
Η Κλεονίκη γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1967 - 30 Ιουνίου, εορτή των αγίων Αποστόλων.
Σε ηλικία 8 ετών έγιναν έκδηλα τα συμπτώματα της μυοπάθειας: λύγιζαν τα γόνατά της και έπεφτε κάτω εύκολα, είχε αστάθεια, κούτσαινε και πήγαινε τοίχο - τοίχο για να μην πέσει κάτω. Με πολύ κόπο πήγαινε σχολείο, ώσπου στην Στ' τάξη του Δημοτικού, αφού πήγε 2 μήνες -κι εκείνο στην αγκαλιά της μητέρας της- σταμάτησε την εκπαίδευση. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα, συνέχισε να μελετάει στο σπίτι. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο διάβασμα και πολύ καλή μνήμη.
Αρχικά είχε κινητικές δυσκολίες. Για να ανεβεί τα σκαλιά πίεζε τα γόνατά της και πατούσε στις μύτες των ποδιών. Αργότερα επιδεινώθηκε η κατάστασή της. Σαν παιδί που ήταν δεν έπαιζε παρά μόνον κρατούσε το σχοινάκι.
Από την ηλικία των 14 ετών σχεδόν, χρησιμοποιούσε το αναπηρικό καρότσι για 24 χρόνια μέχρι το θάνατό της.
Η μητέρα της την «συναρμολογούσε» κάθε μέρα, γιατί τα άκρα της ήταν πολύ χαλαρά, σα λυμένα.
Επειδή είχε μυϊκή αδυναμία και ατροφία, την έδενε με μία ζώνη από τη μέση της, γιατί αλλιώς έγερνε μπροστά και έπεφτε.
Όταν ήταν κλινήρης δεν μπορούσε ούτε να γυρίσει από το ένα πλευρό στο άλλο ούτε να αλλάξει θέση. Αν τύχαινε να πέσει το χέρι της κάτω, δεν μπορούσε να το ανεβάσει και σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν ήταν μόνη (και επειδή δεν ήταν απαιτητική για να φωνάζει συνέχεια τη μητέρα της για να την εξυπηρετήσει) έσκυβε και με τα δόντια τραβώντας το μανίκι της το ανέβαζε προς τα πάνω. Το πλέον δραματικό ήταν, που δεν μπορούσε ούτε ένα έντομο να διώξει από πάνω της, ούτε ένα μυρμήγκι από το ρούχο της. Κάποτε που είχε έντονο κνησμό στα δάκτυλα των ποδιών, για να βρει κάποια μικρή ανακούφιση, έβαζαν ένα κουβαδάκι με νερό στα πόδια της.
Η μητέρα της αφηγείται ωρισμένες περιπτώσεις με τις συνέπειες της παθήσεώς της:
«Ένα πρωινό, ακόμη δεν είχαμε καροτσάκι, θα ήταν περίπου 13 ετών, χρειάστηκε να λείψω. Την τακτοποίησα καθισμένη κι έβαλα διπλωμένο ένα παπλωματάκι στο πλάι της, να ξεκουράζει το χέρι της. Όταν έφυγα, αυτή πήρε με τα δόντια της και έφερε το παπλωματάκι, που ήταν από μεταξοβάμβακα, στα γόνατά της, για να ξεκουραστεί. Όμως, λύγισε το κεφάλι της κι έγειρε μπροστά και βούλιαξε μέσα στο αφράτο εκείνο παπλωματάκι. Θα πάθαινε ασφυξία και, αφού έστρεψε με πολύ κόπο το κεφάλι της δίπλα, φώναξε -βοήθεια! (ήταν λίγο ανοιχτή η μπαλκονόπορτα). Την άκουσαν από απέναντι, ήρθαν, μα εξώπορτα ήταν κλειστή. Πήγαν στο διπλανό διαμέρισμα και βρήκαν ένα παιδί, πέρασε τα κάγκελα, και τους άνοιξε την πόρτα και την βοήθησαν.
Όταν επέστρεψα, μας είπε ότι αισθάνθηκε δύο φορές, έτσι που ήταν με γερμένο κεφάλι, ένα απαλό αεράκι να τη δροσίζει!».
Και δεν παραπονέθηκε να πει που με άφησες τόση ώρα κ.τλ. Μια άλλη φορά πάλι, πήγε να γυρίσει στο πλάι, έπεσε κάτω από κρεβάτι της, δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το πάτωμα, όπως έπεσε εκεί έμεινε, μέχρι που γύρισε η μητέρα της και τη σήκωσε. Μια άλλη φορά η μητέρα της όταν γύρισε από μια δουλειά δεν είχε κλειδί και η Κλεονίκη σύρθηκε, σκαρφάλωσε μέχρι το πόμολο και άνοιξε την πόρτα.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/2012 ... _7707.html