Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Ειδήσεις, Περιγραφές, Φωτογραφίες, Εμπειρίες προσκυνητών, Επισκέψεις, Βίοι Αγίων Γερόντων

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από Νίκος »

Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης (+)
14 Ιανουαρίου, 2011 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Ιωσήφ Μοναχού Διονυσιάτη

Μέσα από τα δύο αυτά βιβλία βλέπομεν υπερανθρώπινους αγώνες και χαρίσματα, όμοια με τους παλαιούς μεγάλους αθλητάς της ερήμου, Αντώνιον, Σάββαν, Συμεών Νέον Θεολόγον, τους Στουδίτες, τους ησυχαστές του 14ου αιώνα, τους Κολλυβάδες και και γενικά τους παλαιούς και νεώτερους αγιορείτες οσίους.

Έτσι λοιπόν με τη ζωή τους αλυσιδωτά οι άγιοι αποδεικνύουν ότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμμερον ο αυτός και εις τους αιώνας».

Ο μεγάλος αυτός ασκητής (παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης) και δάσκαλος της νοεράς προσευχής, αντλεί τις ρίζες του, από τον ευλογημένον Πόντον.

Με τον ξεριζωμόν του Πόντου, λόγω ασφυκτικών πιέσεων του τούρκου κατακτητού, η οικογένεια Γαλανόπουλου εκτοπίζεται κι΄ αυτή στη Ρωσία κατά το έτος 1880. Εκεί ένας ευλαβέστατος νέος ο Λεωνίδας κατόπιν θαύματος γνωρίζει και νυμφεύεται τη σεμνή Δέσποιναν. Από τους αγίους αυτούς γονείς εξεπήδησεν καρπός ευκλεής μεταξύ της πολυμελούς οικογενείας, τρίτος στην σειράν και Χαράλαμπος.

Ακούσαμε προηγουμένως για τον μεγάλον ασκητήν Αρσένιον. Ο μοναχός αυτός ήταν αδελφός κατά σάρκα του του Λεωνίδα. Πριν αναχωρήσει για μοναχός είχε πόθον να βαπτίσει ένα παιδί. Αν δεν βαπτίσεις ένα παιδί, ο Χριστός στην άλλη ζωή θα σου βάλει στην αγκαλιά μία πέτρα, έλεγαν οι Πόντιοι. Περίμενε λοιπόν κατά θείαν οικονομίαν, για να βαπτίσει το ανεψάκι του. Αφού λοιπόν βάπτισε τον Χαράλαμπον αναχώρησε για Μοναχός. Εκεί μακρυά στα κατσάβραχα του Αγίου Βασιλείου και της Μικράς Αγίας Άννης του Αγίου Όρους, ομού με τον συνασκητήν του Ιωσήφ, προέβη σε υπεράνθρωπους αγώνες.

Στο σημείο αυτό οφείλω να προσθέσω ότι τόσον το γένος Γαλανοπούλου όσον και πλήθος άλλων Ποντίων αδελφών μας αναγκάστηκαν και πάλι λόγω νέων ασφυγκτικών πιέσεων και διωγμών σε όσους πίστευαν φανερά στον Χριστόν, από το ολοκληρωτικό μπολσεβικικό καθεστώς της Ρωσίας να μετατοπιστούν και πάλιν. Αυτή τη φοράν όμως σε πάτριο έδαφος. Κατά χρονολογίαν 1920 το γένος των Γαλανοπούλων εγκαταβιώνει οριστικά στο ωραίο χωριό Αρκαδικό της ακριτικής Δράμας. Εκεί μεγάλωσε και επεδόθηκε στους πρώτους ασκητικούς αγώνες και ο Χαράλαμπος (βλ. σχετικά και στο βιβλίο μας για το Γέροντα.

Πέρασαν πέρασαν πολλά;χρόνια και η ευχή του μεγάλου ασκητού τράβηξε ξωπίσω του και τον βαπτισημιόν και ανεψιόν του Χαράλαμπον στην έρημον του Άθω για να μιμηθεί και αυτός τους άθλους των μεγάλων αυτών ασκητών Ιωσήφ και Αρσένιον.

Θα παραλείψω τους θαυμαστούς αγώνες του Χαράλαμπου, μέσα στον κόσμον: την καθημερινήν αγρυπνίαν, τις χιλιάδες γονυκλισίες, την αυστηροτάτην νηστείαν, την θαυμαστή διάσωσή του μαζί με τους συναιχμαλώτους του, όπου κατόπιν θερμής προσευχής εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και άνοιξε τις πύλες της φυλακής την στιγμήν που οι βούλγαροι κομιτατζήδες ετοιμάστηκαν να τους εκτελέσουν.

Επειδή όλα αυτά τα τόσο θαυμαστά δεν περιγράφονται μέσα σε λίγες γραμμές τα παρακάμπτω και μεταβαίνω νοερώς μαζί του εκεί στα κατσάβραχα της Μικράς Αγίας Άννης, όπου το 1950 αποφασίζει να εγκαταβιώσει κοντά στους δύο μεγάλους ασκητές (νουνόν του Αρσένιον και Ιωσήφ).

Ο γέροντας Ιωσήφ ήτο και ο ηγούμενος της συνοδείας

Ύστερα από τις πρώτες εντυπώσεις ο Γέρο Ιωσήφ έρχεται στο ψαχνό

– Χαράλαμπε για ποιό σκοπό ήλθες εδώ;

– Ήλθα για να γίνω μοναχός.

– Μπορείς να ζήσεις εδώ όπως ζούμεν εμείς;

– Να δοκιμάσω Γέροντα.

– Να δοκιμάσεις! Λοιπόν αρχίζουμε. (Στρέφεται στον Αρσένιον)

– Αρσένιε ο βαφτηστικός σου θέλει να να γίνη μοναχός. Λοιπόν θα κάμετε μαζί από τρεις χιλιάδες μετάνοιες (γονυκλισίες) και μετά θα τα πούμε.

Αρχίζει λοιπόν η πρώτη πάλη. Δώστου-δώστου να και τελειώνει ο Γέρο Αρσένιος. Έμειναν του Χαράλαμπου πενήντα μετάνοιες· τελειώνει κι΄ αυτός. Ποιόν να θαυμάσης πρώτα, τον αρχάριον Χαράλαμπον ή τον Αρσένιον ηλικιωμένον γύρω στα 65 με προθυμία να κάμουν και οι δύο από τρεις χιλιάδες μετάνοιες.

Επιστροφή στο Γέροντα Ιωσήφ.

– Χαράλαμπε πως τα βλέπεις τα πράγματα· εμείς εδώ έτσι ζούμε· θα μπορέσεις;

– Σήμερα Γέροντα δεν κατάλαβα τίποτα· δεν ξέρω στο μέλλον.

Μετά απ΄ αυτήν την πρώτην μεγάλην δοκιμασίαν ο Γέρο Ιωσήφ κατάλαβε ότι ο Χαράλαμπος ήταν έτοιμος για ανώτερους αγώνες. Τον κράτησε αλλά και σ΄ένα χρόνο τον προχείρησε σε μεγαλόσχημο μοναχό με το ίδιο όνομα, αλλά και σε ιερέα για τις λειτουργικές ανάγκες της συνοδείας.

Έκτοτε αφ΄ ότου χειροτονήθηκε, πέραν από μίαν τεσσαρακοντετίαν δεν παράλειψεν ούτε ημέραν την Θείαν Λειτουργίαν. Ακόμα και ως ηγούμενος λειτουργούσε στην Ιερά Μονή Διονυσίου σε παρεκκλήσι καθημερινώς.

Όσον αφορά τους ασκητικούς αγώνες αναδείχτηκε εφάμιλλος των δύο μεγάλων ασκητών. Στην υπακοήν άριστος, σ’ όλα τα διακονήματα επιδέξιος, στην νηστείαν απαράμιλλος· στην αγρυπνίαν άφθαστος. Επί εξ ώρες όρθιος και με αμέτρητες γονυκλισίες και επί δύο ώρες κοινή λατρεία μ’ επισφράγισμα την Θεία Λειτουργία. Στη Θεία Λειτουργία εβίωνε τα θεία μυστήρια. Όταν έλεγε τις εκφωνήσεις της αναφοράς, έβλεπε νοερώς τις χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες Αγγέλων, Χερουβίμ, Σεραφείμ· να τον περιστοιχίζουν. Πολλές φορές διακόπτοντο οι εκφωνήσεις από το πλήθος των δακρύων, στο οποίο συμμετείχαν ολη η συνοδεία, ιδιαιτέρως οι δύο μεγάλοι Γέροντες. Ζούσε πραγματικά όλη η συνοδεία ουράνιες και παραδεισένιες καταστάσεις.

Αλλά τι να πούμε και για τις προσωπικές δοκιμασίες που υπεβάλλετο ο γενναίος αθλητής και μάλιστα δημόσια μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς: εξευτελισμούς, ονυδισμούς ότι είναι εγωϊστής, ανθρωπάρεσκος, κενόδοξος κ.λπ., ο δε παπαΧαράλαμπος τα δεχόταν όλα μ’ εμπιστοσύνη στον Γέροντά του, αρκούμενος μόνο στο «ευλόγησον γέροντα» και «νάναι ευλογημένο». Αυτά τα δύο μαθήματα μας έλεγε αργότερα με τη σειρά του ο αείμνηστος Γέροντας (παπαΧαράλαμπος), ο οποίος τάμαθε και τα εφάρμοσε, αυτός έμαθε την καλογερική τέχνην.

Αρκούμαι σαν δείγμα στα πλαίσια των δοκιμασιών ν’ αναφέρω δύο περιστατικά. Μία μέρα φωνάζει τον παπαΧαράλαμπον ο Γέροντας και του λέγει: Βλέπεις εκείνα τα ψηλά βράχια; Εκεί πάνω είναι μια σπηλιά. Εκεί θα πας ν’ ασκητέψης μέχρι να σε φωνάξω και σε διαβεβαιώ ότι εκεί όμως τι να δει! Μια στενή άγρια σπηλιά, κατοικία μόνο για φίδια, ποντίκια και νυκτερίδες.

Βρε λέει μέσα του παράδεισος ή λάθος έκανε ο Γέροντας μήπως είναι κόλασις. Όμως αφού τόπε ο Γέροντας έστω κι’ αν πεθάνω δεν φεύγω απ’ εδώ αν δεν με φωνάξει ο Γέροντας. Σκύβει λοιπόν μπαίνει στην τρώγλη κι’ εκεί στενότητα του χώρου, από τον φόβο των φιδιών κ.λπ. ενόμιζε ότι ζει στην κόλαση. Δεν άργησε όμως με την προσευχήν η θεία επίσκεψις. Μάλιστα ν’ αυξάνεται συνεχώς μέχρι βαθμού ν’ αρπαγή το πνεύμα του αθλητού σε ουράνια σκηνώματα και σε ύψη θεωρίας. Επαληθεύεται η πρόρρησις του Γέροντος ότι εκεί που θα πας είναι παράδεισος. Αφού ευφράνθηκε η ψυχή του αγωνιστού από το ουράνιο φως όπως ακριβώς οι τρεις πρόκριτοι μαθητές εις το Θαβώρ τότε και αυτός με τη σειρά του έλεγε «καλόν εστιν ώδε είναι». Μακάρι και να μ’ αφήσει εδώ για πάντα ο Γέροντας. Και όμως για μια στιγμή ακούει από μακρυά μια φωνή:

– Χαράλαμπε, είπε ο γέροντας να κατέβης κάτω.

Δεν φαντάζεστε μας έλεγε με πόση δυσφορία άκουσα αυτήν την προσταγήν. Και όμως ήταν υπόχρεος να κάνη υπακοή στο Γέροντα. Κατεβαίνει κάτω όλος φως με όλα τα σημάδια της θείας αλλιώσεως. Δεν χάνη καιρό ο Γέροντάς του· τον περιλαμβάνει και του λέγει:

– Χαράλαμπε, πες την αλήθειαν· παράδεισος ήταν εκεί που σε έστειλα ή όχι. Και ο αθλητής με βουρκωμένα μάτια:

– Ναι Γέροντα, ήταν παράδεισος.

Αυτό έλεγε στο γερό Αρσένιον ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν ο καρπός της τελείας υπακοής αλλά και του γενναίου αγωνιστικού φρονήματος. Είναι απαραίτητα και τα δύο.

Άλλη μια φορά ύστερα από κοπιαστικήν εργασίαν όλην την ημέραν τον στέλλει ο γέροντας στον αρσανάν να κουβαλήση ένα βαρέλι (περίπου 80 κιλά). Χωρίς δισταγμόν λαμβάνει ευχήν και κατεβαίνει κάτω. Μιλάμε για ένα απόκρημνο κοφτόν κατήφορο μιας σχεδόν ώρας.

Δένει με σχοινιά το βαρέλι· πάει να σηκωθεί· αδύνατο. Όμως δεν τα βάζει κάτω. Σταυροκοπιέται βάζει την ευχήν του Γέροντα και συγχρόνως αρχίζει την αδιάλειπτον ευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ…»! Το θαύμα έγινε. Κατόρθωσε να σηκωθή από το έδαφος. Όμως το βάρος μολύβι. Κι’ όμως περπατώντας με δυσκολίαν τα πρώτα βήματα ξαλαφρώνει λίγο-λίγο σε βαθμόν στο τέλος να αισθάνεται ότι στην πλάτη κρατούσε ένα φτερό. Δεν φτάνει αυτό. Ανοίγουν και τα βήματα σαν κάποιος από πίσω να σπρώχνει. Δεν αργεί σε λιγότερο από μισή ώρα να φθάση στ’ απόκρημνα καλυβάκια. Εκεί βρίσκει το τον Γέροντά του καθήμενο σ’ ένα σκαμνί και κάτω το έδαφος βρεγμένο. Αγκαλιάζει τον γνήσιον υποτακτικό και του λέγει αυτό παιδί μου είναι θαύμα της γνήσιας υπακοής. Βλέπεις όμως αυτό κάτω δω; Αυτό δεν είναι νερό· είναι τα δάκρυα που έχυσα και γω· κι’εκείνο το χέρι που σ’ έσπρωχνε από πίσω ήταν η προσευχή μου ενωμένη μαζί με την υπακοή και την προσευχή σου.

Ο αείμνηστος μεγάλος Γέροντας Ιωσήφ έδινε σημασία βασικήν τόσον εις την απόλυτην υπακοή όσο και στο αγωνιστικό φρόνημα. Τα στοιχεία αυτά εκοσμούσαν τον αθλητήν παπαΧαράλαμπον. Το αγωνιστικό φρόνημα του Χαράλαμπου έφριξαν και αυτοί οι δαίμονες· μάλιστα μια βραδυά όπου ωσάν αναμμένη λαμπάδα όρθιος όλη νύκτα ανέπεμπε θερμές προσευχές προς τον Ύψιστον, το τρισκατάρατο διαμόνιο της ακηδίας δεν άντεξε· εμφανίζεται φανερά μπροστά του οργισμένος και οδυρόμενος. Αφού ο αγωνιστής τον επετίμησε· τον ρώτησε ποιός είναι. Και αυτός:

– Εγώ καλόγηρε είμαι που αποκοιμίζω στην προσευχή τους μοναχούς με το φτερό· όμως εσύ με ξετίναξες· φεύφω παλιοκαλόγερε με καις· δεν αντέχω. Και μ’ αυτά τα λόγια έγινε άφαντος.

Οι πρώτοι μεγάλοι αγώνες των δύο ασκητών Ιωσήφ και Αρσενίου έγιναν στην Σκήτη του Αγίου Βασιλείου.

Οι πρώτοι μεγάλοι αγώνες ακολούθησαν στα κατσάβραχα της Μικράς Αγίας Άννης. Εκεί κατά το έτος 1950 επισκέπτεται και εγκαταβιώνει και ο Χαράλαμπος.

Τρία όμως χρόνια αργότερα ολ΄κοκληρη η συνοδεία του Γ. Ιωσήφ μετοικίζει οριστικά στην Νέα Σκήτη. Ο μεν τόπος άλλαξε όχι όμως και ο τρόπος· οι μεγάλοι αγώνες της αυστηρής υπακοής και συνεχούς αγρυπνίας συνεχίζονται αμείωτοι αλλά και οι πολλαπλές δοκιμασίες του Γέροντα στον Παπα-Χαράλαμπο συνεχίζονται. Ένα μόνο σπάραγμα από το βιβλίο σαν δείγμα θα αναφέρω συνοπτικά.

Ένας αδελφός της συνοδείας λυπήθηκε τον μπαρμπα-Γιάννη τον ψαρά, που ζούσε κάτω στον αρσανά μόνος του σαν σκυλί και παρακαλεί τον Γέροντα Ιωσήφ να τον περιμαζέψουν κοντά τους· αντάλλαγμα μια ψευτοβαρκούλα για να πιάνουν κανένα ψαράκι να τρώνε φρέσκα κι αυτοί σαν άνθρωποι πότε πότε. Αφού υπόσχεται το καλογέρι ότι θα αναλάβει προσωπικά το γεροντάκι, συγκαταβαίνει ο Γέροντας και τον περιμαζεύουν. Για λίγες μέρες όλα πήγαιναν μέλι γάλα. Από περιποίηση το γεροντάκι άφθαστος. Να κάπου κάπου και τα φρέσκα ………. και μαριδούλες. Έλα όμως που άλλαξαν τα πράγματα και ο γέρος (με το συμπάθειο) άρχισε να τα κάνει πάνω του. Έτρεχε ο φτωχός για τουαλέτα και ο δρόμος από το κελλί ως το αποχωρητήριο ήταν μια ταινία από … μυρωδιές. Μια μέρα, δύο, ε κάπου θα σταματήσει. Όμως η δουλειά συνεχίζει κανονικά και ασταμάτητα και το καλογέρι έφτασε πια να αγανακτήσει. Πάει στον Γέροντα αγανακτισμένος.

- Ε Γέροντα, είπαμε να γηροκομήσουμε τον Γιάννη, ε όχι και να μας λερώνει κι όλους κάθε λίγο! Θα τον πάω εκεί που τον βρήκα και θα ησυχάσω.

- Τι είπες μωρέ; Εσύ δεν ζήτησες να τον φέρεις; Τώρα τον διώχνεις; Διώξε τον! Όμως γνώριζε ότι αν τον διώξεις διώχνεις από εδώ και τον Χριστόν.

- Και τι θα κάνουμε Γέροντα;

- Άντε φύγε κι άλλη φορά να προσέχεις όταν ζητάς κάτι. Φώναξε τον Παπα-Χαράλαμπο.

Φεύγει ο αδελφός. Φωνάζει τον Χαράλαμπο.

- Χαράλαμπε, από σήμερα αναλαμβάνειςεσύ τον Μπαρμπα-Γιάννη.

- Ναν’ ευλογημένο Γέροντα.

Βάζει μετάνοια και φεύγει. Φεύγει αλλά μέσα τον πολεμά ο λογισμός: «Α! Ακούς εκεί να βγάλει ο άλλος τον πειρασμό και να τον φορτωθώ εγώ». Ωστόσο, συνηθισμένος στην τελεία υπακοή αρχίζει αμέσως δουλειά. «Δεν είχα μόνο να πλύνω ένα σωρό παντελόνια, αλλά και το κρεββάτι και το δωμάτιο και γραμμή ως το αποχωρητήριο. Ασυνήθιστος στην αρχή από τέτοιες δουλειές αηδίαζα· συγκρατιόμουν να μην κάνω εμετό. Όμως αφού με έβαλε ο Γέροντας το έκανα με προθυμία και η ευχή δεν σταματούσε ούτε στιγμή. Αυτό κράτησε μια-δυο μέρες. Κατόπιν; Ποιος να το φανταστεί ότι εκείνη η μεγάλη δυσωσμία μετετράπη σε ουράνια ευωδία τόσο πάντερπνο, ώστε νόμιζες ότι ερχόταν από λουλούδια του παραδείσου».

Κι αυτός έπλενε συγχρόνως παντελόνια λερωμένα και τουαλέτες. Δεν άντεξε. Έπρεπε να διηγηθεί το θαύμα στον Γέροντα.

- Τι είν’αυτό Γέροντά μου; Μέθυσα από γλυκύτατη ευωδία και η καρδιά μου πάει να σπάσει από αδιάλειπτο νοερά προσευχή.

Και ο Γέροντας τον βάζει στην αγκαλιά με δάκρυα και του λέγει:

- Αυτό, παιδί μου, είναι καρπός της τελείας υπακοής. Αυτή την ευωδία ζούσε και η Αγία Θεοδώρα η διά Χριστό σαλή που έπλενε καθημερινά τουαλέτες. Συνέχισε με την ίδια προθυμία και θα γνωρίσεις ανώτερες καταστάσεις.

Πράγματι η προθυμία και η τελεία υπακοή σύντομα οδήγησαν τον Παπα-Χαράλαμπο σ’ ανώτερες καταστάσεις. Καθώς ο ίδιος ομολογούσε στα τέκνα του πολλάκις αρπαζόταν στην προσευχή το πνεύμα του σε θεωρία. Σταματούσε ο νους και εκστατικός μόνο έβλεπε, απολάμβανε, θαύμαζε. Κάποτε καθώς προσευχόταν βγήκε από τον εαυτό του, έφυγε από την σφαίρα της γης. Απ’ εκεί ψηλά έβλεπε πλήθος ουράνια σώματα και την γη σαν μια σφαίρα όπως την περιγράφουν οι επιστήμονες. «Ω», έλεγε, «τι μεγαλεία, ως θαυμαστά τα έργα σου Κύριε!» Ἀλλοτε πάλι ενώ προσευχόταν βλέπει ζωντανά μπροστά του τον Χριστόν να τον ευλογεί. «Πρόλαβα να δω μια ματιά· γυμνός με τρύπια πόδια, χέρια, ξυπόλυτος και με τρύπα στα πλευρά. Δεν άντεξα. Έπεσα πρηνής κάτω και ώρες ολόκληρες έκλαια με λυγμούς. Ω Κύριε! Εσύ ο αληθινός Θεός, τόσο πολύ για μας ταπεινώθηκες, τόσα έπαθες για μας τους αχαρίστους! Για πολλούς μήνες ζούσα με συνεχή δάκρυα, με ανεξάλειπτη μέχρι σήμερα αυτή την μνήμη».

Τα χρόνια της υποταγής σ’ ένα Γέροντα του αναστήματος του ησυχαστού Ιωσήφ έμειναν ανεξίτηλα σ’ όλη την συνοδεία του.

Όμως, όλως πρόωρα, σε ηλικία μόλις 63 ετών συνέχεται ο φωστήρας αυτός εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι. Φεύγει λοιπόν ο Γέροντας. Παραλαμβάνει η Κύρια μας Θεοτόκος την οσία ψυχή του κατά την πρόρρησή του στις 15 Αυγούστου του 1959, την οδηγεί στα ουράνια σκηνώματα. Όμως καθώς υποσχέθηκεδεν εγκαταλείπει τα τέκνα του. Σ’ όλους μπορούς να πω εμφανίστηκε μετά θάνατο είτε φανερά είτε εν οράματι.

Ο ΠαπαΧαράλαμπος, αφού στις 40 του αξιώθηκε να τον δει εν πλήρη δόξη, κατόπιν ύστερα από μια φοβερή δοκιμασία που πέρασε, παραπονούμενος σαν μωρό έλεγε προσευχόμενος «Πού είσαι τώρα Γέροντά μου να με παρηγορήσεις στην θλίψη μου;» Ακούει για μια στιγμή ν’ ανοίγει η πόρτα και να! Φανερά ο Γέροντας Ιωσήφ μπροστά του. «Γιατί παιδί μου θλίβεσαι; Δεν σας υποσχέθηκα ότι δεν θα σας εγκαταλείψω;» Αυτά είπε, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Ο ΠαπαΧαράλαμπος τότε αφηρημένος τρέχει να προλάβει τον Γέροντα και φωνάζει δυνατά : «Γέροντά μου Γέροντά μου, μην φεύγεις, έλα πίσω». Όμως σύντομα συνήλθε και κατάλαβε ότι ο Γέροντάς του ανήκει πλέον στον ουρανό. Όμως άφησε μαρτυρία ότι δεν ξέχασε και τα τέκνα του στην γη. Σημείον ότι εκείνο όλο το βάρος της φοβερής δοκιμασίας έφυγε και τον διαδέχθηκε μια γαλήνη ουράνια.

Στην Νέα Σκήτη ο ΠαπαΧαράλαμπος παρέμεινε μέχρι το 1967. Αφού απέκτησε μεγάλη φήμη ως πνευματικός, πλήθη μοναχών και λαϊκών τον επισκέπτονταν. Μάλιστα μερικοί εξέφρασαν επιθυμία να εγκαταβιώσουν μαζί του. Γι’ αυτό και η ανάγκη ευρύτερου χώρου τον οδήγησε κατά το 1967 με τη συνοδεία του στο Χιλανδαρινό Κελλί «Μπουραζέρι». Εκεί διέπρεψε ως πνευματικός στο κέντρο του Αγίου Όρους και μάλιστα ως πνευματικός της Αθωνιάδος Σχολής, η οποία τότε ήκμαζε με 120 περίπου ιεροσπουδαστές.

Οι καθημερινές αγρυπνίες με Θεία Λειτουργία συνεχίζονταν κι εκεί κανονικά. Εξομολογούσε, παρηγορούσε, στήριζε πλήθη ανθρώπων. Ονομάστηκε επαξίως διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Αξίως λέγω διότι αυτά που δίδασκε ήταν απαύγασμα προσωπικών βιωμάτων. Δεν ήταν στεγνά λόγια. Γι’ αυτό όλες οι καλοπροαίρετες ψυχές δέχονταν ως καλή γη τον ζωντανό σπόρο, ο οποίος αμέσως τελεσφορούσε.

Τύχαινε να έλθουν άσχετοι αλλά καλοπροαίρετοι άνθρωποι. Να εξομολογηθούν για πρώτη φορά και να διδαχθούν την επιστήμη της νοεράς προσευχής. Διαβεβαιώ ως αυτόπτης, ότι από την πρώτη νύκτα, ακολουθούσαν το πρόγραμμα της νυκτερινής αγρυπνίας και Θ. Λειτουργίας. Πολλοί έφευγαν τελείως αλλαγμένοι και ανακαινισμένοι, βάζοντας μια νέα αρχή στην ζωή του. Μερικοί παρέμειναν με τον Γέροντα προκρίνοντας μαζί του τον μονήρη βίο.

Ένας νέος, αφού αποφυλακίστηκε ήλθε στο Άγιο Όρος. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά και έμεινε μοναχός. Άλλος πάλι μπλεγμένος με βαριά ναρκώτικα σπρώχτηκε θαυματουργικά στο Περιβόλι της Παναγίας μας. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά.Όχι μόνο έκοψε τα ναρκωτικά αλλά έγινε και μοναχός.

Ἐπιλείψει με ο χρόνος διηγούμενον περί ΠαπαΧαραλάμπους. Ο χώρος και ο χρόνος της ιστοσελίδας όμως είναι περιορισμένος. Τονίζω μια ακόμη αρετή του αείμνηστου ΠαπαΧαραλάμπους, την ελεημοσύνη, τόσον ώστε όλοι οι άποροι περνούσαν από το Μπουραζέρι και έπειτα από την Ι. Μ. Διονυσίου για να ελεηθούν πλουσιοπαρόχως. Τ’ άπορα παιδιά της Αθωνιάδας και πόσοι άλλοι εύρισκαν στον ΠαπαΧαράλαμπο πνευματική αλλά και υλική συμπαράσταση.

Κατά το 1979, ύστερα από ασφυκτικές πιέσεις μεταβαίνει ο ΠαπαΧαράλαμπος με την συνοδεία του προς επάνδρωση της ευαγούς Ι. Μ. Διονυσίου. Εκεί παρέμεινε δέκα χρόνια ως ηγούμενος και το υπόλοιπο της ζωής του ως εφησυχάζων προηγούμενος αλλά και πατέρας όλης της Αδελφότητας, μέχρι της οσίας τελευτής του 1.1.2001.

Ας έχουμε όλοι την ευχή του!

Ταπεινό αφιέρωμα επ’ ευκαιρία δέκα ετών από της προς Κύριο εκδημίας του αειμνήστου Γέροντος.

Ι.Μ.Δ. Ένα από τα πολλά πνευματικά του τέκνα.

Υ.Γ. Για περισσότερα στον κατά πλάτος βίο του στο βιβλίο «ΠαπαΧαράλαμπος Διονυσιάτης. Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής» καθώς και στο βιβλίο «Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης, συνασκητής Ιωσήφ του Ησυχαστού»(και κατά σάρκα θείος και νονός του ΠαπαΧαραλάμπους).

Εξόχως εποικοδομητικό είναι το Β’ Μέρος του βιβλίου αποτελούμενο από πνευματικές διδαχές και μάλιστα ως προς την μέθοδο της ιεράς επιστήμης της νοεράς προσευχής.

Βιβλιογραφία:

1. Ι.Μ.Δ, ΠαπαΧαράλαμπος Διονυσιάτης, ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, Έκδοση γ΄, 2004

2. Ι.Μ.Δ, Γέρ Αρσένιος Σπηλαιώτης

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Φοιτητής
Δημοσιεύσεις: 319
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:35 pm
12
Τοποθεσία: Γιάννης

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από Φοιτητής »

Είχα διαβάσει για τον πάτερ Χαράλαμπο στο βιβλίου Ο Γέροντας μου Ιωσήφ ο ησυχαστή. Να είσαι καλά Νίκο!
Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
12
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από gkou »

Περιπέτεια με τους κομιτατζήδες, αιχμάλωτος στην Βουλγαρία ( 1941)

Βρισκόμαστε στο 1941. Ζούμε στους χρόνους της μαύρης σκλαβιάς του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η υπόλοιπη Ελλάδα βρίσκεται υπό την μπότα των Γερμανών. Όμως η Μακεδονία ζει ημέρες της πλέον στυγνής δουλείας που είχε γνωρίσει στην ιστορία της.
Εδώ κατακτητής είναι ο γειτονικός ομόδοξος βουλγάρικος λαός. Πολλοί αιτιώνται την απηνή σκληρότητα μόνον των Βουλγάρων. Όμως χάριν της αλήθειας οφείλουμε να ομολογήσουμε , από παθόντες αυτόπτες μάρτυρες, ότι τα φοβερά δεινά υπέστησαν οι μακεδόνες αδελφοί μας και από δικούς μας. Από εξομότες δηλαδή Έλληνες, οι οποίοι κατετάγησαν στο αντίθετο στράτευμα, αλλά και από κρυφοβούλγαρους που ζούσαν σε ελληνικά χωριά.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θανάσης, ο οποίος ήταν υφιστάμενος του Χαράλαμπου, ως δεκανέα, στο στρατό, και μάλιστα πολλές φορές ευεργετήθηκε από αυτόν, πριν σπάση το μέτωπο από τους Γερμανούς.
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα του 1941. Ξαφνικά ακούγονται στα βουνά, στην πόλι, στους δρόμους, κραυγές, πόνος. Τι συμβαίνει; Κατέβηκαν οι κομιτατζήδες. Αιφνιδιαστικά πετσοκόβουν όσους βρίσκονται μπροστά τους. Το μακελειό απερίγραπτο. Χιλιάδες οι νεκροί, κατακρεουργημένοι εδώ κι εκεί.
Την εποχήν εκείνη διέλαμπεν η φήμη του γνωστού χαρισματούχου Γέροντος της Σίψας Γεωργίου Καρσλίδη, ο οποίος επρόλαβε ν’ αποκρύψη έναν μεγάλον αριθμόν ανθρώπων στο ησυχαστήριό του ως άλλος Αβδιού από οργής Ιεζάβελ. Συγχρόνως, επί τρεις-τέσσερις ημέρες τους εξασφάλιζε και το σιτηρέσιον. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Χαράλαμπος μαζί μ’ ένα από τα δίδυμα αδέλφια του, τον δεκαεξαετή περίπου Δαμιανόν. Μετά από το διάστημα αυτό εκόπασαν οι ιαχές των όπλων. «Επιτέλους, λένε, φύγανε. Καιρός, λοιπόν, να πορευθή ο καθένας στην δουλειά του».
Παραλαμβάνει ο Χαράλαμπος την άμαξαν με τα ζώα και βγαίνει στο δάσος για τ’ απαραίτητα ξύλα. Το ίδιο έκαμαν και πολλοί άλλοι. Και όμως˙ δεν περνά πολλή ώρα και διαπιστώνουν ότι είχανε πέσει θύματα ενέδρας. Ακούεται δυνατή φωνή:
- Αλτ! Ψηλά τα χέρια.
Εντός ολίγου όλοι εκείνοι οι βιοπαλαιστές βρίσκονται αιχμάλωτοι στα χέρια των κομιτατζήδων.
- Κακούργοι σας πιάσαμε. Όλοι κατάσκοποι είσαστε.
Όποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθή, σαν απάντησι «φλαπ» με το γκλοπ.
«Περνά, λέγει ο Χαράλαμπος, από κοντά μας ο κομιτατζής. Μου αρχινά:
- Κακούργε, κατάσκοπε…
Του λέγω:
- Βρε κοίταξε μπροστά σου˙ ο αδελφός μου, ακόμα ανήλικος είναι˙ κατάσκοποι είμαστε; Προς Θεού!
Φλαπ, φλαπ , με το γκλοπ. Τι να πω! Αν μπορείς βρες δίκαιο˙ το βούλωσα. Μας οδήγησαν στο στρατόπεδο έξω από τη Δράμα. Αφού μας έφεραν στη φυλακή, μας έκλεισαν όλους σε μια μεγάλην αίθουσαν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό επί μια βδομάδα. Κάθε μέρα, πρωί βράδυ, περνούσαν μερικοί στρατιώτες. Άλλος μας κλωτσούσε με σιδερένιες μπότες, άλλος χτυπούσε με γκλοπ, άλλος μπουνιές, άλλος ξύλο κλπ. Εν τω μεταξύ πεινάσαμε κιόλας˙ φαγητό τίποτε. Ένας από την παρέα φωνάζει απελπισμένος: “Πεινώ”. Απάντησις… φλαπ, ξύλο. Να φαγητό.
Άλλος ένας φωνάζει απελπισμένος: “Νερό-νερό, καίομαι”. Του απαντά ο κομιτατζής: “Νερό δεν έχει. Έχει όμως ούρο”. Και ο διψασμένος, καμένος όπως ήταν: “Φέρε˙ ας είναι και ούρο”.
Για μια στιγμή, σαν ήμουν στη φυλακή, βλέπω ένα στρατιώτη γνωστό μου. Κοιτάω καλά˙ ο Θανάσης. Δόξα τω Θεώ, λέω, σωθήκαμε˙ φίλος μου είναι. Τον πλησιάζω με θάρρος: “Θανάση, Θανάση˙ τι γίνεσαι;”. Με πλησιάζει ο “φίλος” μου ο Θανάσης με το γκλοπ και σαν απάντησι… φλαπ-φλαπ ,μ’ έκαμε σαπούνι. Ήταν και αυτός ένας από τους εξωμότες. Σ’ αυτήν την κατάστασι με τα κλωτσοκοπήματα παραμείναμε έξι ημέρες. Κατά την εβδόμην καταφθάνει και το θλιβερό μήνυμα: Καταδίκη σε θάνατον˙ τελειωτικό κλωτσοκόπημα μέχρις εξοντώσεως. Όλοι πάγωσαν . Όσο για μένα τι μεσολάβησε;».

Θαυμαστή διάσωσις από τον άγιον μεγαλομάρτυρα Γεώργιον

«Τότε ήλθα σε μιάν πολύ μεγάλην περισυλλογή. Σκέφθηκα μέσα μου: “ Αχ, πόσο μάταιη είναι αυτή η ζωή. Ήθελες Χαράλαμπε να παντρευτής για να γίνης παπάς , να σώσης τον κόσμον. Λοιπόν σώσε τώρα πρώτα τον εαυτό σου”. Στην συνέχεια γονάτισα κάτω και με πύρινα δάκρυα φώναξα: “ Άγιε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, μεγάλε στρατιώτα του Χριστού, σώσε μας και σου υπόσχομαι ν’ αφιερώσω εξ ολοκλήρου στον Θεόν τη ζωή μου”. Μόλις τελειώνω την προσευχήν, να και ακούω ένα κρότον από πάνω μας «γκλακ-γκλακ» ˙ καλπασμός αλόγου. Στρέφω ψηλά το βλέμμα˙ ένα άλογο εκάλπαζε στον αέρα από πάνω μας˙ καβαλλάρη όμως δεν είδα. Κατάλαβα όμως: “ Βρε, λέω, ο άη-Γιώργης είναι σίγουρα˙ μόνο που είμαι ανάξιος να δω τον ίδιον. Ας είναι και το άλογο. Σημαίνει μας άκουσε”.
Από την άλλην παρέα κανένας δεν είδε τίποτε. Ωστόσο με υψωμένο το ηθικό παρηγορούσα τους πονεμένους συντρόφους μου: “Θάρρος, παιδιά, θα γλυτώσουμε˙ ο άη-Γιώργης θα μας σώση”.
Θάρρος, αλλά τι θάρρος; Η κατάστασις επιδεινώνεται. Αποκορύφωμα η τελευταία απόφασις. Ήδη την εβδόμην ημέραν πρωί-πρωί, μπαίνουν μέσα οι δήμιοι να μας αποτελειώσουν. Και όμως δεν προλαβαίνουν να δώσουν τα πρώτα κτυπήματα. Ανοίγει ξαφνικά διάπλατα η πόρτα της φυλακής.
Ένας γεροδεμένος νέος μπαίνει μέσα με άγριες φωνές. “Σταματάτε κακούργοι αμέσως˙ ειδ’ άλλως θα σας καθαρίσω όλους. Αφήστε τους αθώους αυτούς ανθρώπους να πάνε σπίτι τους”. Εν ριπή οφθαλμού , άλλαξε το σκηνικό. Χαθήκαν όλοι˙ μαζί και ο άγνωστος εκείνος νέος. Το τι έγινε δεν περιγράφεται˙ χαρές, φιλιά, κλάματα, συγκινήσεις.
- Δε σας το ‘λεγα εγώ, τους είπα, θα μας σώση ο άη-Γιώργης; Αν θέλετε να σας πω και τι του έταξα. Θ’ αφιερωθώ στον Θεό.
Συμπληρώνει ο μικρός Δαμιανός:
- Εγώ έταξα όσο ζω, το καντήλι του ακοίμητο να καίη σπίτι μας.
Και ένας εξάδελφος Βασίλης:
- Κι εγώ έταξα να του αφιερώσω το άλογό μου.
Ωστόσο άλλη απορία: ποιός ήταν ο άγνωστος ευεργέτης; Ο ένας έλεγε ότι ήταν παλληκάρι, άλλος ότι ήταν μεσήλικας, άλλος έλεγε: “ φωνήν άκουσα, πρόσωπο δεν είδα”. Άλλος την φωνήν άκουσε στα ελληνικά˙ άλλος στα βουλγάρικα…
Παραμένουμε όλοι οι αιχμάλωτοι μ’ αυτές τις εντυπώσεις. Όμως οι φυλακές κλειδωμένες. Ήδη μερικοί πάλιν μεμψιμοιρούν. “Μήπως… μήπως…”. Αρχίζω ξανά να τους ενθαρρύνω: «Θάρρος, αδέλφια. Τελειώσαν όλα˙ λίγη υπομονή».
Πράγματι, δεν περνά πολλή ώρα , ξανανοίγουν οι πύλες. Επίσημη ανακοίνωσις από τον βασιλιά Βόρι. “ Επειδή σήμερα η βασίλισσα εγέννησεν τον διάδοχόν μου, απονέμω χάριν σ’ όλους τους αιχμαλώτους˙ απ’ αυτήν την στιγμήν είσαστε όλοι ελεύθεροι”.
Μόλις ανοίγουν οι φυλακές, από την χαρά μας, παρ’ όλην την πείνα και την εξάντληση, σε λίγη ώρα βρεθήκαμε στα σπίτια μας.
Μόνη απορία που έμεινε όμως στους αιχμαλώτους , ποιός ήταν αυτός ο άγνωστος ευεργέτης μας. Άγγελος , άγιος, άνθρωπος; Όπως και να ΄χη ,γεγονός είναι ότι ήταν σταλμένος από Θεού στην πιο κρίσιμην ώρα. Δηλαδή στο παρά πέντε. Αλλιώς μέχρι να ‘φθανε το βασιλικό μήνυμα θα ήταν πια πολύ αργά. Ήδη θα ‘μασταν τελειωμένοι».

Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
12
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από gkou »

Μικρή επιστολιμαία πραγματεία περί νοεράς προσευχής

Επιστολή
Αγαπητόν τέκνον εν Χριστώ Ν.,
χαίρετε εν Κυρίω.
Έλαβα την επιστολή σου και χάρηκα ιδιαιτέρως για τις ερωτήσεις σου και το ενδιαφέρον σου περί νοεράς προσευχής.
Θα προσπαθήσω να σου απαντήσω, εκ πείρας μου απ’ όσα εγεύτηκα ο ίδιος, όσα χρόνια αξιώθηκα στην υπακοήν και καθοδήγησιν του αγίου μου Γέροντα Ιωσήφ και όσα άλλα χρόνια ασκήτευα μόνος μου, αλλά και με συνοδεία κατόπιν μοναχών.
α) Ρωτάς αν η νερά προσευχή είναι για όλους τους χριστιανούς ή μόνο για τους μοναχούς.
Απ’ ό, τι γράφουν οι άγιοι πατέρες , αλλά και από την πείρα ως πνευματικός, λέγομεν ότι η νοερά προσευχή είναι για όλους τους χριστιανούς. Όχι όμως εννοώ και για τους αιρετικούς. Ακόμα πιο χειρότερα για τους αλλόθρησκους. Να εξηγήσω και το γιατί. Ο άνθρωπος πριν βαπτιστεί, με την παράβασιν του Αδάμ έδιωξεν από μέσα του την χάριν. Η χάρις ξανάρχεται μέσα μας με το άγιο βάπτισμα. Αλλά πώς είναι δυνατόν χωρίς Την χάριν του βαπτίσματος να βρης μέσα σου τον Θεόν;
Όμως και η μέθοδος που μεταχειρίζονται οι αλλόθρησκοι είναι πλανεμένη.
Επέρασεν πρόσφατα ένας δικός μας ( Έλληνας) από την Γερμανία. Εζήτησε να μιλήσουμε για την νοεράν προσευχήν. Τον εδέχτηκα. Μου λέει:
- Είμαι κι εγώ πάτερ μυστικιστής, σαν κι εσάς.
- Βρε λέω˙ εσύ μυστικισμόν; Και πού τον έμαθες;
- Είμαι χρόνια τώρα στην Γερμανία. Εκεί εγνώρισα κι άλλες θρησκείες. Έχουν κι αυτοί πολλά παρόμοια μ’ εμάς. Εκείνο που μου άρεσε πιο πολύ, αυτοσυγκεντρώνονται στην προσευχή. Και το σπουδαίο, έρχονται σε εκστάσεις και θεωρίες, όπως τον Απ. Παύλον.
- Βρε, λέω, μακρυά˙ μη πιστεύεις ˙ είναι πλανεμένοι.
- Όχι, πάτερ, αφού κι εγώ ασχολήθηκα κι έχω ο ίδιος πείραν.
Όχι ότι επείστηκα, αλλά από περιέργειαν ερώτησα:
- Για πες μου, τι αυτοσυγκέντρωσις είναι τούτη που κάμνεις;
- Κάθομαι κάτω με τα πόδια σταυρωτά και γυρίζω το κεφάλι στον ουρανόν. Εδώ κατάλαβα ότι τον ίδιον Θεόν πιστεύουμεν όλος ο κόσμος. Οι Ινδουιστές παρακαλούν τον Θεόν τους˙ οι βουδιστές το ίδιο. Εμείς μπορούμε να παρακαλούμε τον Χριστό.
- Και πώς παρακαλάτε, αν επιτρέπεται;
- Α, λέει, εδώ είναι το μυστικό. Εσείς δεν το ξέρετε. Φαντάζεσαι με τον νου σου, ότι πετάς μέχρι τους ουρανούς. Ότι βλέπεις αγγέλους να πετούν. Βλέπεις χρυσά παλάτια, φώτα, λάμψιν κλπ. Και τέλος βλέπεις τον Χριστόν ολόφωτον, να κάθεται σ’ ένα πύρινο θρόνο. Συγκεντρώνουμε όλη μας την προσοχή σ’ αυτά που φανταζόμαστε .
- Βρε ,πλανεμένε, του λέω˙ εσύ μ’ αυτά θα χάσης και το μυαλό σου˙ έτσι προσεύχονται;
- Ε, στάσου να θαυμάσης, και τότε να κατηγοράς. Αφού βιάσουμε την φαντασία μας όσο μπορούμε, ωπ˙ βγαίνουμε απ’ αυτήν τη σφαίρα. Κατόπιν, αυτά όλα που φανταζόμασταν, τώρα τα βλέπουμε. Ξέρεις τί θα πη να βλέπης τον Χριστόν , τους αγγέλους, τους αγίους και πολλά άλλα θαυμαστά!
Του λέω:
- Θέλεις παιδί μου να με ακούσης; Παράτα τα όλα αυτά, για να μην χάσης και το μυαλό σου. Εμείς για να βρούμε τον Χριστό μέσα μας, κλείνομεν όλες τες πόρτες της φαντασίας. Με την φαντασίαν ανοίγεις όλες τις πόρτες του σατανά. Διαβάζεις Αγίαν Γραφήν; Πιστεύεις ότι έχει εξουσίαν να παρουσιαστή σαν άγγελος φωτός ή ακόμα και σαν αυτόν τον Χριστόν;
- Μα δεν πιστεύεις; Σας είπα˙ εμείς βλέπουμε τον Χριστό με τα μάτια. Όχι στον ύπνον. Ακόμα και τον Βούδα μια φορά είδα. Είναι μεγάλος, αλλά όχι σαν τον Χριστό.
Τον λυπήθηκα ˙ του λέω:
- Ρε παιδί μου, κρίμα˙ σε κοροϊδεύει ο σατανάς. Θα χάσης και την πίστι σου.
- Όχι, όχι , πάτερ δεν σε πιστεύω. Δεν συμφωνούμε.
Έφυγε και ακόμα μονολογούσε: «Όχι, δεν συμφωνώ. Ο Θεός δεν είναι μονοπώλιο στους καλογήρους», και άλλα. Ακούεις τέκνον πόσες πλάνες και πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν;
Λοιπόν, αγαπητέ, λέγομεν ότι ο Χριστιανός όταν βαπτιστεί βάζει μέσα του την θείαν χάριν˙ βάζει μέσα του τον Χριστόν. όμως με την αμαρτίαν , τον διώχνει πάλιν έξω. Χριστός και αμαρτία πράματα αντίθετα.
Γι’ αυτό είναι αδύνατο να βρούμε μέσα μας τον Θεόν, όσον στέκει μπροστά σαν τοίχος η αμαρτία. Όμως, ευτυχώς, η Εκκλησία έχει το κατάλληλο φάρμακο, για να πέση αυτός ο τοίχος. Αυτό είναι μετάνοια και εξομολόγησις.
΄Ερχονται πολλοί και ενδιαφέρονται για νοεράν προσευχήν. Εμείς πρώτα λέγομεν: «Εξομολογήθηκες καμιάν φοράν; Κοινωνάς; Ζεις χριστιανικά;», κλπ. Αν πη ναι, τότε προχωρούμε. Αν όχι, μη χάνουμε λόγια άδικα.
Πρώτα, λοιπόν, τέκνον, βάζομεν αρχήν με την μετάνοιαν και την εξομολόγησιν. Κατόπιν ακολουθούμεν την συμβουλήν ενός κατάλληλου δασκάλου της νοεράς προσευχής.
Τώρα, για την ερώτησι, αν μπορούν οι κοσμικοί να λένε νοεράν προσευχήν, λέγομεν ότι: Μπορούν να λένε την ευχήν, ασχέτως πόσο θα προοδέψουν. Έχουμεν εξαιρέσεις κοσμικών , που προχώρησαν πιο πολύ από εμάς τους μοναχούς. Όμως αυτές είναι εξαιρέσεις.
Άλλωστε, αν ήταν εύκολο μέσα στον κόσμο, δεν ήταν ανάγκη να βγούμε στα μοναστήρια και στα βουνά. Στο ευαγγέλιο λέει ο Χριστός στην Μάρθαν: «Μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά».
Οι κοσμικοί είναι όπως η Μάρθα. Όσοι ζουν χριστιανικά, υπηρετούν τον Χριστόν , αλλά πιο πολύ στα υλικά. Ο γνήσιος μοναχός , είναι όπως η Μαρία, που κάθεται στα πόδια του. Απολαμβάνει την δόξαν του. Γίνεται φίλος με τον Χριστόν, όπως ο Λάζαρος, και σαν φίλος έχει και τα μέσα. Έχει θάρρος να ζητήση ό,τι θέλει.
Έχουμεν όμως και περιπτώσεις κοσμικών, που μοιάζουν πιο πολύ με την Μαρίαν, αλλά και μοναχούς που δεν μοιάζουν ούτε και της Μάρθας.
Εξομολογώ ανδρόγυνο από την Θεσσαλονίκη . Έχουν τέτοιαν ακρίβειαν που τους εθαύμασα. Το σπίτι τους μοιάζει σαν μοναστήρι. Η γυναίκα όλο στο σπίτι. Βγαίνει έξω, μόνο για ψώνια και ό,τι άλλο απαραίτητο. Έχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τα παιδιά στο σχολείο και ο άνδρας για δουλειά, κάθεται μια-δυό ώρες και λέγει ευχήν. Κατόπιν σηκώνεται. Αρχίζει δουλειές του σπιτιού και εν τω μεταξύ η ευχή, σαν μηχανή, δουλεύει ασταμάτητα ,πότε με το στόμα , πότε με τον νουν.
Ο άνδρας, μόλις γυρίσει από την δουλειάν ,αμέσως θ’ αλλάξη και θα πάη για προσευχή και μελέτη.
Αυτήν την τάξιν, εσυνήθισαν και τα παιδιά τους. Άκου τι έγραφε τις προάλλες η μάνα: «Τα παιδιά μας έμαθαν να λένε την ευχήν και στο σχολείο. Όταν γυρίζουν από το σχολείο, εγώ έχω τελειωμένες και τις δουλειές και το φαγητό. Κάθομαι ξανά στο προσευχητάρι. Τα παιδιά με περιέργεια: «Τι κάνεις εκεί μαμά;». «Προσεύχομαι στον Χριστούλη για να μας φυλάει». «Μαμά, μπορούμε κι εμείς να προσευχόμαστε μαζί σου;». «Βεβαίως, παιδιά μου. Ο Χριστούλης σας αγαπά και θέλει να μιλάτε μαζί του». Έτσι λοιπόν, κάναμε συνήθεια και το μεσημέρι προσευχόμαστε όλοι μαζί δεκαπέντε-είκοσι λεπτά και ύστερα τρώμε.
Όταν το βράδυ γυρίσει και ο μπαμπάς, καθόμαστε όλοι μαζί. Άλλοτε διαβάζουμε μαζί βιβλία της εκκλησίας, άλλοτε τους διηγούμαι ιστορίες από κανένα βιβλίο που διάβασα.
Κάποτε μας τυχαίνει κανένας ξένος και μας χαλά λίγο την σειρά ˙ ωστόσο οι πιο πολλοί , μας έμαθαν και είτε έρχονται για ν’ ακούσουν καμιά ωφέλιμη κουβέντα, είτε πάνε σε άλλους φίλους τους, που ταιριάζουν στα φρονήματα.
Την νύχτα, όσος χρόνος περισσέψει, τον χρησιμοποιούμε για προσευχή και μελέτην.
Την Κυριακή, όλοι οικογενειακώς θα εκκλησιαστούμε και θα κοινωνήσουμε. Με την χάριν του Κυρίου και τα παιδιά μας, προσαρμόστηκαν και μας ακολουθούν χωρίς προβλήματα. Παρ’ όλον ότι οι φίλοι τους στο σχολείο δεν νηστεύουν, όμως ευτυχώς δεν παρασύρονται».
Τελειώνοντας , γράφει αυτή η χαριτωμένη γυναίκα:
«Κατ’ αυτόν τον τρόπον κυλά η ζωή μας. Αν και έχουμε πολλούς πειρασμούς από τον φθόνον του εχθρού, όμως αισθανόμαστε ότι στο σπίτι μας βασιλεύει ο Χριστός και είμαστε πολύ χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι».
Να , τέκνον ,ένα παράδειγμα από μέσα στον κόσμον, για να εννοήσης , ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης . Δίνει την χάριν του παντού. Όμως για να φθάση ένας σε μεγάλα μέτρα, είναι πολύ δύσκολο μέσα στον κόσμον…


Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
12
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από gkou »

Τα πρώτα γυμνάσια

Βλέποντας ο Γέροντας την υπερβολική φλόγα του νέου δοκίμου και την δίψα για προσευχή, μεθοδευόταν τρόπους, αφ’ ενός να του αυξήση το τάλαντο και αφ’ ετέρου, να τον προφυλάξη από το δαιμονικό πάθος της επάρσεως.
Ένας τρόπος για να τον κρατήση στην ταπεινοφροσύνη, ήταν και ο εξής: του συμπεριφερόταν με πολλήν αγένεια˙ αντί να τον καλή με τ’ όνομά του , συνήθιζε να του λέη: « Έλα ρε…» . Και ο Χαράλαμπος (όπως μου έλεγε ο ίδιος), από μέσα του έλεγε: « Ρε; Τι ρε; Όνομα δεν έχω; Τι ευγένεια είναι αυτή; Εδούλευα με κοσμικούς στην Νομαρχία και ποτέ έτσι γλώσσα δεν άκουσα. Πάντα στον πληθυντικό. Τι γίνεστε κ. Γαλανόπουλε;- σας ευχαριστώ-σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ένα ευχαριστώ, ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι εδώ πέρα». Και συνέχισε:
« Όμως οι λογισμοί αυτοί δεν ξέφευγαν του χαρισματούχου Γέροντά μου, ο οποίος με περιλάμβανε στην συνέχεια λέγοντας: « Ώστε στον κόσμον ήσουν αγωνιστής , ε; ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες˙ ήσουν έξυπνος, εργατικός, τίμιος… . Και απ’ όλα αυτά , τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα σωρό κενοδοξίαν, εγωισμόν, αυτοπεποίθησιν. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι, δεν είναι καλά, ε;». Πραγματικά, μ’ αυτά τα απλά, χαριτωμένα μαθήματα του Γέροντά μου, δεν άργησα να καταλάβω ότι, παρ’ όλον που ήμουν πράγματι αγωνιστής στον κόσμον, όμως με το να εισπράττω επαίνους και κολακείες, χωρίς να το καταλάβω παραφορτώθηκα με κενοδοξίαν».
Ο Χαράλαμπος όμως με την φυσικήν ταπείνωσιν και απλότητα, σε συνδυασμό και με το σπάνιο αγωνιστικό φρόνημα που τον διέκρινε, δεν άργησε να βάλη στον εαυτό του την σωστή ταξινόμηση. Ο Γέροντάς του και όταν αργότερα τον προήγαγε σε μεγαλόσχημο μοναχόν, αλλά και ιερέα για τις λειτουργικές ανάγκες της συνοδείας, και πάλιν συνέχισε με την ίδια γλώσσα να τον μεταχειρίζεται. Συγχρόνως όμως με την πνευματικήν πρόοδον του Χαράλαμπου , ανάλογη ήταν και η μεταχείρισις.
«Θυμάμαι, λέει πάλιν ο ίδιος, όταν κάποτε τρώγαμε στην τράπεζα, ανοίγαμε κάποια πνευματική συζήτησι. ΟΙ άλλοι πατέρες αντάλλασσαν τις ιδέες τους˙ εγώ μόλις πήγαινα να λάβω τον λόγον, πετιόταν ο Γέροντάς μου απότομα: “ Σουτ” (μη μιλάς) . Περνούσε λίγη ώρα , τύχαινε στην συζήτησιν κάτι που μπορούσα κι εγώ να πω, μια σωστή λύσι, μια γνώμη, κι όμως πάλιν ο Γέροντάς:
“ Σουτ, είπαμε˙ μη μιλάς”.
Ένας λογισμός μου έλεγε- “Ε, Γέροντα, εμένα σε μεγάλη ανυποληψία μ’ έχεις”. Όμως δεν αργούσα να την καπακώσω με άλλο λογισμό: “Ξέρει ο Γέροντας τι κάνει˙ αυτό είναι το σωστό”».
Όταν όμως και αυτά τα μαθήματα δεν άργησε να μάθη ο Χαράλαμπος, τότε ο σοφός Γέροντάς του, τι μεθοδεύτηκε; Βρίσκοντας κάποιαν μικροαφορμή , αντί να βρίση τον ίδιον, που ήδη το είχε ξεπεράσει, αρχίζει στο εξής να τα βάζει με τους δικούς του, και μάλιστα με τον πατέρα του, που ήδη απήλθε στην άλλη ζωή.
Ακούοντας αυτά ο αθλητής , αρχίζει πάλιν να σκοντάφτη και μέσα του να σκέφτεται με παράπονο: « Ε, όχι κι έτσι. Νεκρός ο πατέρας μου και ν’ ακούη λόγια! Ε, τούτο δεν το ανέχομαι». Κι όμως πάλιν στρεφόταν στον εαυτόν του και τον έπειθεν, ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον Γέροντά του.
Ο Γερο-Αρσένιος συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέγη για τον ανεψιόν του π. Χαράλαμπον:
«Περνούσαν πολλοί από κοντά μας τους περιλάμβανε ο Γέροντας και μετά μου έλεγε: “ Σφίγγω λίγο τον ένα φεύγει, σφίγγω τον άλλο, αρρωστά”. ΄Όταν όμως ήλθεν ο Χαράλαμπος , τότε μας λέει: “Ε, τούτου δώσ’ του ξύλο και σηκώνει”».
«Κι όμως, λέγει ο Γέροντας, μια φορά ετόλμησα να στήσω το θέλημα, αλλά την άρπαξα γερή και πέρασα ένα μάθημα που το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, για να καταλάβω τί σημαίνει “κάλλιον χίλιες φορές το στραβό του Γέροντα”. Επισκευάζαμε τα καλυβάκια μας στην Νέα Σκήτη. Οι άλλοι πατέρες της συνοδείας μας, συμφώνησαν με τον Γέροντα για μια δαπανηρή παραγγελία , χωρίς να με ρωτήσουν. Εγώ επειδή ήξερα από τον κόσμον από οικοδομικά, διαπίστωσα ότι θα πετάξουμε λεφτά άδικα. Τρέχω στον Γέροντα να προλάβω το σφάλμα , προς το κοινόν συμφέρον. Τι όμως νομίζετε ότι έγινε; Με περιλαμβάνει χωρίς καμμία συζήτησι και με έλουσε κυριολεκτικά με ένα σωρό κατσάδες , βρισιές και μ’ έδιωξε σαν σκυλί. Φεύγω με κατεβασμένο κεφάλι αλλά δεν το βάζω κάτω˙ λέω μέσα μου: “Καλά, καλά˙ ευχαριστώ για τις κατσάδες, αλλά αύριο που θα πετάξης στον κατήφορο ένα σωρό λεφτά, τότε τα ξαναλέμε”.
Πράγματι τα ξανάπαμε, αλλά και πάλιν εγώ το χρεώθηκα. Αφού έφθασαν όλα τα υλικά και όπως πράγματι το υπολόγισα, ήταν ακατάλληλα, τα πετάξαμε στην αποθήκην. Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες και μας χρειάστηκαν για μιαν άλλην δουλειά που ανοίξαμε, και μάλιστα με τόσην ακρίβεια σαν να κάναμε ειδικήν παραγγελία. Ε, τότε με το δίκαιό του ο Γέροντας με περίλαβε και μου ‘κανε και ένα γερό μάθημα».


Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
12
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από gkou »

Το όραμα με την διατροφή ζώντων –κεκοιμημένων

Κάποτε ένας αδελφός , όταν βρισκόμασταν στην Ν. Σκήτη, περιέπεσε σ’ ένα αμφίβολο λογισμό: «Προσευχόμαστε, αγρυπνούμε…, ωραία αυτά. Όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούμε και τους άλλους ή μόνον τον εαυτό μας;». Ενώ ετοιμαζόταν να εξομολογηθή αυτόν τον λογισμό στον Γέροντα, τον πρόλαβε ο δεύτερος και με πρόσωπο που φαινόταν βαθειά συγκινημένο, λέγει στον αδελφό:
- Απόψε, παιδί μου, ο Θεός μου έδειξε το εξής φοβερό θέαμα: ενώ προσευχόμουν, για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν σε μια πολύ μεγάλην τράπεζα. Στεκόμουν μπροστά σε μια πόρτα που έμοιαζε σαν την ωραία πύλη της εκκλησίας. Μέσα εκεί σ’ αυτόν τον χώρο, αμέτρητα πλήθη περίμεναν σειρά. Εγώ έμοιαζα σαν αρχισιτοποιός. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο διέκρινα και σας να βρίσκεστε κοντά μου. Εκόβατε κάτι μεγάλα σαν πρόσφορα και μου τα φέρνατε. Ο άλλος κόσμος περνούσε σε δυό σειρές , στη μια οι ζωντανοί, στην άλλη οι πεθαμένοι. Τους μοίραζα όλους από μια μερίδα ευλογία και φεύγανε όλοι χαρούμενοι. Διέκρινα μέσα πάρα πολλούς γνωστούς μου, όσους είχα γραμμένους , ζωντανούς- πεθαμένους, στο μνημονοχάρτι.
Και ο αδελφός με την σειρά του:
- Γέροντα, αυτό για μένα ήταν. Μου έλυσες την απορία μου. Τώρα κατάλαβα, τι προσφέρουν οι προσευχές και το μνημόνευμα στην προσκομιδή για όλον τον κόσμον.
- Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωήν του Γέροντά μου. Ο Γέροντάς μου, είχε στον κόσμον μια ξαδέλφη. Αν και η ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ. Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι η ξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά. Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς˙ μιλούσε άσχημα κλπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε. Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα. Εγώ παραξενεύτηκα˙ τόσην ευαισθησία˙ να κλαίη τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμόν μου και με προλαβαίνει: « Εγώ δεν κλαίω παιδί μου που πέθανε˙ αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».
- Ωστόσο απ’ εκείνην την ημέραν ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την ξαδέλφην του. Ύστερα από αρκετές ημέρες , βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο. «Τι συμβαίνει Γέροντα;». «Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες αυτές τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και ν’ αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδελφούλα μου, σήμερα είδα το εξής ευχάριστο και θαυμαστό όραμα. Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδελφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλήν αγαλλίασιν: “Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλύτωσα από την κόλασιν. Σήμερα πηγαίνω στον παράδεισο”.
Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπα- Γιώργη μπροστά μου. Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμον τον πρόλαβα. Έβαλε στο μυαλό του, ει δυνατόν, να βγάλη όλους τους αμαρτωλούς από την κόλασιν. Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους. Αφού λοιπόν εν οράματι τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μου λέγει: “Βρε –βρε… εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα . Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οι κολασμένοι”. Και ξανά με θαυμασμό: “ Και με τα κομποσχοίνια σώζεται ο κόσμος…!”.
Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι η ξαδελφούλα σώθηκε, αλλά μου ‘δειξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσχοινιού ώστε και από την κόλασιν να βγάζη ψυχήν».
Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογίαν του και του ευχήθηκε: «Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσης».


Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
12
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από gkou »

Φανερά δείγματα αυταπαρνήσεως

Μια φορά στην Ν. Σκήτη επρόσεξα, ότι τα πόδια μου ήταν λίγο πρησμένα. Τρομαγμένος λοιπόν τρέχω στον Γέροντα να τον πληροφορήσω, ότι κάτι σοβαρό μου συμβαίνει. Ο Γέροντας μόλις το άκουσε, μειδίασε λίγο και μου απάντησε:
- Τόσο μεγάλος αγωνιστής είσαι! Αμέσως τρομοκρατήθηκες; Δεν είναι τίποτε παιδί μου. Από την ορθοστασία είναι. Θέλεις να ιδής και τα δικά μου πόδια;
Σηκώνει λίγο το ρούχο και μου ‘δειξε μέχρι το γόνατο. Πραγματικά τρόμαξα˙ ήταν φοβερό. Πρησμένα και τα δυό πόδια τόσο πολύ, ώστε να νομίζης πως είναι ασκιά. Δεν έφθανε όμως αυτό. Πατάει με τα δάκτυλά του γερά στα πρησμένα πόδια. Αμέσως βούλωσαν και τα δύο και έμειναν οι δαχτυλιές βουλωμένες. Τρομαγμένος, αυθόρμητα φώναξα:
- Γέροντα, κάτι σοβαρό σας συμβαίνει˙ προσέξετε τα πόδια σας.
Και ο Γέροντας με απάθειαν απαντά:
- Γιατί τρομάζεις παιδί μου; Αυτό το ‘χω από τον καιρόν που ήλθα στην καλογερική. Δεν είναι τίποτε. Από την ορθοστασίαν είναι. Το άλλο είναι που λίγο με ενοχλεί, αλλά δεν πειράζει, έχει ο Θεός.
- Δηλαδή, λέω, Γέροντα;
- Ε, να, από την πολλήν ορθοστασίαν με πονά η κήλη, όμως βρήκα μία λύσι. Δένω καλά τη μέση μου με ζώνη και από τη ζεστασιά μαλακώνει ο πόνος.
Πραγματικά εθαύμασα, ως αυτόπτης, την μεγάλην αυταπάρνησιν του Γέροντά μου, που και μέχρι τέλους της ζωής του το πρόβλημα αυτό με τα πόδια παρέμεινε, και εν τούτοις δεν εννοούσε να υποχωρήση στην σάρκα. Όσο τον βοηθούσαν οι σωματικές του δυνάμεις την ορθοστασίαν δεν εγκατέλειψε μέχρι γήρατος.
Αλλά και με την κήλην επί πολλά χρόνια δενόταν και υπέμενε αγογγύστως τον πόνον, που ως γνωστόν είναι εντονότερος με την ορθοστασίαν.
Εις μάτην πολλοί, και μάλιστα γιατροί του συνέστησαν να εγχειριστή, διότι υπήρχε κίνδυνος με το ζόρισμα της ορθοστασίας να δημιουργηθή περίσφιγξις. Αυτό εσήμαινε και κίνδυνον ακόμα της ζωής του. Και όμως το άφησε στην Παναγία μας με απόλυτην εμπιστοσύνη. Ύστερα από πολλά χρόνια από ενδιαφέρον ρώτησα:
- Τι άραγε γίνεται με την κήλη σου Γέροντα;
Και ο Γέροντας σαν να επρόκειτο για κάποιο ασήμαντο γεγονός:
- Εξαφανίσθηκε, παιδί μου και γλύτωσα. Έκαμε το θαύμα της η Παναγία μας.
Ένα τόσο θαυμαστό γεγονός και πραγματικά δεν του φαινόταν κάτι το εντυπωσιακό και ούτε θα το ‘λεγε αν δεν τον ρωτούσαμε. Θα πης γιατί; Ο Γέροντας σ’ όλη του τη ζωήν ζούσε καθημερινώς σ’ ένα θαύμα.
Για τους ανθρώπους αυτούς τί το παράξενο; Στα τόσα πολλά, άλλο ένα θαύμα. «Ο Κύριος ξέρει την δουλειά του. Αν συμφέρει, με κάνει καλά. Δεν συμφέρει, “ είη το όνομα Κυρίου ευλογημένο”». Έτσι νομίζω σκέφτονται οι τέλειοι.
Και πάλιν για να μας αφήση υπόδειγμα υπακοής και ταπεινοφροσύνης, ενώ για μερικές δεκαετίες δεν βγήκε από το Άγιον Όρος, αργότερα εκάμφθηκε στις προτροπές των τέκνων του και μεταχειρίσθηκε και ιατρικήν επιστήμην και περίθαλψιν, ως από Θεού.


Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Άβαταρ μέλους
gkou
Δημοσιεύσεις: 726
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:05 pm
12
Τοποθεσία: Γεωργία, Κόρινθος

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από gkou »

Με την πύρινη φλόγα


Ένας αδελφός, εκστατικός από την ακριβή απάντησιν που του έδωσε στο πρόβλημά του, τον ερωτά:
- Μα πώς Γέροντα, λαμβάνεις την πληροφορία με τόσην ακρίβεια;
- Αυτό δεν είναι για τον καθένα. Είναι δυσδιάκριτο να καταλάβης αν η απάντησις είναι από τον Θεόν. Όμως με την πύρινη φλόγα της προσευχής μπορεί ο μοναχός να σταθή όπως ο Μωυσής και να διαλεχθή με τον Δημιουργόν του. Γι’ αυτό φροντίστε όσο μπορείτε να αποκτήσετε αυτή την φλόγα.
Άλλο αδελφός του ανέφερε:
- Γέροντα, όταν προσεύχομαι για κάποιο ζήτημα, ζητώ από τον Κύριον και λαμβάνω πληροφορία μέσα μου.
Παρ’ όλον ότι ο αδελφός εκείνος ήταν πράγματι αγωνιστής, εντούτοις ο Γέροντας του έδωσε την εξής απάντησιν:
- Έχεις ακόμα πάθη;
- Ναι, Γέροντα, έχω.
- Λοιπόν, μέχρι που μέσα μας βασιλεύουν τα πάθη, ο σπόρος είναι ανακατεμένος. Εκεί που νομίζεις ότι φύτεψες σιτάρι, ξαφνικά βλαστάνουν ζιζάνια. Εγώ σου συνιστώ να παρακαλάς τον Κύριο, αλλά για πληροφορίες δεν είσαι ακόμα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ο αδελφός αυτός κλεβόταν από τα δεξιά, δηλαδή από υπερηφάνεια. Μάλιστα έφυγε από τον Γέροντα, όπως έλεγε, όχι ικανοποιημένος αλλά και αμετάπειστος.
Αρκετές φορές, ξαναζήτησε ο ίδιος πληροφορία στην προσευχή για διάφορες απορίες και είχε απάντησιν, έλεγε, θετική. Μιας φορά, όμως, υποσχέθηκε σε κάποιον να του δώση την απάντησιν που χρειαζόταν σ’ ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Κατόπιν προσευχής πολλής, του απαντά ότι έλαβε πληροφορία από τον Θεό, ότι αυτό είναι το θέλημά του…
Φεύγει ο άλλος χαρούμενος κι ενθουσιασμένος για να επιστρέψη σε λίγες μέρες στενοχωρημένος και αγανακτισμένος ν’ αναγγείλη, ότι βγήκε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα με τις ανάλογες δυσμενείς συνέπειες.
Εκ του γεγονότος αυτού, ταπεινώθηκε ο αδελφός αυτός˙ το εξομολογήθηκε στον Γέροντα, με την διαβεβαίωση ότι δεν θα ξαναεπιχειρήση να ζητήση πληροφορίες στην προσευχή.



Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Ο Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Δημοσίευση από Νίκος »

Πως να λέμε την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με"

Εικόνα

Ο πλέον συνηθισμένος τρόπος είναι να λέμε την Ευχή είτε προφορικά είτε ψιθυριστά είτε από μέσα μας με τον ενδιάθετο λόγο, παντού και πάντοτε. Έτσι, στη δουλειά, στο σπίτι, στο δρόμο λέμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν τρώμε, όταν περπατάμε και ειδικότερα, όταν βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Τον πρώτο καιρό πρέπει να λέμε την Ευχή προφορικά, με το στόμα ψιθυριστά, σεμνά και ταπεινά και μάλιστα όσο μπορούμε συχνότερα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Γιατί η φωνή που βγαίνει από το στόμα, συγκεντρώνει τον νου πάνω στις λέξεις και έτσι ο νους με τη σειρά του αρχίζει σιγά-σιγά να τις προσέχει. Όπως λοιπόν δεν είμαστε αφηρημένοι μπροστά στον Πνευματικό ή σ’ ένα επίσημο πρόσωπο, έτσι και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να είμαστε αφηρημένοι όταν κάνουμε Ευχή, για ν’ αρχίσει ο τρόπος αυτός ν’ αποδίδει καρπούς. Γιατί, όσο πιο
θερμή και πιο δυνατή είναι η Ευχή, τόσο και τα αποτελέσματά της είναι πιο θεάρεστα και πιο ωφέλιμα για την ψυχή μας.

Όταν επιμείνουμε πολύ στην προφορική Ευχή καθ’ όλη την ημέρα, ανεξάρτητα από τη δουλειά που κάνουμε, όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο και πιο απαραίτητη θα την αισθανόμαστε, καθώς δημιουργείται μέσα μας ένα παράδοξο κλίμα γλυκύτητας και ειρήνης, τόσο που ακόμα και το στόμα γλυκαίνεται, σαν να έχει μέσα του μια γλυκιά καραμέλα που την πιπιλίζει διαρκώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…».

Έτσι αυθόρμητα πλέον επιθυμούμε και ζητούμε να λέμε την Ευχή, γιατί έχουμε γλύκα στο στόμα και στα χείλη γεύση μελιού. Και τότε, βέβαια, για κανένα λόγο δε θέλουμε να σταματήσουμε το Όνομα του Χριστού. Όταν μας διακόπτουν για τον άλφα ή βήτα λόγο, αισθανόμαστε σαν να μας λείπει κάτι το πολύτιμο, γιατί η ψυχή αισθάνεται την έλλειψη της Ευχής και την αναζητεί. Μόλις όμως ξαναβρεί την ευκαιρία, αμέσως αρχίζει και πάλι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…».

Η προφορική Ευχή είναι μεν στάδιο αρχαρίων αλλά είναι και στάδιο εισαγωγικό για όλους εκείνους, που επιθυμούν εν Πνεύματι Αγίω να εργάζονται την Ευχή, όσο μπορούν, ώστε να δουν καλύτερες ημέρες στη ζωή τους, στην οικογένειά τους και στο περιβάλλον τους γενικότερα. Είναι δε επίμονος και απαραίτητη αρχή, για την επιτυχία του τελικού σκοπού, δηλαδή του Αγιασμού του Ορθοδόξου Χριστιανού, που πετυχαίνεται με την κατάκτηση της καρδιάς από το παντοδύναμο Όνομα του Ιησού Χριστού.

Ο Χριστιανός, που λέει την Ευχή, πλουτίζει πνευματικά! Πλουτίζει όντως από τις Θείες Τριαδικές δωρεές, αλλά όχι χωρίς κόπους, πειρασμούς και σκληρούς πνευματικούς αγώνες, που χρειάζονται, για να απαλλαγεί από τα μύρια πάθη που έχει μέσα του και κυρίως την ψωροπερηφάνια.

Τα παραδείγματα που υποδεικνύουν ότι η Ευχή είναι δυνατή και μέσα στον κόσμο, είναι πολλά και ζωντανά ανάμεσα στους Χριστιανούς, που ζουν και αγωνίζονται φιλότιμα, εν Χριστώ.

Ο μακαριστός παπά-Χαράλαμπος, μέλος της συνοδείας του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή και προηγούμενος της Ι. Μ. Διονυσίου του Αγίου Όρους, διηγείτο από την προσωπική του πείρα ως Πνευματικού, τα εξής:

«Εξομολογώ κάποιο ανδρόγυνο από τη Θεσσαλονίκη. Έχουν τέτοια ακρίβεια, που τους θαύμασα. Πρόκειται πραγματικά για μια "κατ’ οίκον εκκλησία"». Έχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τα παιδιά στο σχολείο και ο άνδρας για τη δουλειά, η γυναίκα κάθεται μια-δυο ώρες και λέει την Ευχή. Κατόπιν σηκώνεται, αρχίζει τις δουλειές του σπιτιού και εν τω μεταξύ η Ευχή, σαν μηχανή, δουλεύει ασταμάτητα, πότε με το στόμα και πότε με το νου. Ο άνδρας, μόλις γυρίσει από τη δουλειά, αμέσως θ’ αλλάξει και θα πάει λίγη ώρα για προσευχή και μελέτη. Αυτή την τάξη συνήθισαν και τα παιδιά τους.

Μου έγραφε τις προάλλες η μάνα: «Τα παιδιά μας έμαθαν να λένε την Ευχή και στο σχολείο. Όταν γυρίζουν από το σχολείο, έχω τελειωμένες τις δουλειές και το φαγητό και κάθομαι ξανά στο προσευχητάρι.

Τα παιδιά με περιέργεια με ρωτούν:
- Τι κάνεις εκεί, μαμά;
-Προσεύχομαι στο Χριστούλη για να μας φυλάει.
-Μαμά, μπορούμε κι εμείς να προσευχόμαστε μαζί σου;
-Βεβαίως, παιδιά μου. Ο Χριστούλης σας αγαπά και θέλει να μιλάτε μαζί Του.

Έτσι λοιπόν κάναμε συνήθεια και το μεσημέρι προσευχόμαστε όλοι μαζί δεκαπέντε-είκοσι λεπτά και ύστερα τρώμε. Όταν το βράδυ γυρίσει και ο πατέρας τους, καθόμαστε όλοι μαζί. Άλλοτε διαβάζουμε μαζί βιβλία της Εκκλησίας, άλλοτε τους διηγούμαι ιστορίες.

Κάποτε μας τυχαίνει κανένας ξένος και μας χαλά λίγο τη σειρά. Ωστόσο, οι πιο πολλοί μας έμαθαν και είτε έρχονται για ν’ ακούσουν καμιά ωφέλιμη κουβέντα είτε πάνε σε άλλους φίλους τους, που ταιριάζουν στα φρονήματα. Κάποιες φορές κανονίζουμε και μικρές οικογενειακές αγρυπνίες.

Την Κυριακή όλοι οικογενειακώς θα εκκλησιασθούμε και θα κοινωνήσουμε. Με τη Χάρη του Κυρίου, και τα παιδιά μας προσαρμόσθηκαν και μας ακολουθούν χωρίς προβλήματα. Παρόλο που οι φίλοι τους στο σχολείο δε νηστεύουν, όμως ευτυχώς δεν παρασύρονται».

Τελειώνοντας, γράφει αυτή η χαριτωμένη γυναίκα: «Κατ’ αυτόν τον τρόπο κυλά η ζωή μας. Αν και έχουμε πολλούς πειρασμούς από το φθόνο του εχθρού, όμως αισθανόμαστε ότι στο σπίτι μας βασιλεύει ο Χριστός και είμαστε πολύ χαρούμενοι και
ευτυχισμένοι».

Και καταλήγει ο Αγιασμένος Γέροντας Χαράλαμπος: «Να, τέκνον, ένα παράδειγμα από μέσα στον κόσμο, για να εννοήσεις ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Δίνει τη χάρη Του παντού».

Πηγή: xristianos.gr
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Άγιο Όρος - Mount Athos”