άλλοι στερεώνουν στύλους επάνω στο χώμα.
Και άλλοι, αφού εβάδισαν ολίγο πεζοί και ζεστάθηκαν τα νεύρα και οι κλειδώσεις τους,
επροχώρησαν έπειτα γρηγορώτερα. Όποιος έχει νου, ας εννοήση τις συμβολικές αυτές εικόνες[3].

26. Ας τρέξωμε πρόθυμα, συναισθανόμενοι ότι μας εκάλεσε ο Θεός και Βασιλεύς, μήπως και τα
χρόνια της ζωής μας είναι ολίγα, οπότε θα ευρεθούμε χωρίς καρπούς την ημέρα του θανάτου μας
και θα πεθάνωμε από την πείνα. Ας ευαρεστήσωμε τον Κύριον, όπως οι στρατιώτες στον βασιλέα.
Οπωσδήποτε μετά την επιστράτευσι, μας ζητείται η ακριβής εκπλήρωσις των υποχρεώσεών μας.

27. Ας φοβηθούμε τον Κύριον όπως τα θηρία. Διότι εγνώρισα ανθρώπους που επήγαιναν να
κλέψουν, και τον Θεόν δεν τον εφοβήθηκαν, μόλις όμως άκουσαν στο μέρος εκείνο τα γαυγίσματα
των σκύλων αμέσως ωπισθοχώρησαν. Έτσι αυτό πού δεν επέτυχε ο φόβος του Θεού, το κατόρθωσε
ο φόβος των θηρίων!

28. Ας αγαπήσωμε τον Κύριον, όπως αγαπούμε και σεβόμεθα τους φίλους μας. Είδα πολλές φορές
ανθρώπους πού ελύπησαν τον Θεόν και δεν ανησύχησαν καθόλου γι΄αυτό. Όταν όμως συνέβη να
πικράνουν αγαπητά τους πρόσωπα, έστω και σε κάτι μικρό, έκαναν το πάν, εχρησιμοποίησαν κάθε
τέχνασμα, εσκέφθηκαν κάθε τρόπο, υπεβλήθησαν σε κάθε θλίψι, ωμολόγησαν το σφάλμα τους, και
παρεκάλεσαν είτε αυτοπροσώπως είτε με φίλους είτε με δώρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν
την πρώτη αγάπη τους.

29. Οπωσδήποτε στην αρχή της μοναχικής μας ζωής, με κόπο και πικρία εργαζόμεθα τις αρετές.
Έπειτα όμως, όταν προχωρήσωμε, δεν θα αισθανώμεθα καθόλου λύπη, ή ολίγη, στην εξάσκησί
τους. Όταν δε τέλος αφανισθή το θνητό μας φρόνημα και κυριαρχήση στην ψυχή μας η προθυμία,
τότε πλέον θα τις εργαζώμεθα με όλη μας την χαρά και τον ζήλο και τον πόθο και την θεϊκή φλόγα.

30. Όσο είναι αξιέπαινοι αυτοί που ευθύς εξ αρχής με χαρά και προθυμία καλλιεργούν τις αρετές
και εκτελούν τις εντολές, τόσο ελεεινοί είναι εκείνοι πού εχρόνισαν στην άσκησι και όμως με κόπο
ακόμη τις εξασκούν, εάν βέβαια τις εξασκούν.

31. Ας μην αποστρεφώμεθα ούτε να κατακρίνωμε «τας περιστατικάς αποταγάς»[4]. Διότι εγνώρισα
ανθρώπους λιποτάκτες, οι οποίοι χωρίς να το θέλουν συναντήθηκαν με τον βασιλέα που είχε βγη
έξω και από την στιγμή εκείνη έγιναν δορυφόροι του, τον ακολούθησαν στο παλάτι και εδείπνησαν
μαζί του.

32. Είδα σπόρο πού έπεσε τυχαία στο έδαφος και όμως έκανε εξαιρετικό και πολύ καρπό, καθώς
πάλι και τα αντίθετο.

33. Είδα έναν άνθρωπο (πού είχε κάποια βλάβη στην όρασί του) να μπαίνει στο ιατρείο για κάποια
άλλη ανάγκη, να τον κρατά ολίγο περισσότερο ο ιατρός με την φιλοφροσύνη του, με αποτέλεσμα
να καθαρισθή και να απαλλαγή από την ομίχλη πού σκέπαζε τα μάτια του. Έτσι μερικά ακούσια και
τυχαία περιστατικά πού συνέβησαν σε μερικούς είχαν αποτελέσματα βεβαιότερα και
ουσιαστικώτερα από ό,τι μερικά εκούσια.

34. Κανείς ας μη θεωρήση τον εαυτό του ανάξιο για την μοναχική πολιτεία, προφασιζόμενος το
βάρος και το πλήθος των αμαρτιών του και ας μη νομίζη ότι ταπεινώνει έτσι τον εαυτό του, ενώ
στην ουσία φοβείται μη στερηθή τις ηδονές του κόσμου. Όλα όσα λέγει είναι «προφάσεις εν
αμαρτίαις» (Ψαλμ. Ρμ΄4). Διότι εκεί όπου ακριβώς υπάρχει βαθειά και σαπισμένη πληγή, εκεί
χρειάζεται και μεγαλυτέρα θεραπεία, για να καθαρισθή. Άλλωστε στο ιατρείο δεν πηγαίνουν οι
υγιείς!

35. Εάν ο επίγειος βασιλεύς μας προσκαλούσε να καταταγούμε στον στρατό του, να τον
υπηρετούμε και να πολεμούμε στο πλευρό του, δεν θα καθυστερούσαμε ούτε θα προφασιζόμεθα
τίποτε. Αλλά θα τα εγκαταλείπαμε όλα και με προθυμία θα τρέχαμε κοντά του.
Ας προσέξωμε λοιπόν μήπως, ενώ μας προσκαλεί ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των
κυρίων και Θεός των θεών στην ουρανία παράταξι των μοναχών, αρνηθούμε την πρόσκλησι από
οκνηρία και ραθυμία, και σταθούμε έτσι αναπολόγητοι εμπρός στο μέγα και φοβερό βήμα της
Κρίσεως.

36. Μπορεί βέβαια να βαδίζη κανείς, ενώ είναι δεμένος με τις υποθέσεις του κόσμου και με βαρειές
–σαν σιδερένιες αλυσίδες- φροντίδες, αλλά θα βαδίζη με δυσκολία. Όπως και εκείνοι που έχουν
σιδερένια δεσμά στα πόδια τους βαδίζουν πολλές φορές, αλλά συνεχώς σκοντάφτουν και
πληγώνονται.

37. Ο άγαμος πού ευρίσκεται στον κόσμο και είναι δεμένος μόνο με τα πράγματα του κόσμου
ομοιάζει με αυτόν που έχει τις χειροπέδες. Για τούτο και όταν αποφασίση να τρέξη προς τον
μοναχικό βίο δεν εμποδίζεται. Ενώ αυτός πού ήλθε σε γάμο ομοιάζει με εκείνον πού τον έχουν
δέσει «χειροπόδαρα».

38. Μερικοί κοσμικοί πού ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς πού ζούμε με
συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν΄ακολουθήσωμε την
μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα: «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε, κανένα να μη
περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη
περιφρονήσετε, κανένα να μη μισήσετε. Να μη παραλείπετε τον εκκλησιασμό, να δείχνετε
συμπόνια στους πτωχούς, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην
πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. γ΄14). Εάν ζήτε έτσι, «ού μακράν
έστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄34).

39. Ας τρέξωμε με χαρά και με φόβο στον καλόν αγώνα, χωρίς να φοβούμεθα τους εχθρούς μας.
Διότι αυτοί παρατηρούν την όψι της ψυχής μας, έστω και αν εμείς δεν τους βλέπωμε. Και όταν
ιδούν την όψι της ψυχής μας αλλαγμένη από τον φόβο, τότε επιτίθενται δριμύτερα εναντίον μας,
επειδή αντελήφθηκαν οι δόλιοι ότι φοβηθήκαμε. Γι΄αυτό λοιπόν ας τους επιτεθούμε με ανδρεία.
Διότι κανείς δεν θέλει να πολεμή εναντίον εκείνου που μάχεται με ζήλο.

40. Ο Κύριος φερόμενος με συγκατάβασι ελάφρυνε τον αγώνα των αρχαρίων για να μη
κουρασθούν ευθύς εξ αρχής και γυρίσουν αμέσως στον κόσμο. Γι΄αυτό «χαίρετε εν Κυρίω
πάντοτε» (Φιλιπ. δ΄4) όλοι οι δούλοι του Θεού, αφού αντιληφθήτε το πρώτο αυτό δείγμα της
αγάπης του Δεσπότου. Χαίρετε ακόμη, αφού σκεφθήτε ότι Αυτός σας έχει προσκαλέσει στον αγώνα
της μοναχικής ζωής.

41. Αλλά και τούτο φαίνεται ότι κάνει πολλές φορές ο Θεός: Βλέποντας ανδρείες ψυχές, επιτρέπει
τους πολέμους ευθύς εξ αρχής, με την επιθυμία να τις στεφανώση σύντομα.

42. Αποκρύπτει ο Κύριος από αυτούς που ζουν στον κόσμο την δυσκολία –ή μάλλον την ευκολία-
του μοναχικού αγώνος. Διότι αν την εγνώριζαν, κανείς δεν θα απεφάσιζε να γίνη μοναχός.

43. Πρόσφερε με προθυμία στον Χριστόν τους κόπους της νεότητός σου και θα απολαύσης στο
γήρας σου πλούτον απαθείας. Αυτά που συναθροίζονται στην νεανική ηλικία τρέφουν και
παρηγορούν κατά το γήρας όσους έχουν εξασθενήσει.
Ας κοπιάσωμε με ζήλο, όσο είμαστε νέοι, ας τρέξωμε γρήγορα, διότι η ώρα του θανάτου είναι
άγνωστη.

44. Έχομε εχθρούς πού είναι πραγματικά πονηροί, σκληροί, δόλιοι, πανούργοι, δυνατοί, άυπνοι,
αόρατοι, άυλοι. Στα χέρια τους κρατούν φωτιά και θέλουν να κάψουν τον ναό του Θεού με την
φλόγα τους.

45. Κανείς όσο είναι νέος, ας μη παραδεχθή τους εχθρούς του δαίμονας, που του λέγουν: «Μη
λυώσης το σώμα σου με την πολλή άσκησι, για να μην αδυνατήσης και αρρωστήσης». Διότι, στην
σημερινή μάλιστα εποχή, δύσκολα θα ευρεθή άνθρωπος πού θα προτιμήση να θανατώση την σάρκα
του, το πολύ πολύ ίσως να στερήση τον εαυτό του από τα πολλά και ηδονικά φαγητά. Ο σκοπός του
δαίμονος είναι να επιτύχη, ώστε η αρχή του μοναχικού μας σταδίου να γίνη με νωθρότητα και
πολλή ραθυμία, οπότε και το τέλος του αγώνος θα είναι παρόμοιο και ανάλογο προς την αρχή του.

46. Περισσότερο απ΄όλα, όσοι θέλουν να υπηρετήσουν πραγματικά τον Χριστόν πρέπει να
εξετάσουν και να πράξουν το εξής: Να διαλέξουν με την καθοδήγησι των πνευματικών Πατέρων
και με την επίγνωσι του εαυτού τους, τους τόπους και τους τρόπους και τις καταστάσεις και τα
εργόχειρα πού θα τους ταιριάζουν.
Τα κοινόβια δεν είναι για όλους, επειδή μπορεί να βλάψουν αυτούς που είναι λαίμαργοι. Ούτε πάλι
τα ησυχαστήρια είναι για όλους, επειδή μπορεί να βλάψουν τους θυμώδεις. Καθένας ας εξετάση
καλά ποιο πάθος έχει, (και αναλόγως ας κάνη την επιλογή). * * *

47. Σε τρεις γενικές ασκητικές
κατηγορίες περιλαμβάνεται όλη η μοναχική ζωή: Στον ηρωϊκό ερημητισμό, στην άσκησι με άλλον
ένα ή το πολύ δύο, και στην υπομονητική ζωή του Κοινοβίου. «Μη εκκλίνης –λέει ο
Εκκλησιαστής- είς τά δεξιά ή είς τά αριστερά, άλλ΄οδώ βασιλική πορεύθητι» (Παροιμ. δ΄27). Διότι
ο ιμεσαίος τρόπος από τους τρεις πού αναφέραμε, φαίνεται να ταιριάζη στους περισσοτέρους.
Επειδή, όπως λέγει η Γραφή, «αλλοίμονο στον ένα, διότι αν πέση» σε ακηδία, ή ύπνο, ή ραθυμία, ή
απόγνωσι, «δεν έχει άνθρωπο να τον σηκώση» (Εκκλ. δ΄10). Όπου όμως ευρίσκονται «δύο ή τρεις
συνηγμένοι είς το εμόν όνομα, εκεί είμι έν μέσω αυτών» είπε ο Κύριος (Ματθ. ιη΄20).

48. Ποιος άραγε θα είναι ο πιστός και φρόνιμος μοναχός, ο οποίος την πρώτη θέρμη θα την
κρατήση άσβεστη, και δεν θα παύση μέχρι της στιγμής του θανάτου του, να προσθέτη κάθε ημέρα
φωτιά στην φωτιά, θέρμη στην θέρμη, πόθο στον πόθο και προθυμία στην προθυμία; Βαθμίς
πρώτη! Σύ πού ανέβηκες σ΄αυτήν, «μη στραφής είς τά οπίσω».
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

Ἀπολυτίκιον:
Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


[youtube]aFn4666zBac[/youtube]
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

[youtube]Ux0ADCW3MIY[/youtube]
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

[youtube]ag5POgJ-71w[/youtube]
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

[youtube]hgTTXR0445k[/youtube]
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

[youtube]iU9CqFmZo7Y[/youtube]
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Περί απροσπαθείας


ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ αγάπησε πραγματικά τον Κύριον και επεζήτησε αληθινά να κερδήση την
μέλλουσα βασιλεία, εκείνος πού απέκτησε πραγματικό πόνο για τα αμαρτήματά του και ζωντανή
ενθύμησι της κολάσεως και της αιωνίου κρίσεως, εκείνος που ξύπνησε αληθινά μέσα του τον φόβο
του θανάτου του, δεν θα αγαπήση πλέον ούτε θα ενδιαφερθή ούτε θα μεριμνήση καθόλου για
χρήματα ή για κτήματα ή για τους γονείς του ή για επίγειο δόξα ή για φίλους ή για αδελφούς ή για
τίποτε το γήϊνο. Αλλά αφού αποτινάξη από επάνω του και μισήση κάθε επαφή και κάθε φροντίδα
για όλα αυτά, επί πλέον δε και πρίν απ΄όλα αφού μισήση και την ίδια την σάρκα του, ακολουθεί τον
Χριστόν γυμνός και αμέριμνος και ακούραστος, ατενίζοντας πάντοτε στον ουρανό και αναμένοντας
την έξ ύψους βοήθεια, καθώς το είπε ένας Άγιος: «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ΄9).
Και καθώς το είπε πάλι ο αείμνηστος εκείνος Προφήτης: «Εγώ δε ούκ εκοπίασα κατακολουθών σοι
και ημέραν ή ανάπαυσιν ανθρώπου ούκ επεθύμησα, Κύριε» (Ιερεμ. ιζ΄16).

2. Είναι μεγάλη εντροπή, αφού εγκαταλείψαμε όλα τα προηγούμενα, μετά την κλήσι που μας έκανε
ο Κύριος και όχι κανείς άνθρωπος, να φροντίζωμε για κάτι άλλο, το οποίο δεν μπορεί να μας φανή
χρήσιμο την ώρα της μεγάλης μας ανάγκης, δηλαδή του θανάτου μας.
Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν ωμίλησε για τον άνθρωπο που «εστράφη είς τα οπίσω και δεν είναι
εύθετος είς την βασιλείαν των ουρανών» (Λουκ. θ΄62).

3. Ο Κύριος, επειδή γνωρίζει πόσο εύκολα γλυστρούμε εμείς οι αρχάριοι και επιστρέφομε στον
κόσμο, εάν συναναστρεφώμεθα ή έστω συναντώμεθα με κοσμικούς, απήντησε σ΄αυτόν που του
είπε, «επίτρεψόν μοι απελθείν και θάψαι τον πατέρα μου»: «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών
νεκρούς» (Ματθ. η΄ 22).

4. Μετά την αποταγή μας οι δαίμονες μας παρακινούν να μακαρίζωμε τους κοσμικούς πού τυχόν
είναι ελεήμονες και εύσπλαγχνοι, και να ελεεινολογούμε τον εαυτό μας, διότι δήθνε τον
εστερήσαμε από αυτήν την αρετή.
Ο δε σκοπός των εχθρών μας είναι, με αυτήν την νόθο ταπείνωσι να μας ξαναφέρουν στον κόσμο ή,
αν παραμείνωμε μοναχοί, να μας κατακρημνίσουν στην απόγνωσι.

5. Είναι δυνατόν να εξευτελίζωμε τους κοσμικούς από οίηση, όπως επίσης να τους εξουθενώνωμε
απόντας, για να πολεμούμε την απόγνωσι και να αποκτούμε περισσότερο θάρρος και ελπίδα.

6. Ας ακούσωμε τι είπε ο Κύριος στον νέον εκείνο πού είχε τηρήσει όλες σχεδόν τις εντολές: «Ένα
σου λείπει, να πωλήσης τα υπάρχοντά σου, να τα δώσης στους πτωχούς και να γίνης εσύ πτωχός
πού θα δέχεται ελεημοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ΄ 21).

7. Όσοι επιθυμούμε να τρέχωμε με ταχύτητα (στον δρόμο της ασκήσεως), ας στοχασθούμε καλά,
ότι ο Κύριος όσους ζουν στον κόσμο τους έκρινε και τους εχαρακτήρισε σαν ζωντανούς νεκρούς,
λέγοντας σε κάποιον: «Άφησε τους νεκρούς του κόσμου να θάψουν τους νεκρούς κατά το σώμα»
(πρβλ. Ματθ. η΄ 22).

8. Σε τίποτε δεν εμπόδισε ο πλούτος εκείνον «τον πλούσιον νεανίσκον» να προσέλθη στο
βάπτισμα. Πλανώνται λοιπόν μερικοί πού ισχυρίζονται ότι χάριν του βαπτίσματος ο Κύριος τον
διέταξε να πωλήση τον πλούτο του. Η μαρτυρία αυτή ας είναι αρκετή για μας, σαν μεγίστη
απόδειξις της δόξης της μοναχικής μας πολιτείας.

9. Εκείνοι που ζουν στον κόσμο και λυώνουν στις αγρυπνίες, τις νηστείες, τους κόπους και τις
κακουχίες, όταν αναχωρήσουν από τους ανθρώπους προς την μοναχική ζωή, σαν σε κάποιο
δοκιμαστήριο ή στάδιο, όλη αυτή την προηγούμενη άσκησί τους, την νοθευμένη και επιφανειακή,
δεν την συνεχίζουν πλέον[1].

10. Έχω ιδεί πολλά και διάφορα φυτά αρετών, φυτευμένα μέσα στον κόσμο, ου εποτίζονταν από
τον βόρβορο του υπονόμου της κενοδοξίας και εσκαλίζονταν από το πνεύμα της επιδείξεως και
ελιπαίνονταν με το λίπασμα των επαίνων. Τα ίδια όμως αυτά φυτά, όταν μεταφυτεύθηκαν σε γη
έρημο και άβατο από κοσμικούς, και άνυδρο, χωρίς το βρωμερό νερό της κενοδοξίας, αμέσως
εξεράθηκαν. Διότι δεν ήταν δυνατόν αυτά τα υδροχαρή φυτά να καρποφορήσουν σε σκληρά και
άνυδρα γυμναστήρια.

11. Όποιος εμίσησε τον κόσμο, αυτός εγλύτωσε από την λύπη. Ενώ εκείνος πού έχει «προσπάθεια»
(= η μετά πάθους προσκόλλησις, η δέσμευσις του συναισθήματος σε κάτι) σε κάποιο από τα υλικά
και ορατά, δεν έχει λυτρωθή ακόμη από την λύπη. Διότι πώ αν μη λυπηθή, όταν στερηθή εκείνο
που αγαπά;

12. Σε όλα μας χρειάζεται πολλή νήψις. Ιδιαίτερα δε ας δοθή μεγάλη προσοχή στην επομένη
περίπτωση: Είδα πολλούς μέσα στον κόσμο, οι οποίο με τις βιοτικές μέριμνες, φροντίδες,
συζητήσεις, έρευνες και αγρυπνίες εγλύτωσαν από την μανία της σαρκικής επιθυμίας. Όταν όμως,
απηλλαγμένοι από κάθε μέριμνα, έγιναν μοναχοί, εμολύνθηκαν ελεεινά από τις ορμές και τα
κινήματα της σαρκός.

13. Ας προσέχωμε καλά τον εαυτό μας, μήπως πλανηθούμε και ενώ πιστεύομε ότι βαδίζομε την
στενή και τεθλιμμένη οδό, εν τούτοις ευρισκόμεθα στην πλατεία και ευρύχωρο
.
Τα σημεία πού θα σου δείχνουν ότι βαδίζεις την στενή οδό είναι:
Η θλίψις της κοιλίας, η ολονύκτιος στάσις στην προσευχή, το μετρημένο νερό, το λιγοστό ψωμί, το
καθαρτικό ποτό της ατιμίας, οι χλευασμοί, οι περιγέλωτες, οι εμπαιγμοί, η εκκοπή του ιδίου
θελήματος, η υπομονή στις συγκρούσεις με τους άλλους, το να μη γογγύζεις όταν σε περιφρονούν,
να βιάζης τον εαυτό σου να υπομένη τις ύβρεις, να υπομένης γενναία όταν οι άλλοι σε αδικούν, να
μην αγανακτής όταν καταλαλούν είς βάρος σου, να μην οργίζεσαι όταν σε εξευτελίουν, να
ταπεινώνεσαι όταν σε κατακρίνουν. Μακάριοι όσοι βαδίζουν την προηγούμενη οδό, «ότι αυτών
έστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε΄ 3).


14. Κανείς δεν θα εισέλθη στεφανωμένος στον ουράνιο νυμφώνα, εάν δεν έχη κάνει την πρώτη, την
Δευτέρα και την τρίτη αποταγή. Την αποταγή δηλαδή πρώτον όλων των πραγμάτων και των
ανθρώπων και αυτών των γονέων του, δεύτερον την εκκοπή του ιδίου θελήματος, και τρίτον την
αποταγή της κενοδοξίας που επακολουθεί την υπακοή.

15. «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών, και αφορίσθητε, και ακαθαρσίας κόσμου μη άπτεσθε, λέγει
Κύριος» (πρβλ. Ησ. νβ΄ 11). Διότι ποιος από αυτούς έκανε ποτέ θαύματα; ποιος ανέστησε νεκρούς;
ποιος εξεδίωξε δαίμονες; Κανείς! Όλα αυτά είναι των μοναχών βραβεία, πού δεν μπορεί να τα
επιτύχη ο κόσμος. Διότι αν μπορούσε, τότε θα ήταν περιττή η άσκησις, δηλαδή η αναχώρησις από
τον κόσμο.

16. Όταν μετά την αποταγή μας οι δαίμονες μας φλογίζουν την καρδιά με την ενθύμησι των γονέων
και των αδελφών μας, τότε εμείς ας οπλισθούμε εναντίον τους με την προσευχή, και ας πυρώσωμε
τον εαυτό μας, με τη σκέψι του αιωνίου πυρός, ώστε με την ενθύμησι αυτού να κατασβέσωμε την
παράκαιρη φλόγα της καρδιάς μας.
Εκείνος που νομίζει ότι έχει «απροσπάθεια» (= η απαλλαγή από την «προσπάθεια») για ένα
οποιοδήποτε πράγμα, αισθάνεται όμως λύπη στην καρδιά του όταν το στερηθή, αυτός απατάται
τελείως.

17. Όσοι νέοι έχουν μανιώδη ροπή στους σαρκικούς έρωτες και την τρυφή, και επιθυμούνν
ν΄ακολουθήσουν την μοναχική πολιτεία, ας φροντίσουν να γυμνασθούν με πολλή νήψι και
προσοχή, και να μάθουν να απέχουν από κάθε τρυφή και κακία, μήπως γίνουν σ΄αυτούς «τα έσχατα
χείρονα των πρώτων» (Ματθ. ιβ΄ 45).

18. Το λιμάνι μπορεί να γίνη εξ ίσου αιτία και σωτηρίας και κινδύνων. Αυτό το γνωρίζουν όσοι
διαπλέουν την νοητή θάλασσα του μοναχικού βίου. Θα είναι δε ελεεινό το θέαμα να ιδή κανείς
αυτούς που εσώθηκαν από το πέλαγος, να ναυαγήσουν μέσα στο λιμάνι!

Βαθμίς δευτέρα! Σύ πού τρέχεις να σωθής, μιμήσου τον Λώτ και όχι την γυναίκα του, και φεύγε!
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

Θα είναι δε ελεεινό το θέαμα να ιδή κανείς
αυτούς που εσώθηκαν από το πέλαγος, να ναυαγήσουν μέσα στο λιμάνι!


πόσες αλήθειες κρύβουν αυτές οι λέξεις? Πόσες φορές όντως σωθήκα (-με) απο πτώσεις και αμαρτίες που ήταν οφθαλμοφανές ("καραμπινάτες" θα έβαζα αλλά δεν αρμόζει και δεν είναι σωστό να μιλάω έτσι όταν αναφερόμαι στα Του Θεού, αλλά νιώθω τόσο περίεργα που θέλω να χρησιμοποιήσω κάθε λέξη που προσεγγίζει το αισθημά μου για να το μεταφέρω αυτούσιο και χωρίς φυσικά να φανώ ότι υπερβάλλω ή το αντίθετο) ενώ απο κάποιες που τις θεωρούσα (-με) μικρές, ασήμαντες να απομακρύνομαι απο Αυτόν τόσο μακρία Του?
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Περί ξενιτείας


ΞΕΝΙΤΕΙΑ είναι η οριστική εγκατάλειψις όλων εκείνων που υπάρχουν στην πατρίδα μας και πού
μας εμποδίζουν να επιτύχωμε τον ευσεβή σκοπό της ζωής μας. Η ξενιτεία είναι απαρρησίαστος
συμπεριφορά, κρυμμένη σοφία, σύνεσις πού δεν φανερώνεται, ζωή μυστική, σκοπός που δεν
βλέπεται, λογισμός αφανής, όρεξις της ευτελείας, επιθυμία της στενοχωρίας, αιτία του θείου πόθου,
πλήθος του θείου έρωτος, άρνησις της κενοδοξίας, βυθός της σιωπής.

2. Στην αρχή συνήθως ενοχλεί συνεχώς και έντονα αυτός ο λογισμός τους εραστάς του Κυρίου,
ωσάν να τους φλογίζη θεϊκή φωτιά. Δηλαδή ο λογισμός, ο οποίος παρακινεί τους εραστάς ενός
τόσο μεγάλου αγαθού να απομακρυνθούν από τους οικείους των, για να ζήσουν με ευτέλεια και
θλίψι. Αυτός όμως ο λογισμός όσο σπουδαίος και αξιέπαινος είναι, άλλο τόσο χρειάζεται και πολλή
διάκρισι. Διότι δεν είναι καλή κάθε απότομος και απόλυτος ξενιτεία.

3. Επειδή «πάς προφήτης άτιμος έν τη πατρίδι αυτού», όπως είπε ο Κύριος (Ματθ. ιγ΄57), ας
εξετάσωμε μήπως η ξενιτεία γίνη σ΄εμάς αιτία κενοδοξίας[1]. Ξ ε ν ι τ ε ί α είναι ο χωρισμός από
όλα για να μείνη ο νους αχώριστος από τον Θεόν. Ξ ε ν ι τ ε ύ ω ν είναι ο εραστής και εργάτης του
αδιακόπου πένθους. Ξ έ ν ο ς είναι αυτός που φεύγει κάθε σχέσι είτε με τους ιδικούς του είτε με
τους ξένους.

4. Σύ πού βιάζεσαι να ξενιτεύσης ή να πάς στην έρημο, μη περιμένης να έλθουν μαζί σου ψυχές
πού αγαπούν ακόμη τον κόσμο. Πρόσεχε, διότι ο κλέπτης δεν γίνεται αντιληπτός. Πολλοί που
αποπειράθηκαν να πάρουν μαζί τους ανθρώπους ραθύμους και οκνηρούς για να τους σώσουν,
εχάθηκαν μαζί με αυτούς, διότι σύν τώ χρόνω έσβησε εξ αιτίας τους το πύρ (της ψυχής τους). Από
την στιγμή που εδέχθηκες μέσα σου την φλόγα, τρέχε. Διότι δεν γνωρίζεις πότε θα σβήση και θα σε
αφήση στο σκοτάδι.


5. Δεν απαιτείται από όλους μας να σώσωμε τους άλλους. Διότι λέγει ο θείος Απόστολος: «Άρα ούν
έκαστος ημών, αδελφοί, περί εαυτού δώσει λόγον τώ Θεώ» (Ρωμ. ιδ΄ 12). Και πάλι λέγει: «Ο
διδάσκων έτερον, σεαυτόν ού διδάσκεις;» (Ρωμ. β΄ 21). Ενώ οπωσδήποτε όλοι έχομε χρέος να
σώσωμε τον εαυτό μας.

6. Όταν ξενιτεύης, ασφαλίζου από τον γυρολόγο και φιλήδονο δαίμονα. Διότι η ξενιτεία του δίνει
αφορμές να σε πολεμήση.

7. Είναι καλή η απροσπάθεια. Μητέρα της δε είναι η ξενιτεία.

8. Εκείνος που εξενίτευσε για τον Κύριον, δεν διατηρεί πλέον δεσμούς και σχέσεις με τίποτε, για να
μη φανή ότι περιπλανάται και ξενιτεύει για την ικανοποίηση των παθών του. Εκείνος που έφυγε
από τον κόσμο και εξενίτευσε, ας μην εγγίση πλέον στον κόσμο, διότι συνήθως τα πάθη είναι
«φιλεπίστροφα», (αγαπούν δηλαδή να επιστρέφουν πίσω σ΄αυτόν που τα είχε).

9. Η Εύα εξωρίσθηκε ακούσια από τον παράδεισο, ενώ ο μοναχός εξορίζεται εκούσια από την
πατρίδα του. Και η μέν Εύα, εάν έμενε στον παράδεισο, θα επιθυμούσε και πάλι το ξύλο της
παρακοής. Ο δε μοναχός θα διέτρεχε οπωσδήποτε κάθε ημέρα κίνδυνο από τους κατά σάρκα
συγγενείς του.

10. Απόφευγε σαν μάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχη εμπρός μας ένα
οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξίς μας.

11. Ούτε αυτός ο τρόπος και δόλος των κλεπτών, (των δαιμόνων δηλαδή), ας σου διαφεύγη: Μας
συμβουλεύουν να μην χωριζώμαστε από τους κοσμικούς, διότι, λέγουν, θα είναι πολύς ο μισθός
μας, εάν βλέποντας τις γυναίκες κυριαρχούμε στον εαυτό μας. Δεν πρέπει ασφαλώς να τους
πιστεύωμε, αλλά μάλλον να κάνωμε το αντίθετο.

12. Όταν έχωμε απομακρυνθεί από τους ιδικούς μας ολίγο ή πολύ καιρό, και έχωμε αποκτήσει
κάποια ευλάβεια ή κατάνυξι ή εγκράτεια, τότε έρχονται οι «λογισμοί της ματαιότητος» και μας
παροτρύνουν να επιστρέψωμεν στην πατρίδα μας, για να οικοδομήσωμε, όπως λέγουν, πολλές
ψυχές, να γίνωμε υπόδειγμα (μετανοίας) και να ωφελήσωμε όσους εγνώριζαν τις ανομίες της
προηγουμένης ζωής μας. Αν τύχη δε να έχωμε και κάποια δύναμι λόγου ή ολίγη μόρφωσι, τότε οι
δαίμονες μας παρακινούν να επιστρέψωμε στον κόσμο σαν σωτήρες των ψυχών και διδάσκαλοι,
ώστε αυτά πού με τόση επιμέλεια συναθροίσαμε μέσα στο λιμάνι, να τα διασκορπίσωμε κακώς έξω
στο πέλαγος.

13. Ας προσπαθήσωμε να μιμηθούμε όχι την γυναίκα του, αλλά τον ίδιο τον Λώτ. Διότι η ψυχή πού
θα επιστρέψη εκεί απ΄όπου βγήκε, θα γίνη σαν το χαλασμένο αλάτι και θα μένη πλέον στήλη νεκρά
και ακίνητη.

14. Φεύγε από την Αίγυπτο «αμεταστρεπτί», (χωρίς καμμία σκέψι επιστροφής). Διότι οι καρδιές
πού ενοστάλγησαν την Αίγυπτο, την Ιερουσαλήμ – την γη δηλαδή της απαθείας – δεν την
αντίκρυσαν.

15. Μερικοί πού στην αρχή (της επιστροφής τους) λόγω της πνευματικής τους ανωριμότητος
εγκατέλειψαν τον τόπο τους και έν συνεχεία (ανδρώθηκαν πνευματικά) και εκαθαρίσθηκαν τελείως
από τα πάθη τους, μπορεί να επιστρέψουν πάλι στον τόπο τους, με τον σκοπό ίσως να σώσουν και
άλλους αφού εσώθηκαν οι ίδιοι, πράγμα ωφέλιμο για τις ψυχές. (Ας γνωρίζουν όμως ότι) ο
Μωϋσής εκείνος ο θεόπτης αν και απεστάλη από τον ίδιο τον Θεόν για να σώση το γένος των
ομοφύλων του, αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους, όταν επέστρεψε από την έρημο στην Αίγυπτο,
δηλαδή αντιμετώπισε πολλούς σκοτασμούς, όταν επέστρεψε στον κόσμο.

16. Είναι προτιμότερο να λυπήση κανείς τους γονείς του παρά τον Κύριον. Διότι αυτός και μας
έπλασε και μας έσωσε. Ενώ οι γονείς πολλές φορές κατέστρεψαν αυτούς που αγάπησαν και τους
έστειλαν στην κόλασι.

17. Ξένος πραγματικά είναι εκείνος πού σαν να ευρίσκεται ανάμεσα σε ξενόγλωσσους ανθρώπους
ησυχάζει και σιωπά έχοντας πλήρη συναίσθησι του τι κάνει.

18. Δεν φεύγομε μακρυά από τους συγγενείς μας ή τους τόπους μας, επειδή τους μισούμε. Μη
γένοιτο! Αλλά για να αποφύγωμε την βλάβη πού μας προκαλούν.


19. Όπως σε όλα τα άλλα έτσι και σ΄αυτό έχομε διδάσκαλο τον Κύριον. Διότι και ο ίδιος πολλές
φορές εγκατέλειψε τους κατά σάρκα οικείους του. Και όταν άκουσε από μερικούς την ειδοποίησι:
«Η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου ζητούσί σε», αμέσως ο καλός μας Διδάσκαλος μας υπέδειξε το
«απαθές μίσος», απαντώντας: «Μήτηρ μου και αδελφοί μου εισίν, οι ποιούντες το θέλημα του
Πατρός μου του έν τοίς ουρανοίς» (Ματθ. ιβ΄ 47-50).

20. Ας είναι για σένα πατέρας εκείνος πού και θέλει και μπορεί να κοπιάση μαζί σου, για να κάνη
ελαφρότερο το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Μητέρα, η κατάνυξις, η οποία έχει την δύναμι να σε
αποπλύνη από τον ρύπο της αμαρτίας. Αδελφός, εκείνος που κουράζεται και συναγωνίζεται μαζί
σου στον δρόμο που ανεβάζει στον ουρανό. Σύζυγο αχώριστο απόκτησε την μνήμη του θανάτου.
Τέκνα σου φίλτατα ας είναι οι στεναγμοί της καρδίας. Ως δούλο έχε το σώμα σου. Ως φίλους τις
άγιες αγγελικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούν να σε βοηθήσουν την ώρα του θανάτου σου, εφ΄όσον
γίνουν φίλοι σου. «Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον» (Ψαλμ. κγ΄ 6).


21. Ο πόθος του Θεού σβήνει τον πόθο των γονέων. Αυτός που ισχυρίζεται ότι διατηρεί και τους
δύο πόθους, απατά τον εαυτό του, εφ΄ όσον ακούει τον Κύριον να λέγη: «Ουδείς δύναται δυσί
κυρίοις δουλεύειν» κ.λ.π. (Ματθ. στ΄ 24).


22. Ο Κύριος είπε: «Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη στην γη ούτε αγάπη γονέων προς τα τέκνα ή
(αδελφών προς) τους αδελφούς, σε όσους απεφάσισαν να με υπηρετήσουν. Αντιθέτως ήλθα να
φέρω μάχη και μάχαιρα, να διχάσω τους φίλους του Θεού από τους φίλους του κόσμου, τους
υλικούς από τους πνευματικούς, τους φιλοδόξους από τους ταπεινόφρονας» (Ματθ. ι΄ 34). Ο δε
Κύριος ευφραίνεται γι΄αυτήν τη διαμάχη και τον χωρισμό, πού γίνεται για την αγάπη του.


23. Πρόσεχε, πρόσεχε, εσύ που έχεις πολλή αγάπη και «προσπάθεια» στους ιδικούς σου, μήπως και
σου φανούν όλα όσα εγκατέλειψες βυθισμένα στα νερά (των δακρύων και του πόνου). Και έτσι
επιστρέψης πίσω και παρασυρθής και σύ και βυθισθής στα νερά και στον κατακλυσμό της
φιλοκοσμίας. Μη συγκινηθής από τα δάκρυα των γονέων ή των φίλων σου, διότι διαφορετικά
πρόκειται να δακρύζης αιωνίως.

24. Όταν σε περικυκλώσουν σαν μέλισσες, ή μάλλον σαν σφήκες, οι συγγενείς σου, θρηνούντες για
σένα, προσήλωσε τότε αμέσως το βλέμμα της ψυχής σου στον θάνατο και στις αμαρτωλές πράξεις
σου, ώστε με τον ένα πόνο να κατορθώσης να αποδιώξης τον άλλον.

25. Υπόσχονται σ΄ εμάς με πονηρία οι ιδικοί μας (κατά την σάρκα), αλλά όχι ιδικοί μας (κατά το
πνεύμα), ότι θα κάνουν ό,τι μας αρέσει, (εάν μείνωμε κοντά τους). Ο πραγματικός τους όμως
σκοπός είναι να μας εμποδίσουν από τον εκλεκτό δρόμο που διαλέξαμε και έν συνεχεία να μας
παρασύρουν στον ιδικό τους σκοπό.

26. Όταν αναχωρήσωμε από τους τόπους μας, ας διαλέξωμε μέρη όπου θα υπάρχη ολιγωτέρα
παρηγορία, ολιγώτερες αφορμές για κενοδοξία και περισσότερες για ταπείνωσι. Αλλιώτικα φεύγομε
και πετούμε μαζί με τα πάθη μας.

27. Απόφευγε να εκθειάζης και να φανερώνης την ευγενική σου καταγωγή και την κοσμική σου
δόξα, για να μη φανής άλλος στα λόγια και άλλος στα πράγματα.

28. Κανείς δεν παρέδωσε τόσο πολύ τον εαυτόν του στην ξενιτεία, όσον ο μέγας εκείνος, (δηλαδή ο
Αβραάμ), ο οποίος άκουσε τα λόγια: «Έξελθε έκ της γής σου και έκ της συγγενείας σου και έκ του
οίκου του πατρός σου» (Γεν. ιβ΄ 1), παρ΄όλο πού εκαλείτο να μεταβή σε χώρα αλλόγλωσσο και
βαρβαρική.

29. Μερικές φορές ο Κύριος δοξάζει υπερβολικά κάποιον πού εξενιτεύθηκε όπως ο μέγας
(Αβραάμ). Όμως είναι καλό η δόξα αυτή, παρ΄όλο που δίδεται εκ Θεού, να αποκρούεται με την
ασπίδα της ταπεινώσεως.

30. Όταν οι δαίμονες ή και οι άνθρωποι μας επαινούν σαν για μεγάλο κατόρθωμα για την ξενιτεία
μας, τότε εμείς ας συλλογισθούμε Εκείνον που εξενίτευσε για μας και ήλθε από τον ουρανό στην
γη, και με την σκέψι αυτή θα διαπιστώσωμε ότι εμείς είς τον αιώνα του αιώνος δεν θα
κατορθώσωμε να ξεχρεώσωμε μία τέτοια ξενιτεία.

31. Είναι επικίνδυνη, η «προσπάθεια» προς κάποιον ιδικό μας ή και ξένο. Αυτή μπορεί σιγά-σιγά
να μας τραβήξη προς τον κόσμο και να σβήση τελείως την φλόγα της κατανύξεως.

32. Όπως είναι ακατόρθωτο να κοιτάζη κανείς με το ένα μάτι τον ουρανό και με το άλλο την γη,
έτσι είναι αδύνατον να μη κινδυνεύση η ψυχή εκείνου, πού δεν εξενίτευσε τελείως από όλους
-ιδικούς του και ξένους- όχι μόνο με το σώμα, αλλά και με τον λογισμό.


33. Με πολύ κόπο και μόχθο θα αποκτήσωμε καλό ήθος και καλή εσωτερική κατάστασι. Είναι
όμως δυνατόν εκείνο πού με πολύ κόπο κατωρθώσαμε, να τα χάσωμε μέσα σε μια στιγμή. Διότι
«φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε΄ 33), κοσμικές και συγχρόνως άκοσμες.


34. Αυτός που μετά την απάρνησι του κόσμου συναναστρέφεται με κοσμικούς ή παραμένει κοντά
τους, οπωσδήποτε ή θα πέση στα δίχτυα τους ή θα μολύνη την καδιά του με κοσμικές σκέψεις.
Αλλά και αν ακόμη δεν μολυνθή έτσι, θα μολυνθή κατακρίνοντας εκείνους που μολύνονται.
Περί των ονείρων των αρχαρίων
ΤΟ ΟΤΙ ο νούς που διαθέτω είναι ολωσδιόλου ατελής και γεμάτος από άγνοια, δεν είναι δυνατόν να
το κρύψω. Ο λάρυγγας διακρίνει τα φαγητά, και η ακοή την έννοια των λόγων. Την αδυναμία των
οφθαλμών την φανερώνει το δυνατό φως του ηλίου και την αμάθεια της ψυχής μου την
αποκαλύπτουν τα λόγια μου. Ο νόμος όμως της αγάπης αναγκάζει να επιχειρή κανείς πράγματα πού
υπερβαίνουν την δύναμί του.

Νομίζω λοιπόν -δεν δογματίζω- ότι ύστερα απ΄όσα ελέχθησαν περί ξενιτείας, ή μάλλον μαζί με
αυτά, πρέπει να επακολουθήσουν και να λεχθούν ολίγα περί των ονείρων. Τόσα, όσα χρειάζονται,
ώστε ούτε σ΄αυτόν τον δόλο των δολίων δαιμόνων να είμαστε αμύητοι.

36. Όνειρο είναι μία κίνησις του νου, ενώ το σώμα ευρίσκεται ακίνητο.

37. Φαντασία είναι μία εξαπάτησις των οφθαλμών, όταν το μυαλό κοιμάται. Φαντασία είναι μία
παρασάλευσις του νου, ενώ το σώμα είναι ξύπνιο. Φαντασία είναι ένα θέαμα πού δεν υπάρχει στην
πραγματικότητα.

38. Είναι φανερή η αιτία που θελήσαμε, μετά τους προηγούμενους λόγους, να ομιλήσωμε για τα
όνειρα. Αφού εγκαταλείψωμε για τον Κύριον τα σπίτια μας και τους οικείους μας και με την
ξενιτεία για την αγάπη του Χριστού πωλήσωμε τον εαυτό μας, τότε οι δαίμονες επιχειρούν να μας
ταράζουν με όνειρα. Παρουσιάζουν δε σ΄αυτά τους ιδικούς μας ότι θρηνούν, πεθαίνουν,
καταστεναχωρούνται και βασανίζονται εξ αιτίας μας. Εκείνος λοιπόν πού πιστεύει στα όνειρα
ομοιάζει μ΄αυτόν που κυνηγά την σκιά του και προσπαθεί να την πιάση (Σοφ. Σειράχ λδ΄ 2).

39. Οι δαίμονες της κενοδοξίας εμφανίζονται στον ύπνο μας σαν προφήτες. Συμπεραίνουν σαν
πανούργοι πού είναι, μερικά από τα μέλλοντα να συμβούν και μας τα προαναγγέλλουν. Και όταν
αυτά πραγματοποιηθούν, εμείς μένομε έκθαμβοι, και υπερηφανεύεται ο λογισμός μας με την ιδέα
ότι πλησιάσαμε στο προορατικό χάρισμα.

40. Σε όσους τον πιστεύουν, ο δαίμων αυτός φάνηκε πολλές φορές αληθινός προφήτης. Σε όσους
όμως τον περιφρονούν πάντοτε αποδείχθηκε ψεύτης. Διότι, σαν πνευματική ύπαρξις πού είναι,
βλέπει όσα συμβαίνουν μέσα στην ατμόσφαιρα, και μόλις αντιληφθή ότι κάποιος πεθαίνει, τρέχει
αμέσως σ΄εκείνους πού είναι ελαφρόμυαλοι και τους το προλέγει με τα όνειρα.

41. Τίποτε μελλοντικό δεν γνωρίζουν οι δαίμονες από προγνωστική δύναμι. Διότι τότε θα
μπορούσαν και οι μάγοι να μας προλέγουν τον θάνατό μας.

42. Στον ύπνο μας πολλές φορές οι δαίμονες «μετασχηματίζονται είς αγγέλους φωτός» (Β΄ Κορ. ια΄
14) και σε μορφές αγίων Μαρτύρων, τους οποίους παρουσιάζουν να έρχωνται προς το μέρος μας.
Έτσι αφού ξυπνήσωμε μας βυθίζουν σε υπερηφάνεια και χαρά.

43. Το σημείο από το οποίο θα διακρίνης την πλάνη είναι τούτο: Οι άγγελοι μας δείχνουν την
κόλασι, την Κρίσι και τον χωρισμό, και έτσι μας κάνουν να ξυπνούμε έντρομοι και περίλυποι.


44. Εάν αρχίσωμε να πιστεύωμε στους δαίμονες κοιμώμενοι, ύστερα θα εμπαιζώμεθα από αυτούς
και ξύπνιοι. Εκείνος που πιστεύει στα όνειρα είναι εντελώς άσοφος και άπειρος, ενώ αυτός πού δεν
πιστεύει τίποτε είναι πραγματικά συνετός και σοφός.

45. Πίστευε μόνο σ΄εκείνα πού σου αναγγέλλουν για την κόλασι και την Κρίσι. Εάν όμως
δημιουργήται μέσα σου απόγνωσις, τότε και αυτά τα όνειρα προέρχονται από τους δαίμονες.
Βαθμίς τρίτη! Δρόμος πού οδηγεί στην ισάριθμη Αγία Τριάδα. Εκείνος που ανέβηκε άς μη κοιτάξη
δεξιά ή αριστερά.
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
Μαρίνα
Δημοσιεύσεις: 380
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:46 pm
12

Re: Ο Άγιος Ιωάννης Της Κλίμακος

Δημοσίευση από Μαρίνα »

Λ Ο Γ Ο Σ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Σ
Περί υπακοής
(Διά την μακαρίαν και αείμνηστον υπακοήν)

ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ προς τά εμπρός ο λόγος έφθασε ομαλά και κανονικά στους πύκτας και αθλητάς του Χριστού. Διότι όπως πρίν από τον καρπό αναφαίνεται το άνθος, έτσι και πρίν από την υπακοή προηγείται η ξενιτεία, είτε του σώματος είτε του θελήματος. Με τις δύο αυτές αρετές, ωσάν με χρυσές πτέρυγες ανέρχεται άκοπα στον ουρανό η οσία ψυχή. Ίσως μάλιστα γι΄αυτό κάποιος πνευματοφόρος άνθρωπος να έψαλλε: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσείς περιστεράς, και πετασθήσομαι» -με την πράξι- «και καταπαύσω»- με την θεωρία και την ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ΄ 7).

2. Αν συμφωνήτε και σείς, δεν πρέπει ούτε το εξωτερικό σχήμα των ανδρείων αυτών πολεμιστών να παραβλέψωμε και να μη το παρουσιάσωμε με πλήρη περιγραφή. Πώς δηλαδή κρατούν γερά την ασπίδα της πίστεως και εμπιστοσύνης προς τον Θεόν και τον γυμναστή τους, και με αυτήν, θα ελέγαμε, αποκρούουν κάθε λογισμό απιστίας ή μεταβάσεως και αναχωρήσεως (από την Μονή). Πώς έχουν ανεσπασμένη συνεχώς την μάχαιρα του Πνεύματος και φονεύουν κάθε ιδικό τους θέλημα πού θα αναφανή. Πώς έχουν φορέσει τους σιδερένιους θώρακες της υπομονής και της πραότητος και μ΄αυτούς αποκρούουν κάθε υβρεολογία, κάθε λέξι πού σουβλίζει και κάθε λόγο που ρίπτεται εαντίον τους σαν βέλος. Πώς φορούν και την «περικεφαλαίαν του Σωτηρίου» (Έφεσ. ς΄ 17), τη σκέπη δηλαδή πού τους παρέχει η ευχή του Γέροντος. Και δεν στέκονται με δεμένα τα πόδια, αλλά το ένα το προβάλλουν - είναι πρόθυμοι δηλαδή για υπηρεσία -, και το άλλο το έχουν ακίνητο - είναι πρόθυμοι δηλαδή για προσευχή.

3. Υπακοή είναι η τελεία απάρνησις της ψυχής μας[1], η οποία φανερώνεται καθαρά με τα έργα του σώματος. Ή και το αντίθετο: Υπακοή είναι νέκρωσις των μελών του σώματος, ενώ ο νους είναι ζωντανός. Υπακοή σημαίνει ενέργεια χωρίς εξέτασι, θάνατος εκούσιος, ζωή χωρίς περιέργεια, αμεριμνία για κάθε σωματικό κίνδυνο, αμεριμνία για το τι θα απολογηθής στον Θεόν, να μη φοβήσαι τον θάνατο, να ταξειδεύης στην θάλασσα χωρίς κίνδυνο, να οδοιπορής στην ξηρά ξέγνοιαστα σαν να κοιμάσαι.

4. Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της Ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος.

5. Η αρχή της νεκρώσεως και κάποιου μέλους του σώματος και κάποιου θελήματος της ψυχής φέρνει πόνο. Στο μέσον της νεκρώσεως, άλλοτε αισθανόμεθα πόνο και άλλοτε όχι. Και στο τέλος επέρχεται παύσις και αναισθησία του πόνου. Τότε μόνο φαίνεται να πονή και να υποφέρη ο ζωντανός αυτός νεκρός και μακαρίτης, όταν βλέπη πώς κάνει το θέλημά του. Και τούτο, διότι φοβείται το βάρος του πταίσματός του.

6. Όλοι εσείς πού επιχειρήσατε να αποδυθήτε και να εισέλθετε στο στάδιο αυτό του ψυχικού μαρτυρίου, όσοι θέλετε να σηκώσετε στον τράχηλό σας τον ζυγό του Χριστού, όσοι φροντίζετε να φορτώσετε στον τράχηλο κάποιου άλλου το ιδικό σας φορτίο, όσοι σπεύδετε να γράψετε σε συμβόλαιο την πώλησί σας και θέλετε αντί αυτής να γραφή σε σας ελευθερία, όσοι, τέλος, υποβαστάζεσθε και ανυψώνεσθε από χέρια άλλων και διανύετε έτσι το μεγάλο τούτο πέλαγος, ας γνωρίζετε ότι επιχειρήσατε να βαδίσετε μία σύντομη, αλλά και τραχεία οδό, η οποία μία και μόνη
πλάνη κρύβει: Αυτήν που λέγεται ιδιορρυθμία. Αυτός που απαρνήθηκε εντελώς την ιδιορρυθμία σε όσα του φαίνονται καλά και πνευματικά και θεάρεστα, αυτός έφθασε στο τέρμα της οδού, προτού αρχίση να την βαδίζη. Διότι αυτό ακριβώς είναι η υπακοή: Να μην εμπιστεύεται κανείς τον εαυτόν του σε όλα τα καλά μέχρι τέλους της ζωής του.

7. Όταν πρόκειται να κλίνωμε τον αυχένα μας στον Κύριον, και να εμπιστευθούμε τον εαυτόν μας σε άλλον, με λογισμό ταπεινοφροσύνης και με κύριο σκοπό να εξασφαλίσωμε την σωτηρία μας, πρίν από την είσοδό μας στην ζωή της υπακοής, αν τυχόν διαθέτωμε κάποια πονηρία και σύνεσι, ας εξετάσωμε ερευνητικά και -ας το πώ έτσι- ας δοκιμάσωμε τον κυβερνήτη. Για να μην πέσωμε σε ναύτη αντί σε κυβερνήτη, σε ασθενή αντί σε ιατρό, σε εμπαθή αντί σε απαθή, σε πέλαγος αντί σε λιμάνι, και έτσι προξενήσωμε στον εαυτό μας βέβαιο ναυάγιο. Μετά την είσοδό μας όμως στο στάδιο της ευσεβείας και της υποταγής, ποτέ πλέον και σε τίποτε απολύτως ας μη εξετάζωμε τον καλό αγωνοθέτη μας, έστω και αν παρατηρήσωμε σ΄αυτόν, σαν σε
άνθρωπο, μερικά μικρά ίσως σφάλματα. Διότι διαφορετικά τίποτε δεν ωφελούμεθα από την υποταγή, εάν τον εξετάζωμε και τον κρίνωμε.

8. Όσοι θέλουν να τρέφουν πάντοτε αδίστακτη εμπιστοσύνη στους Γέροντες, επιβάλλεται να διατηρούν αλησμόνητα και ανεξάλειπτα στην καρδιά τους τα πνευματικά τους κατορθώματα. Ώστε, όταν οι δαίμονες προσπαθούν να ενσπείρουν μέσα τους αμφιβολία, να τα ενθυμούνται και να τους αποστομώνουν. Όσοδέ η εμπιστοσύνη προς τον Γέροντα θάλλει μέσα στην καρδιά, τόσο το σώμα προθυμοποιείται σε κάθε διακονία. Ενώ, όταν σκοντάψη στην απιστία, θα πέση, διότι «πάν ό ούκ έκ πίστες, αμαρτία εστίν» (Ρωμ. ιδ΄ 23).

9. Από τον λογισμό που σου υποβάλλει να εξετάσης ή να κατακρίνης τον Ηγούμενο, τινάξου μακρυά σαν από πορνεία. Μη δώσης καθόλου άδεια στον όφι αυτόν ούτε τόπο ούτε είσοδο ούτε αρχή. Και απάντησε στον δράκοντα: «Ώ απατεών, δεν ανέλαβα εγώ να κρίνω τον Ηγούμενο, αλλά εκείνος να κρίνη εμένα. Δεν διωρίσθηκα εγώ κριτής του, αλλά αυτός ιδικός μου».

10. Οι πατέρες ωνόμασαν την ψαλμωδία όπλο, την προσευχή τείχος, τα καθαρά δάκρυα λουτρό, ενώ την μακαρία υπακοή την εχαρακτήρισαν ως μαρτύριο. Χωρίς αυτήν, κανείς από τους εμπαθείς δεν θα κατορθώση να ιδή τον Κύριον.

11. Ο υποτακτικός καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Και αν μέν για την αγάπη του Κυρίου υπακούη τελείως - έστω και αν αυτό δεν φαίνεται τελείως - τότε έχει απαλλαγή από κάθε καταδίκη. Εάν όμως ικανοποιή σε μερικά πράγματα το θέλημά του - έστω και αν φαίνεται εξωτερικά ότι υπακούει - τότε σηκώνει ο ίδιος το φορτίο του. Στην περίπτωσι αυτή, αν ο Γέροντας δεν παύη να τον ελέγχη, έχει καλώς. Αν όμως εσιώπησε, τότε δεν ξεύρω τι να ειπώ!

12. Όσοι υποτάσσονται έν Κυρίω με απλότητα, αυτοί τελείωνουν καλά τον δρόμο τους, διότι, αποφεύγοντες την λεπτολόγο εξέτασι του Γέροντος, δεν προσελκύουν κατεπάνω τους την πανουργία των δαιμόνων.

13. (Αφού έλθωμε στο Κοινόβιο), πρίν από όλα ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας στον καλό μας δικαστή, (τον Γέροντα), και μόνο σ΄αυτόν, αν όμως μας προστάξη, και ενώπιον όλων. Διότι πληγές που φανερώνονται, δεν χειροτερεύουν, αλλά θεραπεύονται.

14. Φθάνοντας κάποτε σ΄ ένα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερή και εκπληκτική κρίσι ενός καλού κριτού και ποιμένος. Ενώ ευρισκόμουν εκεί, έτυχε να έλθη για μοναχός κάποιος πού ήταν προηγουμένως ληστής. Αυτόν λοιπόν ο άριστος εκείνος ιατρός και ποιμήν διέταξε να απολαύση επί επτά ημέρες κάθε ανάπαυσι, και μόνη απασχόλησι να έχη το να παρατηρή την ζωή και την τάξι της Μονής. Μετά δε την εβδόμη ημέρα τον εκάλεσε ιδιαιτέρως ο ποιμήν και τον ερώτησε αν του άρεσε να
συγκατοικήση μαζί τους. Όταν δε τον είδε να συγκατατίθεται με όλη του την ειλικρίνεια, τον ερώτησε πάλι τι αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Αφού λοιπόν τον είδε να τα εξομολογήται την ίδια στιγμή και με προθυμία όλα, για να τον δοκιμάση του είπε πάλι: «Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης εμπρός σε όλη την αδελφότητα». Και εκείνος έχοντας μισήσει ολωσδιόλου την αμαρτία του και περιφρονώντας κάθε εντροπή του το υποσχέθηκα αδίστακτα. «Και αν θέλης ακόμη, του λέγει, τα εξομολογούμαι και στο κέντρο της Αλεξανδρείας». Ύστερα απ΄αυτό, ο Ποιμήν συναθροίζει στο Κυριακό όλα τα (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τον αριθμό. Και ενώ ετελείτο η θεία Λειτουργία -ήταν ημέρα Κυριακή- μετά την
ανάγνωσι του Ευαγγελίου, δίδει εντολή και οδηγείται προς τον Ναό ο αθώος πλέον εκείνος κατάδικος. Τον έσυραν μερικοί αδελφοί κτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι του. Και μόνη η θέα του δυστυχισμένου αυτού εδημιούργησε κατάπληξι σε όλους, ώστε αμέσως να ξεσπάσουν σε δάκρυα και ολολυγμούς, εφ΄όσον κανείς δεν εγνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Έπειτα μόλις επλησίασε στην πύλη της Εκκλησίας, η ιερά εκείνη κεφαλή, ο φιλάνθρωπος κριτής, του εφώναξε με δυνατή φωνή: «Στάσου! Είσαι ανάξιος να εισέλθης εδώ μέσα». Εκείνος τότε εταράχθηκε από την φωνή του Ποιμένος πού την άκουσε από το Ιερό. (Όπως αργότερα μας εβεβαίωνε με όρκους, του εφάνηκε ότι άκουσε βροντή και όχι φωνή ανθρώπου). Πέφτει αμέσως έντρομος με το πρόσωπο στην γη, συγκλονισμένος ολόκληρος από τον φόβο. Ενώ δε εκείτετο κάτω και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του, εκείνος ο θαυμάσιος ιατρός, ο οποίος
μεταχειριζόταν τα πάντα για την σωτηρία του, και συγχρόνως έδιδε σε όλους ένα υπόδειγμα σωτηρίας και αληθινής ταπεινώσεως, τον προστάζει να ειπή εμπρός σε όλους όλα τα αμαρτήματά του ένα-ένα ξεχωριστά. Τότε αυτός άρχισε να εξομολογήται με τρόμο όλα του τα αμαρτήματα ένα-ένα λέγοντας πράγματα
που εξένιζαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύσιν, κατά φύσιν, με ανθρώπους, με ζώα, αλλά ακόμη και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να ακούση ούτε να γράψη κανείς. Έπειτα από την εξομολόγησι αυτή, προστάζει ο Ποιμήν να καρή αμέσως μοναχός και να συγκαταριθμηθή στους αδελφούς.

15. Εγώ τότε εθαύμασα την σοφία του Οσίου εκείνου και τον ερώτησα ιδιαιτέρως, για ποιο λόγο προέβη στην παράδοξη αυτή ενέργεια. Εκείνος δε πού ήταν πράγματι ιατρός ψυχών, μου απήντησε ότι το έκανε αυτό για δύο λόγους:
«Πρώτον, χάριν αυτού του ιδίου, ώστε με την εντροπή της παρούσης εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από την μέλλουσα εντροπή – πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν εσηκώθηκε από το έδαφος, μέχρις ότου επέτυχε την άφεσι όλων των αμαρτιών του. Και μην αμφιβάλλης γι΄αυτό, διότι κάποιος από τους αδελφούς πού παρευρίσκονταν εκεί πήρε θάρρος και μου είπε: «Έβλεπα την ώρα εκείνη κάποιον φοβερό και επιβλητικό άνδρα πού κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί γραμμένο και ένα κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά πού ο ριγμένος στο έδαφος
εξωμολογείτο μία αμαρτία του, εκείνος με το κοντύλι την διέγραφε». Αυτό είναι πολύ φυσικό, σύμφωνα και με τα λόγια (του Δαβίδ): «Είπα, εξαγορεύσω κατ΄εμού την ανομίαν μου τώ Κυρίω, και σύ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγησι, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεσι των αμαρτιών του».

16. Είδα και άλλα πολλά αξιοθαύμαστα και αξιομνημόνευτα πράγματα, κοντά στον αείμνηστο εκείνο Ποιμένα και το ποίμνιό του, από τα οποία τα περισσότερα θα προσπαθήσω να σας τα παρουσιάσω. Διότι έμεινα κοντά τους αρκετό καιρό, εξετάζοντας την ζωή τους, η οποία μου προξενούσε υπερβολικό θαυμασμό καθώς έβλεπα πώς οι επίγειοι εκείνοι άγγελοι εμιμούντο τους ουρανίους! Συνδέονταν μεταξύ τους με αδιάρρηκτο δεσμό αγάπης, χωρίς η μεγάλη αυτή αγάπη -πράγμα πολύ
θαυμαστό- να έχη δημιουργήσει μεταξύ τους παρρησία ή αργολογία. Πρίν από όλα εφρόντιζαν να μη τραυματίσουν σε τίποτε την συνείδησι του αδελφού. Εάν τυχόν ευρισκόταν κανείς με μίσος προς τους άλλους, ο Ποιμήν τον εξώριζε ως κατάδικο στο ιδιαίτερο και απομονωμένο Μοναστήρι[2]. Όταν κάποτε ένας αδελφός ωμίλησε στον Ποιμένα υβριστικά είς βάρος άλλου αδελφού, την ίδια στιγμή διέταξε ο οσιώτατος Ποιμήν να εκδιωχθή. «Δεν ανέχομαι -είπε- να υπάρχη στην Μονή και
ορατός και αόρατος διάβολος». Στους οσίους αυτούς μοναχούς είδα ομολογουμένως ωφέλιμα και αξιοθαύμαστα πράγματα. Είδα μία αδελφότητα, έν Κυρίω συναθροισμένη και ενωμένη, πού κατέκτησε σε θαυμαστό βαθμό τόσο την πρακτική εργασία των εντολών, όσο και την θεωρία. Ασκούσαν και εγύμναζαν τον εαυτό τους τόσο πολύ στα πνευματικά, ώστε να περιττεύη η υπόμνησις του Γέροντος. Ο καθένας αυτοπροαίρετα ξυπνούσε και παρακινούσε τον άλλον στην πνευματική επαγρύπνησι. Υπήρχαν μάλιστα στο πρόγραμμα της ζωής τους ωρισμένα ιερά γυμνάσματα καλομελετημένα και παγιωμένα. Έτσι, αν συνέβαινε κάποτε στην απουσία του Γέροντος να παρασυρθή κάποιος στην κακολογία ή στην κατάκρισι ή στην αργολογία, τότε ένας αδελφός κάνοντάς του ένα σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα
του υπενθύμιζε την αρετή και τον συνέφερε. Εάν τυχόν δεν έδειχνε συναίσθησι, ο αδελφός πού του έκανε την υπόμνησι έβαζε μετάνοια και έφευγε. Ως προς το θέμα των συνομιλιών, αν χρειαζόταν να ειπούν κάτι, είχαν σαν μοναδική και παντοτεινή
συζήτησι την ανάμνησι του θανάτου και την σκέψι της αιωνίου κολάσεως.

17. Δεν θα σας αποσιωπήσω και το ασυνήθιστο και θαυμαστό έργο του μαγείρου τους. Βλέποντάς τον να έχη παντοτεινή περισυλλογή και δάκρυα στο διακόνημά του, τον ικέτευα να μου ειπή πώς αξιώθηκε να λάβη ένα τέτοιο χάρισμα, και εκείνος στην επιμονή μου αποκρίθηκε: «Ποτέ δεν σκέφθηκα ότι υπηρετώ ανθρώπους, αλλά τον Θεόν. Έκρινα τον εαυτόν μου ανάξιο για κάθε είδους ανάπαυσι και η θέα αυτής της φωτιάς μου ενθυμίζει συνεχώς την μελλοντική φλόγα της κολάσεως».

18. Ακούσατε και άλλο παράδοξο κατόρθωμα των μοναχών αυτών: Ακόμη και την ώρα της τραπέζης, δεν διέκοπταν την νοερά εργασία της προσευχής. Με κάποιο συγκεκριμένο αλλά μυστικό νεύμα υπενθύμιζαν οι μακάριοι ο ένας στον άλλον την επιμέλεια της εσωτερικής προσευχής. Και αυτό, όχι μόνο στην τράπεζα, αλλά και σε κάθε συνάντησι και σύναξί τους. Όταν τυχόν έπεφτε κάποιος σε παράπτωμα, τότε τον παρακαλούσαν και τον ικέτευαν πολύ οι άλλοι, να επιτρέψη να μεριμνήσουν αυτοί, να απολογηθούν αυτοί στον Ποιμένα και να δεχθούν την επίπληξι.
Ο μέγας εκείνος Ποιμήν το αντελήφθηκε αυτό και τους έβαζε ελαφρότερες τιμωρίες, γνωρίζοντας ότι ο τιμωρούμενος είναι αθώος. Ωστόσο όμως δεν επιζητούσε να μάθη τον πραγματικό ένοχο. Πού να συναντήσης σ΄εκείνους εκδηλώσεις πού να ενθυμίζουν αργολογία ή αστειολογία! Εάν επίσης άρχιζε κάποιος να φιλονική με τον πλησίον του, ο τρίτος που τύχαινε να περάση από εκεί έβαζε μετάνοια και διέλυε την οργή. Όταν δε αντιλαμβανόταν πώς έμενε μέσα τους μνησικακία, το ανέφερε αμέσως στον Δεύτερο -μετά τον Γέροντα- και αυτός εφρόντιζε να συμφιλιωθούν πρίν δύση ο ήλιος (πρβλ. Έφ. δ΄ 26). Εάν όμως εσκλήρυναν την στάσι τους και επέμεναν, τότε ετιμωρούντο με αποχή από το φαγητό έως ότου συμφιλιωθούν, ή απεβάλλοντο από την Μονή. Η διαγωγή τους αυτή, ή τόσο αξιέπαινος και προσεκτική, δεν ήταν πράγμα μάταιο και ανωφελές, αλλά αντιθέτως παρουσίαζε πολλούς εμφανείς καρπούς. Πολλοί από τους οσίους εκείνους αναδείχθηκαν σπουδαίοι στην πρακτική και στην θεωρητική ζωή, στην διάκρισι και στην ταπεινοφροσύνη. Αντίκρυζε δε κανείς σ΄αυτούς ένα θέαμα εκπληκτικός και αγγελοπρεπές: Ολόλευκοι ηλικιωμένοι μοναχοί, σεβάσμιοι και ιεροπρεπείς, να τρέχουν δεξιά και αριστερά, ασκώντας την υπακοή και έχοντας ως μεγαλύτερό τους καύχημα την ταπείνωσί τους.

19. Είδα εκεί άνδρας πού είχαν πενήντα περίπου χρόνια στην υπακοή, και τους ικέτευα να μου ειπούν ποια πνευματική παρηγορία απέκτησαν ύστερα από τόσο κόπο. Άλλοι ωμολογούσαν ότι έφθασαν σε άβυσσο ταπεινοφροσύνης και με αυτήν αποκρούουν επιτυχώς κάθε επίθεσι του εχθρού. Άλλοι έλεγαν ότι υπομένουν αναίσθητα και ανώδυνα κάθε κακολογία και ύβρι. Είδα και άλλους ανάμεσα σ΄αυτούς τους αειμνήστους, οι οποίοι ήταν ολόλευκοι από το γήρας και
αγγελοειδείς. Είχαν φθάσει σε βαθύτατη ακακία και απλότητα, απλότητα «σεσοφισμένη», κατωρθωμένη με την αγαθή τους προαίρεσι και την βοήθεια του Θεού, όχι αλογίκευτη και ασύνετη σαν εκείνη ωρισμένων κοσμικών γερόντων, πού τους ονομάζουν φλύαρους και «ξεκουτιασμένους». Εφαίνοντο δε εξωτερικά τελείως ήπιοι, προσηνείς, φαιδροί, χωρίς τίποτε το επίπλαστο και επιτηδευμένο κα νοθευμένο στους λόγους και στην συμπεριφορά τους. Πράγματα πού δεν συναντώνται εύκολα! Εσωτερικά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νήπια τον Θεόν
και τον Γέροντα. Το δε νοερό τους βλέμμα το είχαν στραμμένο - ωργισμένο και αλύγιστο - εναντίοντων δαιμόνων και των παθών.

20. Δεν θα επαρκέση όμως, ώ ιερέ φίλε μετά της θεοφιλούς συνοδίας σου, ο χρόνος της ζωής μου, προκειμένου να εξιστορήσω τις αρετές και την ουρανομίμητη ζωή των μακαρίων εκείνων μοναχών. Αλλά είναι προτιμότερο να κοσμήσω τον ακόσμητο λόγο μου με τους ιδρώτας εκείνων, και να σας διεγείρω έτσι σε θεάρεστο ζήλο και μίμησι, παρά με τις ιδικές μου πτωχές παραινέσεις, διότι «χωρίς πάσης αντιλογίας το έλαττον υπό του κρείττονος κατακοσμείται» (πρβλ. Εβρ. ζ΄ 7).Μόνο σας παρακαλώ, μην υποψιασθήτε καθόλου ότι σας γράφω κάτι πλαστό, διότι μία τέτοια δυσπιστία καταστρέφει την ωφέλεια.
_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+_+
21. Ας συνεχίσωμε λοιπόν την προηγούμενη διήγησι. Στο Κοινόβιο αυτό είχε κοινοβιάσει πρίν από μερικά έτη κάποιος Ισίδωρος που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, από αρχοντική τάξι. Αυτόν τον επρόλαβα και εγώ εκεί. Όταν τον υποδέχθηκε ο οσιώτατος εκείνος Ποιμήν, είδε ότι ήταν κακότροπος, σκληρόκαρδος, φοβερός, επιβλητικός και αγέρωχος. Και εσκέφθηκε με ένα ανθρώπινο
τέχνασμα να νικήση την πανουργία των δαιμόνων. Λέγει λοιπόν στον Ισίδωρο: «Αν πραγματικά απεφάσισες να σηκώσης τον ζυγό του Χριστού, εκείνο πού πρίν απ΄ όλα σου ζητώ είναι να ασκής την υπακοή». «Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό,
έτσι αγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στην υπακοή», αποκρίθηκε εκείνος. Ικανοποιημένος τότε ο μέγας Ποιμήν από την απάντησι και την παρομοίωσι, προχώρησε αμέσως και έδωσε στον σιδερένιο Ισίδωρο το γύμνασμά του:
«Θέλω, αδελφέ, να κάθεσαι στην πύλη της Μονής και με φυσικότητα σε καθέναν πού θα εισέρχεται ή θα εξέρχεται, να βάζης μετάνοια λέγοντας, «προσευχήσου για μένα, πάτερ, διότι είμαι επιληπτικός». Ο Ισίδωρος υπήκουσε σαν άγγελος στον Κύριον.
Συνεπλήρωσε επτά χρόνια σ΄αυτήν την άσκησι, και έφθασε έτσι σε βαθύτατη ταπείνωσι και κατάνυξι. Τότε ο αείμνηστος εκείνος Ποιμήν, αφού πέρασε η «νομική επταετία» και μετά από την αφάνταστη υπομονή του Ισιδώρου, απεφάσισε να τον συγκαταριθμήση στους αδελφούς -ήταν υπεράξιος- και επι πλέον να τον χειροτονήση κληρικό. Εκείνος όμως μέσω άλλων αδελφών, καθώς και εμού του ταπεινού, ικέτευσε τον Ποιμένα να τον αφήση να τελειώση τον δρόμο του με την ίδια άσκησι. Στην παράκλησί του αυτή άφινε να υποδηλωθή κάπως αμυδρά ότι έφθανε στο τέλος του, ότι επλησίαζε η ώρα πού θα τον καλούσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι και έγινε. Ο Διδάσκαλος τον άφησε στην ίδια θέσι, και ύστερα από δέκα ημέρες «δι΄αδοξίας ενδόξως εξεδήμησε» προς τον Κύριον. Επτά δε ημέρες μετά την κοίμησί του
παρέλαβε κοντά του και τον θυρωρό της Μονής. Του είχε ειπεί, ότι «εάν βρω παρρησία στον Κύριον, σύντομα θα σε έχω κοντά μου, για να είμαστε
και εκεί αχώριστοι». Έτσι και έγινε, ώστε να φανερωθή απόλυτα και να επικυρωθή (από τον Θεόν) η ακαταίσχυντος υπακοή και η θεομίμητος ταπείνωσίς του.

22. Όταν ακόμη ζούσε ο μέγας αυτός Ισίδωρος, τον ερώτησα τι εργασία είχε ο νους του, καθώς ευρισκόταν εκεί εμπρός στην πύλη της Μονής. Και δεν μου το απέκρυψε ο αείμνηστος θέλοντας να με ωφελήση. «Στην αρχή μέν, μου είπε, συλλογιζόμουν ότι πωλήθηκα για τις αμαρτίες μου και ως έκ τούτου με πολλή πικρία και βία και αιματηρό αγώνα έκανα τις μετάνοιες. Όταν όμως συμπληρώθηκε ένας
χρόνος, τότε πλέον η καρδιά μου δεν αισθανόταν λύπη, αλλά επερίμενα από τον Θεόν τον μισθό της υπομονής μου. Και όταν επέρασε άλλος ένας χρόνος, τότε ένοιωθα τον εαυτό μου με βαθειά συναίσθησι ως ανάξιο να διαμένη στην Μονή, να βλέπη και να συναντά τους πατέρες, να μεταλαμβάνη των θείων Μυστηρίων και να αντικρύζη οποιοδήποτε πρόσωπο. Ρίχνοντας δε κάτω το βλέμμα και πιο κάτω ακόμη την σκέψι περί του εαυτού μου, ικέτευα τους εισερχομένους και εξερχομένους να προσεύχωνται για μένα».

23. Κάποτε, ενώ καθόμαστε μαζί στην τράπεζα, ο μέγας εκείνος Ηγούμενος έγειρε στο αυτί μου το άγιό του στόμα και μου λέγει: «Θέλεις να σου δείξω θεϊκό φρόνημα μέσα σε βαθύτατο γήρας»; Αφού δε εγώ τον παρεκάλεσα γι΄αυτό, φωνάζει ο δίκαιος κάποιον από το δεύτερο τραπέζι, πού ωνομαζόταν Λαυρέντιος και είχε σαράντα οκτώ περίπου χρόνια στο Μοναστήρι -ήταν μάλιστα και ο δεύτερος κατά σειράν πρεσβύτερος στο ιερατείο της Μονής. Ήλθε λοιπόν ο Λαυρέντιος, έβαλε
μετάνοια στον Ηγούμενο και εκείνος του έδωσε την ευλογία του. Αφού όμως σηκώθηκε, δεν του είπε τίποτε απολύτως, αλλά τον άφησε να ίσταται όρθιος εμπρός στο τραπέζι και χωρίς να τρώγη (ενώ ευρισκόμεθα ακόμη στην αρχή του γεύματος). Και έμεινε στην θέσι αυτή όρθιος μία ολόκληρη ώρα, ίσως και δύο, ώστε εγώ έφθασα στο σημείο να εντρέπωμαι και να ατενίσω ακόμη κατά πρόσωπον τον εργάτη αυτόν της αρετής, πού ήταν ολόλευκος γέρων ογδόντα ετών. Περίμενε εκεί, χωρίς να λάβη απάντησι, μέχρι τέλους του φαγητού, οπότε, όταν εμείς σηκωθήκαμε, τον
στέλνει ο Όσιος στον μέγα Ισίδωρο, πού ανέφερα ενωρίτερα, να του ειπή την αρχή του τριακοστού ενάτου Ψαλμού, (δηλαδή: «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου»).
Ύστερα από αυτό εγώ σαν πονηρότατος δεν παρέλειψα να εξετάσω και να δοκιμάσω τον γέροντα. Τον ερώτησα λοιπόν, τι σκεπτόταν όλη αυτή την ώρα, όρθιος, εμπρός στο τραπέζι. «Ουδέποτε –μου απήντησε- έβαλα στο νου μου ότι με διατάζει ο Ηγούμενος, αλλ΄ ο Θεός, διότι στο πρόσωπο του Ποιμένος ετοποθέτησα την εικόνα του Χριστού. Διά τούτο, πάτερ Ιωάννη, την ώρα εκείνη προσευχόμουν στον Θεόν, σαν να ευρισκόμουν όχι εμπρός σε τραπέζι ανθρώπων, αλλ΄ ενώπιον του
θείου θυσιαστηρίου. Δεν δέχθηκα κανέναν πονηρό λογισμό εναντίον του Ποιμένος, εξ αιτίας της εμπιστοσύνης και της αγάπης πού τρέφω απέναντί του, διότι, όπως έχει λεχθή, «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 5). Επί πλέον όμως, γνώριζε και τούτο, πάτερ, ότι αυτός πού θα παραδώση τον εαυτόν του αυτοπροαίρεται στις αρετής της απλότητος και της ακακίας, δεν παραχωρεί πλέον στον πονηρό «χώραν ή ώραν», για να τον βλάψη.

24. Καθώς αληθινά ήταν εκείνος ο δίκαιος ο σωτήρ και ποιμήν των λογικών προβάτων, με την χάρι του Θεού, παρόμοιον του εχάρισε ο Θεός και τον οικονόμο της Μονής, σώφρονα, περισσότερο από κάθε άλλον, και πράο όσο ελάχιστοι. Μία φορά λοιπόν για να ωφεληθούν οι υπόλοιποι αδελφοί, ο μεγάλος (Γέροντας) τον επέπληξε άδικα μέσα στο Κυριακό και διέταξε, άκαιρα, να τον βγάλουν
έξω! Εγώ δε, γνωρίζοντας ότι είναι αθώος σε εκείνο πού τον κατηγορούσε ο Ποιμήν, απολογήθηκα υπέρ αυτού ιδιαιτέρως. «Το γνωρίζω και εγώ, πάτερ, ότι είναι αθώος, μου απήντησε ο σοφός. Αλλ΄ όπως είναι πράγμα οικτρό, να αρπάξης το ψωμί από το στόμα του πεινασμένου νηπίου, έτσι αδικεί και τον εαυτό του και τον εργάτη ο υπεύθυνος των ψυχών, όταν δεν του προξενή κάθε ώρα στεφάνους, όσους
γνωρίζει ότι μπορεί να υπομείνη είτε με ύβρεις είτε με ατιμίες είτε με εξευτελισμούς και εμπαιγμούς. Διότι έτσι προκαλεί τρεις πολύ μεγάλες αδικίες:
Πρώτον, στερείται ο ίδιος τον μισθό από την επιτίμησι. Δεύτερον, ότι ενώ μπορούσε να ωφελήση και άλλους με την αρετή εκείνου, δεν το έπραξε. Και τρίτον -το πιο σοβαρό- ότι πολλές φορές και αυτοί που φαίνονται καλοί και υπομονητικοί, όταν
παραμεληθούν πολύν καιρό και ως δήθεν ενάρετοι δεν ελέγχωνται πλέον ούτε ονειδίζωνται από τον Γέροντα, υποβαθμίζονται και χάνουν την πραότητα και την υπομονή που είχαν. Διότι όσο καλό και καρποφόρο και παχύ και αν είναι το έδαφος της ψυχής, όταν του λείψη το πότισμα με το νερό της ατιμίας, τότε θα χορταριάση και θα βλαστήση αγκάθια υπερηφανείας και πορνείας και αφοβίας. Τούτο γνωρίζοντας ο μέγας εκείνος Απόστολος, έγραψε προς τον Τιμόθεο: «Επίστηθι, επενέχθητι,
επίπληξον αυτοίς ευκαίρως, ακαίρως» (πρβλ. Β΄ Τιμοθ. δ΄ 2). Εγώ δε έφερνα αντιρρήσεις στον (σοφό αυτόν) οδηγό προβάλλοντας ως δικαιολογία την αδυναμία
των ανθρώπων της εποχής μας και συνεπώς τον φόβο μήπως οι πολλοί,, με την άδικη επίπληξι -ακόμη ίσως και με την όχι άδικη- φθάσουν στο σημείο να αποσπασθούν από το Κοινόβιο. Μου απήντησε τότε το κατοικητήριο αυτό της σοφίας:
«Η ψυχή, η οποία εδέθηκε χάριν του Χριστού με τον Ποιμένα με αγάπη και εμπιστοσύνη, υπομένει μέχρις αίματος και δεν απομακρύνεται και μάλιστα εάν τυχόν έχη ευεργετηθή από αυτόν στη θεραπεία ψυχικών της τραυμάτων. Και ενθυμείται τους λόγους εκείνου που είπε: «Ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται χωρίσαι ημάς από της αγάπης του Χριστού» (Ρωμ. η΄ 38-39). Την ψυχή όμως η οποία δεν εδέθηκε και δεν ενώθηκε σφικτά και δεν προσκολλήθηκε στον Ποιμένα, θα απορώ πολύ, εάν την ιδώ να μη συνεχίζη άσκοπα την παραμονή
της στο Μοναστήρι, εφ΄όσον έχει συνδεθεί με επιφανειακή υποταγή». Και πραγματικά δεν διεψεύσθη ο μέγας αυτός Ποιμήν, αλλά και ωδήγησε και ετελειοποίησε και προσέφερε στον Χριστό καθαρά και άμωμα θύματα.
25. Ας ακούσωμε τώρα και ας θαυμάσωμε θεϊκή σοφία πού ευρέθηκε μέσα σε «οστράκινα» σώματα. Όσο καιρό ήμουν εκεί, εκαμάρωνα την πίστι και την υπομονή και την αδάμαστη καρτερία των νεωτέρων αδελφών στις επιτιμήσεις, στις περιφρονήσεις και στις διώξεις -μερικές φορές- όχι μόνο έκ μέρους του Γέροντος, αλλά και των πολύ μικροτέρων αδελφών. Και χάριν πνευματικής οικοδομής ερώτησα έναν αδελφό, που λεγόταν Αββάκυρος και είχε δεκαπέντε χρόνια στην Μονή.
Τον αδελφό αυτόν έβλεπα να τον μαλώνουν όλοι σχεδόν, και μερικές φορές μάλιστα να τον διώχνουν ακόμη και από την τράπεζα οι διακονηταί, επειδή είχε έκ φύσεως το ελάττωμα να είναι ολίγο φλύαρος. Του είπα λοιπόν: «Γιατί, αδελφέ Αββάκυρε, βλέπω κάθε ημέρα να σε διώχνουν από την τράπεζα και πολλές φορές να κοιμάσαι νηστικός»; Εκείνος μου αποκρίθηκε: «Πίστεψέ με, πάτερ, ότι με δοκιμάζουν οι πατέρες μου, αν κάνω για μοναχός. Αλλά δεν το κάνουν στα αληθινά. Και εγώ
γνωρίζοντας τον σκοπό του μεγάλου, (δηλαδή του Γέροντος), και των αδελφών, τα υπομένω όλα χωρίς κόπο. Και να, πού συμπλήρωσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια με τον λογισμό αυτόν. Έτσι άλλωστε μου είπαν από την πρώτη στιγμή πού ήλθα εδώ, ότι μέχρι τριάντα χρόνια δοκιμάζουν αυτούς που απαρνούνται τον κόσμο και εισέρχονται στην Μονή. Και δικαίως, πάτερ Ιωάννη! Διότι εάν δεν υποβληθή σε δοκιμασία ο χρυσός, δεν θεωρείται καθαρός». Αυτός λοιπόν ο γενναίος Αββάκυρος αγωνίσθηκε δύο ακόμη χρόνια -μετά την επίσκεψί μου στο Μοναστήρι-, και έτσι εξεδήμησε προς Κύριον. Και πρίν ξεψυχήση είπε προς τους πατέρας: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ τον Κύριον και σας. Διότι με το να με πειράζετε εσείς για να με σώσετε,
δεν με επείραξαν οι δαίμονες δεκαεπτά ολόκληρα έτη»! Ο ποιμήν, που πάντοτε έκρινε δίκαια, διέταξε να τον ενταφιάσουν σαν ομολογητή -του άξιζε-
ανάμεσα στους πρό αυτού Αγίους της Μονής.

26. Θα ζημιώσω οπωσδήποτε τους ζηλωτάς των καλών, εάν θάψω στο μνήμα της σιωπής το κατόρθωμα και άθλημα του Μακεδονίου, του πρώτου διακόνου της Μονής. Αυτός, ο ιδιαίτερα ηγαπημένος από τον Κύριον, όταν κάποτε επλησίαζε η εορτή των αγίων Θεοφανείων, παρεκάλεσε τον ποιμένα -δύο ημέρες πρίν από την εορτή- να μεταβή στην Αλεξάνδρεια για κάποια του ανάγκη, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψη το γρηγορώτερο, για την Ακολουθία και ετοιμασία της εορτής.
Ο μισόκαλος όμως διάβολος έφερε εμπόδιο στον αρχιδιάκονο και ωδήγησε τα πράγματα έτσι ώστε, αφού επήρε την ευλογία του Ηγουμένου και έφυγε, να μη προφθάση να επιστρέψη στην Μονή την ημέρα της αγίας εορτής, σύμφωνα με την διορία πού είχε λάβει από τον Γέροντα. Όταν λοιπόν επέστρεψε, μία ημέρα αργότερα, τον βγάζει ο Ποιμήν από την θέσι των διακόνων και τον κατεβάζει στην τάξι των τελευταίων αρχαρίων. Και ο καλός υπηρέτης και διάκονος της υπομονής και αρχιδιάκονος της καρτερίας δέχεται τον ορισμό και την απόφασι του Πατρός χωρίς
την παραμικρή λύπη, σαν να επιτιμήθηκε άλλος και όχι αυτός. Και όταν συμπλήρωσε σαράντα ημέρες στην θέση αυτή, ο σοφός Γέροντας τον επανέφερε πάλι στην κανονική του σειρά. Την επομένη όμως ημέρα ο αρχιδιάκονος τον ικετεύει να τον τοποθετήση πάλι στην ίδια τιμωρία και ατιμία, διότι -έλεγε- έπεσε στην Αλεξάνδρεια σε ασυγχώρητο αμάρτημα. Ο Όσιος κατάλαβε βεβαίως ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια και ότι του το ζητούσε από ταπείνωσι, ωστόσο όμως υποχώρησε στην καλή επιθυμία του εργάτου. Έτσι έβλεπε κανείς έναν ολόλευκο και σεβάσμιο γέροντα να ευρίσκεται στην τάξι των αρχαρίων και να τους παρακαλή όλους από καρδίας να προσεύχωνται γι΄αυτόν, επειδή -όπως έλεγε- έπεσε στην πορνεία της παρακοής. Ο μέγας αυτός
Μακεδόνιος εμπιστεύθηκε στην ταπεινότητά μου την αιτία για την οποία προσέτρεξε στην ταπεινωτική αυτή κατάστασι: «Ποτέ άλλοτε, μου είπε, δεν αισθάνθηκα μέσα μου, όπως τώρα, τόση
ανακούφισι από πολέμους και τόση γλυκύτητα από το θεϊκό φως»!

27. Ίδιον των αγγέλων είναι το να μη πέφτουν, ίσως διότι και δεν μπορούν (πλέον) να πέσουν, όπωςλέγουν ωρισμένοι. Των ανθρώπων είναι ίδιον να πέφτουν, αλλά και να σηκώνονται πάλι όταν πέσουν. Μόνο στους δαίμονας συμβαίνει, αφού μια φορά έπεσαν, να μην υπάρχη πλέον περίπτωσις να σηκωθούν. Ο οικονόμος της Μονής αυτής επήρε το θάρρος να μου διηγηθή τα επόμενα: «Όταν ήμουν νέος και
είχα διακόνημα να περιποιούμαι τα ζώα, συνέβη να πέσω σε σοβαρό ψυχικό παράπτωμα. Έχοντας όμως την συνήθεια να μην αποκρύπτω ποτέ τον όφι της αμαρτίας στην φωλιά της καρδίας μου, τον άρπαξα από την ουρά και τον εφανέρωσα αμέσως στον ιατρό – λέγοντας ουρά εννοώ την έκβασι της πράξεως. Εκείνος τότε χαμογέλασε και κτυπώντας με ελαφρά στο πρόσωπο, μου λέγει: «Γύρισε
πίσω, παιδί μου, συνέχισε το διακόνημά σου όπως και πρίν, και μη φοβείσαι τίποτε». Εγώ έχοντας υπερβολική πίστι στο πρόσωπό του, επείσθηκα στα λόγια του. Ύστερα από λίγες ημέρες έλαβα εσωτερική πληροφορία ότι εθεραπεύθηκα, και συνέχισα την πορεία μου με χαρά, αλλά και με τρόμο».

28. Σε κάθε είδος κτισμάτων παρατηρούνται, όπως λέγουν μερικοί, πολλές διαφορές. Και μεταξύ των αδελφών μιας συνοδίας παρατηρούνται διαφορές στην πνευματική πρόοδο και στον τρόπο της σκέψεως και διαθέσεως. Γι΄αυτόν τον λόγο, όταν ο ιατρός των ψυχών, (ο Γέροντας δηλαδή του Κοινοβίου εκείνου), διέκρινε σε μερικούς αδελφούς την τάσι να επιδεικνύωνται στους κοσμικούς επισκέπτες της Μονής, τους εξευτέλιζε εμπρός σ΄εκείνους και τους ανέθετε περιφρονητικές υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτόν τους έκανε, ώστε να εξαφανίζωνται άλλη φορά, όταν έρχονταν
κοσμικοί επισκέπτες. Και μπορούσε να ιδή κανείς ένα πράγμα ανέλπιστο και θαυμαστό: Η κενοδοξία των μοναχών αυτών να εκδιώκη τον εαυτόν της και να τους κάνη να απομακρύνωνται από τους ανθρώπους ολοταχώς.

29. Μη θέλοντας ο Κύριος να μου στερήση την ευχή ενός οσίου μοναχού, μία εβδομάδα πρίν αναχωρήσω από το Μοναστήρι αυτό, εκάλεσε κοντά του τον δεύτερο, μετά τον Ηγούμενο, ένα θαυμάσιο άνδρα που ωνομαζόταν Μηνάς. Αυτός έζησε πενήντα εννέα έτη στο Κοινόβιο και πέρασε από όλα τα διακονήματα.
Την Τρίτη λοιπόν ημέρα μετά την κοίμησί του, ενώ ετελούσαμε την καθωρισμένη Ακολουθία, ξαφνικά γεμίζει ευωδία όλος ο χώρος, όπου είχε ενταφιασθή ο Όσιος. Τότε ο μέγας, (ο Ηγούμενος δηλαδή), επέτρεψε να ξεσκεπάσωμε τον τάφο.
Και μόλις ανοίξαμε, βλέπομαι να ξεχύνεται από τα ευλογημένα πέλματά του, σαν από δύο πηγές, ευωδιαστό μύρο! Λέγει τότε σ΄όλους ο διδάσκαλος: «Κοιτάτε! Να, οι ιδρώτες από τα πόδια του και τους κόπους του! Σαν μύρο προσεφέρθησαν στον Θεόν και σαν μύρο έγιναν πράγματι δεκτοί»! Και άλλα πολλά κατορθώματα του οσίου τούτου Μηνά μου διηγήθηκαν οι εκεί πατέρες. Μου είπαν και το εξής: «Κάποτε ο Γέροντας θέλησε να δοκιμάση την μεγάλη υπομονή που του είχε χαρίσει ο Θεός. Ένα βράδυ λοιπόν, όταν ανέβηκε στο ηγουμενείο και του έβαλε μετάνοια ζητώντας την
καθιερωμένη ευλογία, εκείνος τον άφησε γονατιστό μέχρι την ώρα πού ξύπνησαν οι μοναχοί για τον κανόνα τους. Τότε μόνο του έδωσε την ευλογία του και του επέτρεψε να σηκωθή, αφού τον ωνόμασε υβριστικά φιλενδείκτη και ανυπόμονο! Και όλα αυτά, διότι εγνώριζε ο Όσιος ότι τα υπομένει με γενναιότητα. Γι΄αυτό και του δημιούργησε την σκηνή αυτή, ώστε όλοι να ωφεληθούν. Ο δε μαθητής του οσίου Μηνά γνωρίζοντας καλά την ζωή του διδασκάλου του, μας ανέφερε σχετικώς: «Τον εξέτασα καλά μήπως αποκοιμήθηκε στην θέσι πού είχε βάλει μετάνοια στον
Ηγούμενο, και με διαβεβαίωσε ότι -γονατισμένος όπως ήταν- απήγγειλε νοερά ολόκληρο το Ψαλτήριο»!

30. Δεν θα παραλείψω να στολίσω το στεφάνι του λόγου και με τούτο το σμαράγδι: Άνοιξα μία φορά συζήτησι περί ησυχαστικής ζωής με μερικούς από τους ηρωϊκούς εκείνους γέροντες. Και αυτοί με χαμογελαστό πρόσωπο και ιλαρό ύφος μου απήντησαν: «Εμείς, πάτερ Ιωάννη, σαν υλικοί που είμαστε, κάνουμε και μία ζωή υλικώτερη. Διότι έχομε την γνώμη, πώς ανάλογος προς την αδυναμία μας, πρέπει να είναι και ο πόλεμος πού θα διεξάγωμε. Συλλογισθήκαμε, ότι είναι καλύτερο να παλεύωμε με ανθρώπους, οι οποίοι άλλοτε είναι αγριεμένοι και άλλοτε μετανοούν,
παρά με τους δαίμονας, οι οποίοι πάντοτε οπλίζονται εναντίον μας γεμάτοι μανία».

31. Ένας άλλος πάλι από τους αειμνήστους εκείνους, ο οποίος έτρεφε απέναντί μου πολλήν κατά Θεόν αγάπη και οικειότητα, μου είπε κάποτε φιλικά:
«Εάν πραγματικά, πάνσοφε, υπάρχει μέσα σου και ζη η ψυχή σου την ενέργεια εκείνου πού είπε «πάντα ισχύω έν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλιπ. δ΄ 13), εάν κατήλθε και σε σένα, όπως και στην Παρθένο, το Άγιον Πνεύμα ως δρόσος αγνείας, εάν δύναμις υπομονής του Υψίστου σε επεσκίασε (πρβλ. Λουκ. α΄ 35), τότε ζώσε σαν άνδρας, όπως ο Χριστός ο Θεός, στην μέση σου την ποδιά της υπακοής, σήκω από το δείπνο της ησυχίας, και νίψε τα πόδια των αδελφών με συντετριμμένο πνεύμα. Ή καλύτερα κυλίσου κάτω από τα πόδια μιας συνοδίας με ταπεινωμένο φρόνημα.

» Τοποθέτησε αυστηρούς και άγρυπνους φρουρούς στην πύλη της καρδιάς σου. Συγκράτησε μέσα στο σώμα τον ασυγκράτητο νου πού περισπάται (από τις μέριμνες του Κοινοβίου). Εξάσκησε την «νοεράν ησυχίαν», ενώ τα μέλη του σώματος κινούνται συνεχώς (στα διάφορα διακονήματα) -πράγμα πού είναι το πιο παράδοξο απ΄όλα. Γίνε «απτόητος ψυχή» μέσα στους θορύβους (της κοινοβιακής ζωής).

» Χαλίνωσε την γλώσσα σου πού ορμά με πάθος στην αντιλογία. Πάλευε ενάντια στην δέσποινα, (την κοιλία δηλαδή), «εβδομηκοντάκις επτά» κάθε ημέρα. Κάρφωσε επάνω στο ξύλο της ψυχής σου σαν σε άλλο σταυρό το αμόνι, τον νου σου δηλαδή, ούτως ώστε όταν σφυροκοπήται συνεχώς και εμπαίζεται και υβρίζεται και χλευάζεται, να μη βλάπτεται καθόλου, αλλά να παραμένη τελείως καθαρός, άθικτος και αλύγιστος. Ξεντύσου το ιδικό σου θέλημα σαν ρούχο εντροπής και γυμνός
προχώρει στο στάδιο του μοναχικού αγώνος –πράγμα πού σπάνια συναντάται. Φόρεσε τον θώρακα της πίστεως προς τον αγωνοθέτη, (τον Γέροντα), θώρακα πού δεν καταστρέφεται και δεν πληγώνεται από την απιστία και την αμφιβολία.

» Περιόρισε με το χαλινάρι της αγνότητος την αφή που πηδά εμπρός σου ασυγκράτητη. Χαλίνωσε τους οφθαλμούς πού θέλουν κάθε στιγμή να περιεργάζωνται το παράστημα και το κάλλος των σωμάτων, με την σκέψι του θανάτου. Φίμωσε και κλείσε στην μέριμνα του εαυτού του τον περίεργο νου και εμπόδισέ τον από το να θέλη να κατακρίνη ως αμελή τον αδελφό, και δείχνε χωρίς να το δείχνης κάθε αγάπη και συμπάθεια προς τον πλησίον σου.

» Τότε, φίλτατε πάτερ, θα καταλάβουν όλοι ότι είμαστε αληθινοί μαθηταί του Χριστού, όταν μέσα στην συνοδία έχωμε μεταξύ μας αγάπη (πρβλ. Ιωάν. ιγ΄ 35).

» Έλα, έλα, μου έλεγε πάλι ο καλός φίλος. Έλα να συγκατοικήσης μαζί μας. Πίνε κάθε στιγμή τον χλευασμο σαν τρεχούμενο και δροσερό νερό. Άλλωστε και ο Δαβίδ, αφού περιεργάσθηκε όλα τα τερπνά πού υπάρχουν κάτω από τον ουρανό, έλεγε με θαυμασμό: «Ποιο είναι ωραιότερο και τερπνότερο; Κανένα άλλο παρά το να συγκατοικούν αδελφοί μαζί!» (πρβλ. Ψαλμ. ρλβ΄ 1). Εάν όμως δεν αξιωθήκαμε ακόμη να αποκτήσωμε το αγαθό μιας τέτοιας υπομονής και υπακοής, τότε θα
είναι καλύτερα, συναισθανόμενοι την αδυναμία μας, να ασκητεύωμε μόνοι μας, μακρυά από το αθλητικό στάδιο (του Κοινοβίου). Να μακαρίζωμε δε αυτούς πού αγωνίζονται σ΄αυτό αθλητικά και να τους ευχώμεθα καλή υπομονή». Τα λόγια του καλού πατρός και εξαιρετικού διδασκάλου πού επάλαιψε μαζί μο με τρόπο ευαγγελικό και προφητικό, ή καλύτερα φιλικό, με ενίκησαν. Γι΄αυτό και χωρίς καμμία αμφιβολία απεφάσισα να δώσω τα πρωτεία στην μακαρία υπακοή.
Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων άνευφημήσωμεν ότι ένήθλησε λαμπρώς, και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν άπαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πατερικά Κείμενα και Συμβουλές - Patristic Texts and Advices”