Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗΝ
Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου
…..1.-. κεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους. Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου
…..1.-. κεῖνος πού χθές, μέσα στήν ἄπειρη συγκατάβασί Του, δέν ἐκαλοῦσε νά τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, λέγοντας στόν Πέτρο, ὅτι εἶναι στό χέρι μου νά παρατάξω τώρα ἀμέσως, περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων (Ματθ. κστ´ 53), σήμερα κατέρχεται μέ τόν θάνατό Του κατά τοῦ ἅδου καί τοῦ θανάτου, τοῦ τυράννου, ὅπως ταιριάζει σέ Θεό καί Κυρίαρχο, ἐπί κεφαλῆς τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί τῶν ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μέ δώδεκα μόνο λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων, Ἐξαπτερύγων, Πολυομμάτων, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα, ὡς Βασιλέα καί Κύριό τους, προπέμπουν, δορυφοροῦν καί τιμοῦν τόν Χριστό. Ὄχι, ὅτι συμμαχοῦν καί συμπολεμοῦν μαζί Του. Ὄχι, ποτέ! Γιατί ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Χριστός; Τόν συνοδεύουν γιατί χρωστοῦν πάντοτε καί ποθοῦν νά εἶναι κοντά στόν Θεό τους. Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου
Ὑπάρχουν τινές οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι οἱ μοναχοί ὀφείλουν νά ὑπηρετοῦν τόν κόσμον, ἵνα μή τρώγουν τόν ἄρτον δωρεάν. Πρέπει ὅμως νά ἐννοήσωμεν εἰς τί ἔγκειται ἡ ὑπηρεσία αὕτη καί τίνι τρόπῳ ὀφείλει ὁ μοναχός νά βοηθῇ τόν κόσμον.
Ὁ μοναχός εἶναι ἱκέτης ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου· θρηνεῖ διÕ ὅλον τόν κόσμον· καί εἰς τοῦτο ἔγκειται τό κύριον ἔργο αὐτοῦ.
Ποῖος ἆρά γε προτρέπει αὐτόν, ὅπως χέῃ δάκρυα διÕ ὅλον τόν κόσμον;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐμπνέει τόν μοναχόν. Αὐτός δίδει εἰς τόν μοναχόν τήν ἀγάπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἐκ τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἡ καρδία τοῦ μοναχοῦ εἶναι πάντοτε περίλυπος διά τόν λαόν, ἐπειδή δέν σῴζονται πάντες. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἦτο τοσοῦτον περίλυπος διά τόν λαόν, ὥστε παρέδωκεν Ἑαυτόν εἰς τόν διά σταυροῦ θάνατον. Καί ἡ Παναγία τήν αὐτήν λύπην διά τούς ἀνθρώπους ἔφερεν ἐν τῇ καρδίᾳ Αὐτῆς καί ὁμοίως πρός τόν Ἠγαπημένον Αὐτῆς Υἱόν îεἰς τέλοςï ἐπόθει τήν σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Τό αὐτό Ἅγιον Πνεῦμα ἔδωκεν ὁ Κύριος καί εἰς τούς Ἀποστόλους, καί εἰς τούς Ἁγίους ἡμῶν Πατέρας, καί εἰς τούς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ διακονία ἡμῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Καί διά τοῦτο οὔτε οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀπασχολῶνται εἰς κοσμικά προβλήματα, ἀλλά νά μιμῶνται τήν Θεομήτορα, Ἥτις ἐντός τοῦ Ναοῦ, εἰς τά îἍγια τῶν Ἁγίωνï, ἡμέρας καί νυκτός ἐμελέτα ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου καί ἔμενε πρεσβεύουσα ὑπέρ τοῦ λαοῦ.
Δέν εἶναι ἔργον τοῦ μοναχοῦ, ἵνα διακονῇ τόν κόσμον ἐκ τοῦ κόπου τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Τοῦτο εἶναι ἔργον τῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Οἱ ἐν τῷ κόσμῳ προσεύχονται ὀλίγον, ὁ δέ μοναχός διηνεκῶς. Χάρις εἰς τούς μοναχούς ἡ προσευχή ἐπί τῆς γῆς οὐδέποτε παύει. Καί ἐν τούτῳ ὠφελεῖται ὅλος ὁ κόσμος, διότι ὁ κόσμος ἵσταται διά τῆς προσευχῆς, ὅταν δέ ἐξασθενήσῃ ἡ προσευχή, τότε θά ἀπολεσθῇ ὁ κόσμος.
Καί τί δύναται νά παραγάγῃ ὁ μοναχός διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ; Θά κερδίσῃ ἀσήμαντόν τι ποσόν διά τήν ἐργασίαν ὅλης τῆς ἡμέρας. Τί εἶναι τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Μία σκέψις ὅμως εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν τελεῖ θαύματα. Βλέπομεν τοῦτο ἐκ τῆς Γραφῆς.
Ὁ προφήτης Μωϋσῆς προσηυχήθη νοερῶς, καί ὁ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτόν, îΜωϋσῆ, τί βοᾷς πρός Με;ï, καί ἔσῳσεν ὁ Κύριος τούς Ἰσραηλίτας ἐκ τοῦ ὀλέθρου (Ἔξ. ιδ¢ 15). Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐβοήθει τόν κόσμον διά τῆς προσευχῆς καί οὐχί διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος διά τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς ἐβοήθησε τόν Ρωσικόν λαόν νά ἀπελευθερωθῇ ἐκ τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ προσηυχήθη νοερῶς, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέβη ἐπί τοῦ Μοτοβίλωφ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τό κύριον ἔργον τῶν μοναχῶν.
Ἐάν ὅμως ὁ μοναχός εἶναι ἀμελής καί δέν ἔφθασεν εἰς ἀδιάλειπτον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ, τότε ἄς διακονῇ τούς προσκυνητάς καί ἄς ὑπηρετῇ τούς κοσμικούς ἐκ τῶν κόπων αὐτοῦ. Καί τοῦτο εἶναι εὐάρεστον εἰς τόν Θεόν, ἀλλά γνώριζε ὅτι αὐτό εἶναι μακράν τοῦ ἀληθινοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ μοναχός ὀφείλει νά παλαίῃ κατά τῶν παθῶν καί βοηθούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ νά νικᾷ ταῦτα. Ὁ μοναχός ἄλλοτε μέν ἀπολαύει μακαριότητος ἐν τῷ Θεῶ καί ζῇ ὡς ἐν τῷ παραδείσῳ, πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε δέ θρηνεῖ δι᾿ ὅλον τόν κόσμον, διότι ἐπιθυμεῖ ὅπως πάντες σωθοῦν.
Οὕτω τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει τόν μοναχόν νά ἀγαπᾷ τόν Θεόν, νά ἀγαπᾷ καί τόν κόσμον.
Θά εἴπῃς, ἴσως, ὅτι νῦν δέν ὑπάρχουν τοιοῦτοι μοναχοί, οἵτινες προσεύχονται διαπύρως ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐγώ ὅμως θά εἴπω εἰς σέ ὅτι, ὅταν ἐπί τῆς γῆς δέν θά ὑπάρχουν πλέον ἄνθρωποι πρεσβεύοντες ὑπέρ τοῦ κόσμου, τότε ὁ κόσμος θά παρέλθῃ, θά ἔλθουν αἱ μεγάλαι ὠδῖνες. Καί ἤδη ὑπάρχουν αἱ ἀρχαί αὐτῶν.
Ὁ κόσμος ἵσταται διά τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων. Καί ὁ μοναχός ἐκλήθη, ἵνα προσεύχηται ὑπέρ τοῦ κόσμου δι᾿ ὅλου τοῦ εἶναι αὐτοῦ. Εἰς τοῦτο ἔγκειται ἡ διακονία αὐτοῦ καί διά τοῦτο μή ἐπιβαρύνετε αὐτόν διά κοσμικῶν μεριμνῶν. Ὁ μοναχός ὀφείλει νά ζῇ ἐν συνεχεῖ ἐγκρατείᾳ. Ἐάν ὅμως εἶναι ἀπησχολημένος εἰς κοσμικάς φροντίδας, τότε ἀναγκάζεται νά τρώγῃ πλεῖον, καί ἐκ τούτου προκαλεῖται γενική ζημία, διότι ὁ τρώγων ὑπέρ τό δέον δέν δύναται πλέον νά προσεύχηται, ὡς ὤφειλεν. Ἡ χάρις ἀγαπᾷ νά ζῇ ἐν ἀπεξηραμμένῳ δι᾿ ἀσκήσεως σώματι.
Ὁ κόσμος νομίζει ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι ἀνωφελές γένος. Ἀλλ᾿ ἀδίκως σκέπτονται οὕτω. Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ μοναχός εἶναι εὐχέτης ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν βλέπουν τάς προσευχάς αὐτοῦ καί δέν γνωρίζουν ὁπόσον ἐλεημόνως δέχεται αὐτάς ὁ Κύριος. Οἱ μοναχοί διεξάγουν ἰσχυρόν πόλεμον κατά τῶν παθῶν καί διά τόν ἀγῶνα αὐτόν θά εἶναι μεγάλοι παρά τῷ Θεῷ.
Ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι ἀνάξιος νά ὀνομάζωμαι μοναχός. Ἔζησα ὑπέρ τά τεσσαράκοντα ἔτη ἐν τῇ Μονῇ καί αἰσθάνομαι ἐμαυτόν ὡς ἀρχάριον ὑποτακτικόν. Γνωρίζω ὅμως μοναχούς, οἵτινες εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Ὁ Κύριος εἶναι τοσοῦτον ἐγγύς ἡμῶν, ἐγγύτερον τοῦ ἀέρος, τόν ὁποῖον ἀναπνέομεν. Ὁ ἀήρ εἰσέρχεται εἰς τό σῶμα καί φθάνει μέχρι τῆς καρδίας, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος ζῇ ἐντός τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω... καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ Μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β´ Κορ. στ´ 16-18).
Ἰδού ἡ χαρά ἡμῶν: Ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν καί ἐν ἡμῖν.
Γνωρίζουν τοῦτο ἆρα γε πάντες; Δυστυχῶς, οὐχί πάντες, ἀλλά μόνον ἐκεῖνοι οἵτινες ἐταπεινώθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἀπέκοψαν τό ἴδιον αὐτῶν θέλημα, διότι ὁ Θεός «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται», ζῇ δέ μόνον ἐν τῇ ταπεινῇ καρδίᾳ. Ὁ Κύριος χαίρει, ὅταν ἐνθυμώμεθα τήν εὐσπλαγχνίαν Αὐτοῦ καί ἐξομοιούμεθα πρός Αὐτόν διά τῆς ταπεινώσεως.
Ὅπως ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας εἶχον τάς καρδίας καιομένας, ὅτε περιεπάτει μετ᾿ αὐτῶν ὁ Κύριος, οὕτω καί νῦν αἱ καρδίαι πολλῶν μοναχῶν καίουν ἐκ τῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριον καί αἱ ψυχαί αὐτῶν ἐν ταπεινώσει πνεύματος καί ἐν ἀγάπῃ ἐκολλήθησαν εἰς τόν Ἕνα Θεόν. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ, ὅστις ἔχει προσπάθειαν πρός χρήματα ἤ πράγματα ἤ γενικῶς πρός ὅ,τιδήποτε γήϊνον, δέν δύναται νά ἀγαπήσῃ τόν Θεόν, ὡς θά ἔπρεπε, διότι ὁ νοῦς αὐτοῦ διχάζεται καί πρός τόν Θεόν καί πρός τά πράγματα, ἐνῷ ὁ Κύριος εἶπεν ὅτι δέν δυνάμεθα νά δουλεύωμεν εἰς δύο κυρίους. Οὕτως ὁ νοῦς τῶν κοσμικῶν ἀπασχολεῖται εἰς τά γήϊνα, καί διά τοῦτο δέν δύνανται νά ἀγαποῦν τόν Θεόν, ὅπως ἀγαποῦν Αὐτόν οἱ μοναχοί.
Ἄν καί ὁ μοναχός καταγίνηται καί εἰς τά ἐπίγεια, ὅσον τοῦτο εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν ζωήν τοῦ σώματος, τό πνεῦμα ὅμως αὐτοῦ καίει ἐξ ἀγάπης πρός τόν Θεόν. Ἄν καί ἐργάζηται διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ, ἐν τούτοις διά τοῦ νοῦ μένει ἐν τῷ Θεῷ. Ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυττον τόν λόγον εἰς τόν λαόν, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή αὐτῶν ἦτο πλήρως ἐν τῷ Θεῷ —διότι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔζη ἐντός αὐτῶν καί ὡδήγει τόν νοῦν καί τήν καρδίαν αὐτῶν— ὁμοίως καί ὁ μοναχός, ἔστω καί ἄν ἐν σώματι κάθηται ἐντός τοῦ μικροῦ καί πτωχοῦ κελλίου αὐτοῦ, πνεύματι θεωρεῖ τό μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ. Ἐν παντί φυλάττει τήν συνείδησιν αὐτοῦ καθαράν, ὅπως μή θλίψῃ διά τινος τόν ἀδελφόν, μή λυπήσῃ τό ἐν αὐτῷ Ἅγιον Πνεῦμα διά τινος κακοῦ λογισμοῦ· ταπεινοῖ τήν ψυχήν αὐτοῦ, καί διά τῆς ταπεινώσεως ἐκδιώκει τούς ἐχθρούς ἀπ᾿ αὐτοῦ καί ἀπ᾿ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες ζητοῦν τάς προσευχάς αὐτοῦ.
Ὑπάρχουν μοναχοί, οἵτινες γνωρίζουν τόν Θεόν, γνωρίζουν καί τήν Θεοτόκον καί τούς Ἁγίους Ἀγγέλους καί τόν παράδεισον· συγχρόνως δέ οὗτοι γνωρίζουν καί τούς δαίμονας καί τά κολαστήρια τοῦ ᾅδου, καί γνωρίζουν ταῦτα ἐκ πείρας.
Πνεύματι Ἁγίῳ ἡ ψυχή γνωρίζει τόν Θεόν. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δίδει, κατά τό ἐφικτόν εἰς τόν ἄνθρωπον, ἵνα γνωρίσῃ οὗτος, ἔτι ἐντεῦθεν, τήν χαράν τοῦ παραδείσου, τήν ὁποίαν ἄνευ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά βαστάσῃ, καί ἀποθνῄσκει.
Ἐκ τῆς πολυετοῦς πείρας ὁ μοναχός διεξάγει τόν πόλεμον κατά τῶν ὑπερηφάνων ἐχθρῶν, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει καί σοφοῖ αὐτόν καί δίδει εἰς αὐτόν τήν δύναμιν νά νικήσῃ. Ὁ σοφός μοναχός διά τῆς ταπεινώσεως ἀποκρούει πᾶσαν ὑψηλοφροσύνην καί ὑπερηφανίαν. Λέγει:
«Εἶμαι ἀνάξιος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ παραδείσου. Ἐγώ εἶμαι ἄξιος τῶν βασάνων τοῦ ᾅδου καί αἰωνίως θά καίωμαι ἐν τῷ πυρί. Ἀληθῶς, εἶμαι χείριστος πάντων καί ἀνάξιος ἐλέους».
Τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει νά σκεπτώμεθα οὕτω περί ἑαυτῶν. Καί ὁ Κύριος χαίρει δι᾿ ἡμᾶς, ὅταν ταπεινοῦμεν καί καταδικάζωμεν ἑαυτούς, καί δίδει εἰς τήν ψυχήν χάριν.
Ὅστις ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, οὗτος ἐνίκησε τούς ἐχθρούς. Ὅστις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ θεωρεῖ ἑαυτόν ἄξιον τῆς αἰωνίου φλογός, εἰς αὐτόν οὐδείς ἐχθρός δύναται νά προσεγγίσῃ, καί τότε ἐν τῇ ψυχῇ δέν ὑπάρχει τόπος δι᾿ ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀλλ᾿ ὅλος ὁ νοῦς καί ὅλη ἡ καρδία μένουν σταθερῶς ἐν τῷ Θεῷ. Ὅστις δέ ἐγνώρισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί ἔμαθε παρ᾿ Αὐτοῦ τήν ταπείνωσιν, οὗτος ἐγένετο ὅμοιος πρός τόν διδάσκαλον αὐτοῦ Ἰησοῦν Χριστόν, τὀν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.
Πάντες ἡμεῖς, οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως οἱ μοναχοί, διεξάγομεν ἀγώνα κατά τοῦ ἐχθροῦ. Εὑρισκόμεθα ἐν πολέμῳ, καί ἡ μάχη ἡμῶν γίνεται καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καί ὥραν, καί ὅστις ἀγαπᾷ νά ἀποκόπτῃ τό θέλημα αὐτοῦ, μένει ἄτρωτος ἐκ τοῦ ἐχθροῦ. Ἵνα νικήσῃς δέ τελείως τόν ἐχθρόν, πρέπει νά μάθῃς τήν κατά Χριστόν ταπείνωσιν.
Ἀλλ᾿ ἄς μή ἀπογινώσκωμεν ἑαυτούς, διότι ὁ Κύριος εἶναι ἀπείρως ἐλεήμων καί ἀγαπᾷ ἡμᾶς.
Ὁ Θεός διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίδει εἰς τήν ψυχήν νά γνωρίσῃ ποία προσευχή προσιδιάζει εἰς ἀρχαρίους, ποία εἶναι μέση καί ποία τελεία. Ἀλλά καί τήν τελείαν προσευχήν ὁ Κύριος δέχεται, οὐχί διότι ἡ ψυχή εἶναι τελεία, ἀλλά διότι Οὗτος εἶναι ἐλεήμων καί θέλει, ὡς φιλόστοργος μήτηρ, νά παρηγορήσῃ τήν ψυχήν, ὥστε ἔτι μᾶλλον νά ζέῃ καί νά μή γνωρίζῃ ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νυκτός.
Ἡ καθαρά προσευχή χρῄζει ψυχικῆς εἰρήνης, ἡ δέ εἰρήνη ἐν τῇ ψυχῇ εἶναι ἀδύνατος χωρίς ὑπακοῆς καί ἐγκρατείας.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔθεσαν τήν ὑπακοήν ὑπέρ τήν νηστείαν καί τήν προσευχήν, διότι ἄνευ τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος δύναται νά νομίζῃ περί ἑαυτοῦ ὅτι εἶναι σπουδαῖος ἀσκητής καί εὐχέτης. Ὅστις δέ ἀπέκοψεν ἐν πᾶσι τό θέλημα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ γέροντος καί τοῦ πνευματικοῦ, οὗτος ἔχει νοῦν καθαρόν.
Ὁ ἀνυπήκοος μοναχός οὐδέποτε θά γνωρίσῃ τί ἐστιν ἡ καθαρά προσευχή. Ὁ ἀγέρωχος καί αὐθαίρετος, καί ἄν ἔτι ἔζῃ ἑκατόν χρόνους ἐν τῇ Μονῇ, οὐδέν πνευματικόν θά ἐμάνθανε, διότι διά τῆς ἀνυπακοῆς προσβάλλει τούς γέροντας καί ἐν τῷ προσώπῳ αὐτῶν τόν Θεόν.
Οὐαί εἰς τόν μοναχόν ἐκεῖνον ὅστις δέν ὑπακούει εἰς τούς γέροντας. Προτιμότερον νά ἔμενεν εἰς τόν κόσμον. Ἀλλά καί ἐν τῷ κόσμῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν εἰς τούς γονεῖς καί ἐκτιμοῦν τούς πρεσβυτέρους, ὑποτάσσονται εἰς τούς ἀνωτέρους καί εἰς τάς ἀρχάς.
Οὐαί εἰς ἡμᾶς. Ὁ Κύριος, ὁ Βασιλεύς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν καί ὑπετάσσετο εἰς τήν Μητέρα Αὐτοῦ καί τόν Ἅγιον Ἰωσήφ, ἡμεῖς δέ δέν θέλομεν νά ὑπακούωμεν εἰς τόν γέροντα, πνευματικόν πατέρα, τόν ὁποῖον ἀγαπᾷ ὁ Κύριος καί εἰς τόν ὁποῖον ἐνεπιστεύθη ἡμᾶς. Καί ἐάν ὁ γέρων εἶναι δυσκόλου χαρακτῆρος, ὅπερ εἶναι διά τόν ὑποτακτικόν μέγαλη δυστυχία, ὅμως καί τότε ὁ ὑποτακτικός ὀφείλει νά προσεύχηται ὑπέρ αὐτοῦ εἰς τόν Θεόν ἐν πνεύματι ταπεινώσεως, καί ὁ Κύριος ὁπωσδήποτε θά ἐλεήσῃ καί τόν ὑποτακτικόν καί τόν γέροντα αὐτοῦ
Μοναχοί τινες δυσφοροῦν καί εὑρίσκουν προφάσεις: ἤ ἡ ὑπακοή1 εἶναι δύσκολη, ἤ τό κελλίον εἶναι ἀκατάλληλον, ἤ ὁ Προεστώς (ὁ Γέρων)2 ἔχει βίαιον χαρακτῆρα. Ἀλλά δέν ἐννοοῦν οὗτοι ὅτι οὔτε τό κελλίον, οὔτε τό διακόνημα, οὔτε ὁ Γέρων, ἀποτελοῦν τήν πραγματικήν αἰτίαν τῆς δυσφορίας αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή αὐτῶν εἶναι ἄρρωστος. Εἰς τήν ὑπερήφανον ψυχήν οὐδέν ἀρέσκει, εἰς τόν ταπεινόν ἄνθρωπον ὅμως τά πάντα εἶναι ἀνεκτά.
Ἐάν ὁ Προεστώς εἶναι κακός, τότε εὔχου ὑπέρ αὐτοῦ καί θά ἔχῃς εἰρήνην ἐν τῇ καρδίᾳ. Ἐάν τό κελλίον εἶναι ἀκατάλληλον ἤ τό διακόνημα φορτικόν ἤ ἡ ἀσθένεια βαρεῖα, τότε λογίζου ἐν ἑαυτῷ, «ὁ Κύριος βλέπει καί γνωρίζει τήν κατάστασίν μου· οὗτως ηὐδόκησεν ὁ Θεός», καί θά μένῃς εἰρηνικός. Ἐάν ἡ ψυχή δέν παραδοθῇ εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὐδαμοῦ θά μένῃ εἰρηνική, καί ἐάν εἰσέτι πολύ νηστεύῃ καί προσεύχηται ἐκτενῶς. Ὅστις ἐνοχοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, διότι οὗτοι προσέβαλον αὐτόν, δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ψυχή αὐτοῦ εἶναι ἄρρωστος καί ὅτι αἱ προσβολαί δέν εἶναι ἡ ἀληθινή αἰτία τῶν παθημάτων αὐτοῦ. Ὅστις ἐκπληροῖ τό ἴδιον θέλημα, οὗτος οὐδόλως εἶναι σοφός· ὅστις ὅμως εἶναι ὑπήκοος, ἐκεῖνος ταχέως προοδεύει, διότι ἀγαπᾷ αὐτόν ὁ Κύριος. Ἐάν εἴς τινα ὑπάρχῃ ἔστω καί μικρά χάρις Ἁγίου Πνεύματος, οὗτος ἀγαπᾶ πᾶσαν ἐξουσίαν δοθεῖσαν ὑπό τοῦ Θεοῦ καί μετά χαρᾶς ὑποτάσσεται εἰς αὐτήν πρός δόξαν Θεοῦ. Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν τοῦτο εἶναι γνωστόν δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος, καί οἱ Πατέρες ἔγραψαν περί τούτου.
Εἶναι ἀδύνατον νά διατηρήσωμεν τήν ψυχικήν εἰρήνην, ἐάν δέν φυλάττωμεν τόν νοῦν. Ἐάν θέλῃ τις νά ἔχῃ ψυχικήν εἰρήνην, πρέπει νά εἶναι ἐγκρατής, διότι ἡ εἰρήνη φυγαδεύεται καί ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος ἡμῶν. Δέν πρέπει νά εἶσαι περίεργος· ἀπόφευγε νά ἀναγινώσκῃς ἐφημερίδας ἤ κοσμικά βιβλία, ἅτινα ἐρημοῦν τήν ψυχήν καί φέρουν ἀκηδίαν καί σύγχυσιν. Μή κατακρίνῃς τούς ἄλλους, διότι πολλάκις συμβαίνει οἱ ἄνθρωποι, μή γνωρίζοντές τινα, νά κατηγοροῦν αὐτόν, ἐνῷ οὗτος κατά τόν νοῦν εἶναι ὅμοιος πρός ἀγγέλους. Μή θελήσῃς νά γνωρίζῃς τάς ξένας ὑποθέσεις, ἀλλά μόνον τάς σεαυτοῦ. Φρόντιζε μόνον νά ἐμπιστεύησαι εἰς τούς γέροντας, καί τότε, ἕνεκα τῆς ὑπακοῆς, ὁ Κύριος θά σέ βοηθήσῃ διά τῆς χάριτος Αὐτοῦ.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κοινοβίῳ ἀπομακρύνεται κυρίως, διότι δέν ἐμάθομεν νά ἀγαπῶμεν τόν ἀδελφόν κατά τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου. Ἐάν ἀδελφός τις σέ προσβάλῃ καί σύ ἐκείνην τήν στιγμήν δεχθῇς ἐναντίον αὐτοῦ λογισμόν ὀργῆς ἤ κρίνῃς ἤ μισήσῃς αὐτόν, τότε θά αἰσθανθῇς ὅτι ἡ χάρις σέ ἐγκατέλειψε καί ἡ εἰρήνη ἀπωλέσθη. Διά τήν ψυχικήν εἰρήνην ὀφείλει νά μάθῃ ἡ ψυχή νά ἀγαπᾷ ἐκεῖνον, ὅστις προσέβαλεν αὐτήν, καί εὐθύς νά προσεύχηται ὑπέρ αὐτοῦ. Δέν δύναται ἡ ψυχή νά ἔχῃ εἰρήνην, ἐάν δέν ζητῇ παρά τοῦ Κυρίου ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεως τό χάρισμα νά ἀγαπᾷ πάντας τούς ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος εἶπεν: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν», καί ἡμεῖς, ἐάν δέν ἀγαπῶμεν τούς ἐχθρούς, δέν θά ἔχωμεν εἰρήνην ἐν τῇ ψυχῇ. Ἀπαραίτητον εἶναι νά ἀποκτήσωμεν ὑπακοήν, ταπείνωσιν καί ἀγάπην, ἄλλως πᾶσαι αἱ μεγάλαι ἀσκήσεις καί ἀγρυπνίαι ἡμῶν ἀποβαίνουν μάταιαι. Γέρων τις εἶδε τοιαύτην ὅρασιν: Ἄνθρωπός τις ἔχεεν ὕδωρ εἰς σκάφην τινά, ἥτις ἦτο διάτρητος εἰς τόν πυθμένα. Προσεπάθει ἐπί πολύ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό ὕδωρ συνεχῶς διέρρεε καί ἡ σκάφη παρέμενε κενή. Ὁμοίως καί ἡμεῖς ζῶμεν ἀσκητικῶς, ἀλλά παραλείπομεν ἀρετήν τινα καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἡ ψυχή μένει κενή.
Ὤ, ἀδελφοί, ἀθληταί Χριστοῦ, ἄς μή γινώμεθα ράθυμοι εἰς τήν ἄσκησιν καί τήν προσευχήν, ἀλλ᾿ ἄς μένωμεν ἀφωσιωμένοι εἰς τόν πνευματικόν ἀγῶνα δι᾿ ὅλου τοῦ βίου ἡμῶν. Ἐγνώρισα πολλούς μοναχούς, οἵτινες προσῆλθον εἰς τήν Μονήν μετά καιομένης ψυχῆς, ἀλλ᾿ ὕστερον ἐγκατέλειψαν τόν πρῶτον ζῆλον. Γνωρίζω καί ἄλλους, οἵτινες ἐφύλαξαν τήν πρώτην θέρμην μέχρι τέλους.
Ἵνα τηρήσωμεν τόν ζῆλον, πρέπει συνεχῶς νά ἐνθυμώμεθα τόν Κύριον καί νά σκεπτώμεθα: «Ἔφθασε τό τέλος μου καί ὀφείλω νά ἐμφανισθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρός κρίσιν». Καί ἐάν ἡ ψυχή διαμένῃ συνεχῶς ἑτοίμη πρός τό θάνατον, τότε παύει πλέον νά φοβῆται αὐτόν, ἀλλ᾿ ἔρχεται εἰς μετάνοιαν καί ταπεινήν προσευχήν, διά τῆς ὁποίας καθαίρεται ὁ νοῦς καί δέν θέλγεται πλέον ὑπό τοῦ κόσμου καί ἀρχίζει ἐν πνεύματι Χριστοῦ νά ἀγαπᾷ τούς πάντας καί νά χέῃ δάκρυα, προσευχόμενος ὑπέρ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως λάβῃς τοῦτο, γνώριζε ὅτι εἶναι δῶρον τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ ἄνθρωπος μόνος ἀφ᾿ ἑαυτοῦ εἶναι μηδέν, γῆ ἁμαρτωλός.
Εἶδον ἀνθρώπους, οἵτινες ἦσαν ἐνάρετοι, ὅτε προσῆλθον εἰς τήν Μονήν, ἀλλ᾿ ὕστερον ἐχαυνώθησαν. Εἶδον καί ἄλλους, οἵτινες ἦλθον διεφθαρμένοι, ὕστερον ὅμως ἐγένοντο ταπεινοί καί πρᾶοι, καί ἔχαιρεν ἡ ψυχή νά βλέπῃ αὐτούς.
Γνωρίζω μοναχόν τινα, ὅστις, ὅτε ἦτο νέος, παρέκαμπτε τά χωρία, ἵνα μή πέσῃ εἰς πειρασμόν, καί πρό ὀλίγου εἶπεν εἰς ἐμέ ὁ ἴδιος ὅτι ἐπί δύο ὥρας προσέβλεπε μετ᾿ ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας εἰς τόν κόσμον, τόν εὑρισκόμενον ἐπί τῆς γέφυρας πλοίου. Οὕτω δύναται νά ἀλλάξῃ ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ καί νά ἐπιστρέψῃ εἰς τά κοσμικά πάθη. Καί ὅμως οὗτος ἦτο δέκα ἑπτά ἐτῶν νέος, ὅτε ἦλθεν εἰς τήν Μονήν, ἔνθα ἔζησε μοναχός ἐπί τριάκοντα καί πέντε ἔτη. Ἐκ τούτου εἶναι φανερόν ὅτι πρέπει νά φοβώμεθα μή σβεσθῇ ἐντός ἡμῶν ἐκεῖνο τό πῦρ, ὅπερ ἐνέπνευσεν ἡμᾶς νά ἐγκαταλείψωμεν τόν κόσμον διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου.
Πολλοί μοναχοί γνωρίζουν τήν χάρην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι γλυκύ καί τοσοῦτον ἀγαπητόν εἰς τήν ψυχήν, ὥστε, καί ἄν ἴδῃ ὡραίαν κόρην ὁ μοναχός, μένει ἄτρωτος ἐκ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας.Ὅστις ὅμως ἔχει τήν χάριν μόνον ἐν τῇ ψυχῆ, ἐκεῖνος φοβεῖται εἰσέτι τήν ἁμαρτίαν, ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι ἕλκουν αὐτόν εἰσέτι τά πάθη καί ζῇ ἐντός αὐτοῦ ἡ ἁμαρτία.
Τινές ἔμαθον νά προσεύχωνται εὑρισκόμενοι ἐν τοῖς κινδύνοις τοῦ πολέμου, ὅπου φονεύουν μόνον τό σῶμα, ἡμεῖς ὅμως, οἱ μοναχοί, διεξάγομεν ἄλλον πόλεμον ἐντός ἡμῶν, ὅπου ὑπάρχει κίνδυνος νά ἀπολεσθῇ ἡ ψυχή. Διά τοῦτο ὀφείλομεν νά προσευχώμεθα μετά μεγαλυτέρας σπουδῆς καί θέρμης, ὥστε ἡ ψυχή ἡμῶν νά διαμένῃ πάντοτε μετά τοῦ Κυρίου. Ὀφείλομεν οὐχί μόνον νά καταφεύγωμεν εἰς Αὐτόν, ἀλλά καί συνεχῶς νά μένωμεν ἐν Αὐτῷ. Καθώς οἱ Ἄγγελοι πάντοτε διακονοῦν τόν Θεόν νοερῶς, οὕτω καί ὁ μοναχός πάντοτε ὀφείλει νά εὑρίσκεται νοερῶς ἐν τῷ Θεῷ καί νά μελετᾷ τόν νόμον Αὐτοῦ ἡμέρας καί νυκτός.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅμοιος πρός μέγαν, ὡραῖον κῆπον, ἐν τῷ ὁποίῳ ζῇ καί Αὐτός ὁ Κύριος καί πάντες οἱ Ἅγιοι Αὐτοῦ: Προφῆται, Ἀπόστολοι, Ἱεράρχαι, Μάρτυρες καί Ὅσιοι ταπεινοί ἀσκηταί. Καί ὅλοι ἐκεῖνοι συνήχθησαν θαυμαστῶς ὑπό τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ· καί ἡ ψυχή χαίρει δι᾿ αὐτήν τήν ἁγίαν, μεγάλην καί θαυμαστήν Σύναξιν.
Πολλοί ἐπιθυμοῦν νά γνωρίζουν καί νά βλέπουν τόν βασιλέα, ἄνθρωπον θνητόν· ἀλλά νά γνωρίζῃς τόν Κύριον, τόν Βασιλέα τῆς αἰωνίου δόξης, εἶναι πολυτιμότερον πάντων.
Ὤ, ἀδελφοί, μελετᾶτε ἔτι πλεῖον τό Εὐαγγέλιον, τάς ἐπιστολάς τῶν Ἀποστόλων καί τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διά τῆς μελέτης αὐτῆς ἡ ψυχή θά γνωρίσῃ τόν Θεόν, καί ὁ νοῦς τοσοῦτον ἁρπάζεται ὑπό τοῦ Κυρίου, ὥστε ὁ κόσμος «λησμονεῖται» ἐντελῶς, ὡς νά μή ἐγεννήθη αὕτη εἰς τόν κόσμον.
Ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό Εὐαγγέλιον καί θέλει ἵνα ἡμεῖς ἀκολουθῶμεν αὐτό. Ἀλλ᾿ ἐκτός τούτου ὁ Κύριος διδάσκει ἡμᾶς καί διά τῆς χάριτος Αὐτοῦ. Ἐν τούτοις οὐχί πάντες δύνανται νά ἐννοήσουν τοῦτο, εἰ μή μόνον σπάνιοι, οἵτινες ταπεινῶς ἀπεξεδύθησαν τό ἴδιον θέλημα. Ἡμεῖς δέ ὀφείλομεν νά ἐρωτῶμεν τούς ἁγίους πνευματικούς καί οὗτοι θά ὁδηγήσουν ἡμᾶς πρός τόν Χριστόν, διότι εἰς αὐτούς ἐδόθη ἡ χάρις τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν». Ὕπαγε εἰς τόν πνευματικόν μετά πίστεως καί θά λάβῃς τόν παράδεισον.
Εἶναι καλόν εἰς τόν μοναχόν νά εἶναι ὑπήκοος καί νά ἐξομολογῆται καθαρῶς, ὥστε νά γνωρίζῃ ὁ πνευματικός ὁποίας σκέψεις ἀγαπᾷ ἡ ψυχή αὐτοῦ. Ὁ τοιοῦτος μοναχός πάντοτε θά ἔχῃ εἰρήνην ἐν τῷ Θεῷ, καί ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ θά γεννῶνται θεῖοι λογισμοί, καί ὁ νοῦς αὐτοῦ θά φωτίζηται ὑπό τῆς χάριτος, ἡ δέ καρδία αὐτου θά εἶναι ἀναπεπαυμένη ἐν τῷ Θεῷ.
Ζῇ τοιοῦτος μοναχός ἐπί τῆς γῆς ἐν μέσῳ σκανδάλων καί παντοίων πειρασμῶν, ἀλλ᾿ οὐδέν φοβεῖται, διότι ἡ ψυχή αὐτοῦ ἐστερεώθη ἐν τῷ Θεῷ καί ἠγάπησεν Αὐτόν, καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ ὅλη εἶναι πῶς νά ταπεινώσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ, διότι ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τήν ταπεινήν ψυχήν καί ἡ ψυχή γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει Αὐτόν τόν Κύριον Διδάσκαλον αὐτῆς.
Καί ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν ὑπάρχουν πολλοί ἀσκηταί, οἵτινες εἶναι εὐάρεστοι εἰς τόν Θεόν, ἄν καί δέν θαυματουργοῦν φανερῶς.
Ἀλλ᾿ ἰδού τό θαῦμα, ὅπερ εἶναι δυνατόν νά ἴδωμεν ἐν τῇ ψυχῇ ἡμῶν. Ἐάν ἡ ψυχή σου ταπεινωθῇ, ὅπως πρέπει, τότε ὁ Ἐλεήμων Κύριος θά δώσῃ εἰς αὐτήν χαράν μεγάλην καί κατάνυξιν. Ἐάν ὅμως ἡ ψυχή σου κλίνῃ ὀλίγον εἰς τήν ὑπερηφάνιαν, ἐμπίπτει τότε εἰς ἀκηδίαν καί σκοτισμόν. Περί τούτου ὅμως γνωρίζουν μόνον ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐμμένουν εἰς τήν ἄσκησιν.
Ἐάν ἦλθες εἰς τήν Μονήν μετ᾿ ἀγάπης πρός τόν Κύριον, ἔστω καί οὐχί μεγάλης, καί λογίζησαι ὅτι ὁ Κύριος σέ ὁδήγησεν ἐνταῦθα καί Αὐτός κατευθύνει τούς γέροντάς σου, τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θά σκηνώσῃ ἐντός σου καί ὁ Κύριος θά δώσῃ εἰς σέ εἰρήνην καί διάκρισιν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ἡ ψυχή σου θά διώκῃ τό ἀγαθόν ἑκάστην ἡμέραν καί ὥραν, διότι ἐτέρφθη ἐν τῶ νόμῳ τοῦ Θεοῦ.
Ἐάν εἰσῆλθες εἰς τό Κοινόβιον, ἀνδρίζου καί ἄς μή ταράττηται ἡ ψυχή σου.
Ἐάν διακονῇς εἰς τόν ξενῶνα, ὁμοίαζε πρός τόν Ἀβραάμ, ὅστις ἠξιώθη νά φιλοξενήσῃ τούς τρεῖς θαυμαστούς Ὁδοιπόρους. Ταπεινῶς καί μετά χαρᾶς ὑπηρέτει πατέρας καί ἀδελφούς καί προσκυνητάς, καί θά λάβῃς Ἀβραμιαίαν ἀμοιβήν.
Ἐάν εἶσαι εἰς ἐργασίας μεταξύ ἀδελφῶν καί ὑπομένῃς τά τυχόν σκάνδαλα, τότε ὁμοίαζε πρός τούς διά Χριστόν σαλούς. Ἐκεῖνοι προσηύχοντο δι᾿ ὅσους ὕβριζον αὐτούς, καί ἕνεκα τούτου ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἔδωκεν εἰς αὐτούς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἦτο εὔκολον εἰς αὐτούς νά ζοῦν μετά τῶν ἀνθρώπων καί νά ὑποφέρουν παντοίας θλίψεις.
Ἐάν τελῇς διακόνημα τι, ἔστω καί ἄν διά τοῦ νοός διασκορπίζησαί ποτε, ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων πρός σέ. Ὁ δέ παρήκοος μόνος ἀποδιώκει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἐάν πάλιν ἡσυχάζῃς ἐντός κελλίου, τότε μιμοῦ τήν ἡσυχίαν Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου, ἵνα τό Ἅγιον Πνεῦμα κατευθύνῃ τό πλοῖον τῆς ψυχῆς σου.
Ἐάν τυχόν ἀποκάμῃς, ἐνθυμοῦ τούς ἐλεητικούς λόγους τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός Με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια´ 28). Τήν ἀνάπαυσιν αὐτήν λαμβάνει ἡ ψυχή ἐν Πνεύματι Ἁγίω διά τήν μετάνοιαν.
Ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τήν ψυχήν, ἥτις ἀναζητεῖ Αὐτόν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, διότι Αὐτός εἶπε: «Τούς Ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ Ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν» (Παρ. η´ 17). Καί ἡ χάρις αὕτη μετά δακρύων ἕλκει τήν ψυχήν εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ.
Σημειώσεις:
1 Εἰς τήν δεδομένην περίπτωσιν ὑπό τόν ὅρον «ὑπακοή» δηλοῦται ἡ ἐργασία ἤ τό διακόνημα τό ἀνατεθέν εἰς τόν μοναχόν.
2 Ἡ ὀνομασία «Γέρων» (Στάρετς) ἐν τῆ ρωσικῇ ἐκκλησιαστικῇ συνειδήσει κατ᾿ ἐξοχήν χρησιμοποιεῖται ἐν σχέσει πρός τούς ἀσκητάς, οἵτινες διῆλθον μακράν δοκιμήν, ἐγνώρισαν διά πείρας τήν πνευματικήν πάλην, ἀπέκτησαν διά πολλῶν ἀγώνων τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί εἶναι ἱκανοί διά τῆς προσευχῆς νά συλλάβουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ περί τοῦ ἀνθρώπου, τουτέστι κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον βαθμόν ἔλαβον τό χάρισμα τῆς διορατικότητος, καί ὡς ἐκ τούτου δύνανται νά χειραγωγοῦν πνευματικῶς τούς προστρέχοντας εἰς αὐτούς.
Ἐν τῷ Ἄθῳ ὁ ὅρος «Γέρων», ὡς τιμητική ὀνομασία, ἔλαβε καί ἄλλας, οὕτως εἰπεῖν, τοπικάς σημασίας. Ἐν τῶ Ρωσικῷ Κοινοβίῳ τῆς Σκήτης τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ὀνομάζουν Γέροντα τόν Ἡγούμενον. Εἰς τά «Κελλία» Γέροντα ἀποκαλοῦν τόν προεστῶτα τοῦ Κελλίου (μικροῦ οἰκήματος ἐξαρτωμένου ἔκ τινος Μονῆς). Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἤ τῆς Συνάξεως τῶν Γερόντων καλοῦνται «Γέροντες». Συχνάκις Γέροντα ὀνομάζουν ἐν γένει ἡλικιωμένον ἀσκητήν μοναχόν.
Ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος οἱ ὑποτασσόμενοι μοναχοί εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Γέροντα ἀποκαλοῦν τόν ὑπεύθυνον αὐτῶν, τουτέστι τόν γεροντότερον, τόν διευθύνοντα τό μοναστηριακόν διακόνημα ἤ τήν ἐργασίαν ἐκείνην εἰς τήν ὁποίαν ἐτάχθη ὁ μοναχός. Σύν τῷ χρόνῳ ἡ τιμητική αὕτη ὀνομασία ἐπεκράτησεν ἐν τῇ Μονῇ διά τούς ὑπευθύνους τῶν ἐργαστηρίων ἤ τῶν διακονημάτων.
Ὁ Γέρων Σιλουανός εἰς τήν δεδομένην περίπτωσιν ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν τήν τελευταίαν ταύτην, τοπικήν, μοναστηριακήν σημασίαν τοῦ ὅρου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866-1938)
Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου
Μετάφραση ἀπό τά Ρωσικά
Ἔκδ. Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Ἔσσεξ Ἀγγλίας.
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου
Ὑπάρχουν τινές οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι οἱ μοναχοί ὀφείλουν νά ὑπηρετοῦν τόν κόσμον, ἵνα μή τρώγουν τόν ἄρτον δωρεάν. Πρέπει ὅμως νά ἐννοήσωμεν εἰς τί ἔγκειται ἡ ὑπηρεσία αὕτη καί τίνι τρόπῳ ὀφείλει ὁ μοναχός νά βοηθῇ τόν κόσμον.
Ὁ μοναχός εἶναι ἱκέτης ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου· θρηνεῖ διÕ ὅλον τόν κόσμον· καί εἰς τοῦτο ἔγκειται τό κύριον ἔργο αὐτοῦ.
Ποῖος ἆρά γε προτρέπει αὐτόν, ὅπως χέῃ δάκρυα διÕ ὅλον τόν κόσμον;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐμπνέει τόν μοναχόν. Αὐτός δίδει εἰς τόν μοναχόν τήν ἀγάπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἐκ τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἡ καρδία τοῦ μοναχοῦ εἶναι πάντοτε περίλυπος διά τόν λαόν, ἐπειδή δέν σῴζονται πάντες. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἦτο τοσοῦτον περίλυπος διά τόν λαόν, ὥστε παρέδωκεν Ἑαυτόν εἰς τόν διά σταυροῦ θάνατον. Καί ἡ Παναγία τήν αὐτήν λύπην διά τούς ἀνθρώπους ἔφερεν ἐν τῇ καρδίᾳ Αὐτῆς καί ὁμοίως πρός τόν Ἠγαπημένον Αὐτῆς Υἱόν îεἰς τέλοςï ἐπόθει τήν σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Τό αὐτό Ἅγιον Πνεῦμα ἔδωκεν ὁ Κύριος καί εἰς τούς Ἀποστόλους, καί εἰς τούς Ἁγίους ἡμῶν Πατέρας, καί εἰς τούς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ διακονία ἡμῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Καί διά τοῦτο οὔτε οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀπασχολῶνται εἰς κοσμικά προβλήματα, ἀλλά νά μιμῶνται τήν Θεομήτορα, Ἥτις ἐντός τοῦ Ναοῦ, εἰς τά îἍγια τῶν Ἁγίωνï, ἡμέρας καί νυκτός ἐμελέτα ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου καί ἔμενε πρεσβεύουσα ὑπέρ τοῦ λαοῦ.
Δέν εἶναι ἔργον τοῦ μοναχοῦ, ἵνα διακονῇ τόν κόσμον ἐκ τοῦ κόπου τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Τοῦτο εἶναι ἔργον τῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Οἱ ἐν τῷ κόσμῳ προσεύχονται ὀλίγον, ὁ δέ μοναχός διηνεκῶς. Χάρις εἰς τούς μοναχούς ἡ προσευχή ἐπί τῆς γῆς οὐδέποτε παύει. Καί ἐν τούτῳ ὠφελεῖται ὅλος ὁ κόσμος, διότι ὁ κόσμος ἵσταται διά τῆς προσευχῆς, ὅταν δέ ἐξασθενήσῃ ἡ προσευχή, τότε θά ἀπολεσθῇ ὁ κόσμος.
Καί τί δύναται νά παραγάγῃ ὁ μοναχός διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ; Θά κερδίσῃ ἀσήμαντόν τι ποσόν διά τήν ἐργασίαν ὅλης τῆς ἡμέρας. Τί εἶναι τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Μία σκέψις ὅμως εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν τελεῖ θαύματα. Βλέπομεν τοῦτο ἐκ τῆς Γραφῆς.
Ὁ προφήτης Μωϋσῆς προσηυχήθη νοερῶς, καί ὁ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτόν, îΜωϋσῆ, τί βοᾷς πρός Με;ï, καί ἔσῳσεν ὁ Κύριος τούς Ἰσραηλίτας ἐκ τοῦ ὀλέθρου (Ἔξ. ιδ¢ 15). Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐβοήθει τόν κόσμον διά τῆς προσευχῆς καί οὐχί διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος διά τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς ἐβοήθησε τόν Ρωσικόν λαόν νά ἀπελευθερωθῇ ἐκ τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ προσηυχήθη νοερῶς, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέβη ἐπί τοῦ Μοτοβίλωφ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τό κύριον ἔργον τῶν μοναχῶν.
Ἐάν ὅμως ὁ μοναχός εἶναι ἀμελής καί δέν ἔφθασεν εἰς ἀδιάλειπτον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ, τότε ἄς διακονῇ τούς προσκυνητάς καί ἄς ὑπηρετῇ τούς κοσμικούς ἐκ τῶν κόπων αὐτοῦ. Καί τοῦτο εἶναι εὐάρεστον εἰς τόν Θεόν, ἀλλά γνώριζε ὅτι αὐτό εἶναι μακράν τοῦ ἀληθινοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ μοναχός ὀφείλει νά παλαίῃ κατά τῶν παθῶν καί βοηθούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ νά νικᾷ ταῦτα. Ὁ μοναχός ἄλλοτε μέν ἀπολαύει μακαριότητος ἐν τῷ Θεῶ καί ζῇ ὡς ἐν τῷ παραδείσῳ, πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε δέ θρηνεῖ δι᾿ ὅλον τόν κόσμον, διότι ἐπιθυμεῖ ὅπως πάντες σωθοῦν.
Οὕτω τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει τόν μοναχόν νά ἀγαπᾷ τόν Θεόν, νά ἀγαπᾷ καί τόν κόσμον.
Θά εἴπῃς, ἴσως, ὅτι νῦν δέν ὑπάρχουν τοιοῦτοι μοναχοί, οἵτινες προσεύχονται διαπύρως ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐγώ ὅμως θά εἴπω εἰς σέ ὅτι, ὅταν ἐπί τῆς γῆς δέν θά ὑπάρχουν πλέον ἄνθρωποι πρεσβεύοντες ὑπέρ τοῦ κόσμου, τότε ὁ κόσμος θά παρέλθῃ, θά ἔλθουν αἱ μεγάλαι ὠδῖνες. Καί ἤδη ὑπάρχουν αἱ ἀρχαί αὐτῶν.
Ὁ κόσμος ἵσταται διά τῶν προσευχῶν τῶν Ἁγίων. Καί ὁ μοναχός ἐκλήθη, ἵνα προσεύχηται ὑπέρ τοῦ κόσμου δι᾿ ὅλου τοῦ εἶναι αὐτοῦ. Εἰς τοῦτο ἔγκειται ἡ διακονία αὐτοῦ καί διά τοῦτο μή ἐπιβαρύνετε αὐτόν διά κοσμικῶν μεριμνῶν. Ὁ μοναχός ὀφείλει νά ζῇ ἐν συνεχεῖ ἐγκρατείᾳ. Ἐάν ὅμως εἶναι ἀπησχολημένος εἰς κοσμικάς φροντίδας, τότε ἀναγκάζεται νά τρώγῃ πλεῖον, καί ἐκ τούτου προκαλεῖται γενική ζημία, διότι ὁ τρώγων ὑπέρ τό δέον δέν δύναται πλέον νά προσεύχηται, ὡς ὤφειλεν. Ἡ χάρις ἀγαπᾷ νά ζῇ ἐν ἀπεξηραμμένῳ δι᾿ ἀσκήσεως σώματι.
Ὁ κόσμος νομίζει ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι ἀνωφελές γένος. Ἀλλ᾿ ἀδίκως σκέπτονται οὕτω. Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ μοναχός εἶναι εὐχέτης ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν βλέπουν τάς προσευχάς αὐτοῦ καί δέν γνωρίζουν ὁπόσον ἐλεημόνως δέχεται αὐτάς ὁ Κύριος. Οἱ μοναχοί διεξάγουν ἰσχυρόν πόλεμον κατά τῶν παθῶν καί διά τόν ἀγῶνα αὐτόν θά εἶναι μεγάλοι παρά τῷ Θεῷ.
Ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι ἀνάξιος νά ὀνομάζωμαι μοναχός. Ἔζησα ὑπέρ τά τεσσαράκοντα ἔτη ἐν τῇ Μονῇ καί αἰσθάνομαι ἐμαυτόν ὡς ἀρχάριον ὑποτακτικόν. Γνωρίζω ὅμως μοναχούς, οἵτινες εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Ὁ Κύριος εἶναι τοσοῦτον ἐγγύς ἡμῶν, ἐγγύτερον τοῦ ἀέρος, τόν ὁποῖον ἀναπνέομεν. Ὁ ἀήρ εἰσέρχεται εἰς τό σῶμα καί φθάνει μέχρι τῆς καρδίας, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος ζῇ ἐντός τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου: «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω... καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ Μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β´ Κορ. στ´ 16-18).
Ἰδού ἡ χαρά ἡμῶν: Ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν καί ἐν ἡμῖν.
Γνωρίζουν τοῦτο ἆρα γε πάντες; Δυστυχῶς, οὐχί πάντες, ἀλλά μόνον ἐκεῖνοι οἵτινες ἐταπεινώθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἀπέκοψαν τό ἴδιον αὐτῶν θέλημα, διότι ὁ Θεός «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται», ζῇ δέ μόνον ἐν τῇ ταπεινῇ καρδίᾳ. Ὁ Κύριος χαίρει, ὅταν ἐνθυμώμεθα τήν εὐσπλαγχνίαν Αὐτοῦ καί ἐξομοιούμεθα πρός Αὐτόν διά τῆς ταπεινώσεως.
Ὅπως ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας εἶχον τάς καρδίας καιομένας, ὅτε περιεπάτει μετ᾿ αὐτῶν ὁ Κύριος, οὕτω καί νῦν αἱ καρδίαι πολλῶν μοναχῶν καίουν ἐκ τῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριον καί αἱ ψυχαί αὐτῶν ἐν ταπεινώσει πνεύματος καί ἐν ἀγάπῃ ἐκολλήθησαν εἰς τόν Ἕνα Θεόν. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ, ὅστις ἔχει προσπάθειαν πρός χρήματα ἤ πράγματα ἤ γενικῶς πρός ὅ,τιδήποτε γήϊνον, δέν δύναται νά ἀγαπήσῃ τόν Θεόν, ὡς θά ἔπρεπε, διότι ὁ νοῦς αὐτοῦ διχάζεται καί πρός τόν Θεόν καί πρός τά πράγματα, ἐνῷ ὁ Κύριος εἶπεν ὅτι δέν δυνάμεθα νά δουλεύωμεν εἰς δύο κυρίους. Οὕτως ὁ νοῦς τῶν κοσμικῶν ἀπασχολεῖται εἰς τά γήϊνα, καί διά τοῦτο δέν δύνανται νά ἀγαποῦν τόν Θεόν, ὅπως ἀγαποῦν Αὐτόν οἱ μοναχοί.
Ἄν καί ὁ μοναχός καταγίνηται καί εἰς τά ἐπίγεια, ὅσον τοῦτο εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν ζωήν τοῦ σώματος, τό πνεῦμα ὅμως αὐτοῦ καίει ἐξ ἀγάπης πρός τόν Θεόν. Ἄν καί ἐργάζηται διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ, ἐν τούτοις διά τοῦ νοῦ μένει ἐν τῷ Θεῷ. Ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυττον τόν λόγον εἰς τόν λαόν, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή αὐτῶν ἦτο πλήρως ἐν τῷ Θεῷ —διότι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔζη ἐντός αὐτῶν καί ὡδήγει τόν νοῦν καί τήν καρδίαν αὐτῶν— ὁμοίως καί ὁ μοναχός, ἔστω καί ἄν ἐν σώματι κάθηται ἐντός τοῦ μικροῦ καί πτωχοῦ κελλίου αὐτοῦ, πνεύματι θεωρεῖ τό μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ. Ἐν παντί φυλάττει τήν συνείδησιν αὐτοῦ καθαράν, ὅπως μή θλίψῃ διά τινος τόν ἀδελφόν, μή λυπήσῃ τό ἐν αὐτῷ Ἅγιον Πνεῦμα διά τινος κακοῦ λογισμοῦ· ταπεινοῖ τήν ψυχήν αὐτοῦ, καί διά τῆς ταπεινώσεως ἐκδιώκει τούς ἐχθρούς ἀπ᾿ αὐτοῦ καί ἀπ᾿ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες ζητοῦν τάς προσευχάς αὐτοῦ.
Ὑπάρχουν μοναχοί, οἵτινες γνωρίζουν τόν Θεόν, γνωρίζουν καί τήν Θεοτόκον καί τούς Ἁγίους Ἀγγέλους καί τόν παράδεισον· συγχρόνως δέ οὗτοι γνωρίζουν καί τούς δαίμονας καί τά κολαστήρια τοῦ ᾅδου, καί γνωρίζουν ταῦτα ἐκ πείρας.
Πνεύματι Ἁγίῳ ἡ ψυχή γνωρίζει τόν Θεόν. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δίδει, κατά τό ἐφικτόν εἰς τόν ἄνθρωπον, ἵνα γνωρίσῃ οὗτος, ἔτι ἐντεῦθεν, τήν χαράν τοῦ παραδείσου, τήν ὁποίαν ἄνευ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά βαστάσῃ, καί ἀποθνῄσκει.
Ἐκ τῆς πολυετοῦς πείρας ὁ μοναχός διεξάγει τόν πόλεμον κατά τῶν ὑπερηφάνων ἐχθρῶν, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει καί σοφοῖ αὐτόν καί δίδει εἰς αὐτόν τήν δύναμιν νά νικήσῃ. Ὁ σοφός μοναχός διά τῆς ταπεινώσεως ἀποκρούει πᾶσαν ὑψηλοφροσύνην καί ὑπερηφανίαν. Λέγει:
«Εἶμαι ἀνάξιος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ παραδείσου. Ἐγώ εἶμαι ἄξιος τῶν βασάνων τοῦ ᾅδου καί αἰωνίως θά καίωμαι ἐν τῷ πυρί. Ἀληθῶς, εἶμαι χείριστος πάντων καί ἀνάξιος ἐλέους».
Τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει νά σκεπτώμεθα οὕτω περί ἑαυτῶν. Καί ὁ Κύριος χαίρει δι᾿ ἡμᾶς, ὅταν ταπεινοῦμεν καί καταδικάζωμεν ἑαυτούς, καί δίδει εἰς τήν ψυχήν χάριν.
Ὅστις ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, οὗτος ἐνίκησε τούς ἐχθρούς. Ὅστις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ θεωρεῖ ἑαυτόν ἄξιον τῆς αἰωνίου φλογός, εἰς αὐτόν οὐδείς ἐχθρός δύναται νά προσεγγίσῃ, καί τότε ἐν τῇ ψυχῇ δέν ὑπάρχει τόπος δι᾿ ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀλλ᾿ ὅλος ὁ νοῦς καί ὅλη ἡ καρδία μένουν σταθερῶς ἐν τῷ Θεῷ. Ὅστις δέ ἐγνώρισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί ἔμαθε παρ᾿ Αὐτοῦ τήν ταπείνωσιν, οὗτος ἐγένετο ὅμοιος πρός τόν διδάσκαλον αὐτοῦ Ἰησοῦν Χριστόν, τὀν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.
Πάντες ἡμεῖς, οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως οἱ μοναχοί, διεξάγομεν ἀγώνα κατά τοῦ ἐχθροῦ. Εὑρισκόμεθα ἐν πολέμῳ, καί ἡ μάχη ἡμῶν γίνεται καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καί ὥραν, καί ὅστις ἀγαπᾷ νά ἀποκόπτῃ τό θέλημα αὐτοῦ, μένει ἄτρωτος ἐκ τοῦ ἐχθροῦ. Ἵνα νικήσῃς δέ τελείως τόν ἐχθρόν, πρέπει νά μάθῃς τήν κατά Χριστόν ταπείνωσιν.
Ἀλλ᾿ ἄς μή ἀπογινώσκωμεν ἑαυτούς, διότι ὁ Κύριος εἶναι ἀπείρως ἐλεήμων καί ἀγαπᾷ ἡμᾶς.
Ὁ Θεός διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίδει εἰς τήν ψυχήν νά γνωρίσῃ ποία προσευχή προσιδιάζει εἰς ἀρχαρίους, ποία εἶναι μέση καί ποία τελεία. Ἀλλά καί τήν τελείαν προσευχήν ὁ Κύριος δέχεται, οὐχί διότι ἡ ψυχή εἶναι τελεία, ἀλλά διότι Οὗτος εἶναι ἐλεήμων καί θέλει, ὡς φιλόστοργος μήτηρ, νά παρηγορήσῃ τήν ψυχήν, ὥστε ἔτι μᾶλλον νά ζέῃ καί νά μή γνωρίζῃ ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νυκτός.
Ἡ καθαρά προσευχή χρῄζει ψυχικῆς εἰρήνης, ἡ δέ εἰρήνη ἐν τῇ ψυχῇ εἶναι ἀδύνατος χωρίς ὑπακοῆς καί ἐγκρατείας.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔθεσαν τήν ὑπακοήν ὑπέρ τήν νηστείαν καί τήν προσευχήν, διότι ἄνευ τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος δύναται νά νομίζῃ περί ἑαυτοῦ ὅτι εἶναι σπουδαῖος ἀσκητής καί εὐχέτης. Ὅστις δέ ἀπέκοψεν ἐν πᾶσι τό θέλημα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ γέροντος καί τοῦ πνευματικοῦ, οὗτος ἔχει νοῦν καθαρόν.
Ὁ ἀνυπήκοος μοναχός οὐδέποτε θά γνωρίσῃ τί ἐστιν ἡ καθαρά προσευχή. Ὁ ἀγέρωχος καί αὐθαίρετος, καί ἄν ἔτι ἔζῃ ἑκατόν χρόνους ἐν τῇ Μονῇ, οὐδέν πνευματικόν θά ἐμάνθανε, διότι διά τῆς ἀνυπακοῆς προσβάλλει τούς γέροντας καί ἐν τῷ προσώπῳ αὐτῶν τόν Θεόν.
Οὐαί εἰς τόν μοναχόν ἐκεῖνον ὅστις δέν ὑπακούει εἰς τούς γέροντας. Προτιμότερον νά ἔμενεν εἰς τόν κόσμον. Ἀλλά καί ἐν τῷ κόσμῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν εἰς τούς γονεῖς καί ἐκτιμοῦν τούς πρεσβυτέρους, ὑποτάσσονται εἰς τούς ἀνωτέρους καί εἰς τάς ἀρχάς.
Οὐαί εἰς ἡμᾶς. Ὁ Κύριος, ὁ Βασιλεύς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν καί ὑπετάσσετο εἰς τήν Μητέρα Αὐτοῦ καί τόν Ἅγιον Ἰωσήφ, ἡμεῖς δέ δέν θέλομεν νά ὑπακούωμεν εἰς τόν γέροντα, πνευματικόν πατέρα, τόν ὁποῖον ἀγαπᾷ ὁ Κύριος καί εἰς τόν ὁποῖον ἐνεπιστεύθη ἡμᾶς. Καί ἐάν ὁ γέρων εἶναι δυσκόλου χαρακτῆρος, ὅπερ εἶναι διά τόν ὑποτακτικόν μέγαλη δυστυχία, ὅμως καί τότε ὁ ὑποτακτικός ὀφείλει νά προσεύχηται ὑπέρ αὐτοῦ εἰς τόν Θεόν ἐν πνεύματι ταπεινώσεως, καί ὁ Κύριος ὁπωσδήποτε θά ἐλεήσῃ καί τόν ὑποτακτικόν καί τόν γέροντα αὐτοῦ
Μοναχοί τινες δυσφοροῦν καί εὑρίσκουν προφάσεις: ἤ ἡ ὑπακοή1 εἶναι δύσκολη, ἤ τό κελλίον εἶναι ἀκατάλληλον, ἤ ὁ Προεστώς (ὁ Γέρων)2 ἔχει βίαιον χαρακτῆρα. Ἀλλά δέν ἐννοοῦν οὗτοι ὅτι οὔτε τό κελλίον, οὔτε τό διακόνημα, οὔτε ὁ Γέρων, ἀποτελοῦν τήν πραγματικήν αἰτίαν τῆς δυσφορίας αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή αὐτῶν εἶναι ἄρρωστος. Εἰς τήν ὑπερήφανον ψυχήν οὐδέν ἀρέσκει, εἰς τόν ταπεινόν ἄνθρωπον ὅμως τά πάντα εἶναι ἀνεκτά.
Ἐάν ὁ Προεστώς εἶναι κακός, τότε εὔχου ὑπέρ αὐτοῦ καί θά ἔχῃς εἰρήνην ἐν τῇ καρδίᾳ. Ἐάν τό κελλίον εἶναι ἀκατάλληλον ἤ τό διακόνημα φορτικόν ἤ ἡ ἀσθένεια βαρεῖα, τότε λογίζου ἐν ἑαυτῷ, «ὁ Κύριος βλέπει καί γνωρίζει τήν κατάστασίν μου· οὗτως ηὐδόκησεν ὁ Θεός», καί θά μένῃς εἰρηνικός. Ἐάν ἡ ψυχή δέν παραδοθῇ εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὐδαμοῦ θά μένῃ εἰρηνική, καί ἐάν εἰσέτι πολύ νηστεύῃ καί προσεύχηται ἐκτενῶς. Ὅστις ἐνοχοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, διότι οὗτοι προσέβαλον αὐτόν, δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ψυχή αὐτοῦ εἶναι ἄρρωστος καί ὅτι αἱ προσβολαί δέν εἶναι ἡ ἀληθινή αἰτία τῶν παθημάτων αὐτοῦ. Ὅστις ἐκπληροῖ τό ἴδιον θέλημα, οὗτος οὐδόλως εἶναι σοφός· ὅστις ὅμως εἶναι ὑπήκοος, ἐκεῖνος ταχέως προοδεύει, διότι ἀγαπᾷ αὐτόν ὁ Κύριος. Ἐάν εἴς τινα ὑπάρχῃ ἔστω καί μικρά χάρις Ἁγίου Πνεύματος, οὗτος ἀγαπᾶ πᾶσαν ἐξουσίαν δοθεῖσαν ὑπό τοῦ Θεοῦ καί μετά χαρᾶς ὑποτάσσεται εἰς αὐτήν πρός δόξαν Θεοῦ. Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν τοῦτο εἶναι γνωστόν δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος, καί οἱ Πατέρες ἔγραψαν περί τούτου.
Εἶναι ἀδύνατον νά διατηρήσωμεν τήν ψυχικήν εἰρήνην, ἐάν δέν φυλάττωμεν τόν νοῦν. Ἐάν θέλῃ τις νά ἔχῃ ψυχικήν εἰρήνην, πρέπει νά εἶναι ἐγκρατής, διότι ἡ εἰρήνη φυγαδεύεται καί ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος ἡμῶν. Δέν πρέπει νά εἶσαι περίεργος· ἀπόφευγε νά ἀναγινώσκῃς ἐφημερίδας ἤ κοσμικά βιβλία, ἅτινα ἐρημοῦν τήν ψυχήν καί φέρουν ἀκηδίαν καί σύγχυσιν. Μή κατακρίνῃς τούς ἄλλους, διότι πολλάκις συμβαίνει οἱ ἄνθρωποι, μή γνωρίζοντές τινα, νά κατηγοροῦν αὐτόν, ἐνῷ οὗτος κατά τόν νοῦν εἶναι ὅμοιος πρός ἀγγέλους. Μή θελήσῃς νά γνωρίζῃς τάς ξένας ὑποθέσεις, ἀλλά μόνον τάς σεαυτοῦ. Φρόντιζε μόνον νά ἐμπιστεύησαι εἰς τούς γέροντας, καί τότε, ἕνεκα τῆς ὑπακοῆς, ὁ Κύριος θά σέ βοηθήσῃ διά τῆς χάριτος Αὐτοῦ.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κοινοβίῳ ἀπομακρύνεται κυρίως, διότι δέν ἐμάθομεν νά ἀγαπῶμεν τόν ἀδελφόν κατά τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου. Ἐάν ἀδελφός τις σέ προσβάλῃ καί σύ ἐκείνην τήν στιγμήν δεχθῇς ἐναντίον αὐτοῦ λογισμόν ὀργῆς ἤ κρίνῃς ἤ μισήσῃς αὐτόν, τότε θά αἰσθανθῇς ὅτι ἡ χάρις σέ ἐγκατέλειψε καί ἡ εἰρήνη ἀπωλέσθη. Διά τήν ψυχικήν εἰρήνην ὀφείλει νά μάθῃ ἡ ψυχή νά ἀγαπᾷ ἐκεῖνον, ὅστις προσέβαλεν αὐτήν, καί εὐθύς νά προσεύχηται ὑπέρ αὐτοῦ. Δέν δύναται ἡ ψυχή νά ἔχῃ εἰρήνην, ἐάν δέν ζητῇ παρά τοῦ Κυρίου ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεως τό χάρισμα νά ἀγαπᾷ πάντας τούς ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος εἶπεν: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν», καί ἡμεῖς, ἐάν δέν ἀγαπῶμεν τούς ἐχθρούς, δέν θά ἔχωμεν εἰρήνην ἐν τῇ ψυχῇ. Ἀπαραίτητον εἶναι νά ἀποκτήσωμεν ὑπακοήν, ταπείνωσιν καί ἀγάπην, ἄλλως πᾶσαι αἱ μεγάλαι ἀσκήσεις καί ἀγρυπνίαι ἡμῶν ἀποβαίνουν μάταιαι. Γέρων τις εἶδε τοιαύτην ὅρασιν: Ἄνθρωπός τις ἔχεεν ὕδωρ εἰς σκάφην τινά, ἥτις ἦτο διάτρητος εἰς τόν πυθμένα. Προσεπάθει ἐπί πολύ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό ὕδωρ συνεχῶς διέρρεε καί ἡ σκάφη παρέμενε κενή. Ὁμοίως καί ἡμεῖς ζῶμεν ἀσκητικῶς, ἀλλά παραλείπομεν ἀρετήν τινα καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἡ ψυχή μένει κενή.
Ὤ, ἀδελφοί, ἀθληταί Χριστοῦ, ἄς μή γινώμεθα ράθυμοι εἰς τήν ἄσκησιν καί τήν προσευχήν, ἀλλ᾿ ἄς μένωμεν ἀφωσιωμένοι εἰς τόν πνευματικόν ἀγῶνα δι᾿ ὅλου τοῦ βίου ἡμῶν. Ἐγνώρισα πολλούς μοναχούς, οἵτινες προσῆλθον εἰς τήν Μονήν μετά καιομένης ψυχῆς, ἀλλ᾿ ὕστερον ἐγκατέλειψαν τόν πρῶτον ζῆλον. Γνωρίζω καί ἄλλους, οἵτινες ἐφύλαξαν τήν πρώτην θέρμην μέχρι τέλους.
Ἵνα τηρήσωμεν τόν ζῆλον, πρέπει συνεχῶς νά ἐνθυμώμεθα τόν Κύριον καί νά σκεπτώμεθα: «Ἔφθασε τό τέλος μου καί ὀφείλω νά ἐμφανισθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρός κρίσιν». Καί ἐάν ἡ ψυχή διαμένῃ συνεχῶς ἑτοίμη πρός τό θάνατον, τότε παύει πλέον νά φοβῆται αὐτόν, ἀλλ᾿ ἔρχεται εἰς μετάνοιαν καί ταπεινήν προσευχήν, διά τῆς ὁποίας καθαίρεται ὁ νοῦς καί δέν θέλγεται πλέον ὑπό τοῦ κόσμου καί ἀρχίζει ἐν πνεύματι Χριστοῦ νά ἀγαπᾷ τούς πάντας καί νά χέῃ δάκρυα, προσευχόμενος ὑπέρ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως λάβῃς τοῦτο, γνώριζε ὅτι εἶναι δῶρον τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ ἄνθρωπος μόνος ἀφ᾿ ἑαυτοῦ εἶναι μηδέν, γῆ ἁμαρτωλός.
Εἶδον ἀνθρώπους, οἵτινες ἦσαν ἐνάρετοι, ὅτε προσῆλθον εἰς τήν Μονήν, ἀλλ᾿ ὕστερον ἐχαυνώθησαν. Εἶδον καί ἄλλους, οἵτινες ἦλθον διεφθαρμένοι, ὕστερον ὅμως ἐγένοντο ταπεινοί καί πρᾶοι, καί ἔχαιρεν ἡ ψυχή νά βλέπῃ αὐτούς.
Γνωρίζω μοναχόν τινα, ὅστις, ὅτε ἦτο νέος, παρέκαμπτε τά χωρία, ἵνα μή πέσῃ εἰς πειρασμόν, καί πρό ὀλίγου εἶπεν εἰς ἐμέ ὁ ἴδιος ὅτι ἐπί δύο ὥρας προσέβλεπε μετ᾿ ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας εἰς τόν κόσμον, τόν εὑρισκόμενον ἐπί τῆς γέφυρας πλοίου. Οὕτω δύναται νά ἀλλάξῃ ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ καί νά ἐπιστρέψῃ εἰς τά κοσμικά πάθη. Καί ὅμως οὗτος ἦτο δέκα ἑπτά ἐτῶν νέος, ὅτε ἦλθεν εἰς τήν Μονήν, ἔνθα ἔζησε μοναχός ἐπί τριάκοντα καί πέντε ἔτη. Ἐκ τούτου εἶναι φανερόν ὅτι πρέπει νά φοβώμεθα μή σβεσθῇ ἐντός ἡμῶν ἐκεῖνο τό πῦρ, ὅπερ ἐνέπνευσεν ἡμᾶς νά ἐγκαταλείψωμεν τόν κόσμον διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου.
Πολλοί μοναχοί γνωρίζουν τήν χάρην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι γλυκύ καί τοσοῦτον ἀγαπητόν εἰς τήν ψυχήν, ὥστε, καί ἄν ἴδῃ ὡραίαν κόρην ὁ μοναχός, μένει ἄτρωτος ἐκ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας.Ὅστις ὅμως ἔχει τήν χάριν μόνον ἐν τῇ ψυχῆ, ἐκεῖνος φοβεῖται εἰσέτι τήν ἁμαρτίαν, ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι ἕλκουν αὐτόν εἰσέτι τά πάθη καί ζῇ ἐντός αὐτοῦ ἡ ἁμαρτία.
Τινές ἔμαθον νά προσεύχωνται εὑρισκόμενοι ἐν τοῖς κινδύνοις τοῦ πολέμου, ὅπου φονεύουν μόνον τό σῶμα, ἡμεῖς ὅμως, οἱ μοναχοί, διεξάγομεν ἄλλον πόλεμον ἐντός ἡμῶν, ὅπου ὑπάρχει κίνδυνος νά ἀπολεσθῇ ἡ ψυχή. Διά τοῦτο ὀφείλομεν νά προσευχώμεθα μετά μεγαλυτέρας σπουδῆς καί θέρμης, ὥστε ἡ ψυχή ἡμῶν νά διαμένῃ πάντοτε μετά τοῦ Κυρίου. Ὀφείλομεν οὐχί μόνον νά καταφεύγωμεν εἰς Αὐτόν, ἀλλά καί συνεχῶς νά μένωμεν ἐν Αὐτῷ. Καθώς οἱ Ἄγγελοι πάντοτε διακονοῦν τόν Θεόν νοερῶς, οὕτω καί ὁ μοναχός πάντοτε ὀφείλει νά εὑρίσκεται νοερῶς ἐν τῷ Θεῷ καί νά μελετᾷ τόν νόμον Αὐτοῦ ἡμέρας καί νυκτός.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅμοιος πρός μέγαν, ὡραῖον κῆπον, ἐν τῷ ὁποίῳ ζῇ καί Αὐτός ὁ Κύριος καί πάντες οἱ Ἅγιοι Αὐτοῦ: Προφῆται, Ἀπόστολοι, Ἱεράρχαι, Μάρτυρες καί Ὅσιοι ταπεινοί ἀσκηταί. Καί ὅλοι ἐκεῖνοι συνήχθησαν θαυμαστῶς ὑπό τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ· καί ἡ ψυχή χαίρει δι᾿ αὐτήν τήν ἁγίαν, μεγάλην καί θαυμαστήν Σύναξιν.
Πολλοί ἐπιθυμοῦν νά γνωρίζουν καί νά βλέπουν τόν βασιλέα, ἄνθρωπον θνητόν· ἀλλά νά γνωρίζῃς τόν Κύριον, τόν Βασιλέα τῆς αἰωνίου δόξης, εἶναι πολυτιμότερον πάντων.
Ὤ, ἀδελφοί, μελετᾶτε ἔτι πλεῖον τό Εὐαγγέλιον, τάς ἐπιστολάς τῶν Ἀποστόλων καί τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διά τῆς μελέτης αὐτῆς ἡ ψυχή θά γνωρίσῃ τόν Θεόν, καί ὁ νοῦς τοσοῦτον ἁρπάζεται ὑπό τοῦ Κυρίου, ὥστε ὁ κόσμος «λησμονεῖται» ἐντελῶς, ὡς νά μή ἐγεννήθη αὕτη εἰς τόν κόσμον.
Ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό Εὐαγγέλιον καί θέλει ἵνα ἡμεῖς ἀκολουθῶμεν αὐτό. Ἀλλ᾿ ἐκτός τούτου ὁ Κύριος διδάσκει ἡμᾶς καί διά τῆς χάριτος Αὐτοῦ. Ἐν τούτοις οὐχί πάντες δύνανται νά ἐννοήσουν τοῦτο, εἰ μή μόνον σπάνιοι, οἵτινες ταπεινῶς ἀπεξεδύθησαν τό ἴδιον θέλημα. Ἡμεῖς δέ ὀφείλομεν νά ἐρωτῶμεν τούς ἁγίους πνευματικούς καί οὗτοι θά ὁδηγήσουν ἡμᾶς πρός τόν Χριστόν, διότι εἰς αὐτούς ἐδόθη ἡ χάρις τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν». Ὕπαγε εἰς τόν πνευματικόν μετά πίστεως καί θά λάβῃς τόν παράδεισον.
Εἶναι καλόν εἰς τόν μοναχόν νά εἶναι ὑπήκοος καί νά ἐξομολογῆται καθαρῶς, ὥστε νά γνωρίζῃ ὁ πνευματικός ὁποίας σκέψεις ἀγαπᾷ ἡ ψυχή αὐτοῦ. Ὁ τοιοῦτος μοναχός πάντοτε θά ἔχῃ εἰρήνην ἐν τῷ Θεῷ, καί ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ θά γεννῶνται θεῖοι λογισμοί, καί ὁ νοῦς αὐτοῦ θά φωτίζηται ὑπό τῆς χάριτος, ἡ δέ καρδία αὐτου θά εἶναι ἀναπεπαυμένη ἐν τῷ Θεῷ.
Ζῇ τοιοῦτος μοναχός ἐπί τῆς γῆς ἐν μέσῳ σκανδάλων καί παντοίων πειρασμῶν, ἀλλ᾿ οὐδέν φοβεῖται, διότι ἡ ψυχή αὐτοῦ ἐστερεώθη ἐν τῷ Θεῷ καί ἠγάπησεν Αὐτόν, καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ ὅλη εἶναι πῶς νά ταπεινώσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ, διότι ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τήν ταπεινήν ψυχήν καί ἡ ψυχή γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει Αὐτόν τόν Κύριον Διδάσκαλον αὐτῆς.
Καί ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν ὑπάρχουν πολλοί ἀσκηταί, οἵτινες εἶναι εὐάρεστοι εἰς τόν Θεόν, ἄν καί δέν θαυματουργοῦν φανερῶς.
Ἀλλ᾿ ἰδού τό θαῦμα, ὅπερ εἶναι δυνατόν νά ἴδωμεν ἐν τῇ ψυχῇ ἡμῶν. Ἐάν ἡ ψυχή σου ταπεινωθῇ, ὅπως πρέπει, τότε ὁ Ἐλεήμων Κύριος θά δώσῃ εἰς αὐτήν χαράν μεγάλην καί κατάνυξιν. Ἐάν ὅμως ἡ ψυχή σου κλίνῃ ὀλίγον εἰς τήν ὑπερηφάνιαν, ἐμπίπτει τότε εἰς ἀκηδίαν καί σκοτισμόν. Περί τούτου ὅμως γνωρίζουν μόνον ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐμμένουν εἰς τήν ἄσκησιν.
Ἐάν ἦλθες εἰς τήν Μονήν μετ᾿ ἀγάπης πρός τόν Κύριον, ἔστω καί οὐχί μεγάλης, καί λογίζησαι ὅτι ὁ Κύριος σέ ὁδήγησεν ἐνταῦθα καί Αὐτός κατευθύνει τούς γέροντάς σου, τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θά σκηνώσῃ ἐντός σου καί ὁ Κύριος θά δώσῃ εἰς σέ εἰρήνην καί διάκρισιν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ἡ ψυχή σου θά διώκῃ τό ἀγαθόν ἑκάστην ἡμέραν καί ὥραν, διότι ἐτέρφθη ἐν τῶ νόμῳ τοῦ Θεοῦ.
Ἐάν εἰσῆλθες εἰς τό Κοινόβιον, ἀνδρίζου καί ἄς μή ταράττηται ἡ ψυχή σου.
Ἐάν διακονῇς εἰς τόν ξενῶνα, ὁμοίαζε πρός τόν Ἀβραάμ, ὅστις ἠξιώθη νά φιλοξενήσῃ τούς τρεῖς θαυμαστούς Ὁδοιπόρους. Ταπεινῶς καί μετά χαρᾶς ὑπηρέτει πατέρας καί ἀδελφούς καί προσκυνητάς, καί θά λάβῃς Ἀβραμιαίαν ἀμοιβήν.
Ἐάν εἶσαι εἰς ἐργασίας μεταξύ ἀδελφῶν καί ὑπομένῃς τά τυχόν σκάνδαλα, τότε ὁμοίαζε πρός τούς διά Χριστόν σαλούς. Ἐκεῖνοι προσηύχοντο δι᾿ ὅσους ὕβριζον αὐτούς, καί ἕνεκα τούτου ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου ἔδωκεν εἰς αὐτούς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἦτο εὔκολον εἰς αὐτούς νά ζοῦν μετά τῶν ἀνθρώπων καί νά ὑποφέρουν παντοίας θλίψεις.
Ἐάν τελῇς διακόνημα τι, ἔστω καί ἄν διά τοῦ νοός διασκορπίζησαί ποτε, ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων πρός σέ. Ὁ δέ παρήκοος μόνος ἀποδιώκει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἐάν πάλιν ἡσυχάζῃς ἐντός κελλίου, τότε μιμοῦ τήν ἡσυχίαν Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου, ἵνα τό Ἅγιον Πνεῦμα κατευθύνῃ τό πλοῖον τῆς ψυχῆς σου.
Ἐάν τυχόν ἀποκάμῃς, ἐνθυμοῦ τούς ἐλεητικούς λόγους τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός Με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια´ 28). Τήν ἀνάπαυσιν αὐτήν λαμβάνει ἡ ψυχή ἐν Πνεύματι Ἁγίω διά τήν μετάνοιαν.
Ὁ Κύριος ἀγαπᾷ τήν ψυχήν, ἥτις ἀναζητεῖ Αὐτόν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, διότι Αὐτός εἶπε: «Τούς Ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ Ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν» (Παρ. η´ 17). Καί ἡ χάρις αὕτη μετά δακρύων ἕλκει τήν ψυχήν εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ.
Σημειώσεις:
1 Εἰς τήν δεδομένην περίπτωσιν ὑπό τόν ὅρον «ὑπακοή» δηλοῦται ἡ ἐργασία ἤ τό διακόνημα τό ἀνατεθέν εἰς τόν μοναχόν.
2 Ἡ ὀνομασία «Γέρων» (Στάρετς) ἐν τῆ ρωσικῇ ἐκκλησιαστικῇ συνειδήσει κατ᾿ ἐξοχήν χρησιμοποιεῖται ἐν σχέσει πρός τούς ἀσκητάς, οἵτινες διῆλθον μακράν δοκιμήν, ἐγνώρισαν διά πείρας τήν πνευματικήν πάλην, ἀπέκτησαν διά πολλῶν ἀγώνων τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί εἶναι ἱκανοί διά τῆς προσευχῆς νά συλλάβουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ περί τοῦ ἀνθρώπου, τουτέστι κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον βαθμόν ἔλαβον τό χάρισμα τῆς διορατικότητος, καί ὡς ἐκ τούτου δύνανται νά χειραγωγοῦν πνευματικῶς τούς προστρέχοντας εἰς αὐτούς.
Ἐν τῷ Ἄθῳ ὁ ὅρος «Γέρων», ὡς τιμητική ὀνομασία, ἔλαβε καί ἄλλας, οὕτως εἰπεῖν, τοπικάς σημασίας. Ἐν τῶ Ρωσικῷ Κοινοβίῳ τῆς Σκήτης τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ὀνομάζουν Γέροντα τόν Ἡγούμενον. Εἰς τά «Κελλία» Γέροντα ἀποκαλοῦν τόν προεστῶτα τοῦ Κελλίου (μικροῦ οἰκήματος ἐξαρτωμένου ἔκ τινος Μονῆς). Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἤ τῆς Συνάξεως τῶν Γερόντων καλοῦνται «Γέροντες». Συχνάκις Γέροντα ὀνομάζουν ἐν γένει ἡλικιωμένον ἀσκητήν μοναχόν.
Ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος οἱ ὑποτασσόμενοι μοναχοί εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Γέροντα ἀποκαλοῦν τόν ὑπεύθυνον αὐτῶν, τουτέστι τόν γεροντότερον, τόν διευθύνοντα τό μοναστηριακόν διακόνημα ἤ τήν ἐργασίαν ἐκείνην εἰς τήν ὁποίαν ἐτάχθη ὁ μοναχός. Σύν τῷ χρόνῳ ἡ τιμητική αὕτη ὀνομασία ἐπεκράτησεν ἐν τῇ Μονῇ διά τούς ὑπευθύνους τῶν ἐργαστηρίων ἤ τῶν διακονημάτων.
Ὁ Γέρων Σιλουανός εἰς τήν δεδομένην περίπτωσιν ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν τήν τελευταίαν ταύτην, τοπικήν, μοναστηριακήν σημασίαν τοῦ ὅρου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866-1938)
Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου
Μετάφραση ἀπό τά Ρωσικά
Ἔκδ. Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Ἔσσεξ Ἀγγλίας.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Ποιμαντική στην Πράξη
Το νου που περιπλανιέται τον σταματά η ανάγνωση, η αγρυπνία και η προσευχή. Την επιθυμία όταν ανάβει, την μαραίνει πείνα και κόπος και αποτράβηγμα από τους ανθρώπους. Το μανιασμένο θυμό τον καταπαύει η ψαλμωδία, η μακροθυμία και το έλεος.
Ευάγριος ο Ποντικός. Ε’ Νηπτικό κεφάλαιο. Φιλοκαλία Α’. σελ. 87.
Μάζωξαι όλην την προσοχήν του νοός σου μέσα εις το βάθος της καρδίας σου και προσεύχου εκείθεν νοερώς από το βάθος του εαυτού σου λέγοντας ταύτην την ευχήν, ήγουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»
Ανωνύμου ησυχαστού. 1851. Νηπτική Θεωρία. Εκ χειρογράφου της Ι. Μ. Ξενοφώντος Αγ. Όρους. Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη. Θεσσαλονίκη. 1991. σελ.87-88
Είναι αδύνατο να υποτάξει κανείς στην εξουσία της ψυχής τις σωματικές αισθήσεις χωρίς την ησυχία και την αποξένωση από τους ανθρώπους.
Οσ. Ισαάκ του Σύρου. Ασκητικά. Εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου Θεσσαλονίκη 1976. Φωτοτυπική ανατύπωση της έκδοσης 1871.
Το Θυμικό μέρος της ψυχής, χαλιναγώγησέ το με την αγάπη. Το επιθυμητικό, μάρανέ το με την εγκράτεια. Και το λογιστικό, φτέρωσέ το με την προσευχή. Έτσι το φως του νου δεν σκοτεινιάζει ποτέ.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Δ’ Εκατοντάδα περί αγάπης, 80. Φιλοκαλία Β’ τόμος σελ.99.
Εκείνος που συγκεντρώνεται από τη διαίρεση που προκάλεσε η παράβαση, πρώτα χωρίζεται από τα πάθη, έπειτα από τους εμπαθείς λογισμούς, κατόπιν χωρίζεται από τη φύση και τους λόγους της φύσεως, στη συνέχεια από τα νοήματα και τη σχετική με αυτά γνώση. Και τελευταία, αφού προσπεράσει την ποικιλία των λόγων που αφορούν στην Πρόνοια, καταλήγει κατά τρόπο άγνωστο στο λόγο που αφορά στη Μονάδα. Τότε ο νους, καθώς βλέπει μόνο τη σταθερότητά του, χαίρεται με χαρά ανεκλάλητη, γιατί έλαβε την ειρήνη του Θεού που υπερβαίνει κάθε νου και περιφρουρεί αδιάκοπα από κάθε πτώση εκείνον που αξιώθηκε να την λάβει.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Β’ Εκατοντάδα προς το Θαλάσσιο, 5. Φιλοκαλία Β’ τόμος σελ. 124.
Λεπτομερέστερα, η φυσική τεχνική που εφαρμόζουν έχει τρία κύρια σημεία:
Α:Εξωτερική Στάση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης συνιστά το κάθισμα σε ένα κοντό σκαμνί, περίπου είκοσι πόντους ύψος. Το κεφάλι και οι ώμοι θα πρέπει να είναι κυρτωμένοι, και τα μάτια προσηλωμένα προς το μέρος της καρδιάς….
Β: Έλεγχος της αναπνοής. Η αναπνοή πρέπει να γίνει βραδύτερη και συγχρόνως να συντονιστεί με το ρυθμό της προσευχής. Συχνά το πρώτο μέρος «Κύριε Ιησού Χριστέ , Υιέ του Θεού», λέγεται όταν εισπνέουμε και το δεύτερο μέρος «ελέησον με τον αμαρτωλό», όταν εκπνέουμε. … Υπάρχουν όμως και άλλες δυνατές μέθοδοι. Η απαγγελία της προσευχής μπορεί επίσης να συγχρονιστεί με το χτύπημα της καρδιάς.
Γ: Εσωτερική στάση. … Ενώ αναπνέει διαμέσου της μύτης και προωθεί την αναπνοή του στους πνεύμονές του, κάνει το νου να «κατέρχεται» με την αναπνοή και ερευνά εσωτερικά για τη θέση της καρδιάς. Ακριβείς οδηγίες που αφορούν αυτή την άσκηση δεν προσφέρονται σε γραπτή εξήγηση για το φόβο μήπως παρανοηθούν. Οι λεπτομέρειες της πορείας είναι τόσο λεπτές που η προσωπική καθοδήγηση ενός πεπειραμένου γέροντα είναι απαραίτητη.
Kallistos Ware (Rt Rev. Bishop of Diokleia). The Power of the Name. The Jesus Prayer in Orthodox Sprirituality. Μτφρ. Η Δύναμη του Ονόματος. 1986, Γ’ έκδοση, Ακρίτας, Αθήνα. σελ. 61-62
• Πρέπει κάθε μέρα να του ζητάμε να μας σπάσει το θέλημα και να το κάνει δικό του για να γίνουμε όπως εκείνος θέλει.
• Αν δεν απελπιστείς δεν βλέπεις φως.
• Αν δεν σπάσεις το εγώ και δεν το αδειάσεις, πως θα κάνεις χώρο να έρθει ο Θεός.
• Όποιος δεν χάνει, δεν βρίσκει.
Γαβριηλίας Μοναχής. 1996. Γερόντισσα Γαβριηλία. Εκδ. Επτάλοφος. Σελ. 361,364, 365
Ματθ. Ε’
20 λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσεύση υμών η δικαιοσύνη πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. …
38 Ηκούσατε οτι ερρέθη, Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντι οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ. αλλ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην. Και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον. και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ αυτού δύο. τω αιτούντί σε δίδου, και τον θέλοντα απο σου δανίσασθαι μη αποστραφής.
Ηκούσατε οτι ερρέθη, Αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς και προσεύχεσθε υπερ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσιν; και εάν ασπάσησθε τους αδελφούς υμών μόνον, τί περισσόν ποιείτε; ουχί και οι εθνικοί το αυτό ποιούσιν; Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι ως ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστί.
(6) Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς …
Εαν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. …
Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν. όπου γάρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών. …
Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε η τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε. ουχί η ψυχή πλείον εστιν της τροφής και το σώμα του ενδύματος …..
μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον, η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής. αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτης. …
(7) Μη κρίνετε, ινα μη κριθητε. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. …
Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν. ζητείτε, και ευρήσετε. κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. …
Πάντα ουν όσα εάν θέλητε ινα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς. ούτος γάρ εστιν ο νόμος και οι προφήται. Εισέλθετε διά της στενής πύλης. ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι αυτής. ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασιν προβάτων, έσωθεν δέ εισί λύκοι άρπαγες. από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς….
Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς. …
Ματθ. Ε’ 20 –Ζ’ 15, 21
-Πως θα βελτιωθούμε, Γέροντα; Όλο στα ίδια και τα ίδια μένουμε.
-Παιδί μου, πολλή προσευχή και θα δεις τη βελτίωση. Πώς να το κάνουμε; Δεν υπάρχει κανένα μαγικό ραβδί για να το χτυπήσουμε και να έλθει αυτόματα η Χριστιανική προκοπή.
π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου. 1991. Υποθήκες ζωής. Εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, Τροιζήνα. σελ. 123
Αν θέλεις να διορθώσεις κάποιον από τα σφάλματά του, μη νομίσεις ότι τον διορθώνεις με τη δική σου δύναμη. Προσευχήσου στο Θεό, τον «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς» με όλη σου την ψυχή, να φωτίσει ο Ίδιος την καρδιά εκείνου του ανθρώπου. Αν ο Κύριος δει ότι πράγματι προσεύχεσαι από τα βάθη της καρδιάς σου, θα πραγματοποιήσει οπωσδήποτε την επιθυμία σου. Και εσύ, βλέποντας να εκπληρώνεται η επιθυμία σου από τη Θεία Χάρη, θα αναφωνήσεις ότι αυτή η θαυμάσια αλλαγή δεν ήταν δικό σου έργο αλλά της «δεξιάς του Υψίστου».
Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης. Η εν Χριστώ ζωή μου. Εκδ, Αστήρ, Αθήνα. 1974. σελ. 25.
Είναι μεγάλη πλάνη να νομίζεις ότι με την προσπάθειά σου μπορείς να αλλάξεις έναν άνθρωπο. Ποτέ. Με τη ζωή σου, μπορεί. Με την προσπάθεια, με την ομιλία, την αντίθεση και όλα αυτά, ποτέ, ή πάρα πολύ σπάνια. Η αλλαγή, θα γίνει όταν έρθει η ώρα του Θεού. Εάν εσύ αλλάξεις τον εαυτό σου και γίνεις το ζωντανό παράδειγμα αυτού που θέλεις ν’ αλλάξεις, το ιδεώδες του, και σε δει ευτυχισμένη, τότε θ’ αλλάξει. Όταν προσεύχεται κανείς για έναν άνθρωπο, αυτό είναι εντάξει. Αλλά, όταν προσπαθεί να τον αλλάξει, όχι. Αυτό είναι μόνο στο Χέρι του Θεού.
Γαβριηλίας Μοναχής. 1996. Γερόντισσα Γαβριηλία. Εκδ. Επτάλοφος. Σελ. 181
Το νου που περιπλανιέται τον σταματά η ανάγνωση, η αγρυπνία και η προσευχή. Την επιθυμία όταν ανάβει, την μαραίνει πείνα και κόπος και αποτράβηγμα από τους ανθρώπους. Το μανιασμένο θυμό τον καταπαύει η ψαλμωδία, η μακροθυμία και το έλεος.
Ευάγριος ο Ποντικός. Ε’ Νηπτικό κεφάλαιο. Φιλοκαλία Α’. σελ. 87.
Μάζωξαι όλην την προσοχήν του νοός σου μέσα εις το βάθος της καρδίας σου και προσεύχου εκείθεν νοερώς από το βάθος του εαυτού σου λέγοντας ταύτην την ευχήν, ήγουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»
Ανωνύμου ησυχαστού. 1851. Νηπτική Θεωρία. Εκ χειρογράφου της Ι. Μ. Ξενοφώντος Αγ. Όρους. Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη. Θεσσαλονίκη. 1991. σελ.87-88
Είναι αδύνατο να υποτάξει κανείς στην εξουσία της ψυχής τις σωματικές αισθήσεις χωρίς την ησυχία και την αποξένωση από τους ανθρώπους.
Οσ. Ισαάκ του Σύρου. Ασκητικά. Εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου Θεσσαλονίκη 1976. Φωτοτυπική ανατύπωση της έκδοσης 1871.
Το Θυμικό μέρος της ψυχής, χαλιναγώγησέ το με την αγάπη. Το επιθυμητικό, μάρανέ το με την εγκράτεια. Και το λογιστικό, φτέρωσέ το με την προσευχή. Έτσι το φως του νου δεν σκοτεινιάζει ποτέ.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Δ’ Εκατοντάδα περί αγάπης, 80. Φιλοκαλία Β’ τόμος σελ.99.
Εκείνος που συγκεντρώνεται από τη διαίρεση που προκάλεσε η παράβαση, πρώτα χωρίζεται από τα πάθη, έπειτα από τους εμπαθείς λογισμούς, κατόπιν χωρίζεται από τη φύση και τους λόγους της φύσεως, στη συνέχεια από τα νοήματα και τη σχετική με αυτά γνώση. Και τελευταία, αφού προσπεράσει την ποικιλία των λόγων που αφορούν στην Πρόνοια, καταλήγει κατά τρόπο άγνωστο στο λόγο που αφορά στη Μονάδα. Τότε ο νους, καθώς βλέπει μόνο τη σταθερότητά του, χαίρεται με χαρά ανεκλάλητη, γιατί έλαβε την ειρήνη του Θεού που υπερβαίνει κάθε νου και περιφρουρεί αδιάκοπα από κάθε πτώση εκείνον που αξιώθηκε να την λάβει.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Β’ Εκατοντάδα προς το Θαλάσσιο, 5. Φιλοκαλία Β’ τόμος σελ. 124.
Λεπτομερέστερα, η φυσική τεχνική που εφαρμόζουν έχει τρία κύρια σημεία:
Α:Εξωτερική Στάση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης συνιστά το κάθισμα σε ένα κοντό σκαμνί, περίπου είκοσι πόντους ύψος. Το κεφάλι και οι ώμοι θα πρέπει να είναι κυρτωμένοι, και τα μάτια προσηλωμένα προς το μέρος της καρδιάς….
Β: Έλεγχος της αναπνοής. Η αναπνοή πρέπει να γίνει βραδύτερη και συγχρόνως να συντονιστεί με το ρυθμό της προσευχής. Συχνά το πρώτο μέρος «Κύριε Ιησού Χριστέ , Υιέ του Θεού», λέγεται όταν εισπνέουμε και το δεύτερο μέρος «ελέησον με τον αμαρτωλό», όταν εκπνέουμε. … Υπάρχουν όμως και άλλες δυνατές μέθοδοι. Η απαγγελία της προσευχής μπορεί επίσης να συγχρονιστεί με το χτύπημα της καρδιάς.
Γ: Εσωτερική στάση. … Ενώ αναπνέει διαμέσου της μύτης και προωθεί την αναπνοή του στους πνεύμονές του, κάνει το νου να «κατέρχεται» με την αναπνοή και ερευνά εσωτερικά για τη θέση της καρδιάς. Ακριβείς οδηγίες που αφορούν αυτή την άσκηση δεν προσφέρονται σε γραπτή εξήγηση για το φόβο μήπως παρανοηθούν. Οι λεπτομέρειες της πορείας είναι τόσο λεπτές που η προσωπική καθοδήγηση ενός πεπειραμένου γέροντα είναι απαραίτητη.
Kallistos Ware (Rt Rev. Bishop of Diokleia). The Power of the Name. The Jesus Prayer in Orthodox Sprirituality. Μτφρ. Η Δύναμη του Ονόματος. 1986, Γ’ έκδοση, Ακρίτας, Αθήνα. σελ. 61-62
• Πρέπει κάθε μέρα να του ζητάμε να μας σπάσει το θέλημα και να το κάνει δικό του για να γίνουμε όπως εκείνος θέλει.
• Αν δεν απελπιστείς δεν βλέπεις φως.
• Αν δεν σπάσεις το εγώ και δεν το αδειάσεις, πως θα κάνεις χώρο να έρθει ο Θεός.
• Όποιος δεν χάνει, δεν βρίσκει.
Γαβριηλίας Μοναχής. 1996. Γερόντισσα Γαβριηλία. Εκδ. Επτάλοφος. Σελ. 361,364, 365
Ματθ. Ε’
20 λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσεύση υμών η δικαιοσύνη πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. …
38 Ηκούσατε οτι ερρέθη, Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντι οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ. αλλ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην. Και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνά σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον. και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ αυτού δύο. τω αιτούντί σε δίδου, και τον θέλοντα απο σου δανίσασθαι μη αποστραφής.
Ηκούσατε οτι ερρέθη, Αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς και προσεύχεσθε υπερ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσιν; και εάν ασπάσησθε τους αδελφούς υμών μόνον, τί περισσόν ποιείτε; ουχί και οι εθνικοί το αυτό ποιούσιν; Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι ως ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστί.
(6) Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς …
Εαν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. …
Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν. όπου γάρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών. …
Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε η τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε. ουχί η ψυχή πλείον εστιν της τροφής και το σώμα του ενδύματος …..
μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον, η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής. αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτης. …
(7) Μη κρίνετε, ινα μη κριθητε. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. …
Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν. ζητείτε, και ευρήσετε. κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. …
Πάντα ουν όσα εάν θέλητε ινα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς. ούτος γάρ εστιν ο νόμος και οι προφήται. Εισέλθετε διά της στενής πύλης. ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι αυτής. ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασιν προβάτων, έσωθεν δέ εισί λύκοι άρπαγες. από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς….
Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς. …
Ματθ. Ε’ 20 –Ζ’ 15, 21
-Πως θα βελτιωθούμε, Γέροντα; Όλο στα ίδια και τα ίδια μένουμε.
-Παιδί μου, πολλή προσευχή και θα δεις τη βελτίωση. Πώς να το κάνουμε; Δεν υπάρχει κανένα μαγικό ραβδί για να το χτυπήσουμε και να έλθει αυτόματα η Χριστιανική προκοπή.
π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου. 1991. Υποθήκες ζωής. Εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, Τροιζήνα. σελ. 123
Αν θέλεις να διορθώσεις κάποιον από τα σφάλματά του, μη νομίσεις ότι τον διορθώνεις με τη δική σου δύναμη. Προσευχήσου στο Θεό, τον «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς» με όλη σου την ψυχή, να φωτίσει ο Ίδιος την καρδιά εκείνου του ανθρώπου. Αν ο Κύριος δει ότι πράγματι προσεύχεσαι από τα βάθη της καρδιάς σου, θα πραγματοποιήσει οπωσδήποτε την επιθυμία σου. Και εσύ, βλέποντας να εκπληρώνεται η επιθυμία σου από τη Θεία Χάρη, θα αναφωνήσεις ότι αυτή η θαυμάσια αλλαγή δεν ήταν δικό σου έργο αλλά της «δεξιάς του Υψίστου».
Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης. Η εν Χριστώ ζωή μου. Εκδ, Αστήρ, Αθήνα. 1974. σελ. 25.
Είναι μεγάλη πλάνη να νομίζεις ότι με την προσπάθειά σου μπορείς να αλλάξεις έναν άνθρωπο. Ποτέ. Με τη ζωή σου, μπορεί. Με την προσπάθεια, με την ομιλία, την αντίθεση και όλα αυτά, ποτέ, ή πάρα πολύ σπάνια. Η αλλαγή, θα γίνει όταν έρθει η ώρα του Θεού. Εάν εσύ αλλάξεις τον εαυτό σου και γίνεις το ζωντανό παράδειγμα αυτού που θέλεις ν’ αλλάξεις, το ιδεώδες του, και σε δει ευτυχισμένη, τότε θ’ αλλάξει. Όταν προσεύχεται κανείς για έναν άνθρωπο, αυτό είναι εντάξει. Αλλά, όταν προσπαθεί να τον αλλάξει, όχι. Αυτό είναι μόνο στο Χέρι του Θεού.
Γαβριηλίας Μοναχής. 1996. Γερόντισσα Γαβριηλία. Εκδ. Επτάλοφος. Σελ. 181
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Καισαριανῆς, Βύρωνος και Ὑμηττοῦ
κ. ΔΑΝΙΗΛ
ά ζητήματα ἤ τά προβλήματα πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπον εἶναι δύο εἰδῶν κατά τήν γνώμη τῶν ἁγίων Πατέρων. Μερικά ζητήματα εἶναι ἐποχιακά καί γι᾽ αὐτό ἐφήμερα. Ὅσο κι ἄν φαίνονται μεγάλα, δύσκολα, ἐπείγοντα καί καυτά, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀλλοιώνονται, ὑποβαθμίζονται, χάνουν τήν ἐπικαιρότητά τους καί τελικά παύουν νά ὑφίστανται καί ἀφανίζονται ἀπό τήν συνείδησι.
Ὑπάρχουν ὅμως καί μερικά ἄλλα πού ξεπερνοῦν τό χρόνο. Εἶναι πάντα ἐπίκαιρα, πάντα ἐπείγοντα καί πιεστικά, πάντα ζωντανά γιά τόν ἄνθρωπο. Τά πρῶτα ἀνάγονται στήν περιφέρεια τῆς ὑπάρξεώς του. Τά δεύτερα στό κέντρο. Τά πρῶτα εἶναι ἐπιδερμικά, ἐπιφανειακά, ἐπιπόλαια, παροδικά. Τά δεύτερα εἶναι μόνιμα, χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο καί ἀναφέρονται στήν ἴδια τήν φύσι του.
Αὐτά τά αἰώνια ἀνθρωπολογικά προβλήματα ἀναδύονται πάντα μέ τήν ἴδια δύναμι στή συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσκοῦν τήν ἴδια ἀφόρητη πίεσι ἐπάνω της ζητῶντας ἐπίμονα καί λύσι. Τό αἴτημα νά δοθῆ λύσι σ᾽ αὐτά τά προβλήματα εἶναι προσωπικό. Ὁ καθένας ὀφείλει νά τά λύση γιά τόν ἑαυτό του.
Ἕνα τέτοιο καθολικό ὑπαρξιακό πρόβλημα εἶναι: οἱ ΗΔΟΝΕΣ. Ἀφ᾽ ἑνός οἱ αἰσθητές καί ἀφ᾽ ἑτέρου οἱ πνευματικές. Οἱ αἰσθητές ἡδονές εἶναι αὐτές πού γευόμαστε μέ τίς πέντε αἰσθήσεις, διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πνευματικές ἡδονές εἶναι αὐτές πού τρέφουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτές πού τρέφουν τίς νοερές οὐσίες τῶν ἀσωμάτων. Εἶναι αὐτές πού θά κάνουν εὐτυχισμένο τόν ἄνθρωπο εἰς τήν αἰωνιότητα.
Γιά τίς αἰσθητές ἡδονές ἔχετε ἀκούσει, τίς ἔχετε γευθεῖ, ἔχετε ἐμπειρία. Τώρα θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς πνευματικές ἡδονές. Θέλω νά ἐπισημάνω, ὅτι ὅλα ὅσα θά ἀκολουθήσουν εἶναι ἀπό τά πιό ὑπέροχα κεφάλαια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔλεγε: «σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις». Δηλαδή: γι᾽ αὐτά τά θέματα ὁμολογοῦμε σέ τελείους ἀνθρώπους πού εἶναι οἱ Χριστιανοί καί ἔχουν τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά κατανοοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
1. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Πρίν ἀναφερθῶ στίς πνευματικές ἡδονές νομίζω ὅτι ὀφείλω νά ἀναφερθῶ στήν κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου καί στίς δυνατότητές του, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε τό θέμα περί τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν.
α'. Πῶς κατασκευάσθηκε ὁ ἄνθρωπος.
«Τί ἐστιν ἄνθρωπος;» (Ψαλμ. κ' 5)
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντᾶ ἡ θεία Ἀποκάλυψις τήν ὁποία ἑρμηνεύει αὐθεντικά ἡ Πατερική διδασκαλία. Σύμφωνα μ᾽ αὐτή: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν (ὕπαρξις), στό ὁποῖο «ψυχή λογική συνέζευκται σώματι γῆθεν μέν τήν ὕπαρξιν ἔχοντι καί πρός τά κάτω βρίθοντι» (Θεοδώρου Ἐδέσσης: Θεωρητικόν, Φ, Α, 329, 26 ἑξῆς). Ἔχομε δύο συστατικά στόν ἄνθρωπο: ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεικτόν ζῶον».
Ὁ νοῦς εἶναι ὁ Ἡγεμών, ὁ Κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς ἔχει τρεῖς ἰδιαίτερες δυνάμεις γιά νά ἐκτελεῖ τό ἔργο του καί τήν ἀποστολή του: τήν νοεράν, τήν λογικήν, καί τήν θελητικήν. Κατ᾽ ἐξαίρετον τρόπον τῆς μέν νοερᾶς του ἐνεργείας ὄργανον ἔχει τόν ἐγκέφαλον, τῆς δέ λογιστικῆς καί θελητικῆς ἐνεργείας του καί δυνάμεως ἔχει τήν καρδίαν.
Ὁ Θεός ἔδωσε μία ἱκανότητα στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νά βλέπη καί νά θεωρῆ τόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ κεντρικός σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀκριβῶς, λέγουν οἱ Πατέρες, ἦταν ἡ μακαριότητα τῶν Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο: νά βλέπουν τό Πάνσοφο, τό Πάντερπνο, τό Παμπόθητο Πρόσωπο τοῦ Ἀοράτου καί Ὁρατοῦ, τοῦ Ἀπροσίτου καί Προσιτοῦ καί μεθεκτοῦ Δημιουργοῦ τους.
Πρόσωπο Θεοῦ εἶναι καί ἡ ἀόρατη καί ἀπροσπέλαστη οὐσία τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπο εἶναι καί οἱ ἄκτιστες προσιτές θεῖες ἐνέργειες.
Ὁ νοῦς ὅμως δέν θεωρεῖ μόνο τόν Θεόν, θεωρεῖ καί τά πράγματα καί τά πρόσωπα μέ τίς αἰσθήσεις ἤ μέ τήν φαντασία ἤ μέ τά νοήματα. Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ νοῦ ἀνάμεσα στά αἰσθητά τόν κάνει αἰσθητόν, ἤ αἰθησιακόν ἤ φιλήδονον, ἤ φιλάργυρον, ἤ φιλόδοξον, ἤ σαρκολατρικόν, ἤ τεχνολογικόν, ἤ παχυλόν, ἤ κτηνώδη, ἤ δαιμονειώδη.
Τό κάθε συστατικό τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ κατά τήν φύσι του χωρίς νά διασπᾶται ἡ ἑνότητά του. Τό ὑλικό σῶμα «ἐφίεται» τείνει καί προσκλίνει πρός τά ὅμοιά του ὑλικά στοιχεῖα «βρίθει πρός τά κάτω». Τά γήϊνα τοῦ εἶναι «προσφυῆ» καί «ἐράσμια», τοῦ ταιριάζουν καί τοῦ εἶναι ἀγαπητά γιά τήν ζωϊκή του φύσι.
Ἀντίθετα, γιά τήν νοερά καί πνευματική ψυχή - ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι «νοερά οὐσία» - ποθητά, ἐφετά, ἐράσμια καί «ὀρεκτά» εἶναι τά ἀντίστοιχά τους «νοητά». Καί πρός αὐτά τείνει καί αὐτά λαχταράει νά πετύχη καί νά ἀπολαύση. Μέσα στήν ψυχή τοποθετήθηκε ὁ θεῖος ἔρως, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό. Ὁ «θεῖος ἔρως» θά ἔκανε τόν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο. Γι᾽ αὐτό ὀνομάζεται «μακάριο πάθος». Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατασκευάσθηκε ὥστε μέ τόν «θεῖον ἔρωτα» νά μπορεῖ νά ἀγκαλιάση τόν Θεό.
Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἀκόμα καί ὅλα τά καλά τοῦ βίου ἄν ἐπιτύχουμε, δέν ὑπάρχει κανένας κορεσμός, τίποτε πού νά σταματᾶ τήν ἐπιθυμία, ἀλλά διψοῦμε συνεχῶς σάν νά μή ἀπολαύσαμε τίποτε, ἀπ᾽ ὅσα ἐπιθυμούσαμε. Διότι ἡ δίψα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν χρειάζεται κάποιο ἀστείρευτο νερό.
Πῶς μπορεῖ λοιπόν ὁ πεπερασμένος αὐτός κόσμος νά ἀρκέσει γιά κάτι τέτοιο; Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ὑπαινίσσεται ὁ Κύριος πρός τήν Σαμαρείτιδα λέγοντάς της: «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν• ὅς δ᾽ ἄν πίη ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήση εἰς τόν αἰώνα» (Ἰωάν. δ' 13-14). Αὐτό τό νερό καταπαύει τήν ἐπιθυμία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Οἱ αἰσθητές ἡδονές θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιοῦνται γιά νά ἀνάπτεται ὁ «θεῖος ἔρως» καί νά «θεοῦται» ὁ ἄνθρωπος.
β'. Ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τά αἰσθητά.
Ἡ πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου εἰς τόν Παράδεισον ἐκτός τῶν ἄλλων καταστροφῶν προκάλεσε καί αὐτή: ὑπεδούλωσε τόν νοῦν εἰς τίς αἰσθητές ἡδονές καί τοῦ ἐστέρησε τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἰδού πῶς: Ἀφ᾽ ὅτου γεννηθῆ ὁ ἄνθρωπος καί καθ᾽ ὅλην τήν παιδικήν ἡλικίαν ὁ ἡγεμών νοῦς, ὁ κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου, εὑρίσκεται ἀποκοιμισμένος καί ἀγόμενος ὑπό τῶν πέντε αἰσθήσεων. Αὐτές τρέφουν τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἡδονικές ἀπολαύσεις τοῦ σώματος. Ἔτσι ὑποδουλώνεται ὁ ἄνθρωπος στά πάθη. Ἄν κάποτε ὅμως ὁ «νοῦς» ζητήση νά ἀναλάβη τήν διακυβέρνηση, τότε φαίνεται ἡ δύναμις τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν.
Καί ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Τά πάθη κρατοῦντα τοῦ λόγου, μορφοῦσι τάς αἰσθήσεις πρός ἁμαρτίαν», ποῖος ἔπειτα, πές μου, δύναται εὐκόλως νά τά χαλινώσῃ;
- Ἀφοῦ π.χ. οἱ ἀμφιβληστροειδεῖς χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν συνηθίσουν νά βλέπουν ἐμπαθῶς τά ὄμορφα καί ὡραῖα κάλλη τῶν ἐμψύχων σωμάτων,
- ἀφοῦ οἱ τυμπανίσκοι τῶν ὤτων γλυκανθοῦν εἰς τίς γλυκειές φωνές τῶν μελῶν (τραγουδιῶν),
- ἀφοῦ τό σινοειδές καλούμενον καί τετριχωμένον αἰσθητήριον τῆς ὀσφρήσεως ἡδυνθῆ εἰς τίς εὐωδίες τῶν μύρων καί ἀρωμάτων,
- καί τό στόμα συνηθίση εἰς τήν γεύσιν τῶν νοστίμων χυμῶν καί βρωμάτων,
- καί ἡ ἁφή χρονίση εἰς τήν ἀνάπαυσιν.
Ποῖος ὕστερα, παρακαλῶ... καί ἄν ἀκόμα εἶναι διαλεκτικότατος καί ρητορικώ τατος νά τά πείση τά αἰσθητήρια πώς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπήλαυσαν δέν εἶναι ἀληθινή καί λογική ἡδονή, ἀλλά ἀντιθέτως ὅλα αὐτά εἶναι ζωώδης, ἄλογος καί προσωρινή ἡδονή;
Ποῖος θά μπορέση νά ἀποστομώση τά αἰσθητήρια καί νά τά πείση, γιατί αὐτά ἀντιλέγουν καί φιλονεικοῦν καί δέν ὑπακού ουν, ὅτι ἡ ἡδονή πού ἐδοκίμασαν δέν πρέπει νά νομίζεται ἡδονή, ἀλλά ἄλλη εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ νοερά καί ἄϋλος;
Ποῖος; Οὐδείς δύναται νά τά ἀποκολλήση ἀπό τήν προσκόλλησιν.
Οὔτε ὁ νοῦς δύναται, ὁ ὁποῖος - ἄν καί γνωρίζη - ἐπειδή συναπήλαυσε μέ τά αἰσθητή ρια τήν ἴδια ἡδονή ἐδελεάσθη καί δέθηκε ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Οὔτε ἡ φαντασία, διότι καί αὐτή εἶναι γεμάτη ἀπό ἐμπαθεῖς εἰκόνες. Αὐτή μάλιστα ὑπενθυμίζει στό νοῦ καί τίς αἰσθήσεις τίς σαρκικές ἡδονές καί προτρέπει νά τίς ἀπολαύσουν.
Οὔτε καί ἡ καρδία, γιατί καί αὐτή εἶναι γεμάτη ὀρέξεις καί ἐπιθυμίες.
Ἀλλά καί ἐπί πλέον ὁ διάβολος γαργαλίζει καί αὐτός τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, καί τά αἰσθητήρια περισσότερον.
Καί ὅμως ὑπάρχει τρόπος νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τίς αἰσθητές ἡδονές. Αὐτό τό ἔργο τό ἀναλαμβάνει ὁ Νοῦς μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν συνεργασία τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πῶς:
γ'. Πῶς ὁ νοῦς ἐλευθεροῦται τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν.
«Λοιπόν μετά τήν παιδικήν ἡλικίαν, μετά τήν τελείαν συμπλήρωσιν τοῦ λογικοῦ, καί ὕστερον ἀφοῦ ὁ νοῦς ἤ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ γνωρίσῃ ἤ ἐξ ἀκοῆς μάθῃ ἀπό τῶν θείων Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων, ὅτι εἶναι ἄλλη ἡ φυσική καί συγγενής του ἡδονή, τί κάμνει; αὐτός ὡς λογικός καί ὡς φρόνιμος, καί ὡς φύσει φιλόκαλος ὑπάρχων, δέν ὑποφέρει νά βλέπῃ τά αἰσθητήρια τοῦ σώματός του οὕτως ᾐχμαλωτισμένα εἰς τά ἡδονικά των ἀντικείμενα• δέν ὑποφέρει νά συναιχμα λωτίζηται μετά τῶν αἰσθητηρίων καί αὐτός, καί νά γίνηται παρά τήν ἑαυτοῦ ἀξίαν, δοῦλος ὁ βασιλεύς, ἀρχόμενος ὁ ἄρχων, ὑπήκοος καί ὑποτασσόμενος ὁ κατά φύσιν αὐτοκράτωρ καί ἐξουσιαστής• οὐδέ τό ὑπομένει νά λαμβάνῃ τοιαύτην ζημίαν, ἥτις τελευταῖον αὐτόν καταντᾷ εἰς τήν ἀπώλειαν καί τήν κόλασιν.
Ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο ἵσταται ὅλος του ὁ ἀγών, ὡς λέγει ὁ προρρηθείς σοφός καί ἱερός Θεόδωρος, καί εἰς τοῦτο θεωρεῖται νά δείξῃ, ὅτι ἐκτίσθη παρά Θεοῦ βασιλεύς καί ἄρχων τοῦ σώματος• δηλ. εἰς τό νά δυνηθῇ δι᾽ ὅλης τῆς ἀνδρείας, δι᾽ ὅλης τῆς θελήσεως καί δι᾽ ὅλης τῆς γνώσεως αὐτοῦ, συνεργούσης αὐτῷ καί τῆς θείας χάριτος, νά ἐκριζώσῃ ἐκ τῶν αἰσθητηρίων τοῦ σώματός του, τάς πολυχρο νίους ἐκείνας καί δυσμοχλεύτους ἕξεις, ἅς ἔλαβον εἰς τά αἰσθητά• καί οὕτω νά τά ἐλευθερώσῃ ἀπό τῆς πικρᾶς τυραννίδος τῶν θανατηφόρων ἡδονῶν, ὧν ἐδοκίμασαν• καί ἐντεῦθεν μετ᾽ εὐκολίας νά τά ὑποτάξῃ εἰς τό ἑαυτοῦ θέλημα. "Τῷ τοι καί πολύς ὁ ἀγών, ἐπειδάν ὀψέποτε πρός τήν ἐπίγνωσιν ὁ νοῦς ἥξῃ τῆς ἀληθείας. Εἰ γάρ μηδέπω τῆς ψυχῆς ἑαλωκυίας ὑπ᾽ οὐδενός, ἔργον ἄν ἦν τό διατετηρῆσθαι ταύτην καθαράν• ὁπότε καί συνεσχέθη χαλκοῦ στερροτέροις ἅμμασι, τῆς πρός τά τῇδε πάθεσί τε καί νεύμασι πεδηθεῖσα πόσῳ μείζων ἐστίν ὁ ἀγών, ρῆξαι μέν τόν στερρόν τοῦτον δεσμόν, ἐλευθερωθῆναι δέ τῆς λατρείας τῆς ὕλης, καί τήν τῶν καλῶν ἕξιν κτήσασθαι;" Πῶς δέ; καί διά ποίου τρόπου ἡ ἐλευθερία τῶν αἰσθήσεων καί ἡ πρός τόν νοῦν ὑποταγή τούτων γίνεται; ἄκουσον.
Ὅταν βασιλεύς τις θέλῃ νά ὑποτάξῃ μετ᾽ εὐκολίας πόλιν τινά περιτετειχισμένην, ἀποστερεῖ τούς πολίτας πάντων τῶν τῆς ζωοτροφίας μέσων, καί δι᾽ αὐτῆς τῆς μεθόδου στενοχωρεῖ αὐτούς νά παραδοθῶσιν εἰς αὐτόν. Αὐτήν τήν ἰδίαν μέθοδον μεταχειρί ζεται καί ὁ νοῦς εἰς τά αἰσθητήρια• κόπτει ὀλίγον ἀπό παντός αἰσθητηρίου τάς συνηθι σμένας του σωματικάς καί ἀπολαυστικάς ἡδονάς, δέν συγχωρεῖ πλέον εἰς αὐτά νά ἀπολαύσωσιν αὐτῶν, καί τοιουτοτρόπως εὐκόλως καί εἰς ὀλίγον καιρόν, τά φέρει εἰς τήν ὑποταγήν του. Ἐν ὅσῳ δέ καιρῷ μεθοδεύεται ταύτην τήν ἐκκοπήν, αὐτός δέν ἵσταται ἀργός, ὄχι• ἀλλά λαμβάνων ἄνεσίν τινα καί ἐλευθερίαν ἀπό τῶν σωματικῶν, στρέφει εἰς τήν φυσικήν του νοεράν τροφήν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν• ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν• ἡ ἐργασία τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν• ἡ ἱερά προσευχή• οἱ λόγοι τῶν αἰσθητῶν καί νοητῶν κτισμάτων καί τά ἄλλα πνευματικά καί θεῖα νοήματα, τά εὑρισκόμενα εἰς τάς βίβλους τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί μάλιστα τῶν καλουμένων νηπτικῶν, ὁποῖαι εἶναι ἡ Φιλοκαλία, ὁ Εὐεργετινός, Ἰωάννης ὁ συγγραφεύς τῆς Κλίμακος, Συμεών ὁ νέος θεολόγος καί ἄλλαι...» (Ἀπό τό κεφ. Β' στό «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον» τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).
2. ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Κατά τήν Πατερικήν παράδοσιν καί διδασκαλίαν ἕξ (6) εἶναι οἱ κυριώτερες πηγές καί τόποι καί ὗλες ἀπό τίς ὁποῖες γεννῶνται καί ἐξαντλοῦνται οἱ τοῦ νοός ἡδονές.
α' - Ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θείου θελήματος.
β' - Ἡ κτῆσις τῶν θεουργῶν ἀρετῶν.
γ' - Οἱ λόγοι τῶν θείων γραφῶν.
δ' - Οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων.
ε' Οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας.
στ' - Ἡ θεωρία τῶν προσόντων καί τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ἀπ᾽ αὐτές μπορεῖ νά τραφῆ ἡ ψυχή καί νά χορτάση, νά ἱκανοποιηθῆ, νά ἀναπαυθῆ. Ὅποιος τίς δοκιμάση περιφρονεῖ τίς αἰσθητές ὡς ἀνόητες καί τιποτένιες.
Ἄς ἐξετάσωμε μέ συντομία μέ ποιό τρόπο ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει πεῖραν τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν:
Α' Ἡ πρώτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θείου θελήματος.
Ὁ πιστός ὀφείλει νά:
α' - Ἐργάζεται τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου.
Ποῖες εἶναι οἱ ἐντολές;
- Αὐτές τοῦ Δεκαλόγου.
- Αὐτές τοῦ Εὐαγγελίου.
Νά ἐργάζεται ΟΛΕΣ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ.
Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς... διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν.» (Ματθ. κη' 19).
Σχολιάζει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οὐχί τά μέν τηρεῖν, τῶν δέ ἄλλων ἀμελεῖν• ἀλλά τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Εἰ γάρ μή πάντα ἡμῖν πρός τόν τῆς σωτηρίας σκοπόν ἀναγκαῖα ἦν, οὔ δ᾽ ἄν ἐγράφησαν πᾶσαι αἱ ἐντολαί, οὔ δ᾽ ἄν φυλαχθῆναι ἀναγκαίως διηγορεύθησαν».
Νά ἐργάζεται τίς ἐντολές ἐξ ὑπακοῆς, εὐαρεστήσεως (γιά νά εὐχαριστήση) καί ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί ὄχι δι᾽ ἀνθρώπινον ἔπαινον ἤ δόξαν ἤ κοσμικόν σκοπόν.
Ἀλλά ὀφείλει καί:
β' - Νά τηρῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει τούς πιστούς: «νά διακρίνετε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τί εἶναι καλό (ἀγαθό), εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ' 2).
«Εἶναι ἀγαθόν»: Νά πράττη τό καλό, δι᾽ ἔργου, διά λόγου καί διά τοῦ νοός.
«Εἶναι εὐάρεστον»: Νά πράττη τό καλό, ἐπειδή τό θέλει καί ἀρέσει καί εὐχαριστεῖται ὁ Θεός καί ὄχι γιά ἄλλο σκοπό.
«Εἶναι καί τέλειον»: Νά πράττη τό καλόν ὁ πιστός μέ ὅλη τήν προθυμία καί τήν δύναμι καί τόν πόθο πού διαθέτει.
Ὁ ἱερός Θεοδώρητος ἑρμηνεύει:
«Πρῶτον οὖν σκόπει (ἐξέτασε) τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἰ ἀγαθόν, εἶθ᾽ ὅταν γνωρίσῃς, σκόπει εἰ καί εὐάρεστον. Πολλά γάρ ἀγαθά ὄντα, οὐκ εὐάρεστά εἰσιν ἤ παρά τόν καιρόν (συμβαίνοντα) ἤ παρά τό πρόσωπον (ἐκδηλούμενα)... ὅταν δέ γνωρίσῃς ὅτι εἶναι ἀγαθόν καί εὐάρεστον, σπούδασον ἵνα καί τέλειον ᾖ καί ἀνελλιπές, οὕτω γενόμενον ὡς ἀπαιτεῖται καί μή κολοβῶς».
Κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμα σκηνόν καί ὅλους τούς θεολόγους Πατέρες δύο εἶναι τά θελήματα τοῦ Θεοῦ: Τό προηγού μενον κατά τό ὁποῖο ὡς ἀγαθός θέλει τά ἀγαθά, καί τό ἑπόμενον κατά τό ὁποῖο ὡς δίκαιος ἐπιτρέπει νά ἔρχονται οἱ θλίψεις.
Ἡ ἁμαρτία οὔτε κατά τό προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται, οὔτε κατά τό ἑπόμενον! - «ἀλλά εἶναι γέννημα τῆς κακεντρε χοῦς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου» (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός).
Εἶναι ἀνάγκη νά ὑπομένουμε ὅλες τίς θλίψεις πού γεννῶνται εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, εἴτε ἐκ δαιμόνων, εἴτε ἐκ τῆς διεφθαρμένης φύσεως.
Τί ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος;
α' - Ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί ἀπό τήν ἐκπλήρωσι τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς θά ἀπολαύση ἡδονῆς καί ἡ καρδία θά λάβη χαράν.
Αὐτά θέλοντας νά φανερώση ὁ σοφός Σειράχ ἔλεγεν: «Οὐδέν κρεῖττον φόβου Κυρίου καί οὐδέν γλυκύτερον τοῦ προσέχειν ταῖς ἐντολαῖς Κυρίου» (κγ' 27).
β' - Ἀκόμη διά αὐτῶν (τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν καί ἐκτελέσεως τοῦ θείου θελήματος) ἀποκτᾶται ἀκατάγνωστος συνείδησις. Ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσχύνεται, δέν ἐντρέπεται, ἀλλά λαμβάνει καί παρρησίαν πρός τόν Θεόν.
«Ἐάν ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγινώσκῃ ἡμῶν (δέν μᾶς κατακρίνει), παρρησίαν ἔχομεν πρός τόν Θεόν» (Α' Ἰωάν. γ' 20).
«Τότε οὐ μή αἰσχυνθῶ, ἐν τῷ μέ ἐπιβλέπειν ἐπί πάσας τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. ριη' ).
γ' - Ὅποιος ἱερουργεῖ τίς θεουργές καί ζωοποιές ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὁμοιοῦται καί ἑνοῦται μ᾽ Αὐτόν πού ἔδωσε τίς ἐντολές.
«Ἡ πρός Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις ταῖς τῶν σεβασμιωτάτων ἐντολῶν ἀγαπήσε σι καί ἱερουργίαις μόνως τελεῖται».
Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή τρυφή καί ἀπό λαυσις διά τόν ἄνθρωπον: Νά πλησιάζη τόν Θεόν, νά Τοῦ ὁμοιάζη, καί νά ἑνοῦται μέ Αὐτόν.
Β'. Ἄλλη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ ἀπόκτησις ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ἄρρητον ἡδονή λαμβάνει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν κατακτᾶ μίαν-μίαν τίς ὑψηλές κορυφές τῶν ἀρετῶν. Ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν θεωρεῖται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες πλοῦτος πνευματικός, ὁ ὁποῖος οὔτε φθεί ρεται, οὔτε κλέπτεται, οὔτε χάνεται ἀλλά παραμένει εἰς τήν ψυχήν παντοτεινός καί ἀθάνατος.
Ὁ Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει τούς νέους νά ἀγωνίζωνται νά ἀποκτήσουν τίς ἀρετές λέγοντάς τους ὅτι ὅσα ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι σίγουροι ὅτι θά τά κατέχουν γιά πάντα, ἀλλά «μόνη δέ κτημά των ἡ ἀρετή ἀναφαίρετον καί ζῶντι καί τελευτήσαντι παραμένει».
Ὁ Χριστιανός ὀφείλει:
α'.- Νά ἀποκτήση πάσας τάς ἀρετάς. ΟΛΕΣ. Ὄχι μία ἤ δύο.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσορρήμων: «Ὥσπερ γάρ αἰσθήσεις ἡμῶν πέντε εἰσί καί πάσαις εἰς δέον κεχθῆσθαι δεῖ• οὕτω καί πάσαις ταῖς ἀρεταῖς. Ἐάν κάποιος σωφρονεῖ ἀλλ᾽ εἶναι ἀνελεήμων• ἤ ἐλεήμων ἀλλ᾽ εἶναι καί πλεονέκτης, ἤ δέν κλέπτει ἀλλά καί δέν δίδει ἀπό τά ἰδικά του, πάντα εἰκῆ (=ματαίως) γίνεται. Δέν ἀρκεῖ μία ἀρετή νά μᾶς ἀξιώση νά σταθοῦμε στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ μετά παρρησίας• ἀλλά μᾶς χρειάζεται ἡ πολλή καί ποικίλη καί παντοδαπή, ἡ ἀρετή ὅλη».
Λέγει καί ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «Οὐδεμία τῶν ἀρετῶν μόνη καθ᾽ ἑαυτήν ἀνοίγει τήν φυσικήν ἡμῶν θύραν, ἐάν μή πᾶσαι ἀλλήλων ἀκολούθως ἐξηρτῶνται».
β'. Ὁ Χριστιανός πού ἀποκτᾶ τίς ἀρετές ἀνεβαίνει εἰς τήν ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἡ ἀρετή εἶναι ἔργον Θεοῦ.
Χαροποιεῖ τόν νοῦν καί εὐφραίνει τήν καρδίαν ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν, διότι πρός τοῖς ἄλλοις πᾶσα ἀρετή καί ἐξαιρέτως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ προξενεῖ ἀκόμη γνῶσιν, φρόνησιν, σοφίαν καί ἀκολούθως κάμνει τούς ἔχοντες αὐτήν ἐναρέτους, φρονίμους, γνωστικούς καί σοφούς. Συγχρόνως ἡ ἀρετή κάνει τούς ἀνθρώπους ἐπαινετούς, εὐτυχεῖς, ζηλευτούς ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἀλλά καί πολλά ἀγαθά προκαλοῦν οἱ ἀρετές γιά τά ὁποῖα δέν ἀρκεῖ ὁ χρόνος νά ἀναφερθοῦν.
γ'. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά γνωρί ζουμε εἶναι ὅτι οἱ ἀρετές πρέπει νά κτῶνται κατά τάξιν.
Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν πρός Χίλωνα ἐπιστολή του ὅτι πρέπει νά κτώμεθα τίς ἀρετές κατά τάξιν μίαν-μίαν, δηλαδή ὄχι ὅλες μαζί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σχετικῶς: «Διανείμωμεν ἑαυτοῖς τάς ἀρετάς, καθάπερ τήν γεωργίαν οἱ γηπόνοι• ἐν τῷ μηνί τούτω κρατήσωμεν λοιδορίας, ὕβρεως ὀργῆς ἀδίκου, ἐν τῷ μηνί δέ τῷ ἄλλῳ τήν ἀνεξικακίαν ἑαυτούς παιδεύσωμεν• καί ἐν ἑτέρῳ ἄλλην ἀρετήν• καί ὅταν ἐν ἕξει ταύτης γενώμεθα τῆς ἀρετῆς ἐφ᾽ ἑτέραν ἔλθωμεν.»
Ὁ Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος μᾶς ἐξηγεῖ αὐτό πού ὅλοι μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἀρετές πρέπει νά ἀποκτῶνται κατά τάξιν καί κατά διαδοχήν μία μετά τήν ἄλλην καί ὄχι ὅλες μαζί διά νά μή γίνωνται βαριές καί δύσκολες. Ἀλλά πρέπει νά κατορθοῦνται μέ τήν σειρά γιά νά εἶναι καί ὠφέλιμες.
Οἱ ἀρετές εἶναι ποικίλες, διακρινόμενες ὅμως σέ δύο ὁμάδες - σωματικές καί ψυχικές - κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν.
Σωματικές εἶναι: ἐγκράτεια, νηστεία, πεῖνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὀρθοστασία, γονυκλι σία, ἀλουσία, ἐργόχειρο καί πᾶσα ἄλλη κακοπάθεια τοῦ σώματος.
Ψυχικές ἀρετές:
Οἱ γενικές: ἡ φρόνησις (ἡ διδάσκουσα τί πρέπει νά πράττης καί τί νά μή πράττης), ἡ σωφροσύνη (ἡ συγκρατοῦσα τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς), ἡ ἀνδρεία (ἡ ἀνθισταμένη στό διάβολο καί τήν ἁμαρτία) καί ἡ δικαιοσύνη (ἡ ἀποδίδουσα σέ κάθε μέρος τῆς ψυχῆς τά οἰκεῖα).
Ἐκ τούτων γεννῶνται: πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωσις, πραότης, μακροθυμία, ἀοργησία, γνῶσις θεία, τό εὔθυμον, ἡ ἁπλότης, ἡ ἀταραξία, ἡ ἀφιλαρ γυρία, καί πολλές ἄλλες.
Ἐξ ὅλων τούτων γεννᾶται χαρά καί εἰρήνη τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση μέ ὅλες τίς ἀπολαύσεις τοῦ σώματός του.
Γ'. Τρίτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή.
Εἰς τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς εὑρίσκεται ἄκρα ἀλήθεια, ἀπό τήν ὁποία φωτίζεται καί λαμπρύνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου• ὅστις ἐπειδή εἶναι νοῦς, ἀντικεί μενόν του ἔχει τήν ἀλήθειαν: «Ἀρχή τῶν λό γων σου ἀλήθεια» (Ψαλ. ριη').
α'. Τίς ἅγιες Γραφές πλημμυρίζει ἄκρα γλυκύτης καί χάρις ἡ ὁποία μέ μιά ἀποτε λεσματική δύναμη ἕλκει τίς καρδιές διότι εἶναι λόγος Θεοῦ.
«Τάδε λέγει ὁ Κύριος» (Ὀβδιού α' 1).
«Ἐγένετο λόγος Κυρίου» (Ἰωάν. α').
«Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί» (Β' Βασ. κγ' 2).
β'. Πηγή ἡδονῆς τοῦ νοός καί τῆς καρδίας εἶναι: Τό ὕψος τῆς θεολογίας, τό βάθος τῆς οἰκονομίας, τό πλάτος τῆς ὠφε λείας, καί τό μῆκος τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως, πού περιέχεται στίς Γραφές.
γ'. Οἱ πιστοί ὅταν μελετοῦν τήν Ἁγίαν Γραφήν «πρέπει νά πείθωνται καί ἐνδιαθέτως νά πιστεύωσιν ὅτι πάντα τά λόγια τοῦ Κυρίου τά ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς εὑρισκόμενα εἶναι πιστά, σύμφωνα, βέβαια καί ἀληθινά, καθώς γέγραπται: "Ἀρχή τῶν λόγων σου ἀλήθεια" (Ψαλμ. ριη' 160), καί πάλιν: "Τά λόγια Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα" (Ψαλμ. ιθ' 11). "Καί πισταί πᾶσαι αἱ ἐντολαί αὐτοῦ πεποιημέναι ἐν ἀληθείᾳ καί εὐθύτητι" (Ψαλμ. ρι' 7). "Γινέσθω γάρ", λέγει ὁ Παῦλος, "ὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δέ ἄνθρωπος ψεύστης" (Ρωμ. γ' 4). Καί ὅτι πρέπει οἱ τοιοῦτοι νά πείθωνται εἰς τάς ἁγίας Γραφάς μετά τοιαύτης ἁπλότητος, καθώς πείθονται τά τέκνα εἰς τούς γονεῖς, καί τά παιδιά εἰς τούς διδασκάλους των, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος: "Τῷ Χριστῷ, τῷ τά ρήματα τοῦ Πατρός ἡμῖν ἀπαγγείλαντι, ἀναγκαῖον πιστεύειν καί σωτήριον, ὡς τέκνα τοῖς γονεῦσι, καί παιδία τοῖς διδασκάλοις, κατά τήν αὐτήν τοῦ Κυρίου φωνήν, εἰπόντος: Ἐάν μή τις δέξηται τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν" (Ἐρωτ. ιδ' τοῦ περί Βαπτίσμ. β' λόγ.).
Ἐάν δέ τύχῃ νά ἀπαντήσωσιν εἰς τάς Γραφάς λόγον τινά ἤ νόημα, τό ὁποῖον κατά τό δοκοῦν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἀσύμφωνον ἤ καί ἐναντίον εἰς ἄλλα τῆς Γραφῆς ἤ καί εἰς τόν ὀρθόν λόγον, πρέπει οἱ τοιοῦτοι τότε κατά τόν ἴδιον Βασίλειον, ἤ νά ἀναγινώσκωσιν ὅλην τήν περικοπήν καί τά προηγούμενα καί ἑπόμενα ἐκείνου τοῦ λόγου, καί ἐκ τούτου νά εὑρίσκωσι τό ἀληθές νόημα ἤ ἐξ ἄλλων σαφεστέρων, ἐν ἄλλῳ τόπῳ εἰρημένων, νά μανθάνωσι τά ἀσαφέστερα• εἰδέ τέλος πάντων καί δέν εὑρίσκουσι λύσιν εἰς τό ἄπορον ὅπερ ἔχουσι, πρέπει, λέγει, κάλλιον νά κατηγορῶσι τόν ἑαυτόν των καί τήν ἀσθένειαν τοῦ νοός των, διότι δέν δύνανται νά τό ἐννοήσωσι, παρά νά αὐθαδιάζωσι καί νά λέγωσιν ὅτι οὐκ ὀρθῶς ἔχει τό λόγιον ἐκεῖνο τῆς Γραφῆς: "Περί δέ τῶν δοκούντων ἐναντίωσίν τινα ἔχειν, κρεῖττόν ἐστιν ἑαυτοῦ καταψηφίσασθαι, ὡς μήπω ἐλθόντος εἰς κατανόησιν τοῦ πλούτου τῆς σοφίας, καί ὅτι δύσκολον τῶν ἀνεξερευνήτων κριμάτων τοῦ Θεοῦ ἐφικέσθαι, ἤ ὑπόδικον γενέσθαι τῷ κρίματι τῆς θρασύτητος καί αὐθαδείας, καί ἀκοῦσαι: ἀσεβής ὁ λέγων βασιλεῖ παρανομεῖς (Ἰώβ λδ' 18)" (Ἐρωτ. ιδ' τοῦ περί Βαπτίσμ. β' λόγ.).»
δ'. Ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά ἀπολαμβάνωμε ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν ἀληθινήν καί πλήρη ἡδονήν ἄς προσπαθοῦμε νά ἀναγινώσκωμε αὐτές ὄχι μόνον διά ψιλῶν νοημάτων (μανθάνοντες τό νόημα τῶν Γραφῶν) ἀλλά καί δι᾽ ἔργων καί πραγμάτων.
Παραγγέλλει ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «τῆς θείας Γραφῆς τά ρήματα διά πράξεων ἀναγίνωσκε, καί μή πλατυλόγει ἐπί ψιλοῖς τοῖς νοήμασι φυσιούμενος».
Ἔτσι κάθε φορά πού διαβάζεις τήν Ἁγίαν Γραφήν, νά σκέπτεσαι ὅτι ὅσα ἐγράφησαν, ἐγράφησαν διά τήν διόρθωσίν σου καί ὄχι διά τήν διόρθωσιν ἄλλων.
«Ὁ ταπεινόφρων, καί ἔργον ἔχων πνευματικόν, ἀναγινώσκων τάς θείας Γραφάς, πάντα εἰς ἑαυτόν νοήσει καί οὐκ εἰς ἕτερον.»
ε'. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά μιμῆται τούς ὑπερκοσμίους Ἀγγέλους καί πᾶσαν τήν οὐράνιαν ἱεραρχίαν τῶν ἀσωμάτων νοῶν.
Αὐτοί δέν ἀμελοῦν νά πληροφοροῦνται τά θεῖα πράγματα καί ἀφοῦ μανθάνουν νά ζητοῦν τά ὑψηλότερα καί ὑπερφυέστερα μυστήρια καί νά ἐλλάμπωνται ἀπό τρανώ τερες ἐλλάμψεις περί Θεοῦ. Ἔτσι καί ἐμεῖς μέ μεγάλη ἐπιθυμία καί θεῖο πόθο πρέπει νά ἐπιζητοῦμεν νά μανθάνουμε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνῶσις αὐτή γεννᾶ εὐχαρίστησι καί χαρά στήν ψυχή.
Γι᾽ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ὑμῖν δίδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Δ'. Τέταρτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων τά ὁποῖα ὁ Θεός «ἐξ οὐκ ὄντων» διά μόνης τῆς θελήσεώς Του καί νοήσεώς Του ἐδημιούργησε.
α'. Μεγάλην ἡδονήν καί χαράν γεύεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀνακαλύπτει τό σκοπό τῶν δημιουργημάτων, τῶν αἰσθητῶν καί τῶν νοητῶν, ὅταν μαθαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούρ γησε ὅλην τήν νοητήν καί αἰσθητήν κτίσιν - τούς ἀγγέλους, τούς οὐρανούς, τούς φωστῆ ρες (τά ἄστρα), τά στοιχεῖα, τά φυτά, τά ἀναίσθητα ζῶα, τούς ἀνθρώπους μέ ἕνα Του λόγο.
Ὅλα αὐτά στοχαζόμενος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θαυμάζει καί ἐκπλήττεται.
Ἀναλόγως δέ τοῦ θαυμασμοῦ καί τῆς ἐκπλήξεως χαίρει ὁ νοῦς μέ ἀνυπέρβλητον χαράν, διότι ἔχει ἕνα τόσο μεγάλο, σοφό καί δυνατό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε μέ τόση εὐκολία, τέτοια ὡραῖα, τέτοια σοφά, τόσο μεγάλα καί θαυμαστά δημιουργήματα καί παρακινεῖται νά λέγει μαζί μέ τόν Δαυΐδ πρός τόν Θεόν: «Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης• θαυμάσια τά ἔργα Σου καί ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα» (Ψαλ. ρλη' 13).
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θεωρῶν τήν σοφίαν καί τήν τέχνην τοῦ Θεοῦ στήν κτίσι χαίρει καί χαίρων δοξάζει καί δοξάζων ὀνομάζει τόν Θέον τεχνίτην καί σοφόν:
ἐκ τῆς δυνάμεως Τόν ὀνομάζει, δυνατόν
ἐκ τής ἀγαθότητος, ἀγαθόν
καί οὕτω καθ᾽ ἑξῆς.
Οἱ λόγοι τῶν ὄντων προξενοῦν τήν ἕνωσιν τοῦ νοῦ μέ τόν Θεό ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης.
Εἶναι τά δῶρα τοῦ Θεοῦ γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε σφόδρα καί νά ἑλκυσθοῦμε πρός Αὐτόν, ἐπειδή εἴμαστε ἀτελεῖς καί ἀσθενεῖς. Μᾶς βοηθοῦν νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά αἰσθανθοῦμε εὐτυχία ἀπ᾽ αὐτή τήν γνῶσι.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας θά μᾶς ἐξηγήσουν τούς σκοπούς γιά τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐδημιούργησε ὅλα τά κτίσματά Του. Ἰδιαιτέ ρως μάλιστα ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὁ τρανώσας τήν φύσιν τῶν ὄντων». Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐξηγεῖ τούς λόγους τῶν νοη τῶν.
β'. Ὄχι μόνον ὁ νοῦς δοξάζει καί μεγαλύνει τόν Ποιητήν καί φιλόστοργον Πατέρα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐπειδή παρήγαγε τόσες χιλιάδες καί μυριάδες νοητῶν ἐμψύχων ἀψύχων, λογικῶν, ἀλόγων, κεκοσμη μένων μετά τόσης ποικιλίας οὐσιῶν, δυνάμε ων, ὀργάνων, ἐνεργειῶν, τελειοτήτων, ἀλλά καί πληρούμενος πανευφροσύνου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως δέν εὐχαριστεῖται νά Τόν δοξά ζει μόνος αὐτός, ἀλλά ὡς ἄρχων πάσης αἰσθη τῆς κτίσεως συναθροίζει ὅλα τά δημιουρ γήματα εἰς ἕνα χορόν παναρμόνιον διά νά δοξάζουν καί νά ὑμνολογοῦν τόν Ποιητήν.
«Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον, ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
«Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». (Ψαλ. ρν' 5).
γ'. Ἀλλά ὁ νοῦς χαίρει ἐξαιρέτως ὅταν θεωρῆ καί τήν ἰδικήν του δόξαν, ὅτι ὁ Θεός τόν ἐδημιούργησε βασιλέα τῆς κτίσεως. Αὐτός ἐτιμήθη καί ἐπλουτίσθη μέ περισσότερα χαρίσματα ἀπ᾽ ὅλα τά κτίσματα καί ἀπό αὐτούς τούς Ἀγγέλους.
Καθώς ταῦτα πάντα στοχαζόμενος ὁ διορατικός ἐκεῖνος νοῦς τοῦ προφήτου Δαβίδ, ἔλεγε περί τῆς μεγαλοπρεποῦς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου: «Δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ πρόβατα καί βόας ἁπάσας, ἔτι δέ καί τά κτήνη τοῦ πεδίου, τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τούς ἰχθύας τῆς θαλάσσης τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν» (Ψαλ. η' 6- 9).
Ε'. Πέμπτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας ἡ ὁποία εἶναι ἀνωτέρα καί ἀπό αὐτή τήν δημιουργία τῶν κτισμάτων.
α'. Χαράν, θαυμασμόν, ἀγαλλίασιν, ἔκπληξιν, σκιρτήματα καί πολλά ἄλλα εὐφρό συνα γεννῶνται εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν σκέπτεται τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας.
Τί δηλαδή;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλογισθῆ ποῖος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός:
Εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός.
Εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Εἶναι ὁ ἐπί Χερουβείμ δόξης ἐπαναπαυό μενος Θεός ὅπως Τόν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Εἶναι ὁ Υἱός ὁ ἀγαπητός - ὁ Ἐκλεκτός.
Εἶναι ὁ Σύνθρονος τοῦ οὐρανίου Πατρός - ὁ Συνάναρχος Λόγος.
Εἶναι ἡ Δημιουργική Αἰτία ἀλλά καί ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας τῶν πάντων «δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται τά σύμπαντα».
Εἶναι ὁ Νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης.
Εἶναι ἡ Πάρεδρος τοῦ Θεοῦ Σοφία καί Δύναμις.
Τό Φῶς τό ἀληθινόν.
Ἡ ζωή τοῦ κόσμου.
Ἡ μοναδική ὁδός.
Ὁ Ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰσχυρός Θεός.
Ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ὁ τῆς Μισθαποδοσίας Κύριος.
Ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος.
Ὁ Φίλος καί Ἀδελφός.
Ὁ Πατήρ καί ἡ Μήτηρ τῶν ἀνθρώπων.
Τό ἱμάτιον καί τό ἔνδυμά μας, ἡ τροφή καί τό ποτό μας. Ἡ τρυφή καί ἡ χαρά μας. Τά πάντα εἶναι.
Τί ἔκανε;
Αὐτός ἔλαβε τήν μορφή ἑνός ἀχρείου δούλου, ἑνός αἰχμαλώτου, ἑνός καταδίκου, ἑνός νεκροῦ, χάριν τοῦ ἀνθρώπου.
Διά νά τόν ἐλευθερώση, νά τόν ἀθωώση, νά τόν ἁγιάση, νά τόν ζωοποιήση, νά τόν ἀφθαρτίση, νά τόν ἐξυψώση, νά τόν υἱοθε τήση, νά τοῦ δώση κληρονομίαν αἰωνίων ἀγα θῶν, νά τόν θέση ἐπί τόν θρόνον Του, νά τόν θεώση, νά τόν ἀνεβάση πιό ψηλά καί ἀπό τούς Ἀγγέλους, νά τοῦ δώση τιμή καί ἀξία σ᾽ αὐτόν πού ἦταν ἄτιμος, νεκρός καί ἄδοξος.
Πῶς τό ἔκαμε;
«Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.»
Ταπεινούμενος ἕως ἐσχάτου.
Μετριάζων τήν μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητός Του.
Μακροθυμῶν - εὐεργετῶν, θεραπεύων, διδάσκων, ἀποθνήσκων.
Τοῦτο, ὁ θάνατός Του, ἐξέπληξε Ἀγγέ λους καί ἀνθρώπους, ἐτρόμαξε τούς δαίμονες καί τόν Ἅδην, διέλυσε τό βασίλειον τοῦ θανά του, ἀνέστησε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐδόξα σε τούς πρίν ἀτιμασμένους.
Ἔγινε ἀρχηγός καί χορηγός τῆς ἀκηρά του ζωῆς (ἀμόλυντης καί καθαρᾶς ζωῆς).
Ἐθανάτωσε τήν διεφθαρμένη φύσι τῶν ἀνθρώπων, πού κληρονομοῦν ἀπό τόν Ἀδάμ καί τούς ἔκτισε - μᾶς κτίζει - «καινούς» διά νά περιπατήσωμεν ἐν καινότητι ζωῆς.
Αὐτός ὁ Θεός τόσα κατόρθωσε, τόσα ἐπέτυχε μ᾽ ἕνα τρόπο θαυμαστό, ὑπερφυσικό, μυστικό, πού ἀποδεικνύει τό μεγαλεῖο, τήν ἀσύγκριτη σοφία Του, τήν ἀπροσμέτρητη δύναμί Του, τό κάλλος τῆς θείας μορφῆς Του.
Εἶναι δυνατόν ὅλα αὐτά νά τά στοχαζόμαστε καί νά μή γίνη ὁ νοῦς μας ἔξω ἑαυτοῦ ἐξ ἡδονῆς καί χαρᾶς;
Αὐτό τό μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας εἶναι άνώτερον καί ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τῶν τοῦ κόσμου. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Μεγίστην ἀπόδειξιν δυνάμεως ἔχει τό δυνηθῆναι Θεόν ἐν ἀνθρώπου φύσει γενέσθαι• οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις, καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές τῆς ἀνθρωπότητος συγκατάβασις» (Ἑρμην. εἰς τόν μδ' Ψαλμ.).
Ὁ δέ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης προσθέτει καί τήν αἰτίαν, ὅτι ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία ὑπερβαίνει τήν δημιουργίαν ὅλων τῶν κτισμάτων Του, ἐπειδή ἡ δημιουργία ἔγινε κατά φύσιν, ἡ σάρκωσις ὑπέρ φύσιν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰς τόν λόγον του εἰς τήν θείαν Γέννησιν τονίζει, «ὅτι ἡ συγκατάβασις αὕτη τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν προὐξένησεν εἰς αὐτόν καμμίαν ὕφεσιν καί ἐλάττωσιν, ἀλλά μάλιστα προσθήκην δόξης καί ὕψους μείζονος, ἐπειδή γάρ ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀνώτατος καί ὕψιστος πάντων, καί δέν ἔχει νά ἀναβῇ εἰς ἀνώτερον ὕψος καί δόξαν μεγαλυτέραν, οὐδαμόθεν ἄλλοθεν ἠδύνατο νά δοξασθῇ καί νά ὑψωθῇ, εἰμή ἀπό τῶν κάτω, ἤτοι ἀπό τό νά συγκαταβῇ καί νά συνταπεινωθῇ μετά τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων• δόξα γάρ τοῦ ὑψηλοῦ ἡ πρός τά ταπεινά συγκατάβασις• διά νά δείξῃ καί εἰς αὐτά, ἅτινα ἀπό τοῦ πόθου τοῦ ὕψους καί τῆς δόξης ἐφθάρησαν, ὁδόν ἀρίστης ὑψώσεως καί δόξης ἀληθοῦς τήν ταπείνωσιν. Ὅθεν ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου, τά βρεφικά του σπάργανα, ἡ ἐν φάτνῃ ἀνάκλησίς του, ὁ ταπεινότατος νιπτήρ τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν του, ὁ ἄτιμος θάνατος τοῦ σταυροῦ του, ἡ ἐν τάφῳ κατάθεσίς του, ἡ εἰς ἅδου κάθοδος, καί ἁπλῶς ὅλα τά ταπεινά ἔργα καί πάθη, ἅπερ ἐνήργησε καί ὑπέμεινεν ἐπί τῆς γῆς, εἶναι τόσον ἔνδοξα καί τόσον ὑψηλά, ὅσον δέν εἶναι ὑψηλός καί ἔνδοξος ὁ οὐρανός καί αἱ ἐν τῷ οὐρανῷ ὑπερκόσμιοι δυνάμεις.
β'. Τά τεσσαρα (4) προσόντα τοῦ Θεοῦ καί ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι ὅταν ὁ νοῦς σκεφθῆ τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτει:
- Ἄκραν ἀγαθότητα διαπιστώνων ὅτι ὁ Θεός δέν περιφρόνησε τό πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο, ἔστω καί ἄν ἐκεῖνο τόν περιφρόνησε πού Τόν παρήκουσε. Γι᾽ αὐτό ἄν καί τό συνέτριψε ὁ διάβολος, Ἐκεῖνος τό λυπήθηκε καί τό ἀνέπλασε.
- Ἄκραν σοφίαν ὅταν ἀναλογίζεται ποῖον τρόπον ἐπενόησε ὁ Θεός διά τήν θεραπείαν τοῦ πλάσματος.
- Ἄκραν δικαιοσύνην καθότι δέν ἔσωσε τούς ἀνθρώπους τυραννικῶς ἄν καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ μέ τήν θέλησί τους ἀπό τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Τούς ἐβοήθησε νά θελήσουν τήν σωτηρία τους.
- Καί ἄκραν δύναμιν ὅτι ἐτελείωσε τό ἔργο Του ὁ Θεός χωρίς καμμίαν ἔλλειψιν ἤ ἀδυναμίαν. Κανένα ἐλάττωμα δέν μειώνει τήν θείαν φροντίδα γιά τήν σωτηρία μας.
Καί κάτι ἄλλο ἀκόμα μᾶς διδάσκει ὁ Θεοφόρος ἅγιος Πατέρας Μάξιμος ὁ Ὁμολο γητής, τό ὁποῖο μᾶς ἀφήνει ἔκπληκτους καί αὐξάνει τήν χαρά μας καί τόν θαυμασμό μας: Πῶς τό μυστήριον τῆς σαρκώσεως εἶναι τό τέλος, ὁ σκοπός, διά τόν ὁποῖον ὅλα τά κτίσματα νοητά καί αἰσθητά προωρίσθησαν καί ἐκτίσθησαν.
«Τοῦτό ἐστι τό μέγα καί ἀπόκρυφον μυστήριον• τοῦτό ἐστι τό μακάριον, διό τά πάντα συνέστησαν, τέλος τοῦτό ἐστι ὁ τῆς ἀρχῆς (αἰτίας) τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντές φαμεν προεπι νοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν τά πάντα αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα». (Λῦσις Ξ' τῶν ἀποριῶν.)
(Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίες. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων πέρας καθ᾽ ὅ εἰς τόν Θεόν ἡ τῶν ὑπ᾽ ἑαυτοῦ πεποιημένων ἐστί ἀνακεφα λαίωσις.)
γ'. Οἱ Ἄγγελοι ἔμαθον τήν πολυποίκιλον σοφίαν τοῦ Θεοῦ.
Καί πολλά ἄλλα - εἰς τούς αἰῶνες - θά μπορούσαμε νά μανθάνωμεν καί νά κατανο οῦμεν γιά τό μέγα τοῦτο μυστήριον χωρίς νά ἐξαντλῆται ἡ γνῶσις. Ὅμως λόγῳ συντομίας μόνο τοῦτο: Εἰς τό μυστήριον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως οἱ Ἄγγελοι ἔμαθον τήν πολυποίκιλον σοφία τοῦ Θεοῦ διά τήν Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν πρότερον δέν ἐγί νωσκον.
«Ἵνα γνωρισθῆ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διά τῆς Ἐκ κλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ' 10).
Δι᾽ αὐτό τιμοῦμε τό μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς πίστεως. Ὅσο τό γνωρίζουμε τόσο πληροῦται ὁ νοῦς χαρᾶς ἀνεκλαλήτου, ἡδονῆς δεδοξασμένης ὅτι «τοσοῦτον ἠγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλυται».
ΣΤ'. Ἕκτη καί τελευταία πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν τοῦ νοός εἶναι ἡ θεωρία τῶν ἀρετῶν τοῦ Θεοῦ.
α'. Ἡ Ἁγία Γραφή τά προσόντα τοῦ Θεοῦ τά ὀνομάζει ἀρετές.
Οἱ δέ παλαιότεροι θεολόγοι καί ἅγιοι, τά ὀνομάζουν φυσικά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί φυσικές καί οὐσιώδεις δυνάμεις τοῦ Θεοῦ καί ἀκτίστους ἐνέργειες.
Ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τόν Λόγον περί πίστεως προσκαλεῖ καί παροτρύνει τούς ἀνθρώπους νά ἀνέβουν διά τοῦ νοός των εἰς Αὐτόν τόν Θεόν καί νά θεωρήσουν τήν δόξαν Του καί τίς ἄλλες τελειότητές Του.
Ἀναβαίνων λοιπόν ὁ νοῦς ἐπάνω ἀπό τῆς ὑδρογείου ταύτης σφαίρας, διασχίζων τόν ἀέρα, ὑπερβαίνων τόν αἰθέρα, διαπερῶν τούς φωστῆρας καί πλανήτας καί ὅλην τήν πολύαστρον σφαῖραν, ὑπεραναβάς δέ καί αὐτάς τάς ἀγγελικάς καί ὑπερκοσμίους δυνάμεις, καί ἔξω παντός τοῦ αἰσθητοῦ καί νοητοῦ κόσμου ἐκβαίνων, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν περί τόν κόσμον πνευματικῶν καί ἀφῃρημένων λόγων ἔξω γενόμενος, θεωρεῖ τήν ἀσύγχυτον Μονάδα καί ἀδιαίρετον Τριάδα• τό πρῶτον καί καθαρώτατον καί ἁπλούστατον ΟΝ• τήν ἀρχήν τῶν ἀρχῶν καί αἰτίαν τῶν αἰτιῶν• τό ὑπερανῳκισμένον καί κρύφιον ΕΝ• τόν ἕνα ὄντα καί τρία, ΘΕΟΝ• θεωρεῖ δέ αὐτόν, οὐχί σχετικῶς μόνον ὡς δημιουργόν, κτίστιν καί ποιητικόν αἴτιον τοῦ παντός• ἀλλά μᾶλλον ἀσχέτως καί ἀπολύτως καί καθ᾽ ἑαυτόν, «ὡς φύσιν καί οὐσίαν ἑστῶσαν, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἄπειρον, ἄναρχον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον, ἀδιαίρετον, ἀθάνατον, φῶς ἀπρόσιτον, δύναμιν ἄφατον, μέγεθος ἀπεριόριστον, δόξαν ὑπεραστράπτου σαν, ἀγαθότητα ἐπιθυμητήν, κάλλος ἀμήχα νον, σφοδρῶς μέν καθαπτόμενον τῆς τετρω μένης ψυχῆς, λόγῳ δέ δηλωθῆναι ἀδύνατον». Καί ἁπλῶς εἰπεῖν, θεωρεῖ ὁ νοῦς διά τῶν ἀτρεμῶν καί νοερῶν καί ὀξυδερκεστάτων αὐτοῦ ὀμμάτων, ὡς ὑπερούσιον μέν ἥλιον τόν Θεόν, ὡς φυσικάς δέ καί οὐσιώδεις ἀκτίνας ἀποπάλλοντα, ἤτοι ἀποσπινθηρίζοντα, τάς συναϊδίους αὐτοῦ τελειότητας καί τά μυριόλεκτα καί ἄκτιστα αὐτοῦ προσόντα καί φυσικά ἰδιώματα.
Τότε θεωρεῖ τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς δέν γεύεται τήν χαρά, ἀλλά γίνεται χαρά: κολυμπᾶ μέσα σ᾽ ἕνα ὠκεανόν ἀγαλ λιάσεως.
Θεωρεῖ: - Τό ἄναρχον καί ἀτελεύτητον τοῦ Θεοῦ.
- Τό ἀπεριόριστον καί τήν πανταχοῦ παρουσία Του.
- Τήν παντοδυναμίαν καί τήν μεγαλωσύνην Του.
- Τήν πανσοφίαν καί τήν φιλανθρωπία Του.
- Τήν δικαιοσύνην καί τήν ταπείνωσίν Του.
- Τήν ἀγαθότητα καί τήν κρίσιν Του.
- Τήν μακαριότητα καί τήν ἁγιότητά Του.
Καί ἀκόμα χαίρει ὅταν γευθῆ, δοκιμάση, λάβῃ γεῦσιν τῶν ἀρετῶν Του, διότι ὁ Θεός μεταδίδει ἀπό τά ἀγαθά Του στά ὄντα.
Τότε κατά τόν Ἅγιον Ἰ. Χρυσόστομον: «Καί ἐρωτοληπτεῖται ὁ Νοῦς• καί πάσχει θάμβος ὑπέρ ἔννοιαν καί σκιρτᾷ τῇ καρδίᾳ καί χορεύει τῷ πνεύματι• καί παιᾶνας ἱστᾷ• τοῦτο ἡδονήν κυρίαν, τοῦτο γλυκασμόν, τοῦτο πλήρωσιν πόθου κρίνων, τήν ἐν τῷ Θεῷ αὑτοῦ θεωρίαν καί ἀγαλλίασιν. Καί ἐξομολογεῖται εἰς τόν Θεόν: "Εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί" (τοῦ θ' Ψαλμ.). Τί δέ ἐστιν εὐφρανθήσομαι ἐν σοί; τοιοῦτον, φησίν, ἔχων Δεσπότην• τοῦτό μοι ἡδονή, τοῦτό μοι ἀγαλλίασις• εἴτις εἶδε ταύτην τήν ἡδονήν ὡς εἰδέναι χρή, ἑτέρας ἡδονῆς οὐκ αἰσθάνεται• τοῦτο γάρ ἡδονή κυρίως• ὡς τά γε ἄλλα πάντα ὀνόματα μόνον ἐστίν ἡδονῆς• αὕτη τόν ἄνθρωπον μετάρσιον ἐργάζεται• αὕτη τοῦ σώματος ἀπαλλάττει τήν ψυχήν• αὕτη πρός οὐρανόν πτεροῖ• αὕτη τῶν βιωτικῶν ὑψηλότερον ποιεῖ• αὕτη κακίας ἀπαλλάττει».
Ἀλλά κορυφαία ἡδονή καί γλυκυτέρα ἀπόλαυσις διά τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θεωρία τοῦ θείου φωτός καί τοῦ θεϊκοῦ κάλλους. Αὐτή «εἶναι ἡ γλυκυτέρα καί ἡ ποθεινοτέρα, ὅλων τῶν ἄλλων τοῦ Θεοῦ προσόντων τε καί τελειοτήτων, καί τιτρώσκει καί πληγώνει, καί διατρυπᾷ τήν καρδίαν τῶν ἐραστῶν μέ τόξα καί βέλη, καί κέντρα δριμύτατα τοῦ πρός Θεόν πόθου, καί τοῦ παντοκρατορικοῦ ἔρωτος, καί τῆς θείας ἀγάπης• καί ἡ ἀφορμή εἶναι, διότι καθώς τό αἰσθητόν τοῦτο φῶς τοῦ ἡλίου, διαφάνειαν καί λαμπρότητα παρέχον εἰς τούς σωματι κούς ὀφθαλμούς, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι᾽ αὐτοῦ ὅλα τά ἐν τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ ὁρατά κτίσματα• οὔτω καί τό νοητόν φῶς τοῦ ὑπερουσίου ἡλίου, νοεράν ἔλλαμψιν καί διαφάνειαν εἰς τούς ψυχικούς ὀφθαλμούς χαριζόμενον, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι᾽ αὐτοῦ καί νά θεωρήσωσιν ὅλας τάς ἄλλας τοῦ Θεοῦ τελειότητας, καί πάντα τά ἐν τῷ νοερῷ κόσμῳ μακάρια θεάματα καί μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.»
3. ΝΕΚΡΩΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Ἀναφέρθηκαν οἱ πνευματικές ἡδονές τίς ὁποῖες ὁ νοῦς μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει καί νά ἐντρυφᾶ σ᾽ αὐτές.
α'. Ὁ Ἀπ. Παῦλος πού γεύθηκε ὅλα αὐτά ἔκρινε καί ἀπεκάλεσε σκύβαλα τίς αἰσθητές ἠδονές. Ὅποιος γευθῆ τόν Χριστόν περιφρονεῖ ὅλες τίς ἄλλες ἠδονές καί ἀπολαύσεις.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει: «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ, ὁ δέ ἐκείνων ἄγευστος, ἐπί προσκαίροις ἀγάλλεται». (Λόγ. στ' κεφ. 15).
Ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος: «Σημεῖον ὅτι σχολάζει ὁ νοῦς περί τά νοητά, τό πάντων περιφρονεῖν τῶν τήν αἴσθησιν σαινόντων». (Σαίνω=κολακεύω - καλοπιάνω.)
β'. Ὅταν ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει τίς πνευματικές ἡδονές μισοῦνται οἱ αἰσθητές ἀλλά καί τά αἰσθητήρια καί τό ἐπιθυμητικόν μέρος τῆς ψυχῆς ἀπρακτοῦν καί κοιμίζονται.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ: «Ἡ ζωή ἐν Θεῷ ἡ κατάπτωσις τῶν αἰσθήσεών ἐστι• ὅτε δέ ζήσει ἡ καρδία, καταπίπτουσι αἱ αἰσθήσεις» (Λογ. σγ' κεφ. 438).
Τά ἴδια ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Διά τήν τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν θεωρίαν πάρετός ἐστιν ὁ τοῦ σώματος ὀφθαλμός, πρός οὐδέν τῶν παρ᾽ αὐτοῦ ὑποδεικνυμένων τῆς τελειοτέρας ψυχῆς καθελκομένης, διά τό μόνα βλέπειν τῇ διανοίᾳ τά τῶν ὁρατῶν ὑπερκείμενα• οὕτω καί ἡ ἀκοή νεκρά τις καί ἀνενέργητος γίνεται πρός τά ὑπέρ λόγον τῆς ψυχῆς ἀσχολουμένης• τάς δέ κτηνωδεστέρας τῶν αἰσθήσεων, οὔτε λέγειν ἄξιον• οὕτω πόρρωθεν, καθάπερ νεκρώδης δυσωδία τῆς ψυχῆς ἀπορρίπτονται, ἥ τε ρινηλατοῦσα τάς ὀσμάς ὄσφρησις καί ἡ τῇ λατρείᾳ τῆς κοιλίας προσκαθημένη γεῦσις καί ἡ ἀφή πρός τούτους, τό ἀνδραποδῶδες καί τυφλόν αἰσθητήριον, ὅ τάχα διά τούς τυφλούς μόνον ἡ φύσις ἐποίησεν• ὤν πάντων, ὥσπερ ἐν ὕπνῳ τινί δι᾽ ἀπραξίαν κεκρατημένων, καθαρά τῆς καρδίας ἐστίν ἡ ἐνέργεια καί περί τό ἄνω βλέπει ὁ λογισμός, ἀπεριήχητος μένων ἐκ τῆς αἰσθητῆς κινήσεως καί ἀθόλωτος» (Ὁμιλ. εἰς τό ᾎσμα, τόμ. α').
γ'. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει καί ἐντρυφᾶ εἰς τίς πνευματικές ἡδονές, μισοῦνται οἱ αἰσθητές, ἀποκοιμίζονται οἱ αἰσθήσεις διά τά αἰσθητά, καί τό σῶμα μέ τίς αἰσθήσεις ἀπολαμβάνουν τά πνευματικά καί στήν παροῦσα καί τή μέλλουσα ζωή.
«Ἐκ τῶν πνευματικῶν λοιπόν αὐτῶν ἡδονῶν τοῦ νοός, τῶν ὁποίων αἱ αἰσθήσεις ἀπολαμβάνουσι καί ὅλον τό σῶμα, ἔσωθεν καί ἔξωθεν λεπτύνεται, βελτιοῦται, ὡραΐζεται, ἐνδυναμοῦται καί μετασκευάζεται πρός τό πνευματικώτερον• καί διά τοῦτο, οὔτε τροφήν σωματικήν χρειάζεται διά νά τραφῇ, οὔτε ὕπνον διά νά κοιμηθῇ, οὔτε κόπον ὅλως αἰσθάνεται• διότι τρέφεται καί ἀναπαύεται καί εὐπαθεῖ διά θείας τροφῆς καί ἀναπαύσεως καί εὐπάθειας, καθώς τά παραδείγματα εἶναι πεπληθυσμένα εἰς χιλιάδας ἐν τῇ παλαιᾷ Γραφῇ καί ἐν τῇ νέᾳ χάριτι τοῦ Εὐαγγελίου. Οὕτω ὁ Μωϋσῆς δύο τεσσαρακοντάδας ὁλοκλήρους ἡμερῶν καί νυκτῶν διεπέρασεν ἐπάνω εἰς τό ὅρος Σινᾶ, χωρίς νά φάγῃ τελείως ἤ νά πίῃ, χωρίς νά κοιμηθῇ καί χωρίς ν᾽ ἀναπαυθῇ• οὕτω ὁ Ἠλίας ἐν τῇ δυνάμει τῆς τροφῆς ἐκείνης τῆς ὑπό ἀγγέλου δοθείσης, ἄσιτος διεπέρασε τεσσαράκοντα ἡμέρας καί νύκτας• οὕτω ὁ μέγας ὅσιος Παΐσιος, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ Θεοῦ καί Μελέτιος ὁ ὁμολογητής, πολλάς τεσσαρακοντάδας ἡμε ρῶν διῆλθον νήστεις• οὕτω ὁ Χρυσόστομος τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνας τροφήν αἰσθητήν ὅλως οὐκ ἔφαγε• καί Συμεών ὁ Στυλίτης χρόνους ὁλοκλήρους διεπέρασε τροφῆς ἀνθρωπίνης μή γευσάμενος• καί ἄλλοι πάμπολ λοι, τῶν ὁποίων καί νά ἀναφέρῃ τις καί αὐτά μόνα τά ὀνόματα εἶναι ὀχληρόν. Πάντες γάρ οὗτοι διά τῆς ἀπολαύσεως τῶν θείων καί πνευματικῶν τοῦ νοός ἡδονῶν ἔλαβον ἐντεῦ θεν ὡς ἐν ἀρραβῶνος μέρει, τήν εὐδαιμονίαν ἐκείνην καί μακαριότητα, ἥν θά ἀπολαύσωσιν ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ὅταν τό σῶμα θά γίνῃ ἀνώτερον τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν, χωρίς νά χρειάζηται τροφάς, ἤ ἐνδύματα• ἐπειδή καί Θεός ἔχει νά γίνῃ εἰς αὐτό, καί τροφή καί ποτόν καί ἔνδυμα καί φῶς καί ὅ,τι ἄλλο, καθώς λέγει ὁ Παῦλος• "Ἴνα ᾖ ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσι" (Α' Κορ. ιε')».
Ἐκοπίασαν πολύ - καί κοπιάζουν - Ἀρχαῖοι καί Νέοι Φιλόσοφοι νά εὕρουν εἰς ποῖα πράγματα συνίσταται ἡ εὐδαιμονία καί ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά ματαίως.
Δέν ἠδυνήθησαν - ἀπεπλανήθησαν.
Ὅσα ἐδῶ ἐλέχθησαν νομοθετοῦν καί συνιστοῦν εὐδαιμονίαν ἀληθινήν, λογικήν, Εὐαγγελικήν καί παντοτινήν. Ὅποιος ἔχει τέτοια εὐτυχία ἀπό τήν παροῦσα ζωή δέν θά τήν στερηθῇ οὔτε μέ τόν θάνατο. Μᾶλλον τελειότερον θά τήν ἀπολαύση.
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Καισαριανῆς, Βύρωνος και Ὑμηττοῦ
κ. ΔΑΝΙΗΛ
ά ζητήματα ἤ τά προβλήματα πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπον εἶναι δύο εἰδῶν κατά τήν γνώμη τῶν ἁγίων Πατέρων. Μερικά ζητήματα εἶναι ἐποχιακά καί γι᾽ αὐτό ἐφήμερα. Ὅσο κι ἄν φαίνονται μεγάλα, δύσκολα, ἐπείγοντα καί καυτά, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀλλοιώνονται, ὑποβαθμίζονται, χάνουν τήν ἐπικαιρότητά τους καί τελικά παύουν νά ὑφίστανται καί ἀφανίζονται ἀπό τήν συνείδησι.
Ὑπάρχουν ὅμως καί μερικά ἄλλα πού ξεπερνοῦν τό χρόνο. Εἶναι πάντα ἐπίκαιρα, πάντα ἐπείγοντα καί πιεστικά, πάντα ζωντανά γιά τόν ἄνθρωπο. Τά πρῶτα ἀνάγονται στήν περιφέρεια τῆς ὑπάρξεώς του. Τά δεύτερα στό κέντρο. Τά πρῶτα εἶναι ἐπιδερμικά, ἐπιφανειακά, ἐπιπόλαια, παροδικά. Τά δεύτερα εἶναι μόνιμα, χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο καί ἀναφέρονται στήν ἴδια τήν φύσι του.
Αὐτά τά αἰώνια ἀνθρωπολογικά προβλήματα ἀναδύονται πάντα μέ τήν ἴδια δύναμι στή συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσκοῦν τήν ἴδια ἀφόρητη πίεσι ἐπάνω της ζητῶντας ἐπίμονα καί λύσι. Τό αἴτημα νά δοθῆ λύσι σ᾽ αὐτά τά προβλήματα εἶναι προσωπικό. Ὁ καθένας ὀφείλει νά τά λύση γιά τόν ἑαυτό του.
Ἕνα τέτοιο καθολικό ὑπαρξιακό πρόβλημα εἶναι: οἱ ΗΔΟΝΕΣ. Ἀφ᾽ ἑνός οἱ αἰσθητές καί ἀφ᾽ ἑτέρου οἱ πνευματικές. Οἱ αἰσθητές ἡδονές εἶναι αὐτές πού γευόμαστε μέ τίς πέντε αἰσθήσεις, διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πνευματικές ἡδονές εἶναι αὐτές πού τρέφουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτές πού τρέφουν τίς νοερές οὐσίες τῶν ἀσωμάτων. Εἶναι αὐτές πού θά κάνουν εὐτυχισμένο τόν ἄνθρωπο εἰς τήν αἰωνιότητα.
Γιά τίς αἰσθητές ἡδονές ἔχετε ἀκούσει, τίς ἔχετε γευθεῖ, ἔχετε ἐμπειρία. Τώρα θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς πνευματικές ἡδονές. Θέλω νά ἐπισημάνω, ὅτι ὅλα ὅσα θά ἀκολουθήσουν εἶναι ἀπό τά πιό ὑπέροχα κεφάλαια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔλεγε: «σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις». Δηλαδή: γι᾽ αὐτά τά θέματα ὁμολογοῦμε σέ τελείους ἀνθρώπους πού εἶναι οἱ Χριστιανοί καί ἔχουν τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά κατανοοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
1. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Πρίν ἀναφερθῶ στίς πνευματικές ἡδονές νομίζω ὅτι ὀφείλω νά ἀναφερθῶ στήν κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου καί στίς δυνατότητές του, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε τό θέμα περί τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν.
α'. Πῶς κατασκευάσθηκε ὁ ἄνθρωπος.
«Τί ἐστιν ἄνθρωπος;» (Ψαλμ. κ' 5)
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντᾶ ἡ θεία Ἀποκάλυψις τήν ὁποία ἑρμηνεύει αὐθεντικά ἡ Πατερική διδασκαλία. Σύμφωνα μ᾽ αὐτή: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν (ὕπαρξις), στό ὁποῖο «ψυχή λογική συνέζευκται σώματι γῆθεν μέν τήν ὕπαρξιν ἔχοντι καί πρός τά κάτω βρίθοντι» (Θεοδώρου Ἐδέσσης: Θεωρητικόν, Φ, Α, 329, 26 ἑξῆς). Ἔχομε δύο συστατικά στόν ἄνθρωπο: ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεικτόν ζῶον».
Ὁ νοῦς εἶναι ὁ Ἡγεμών, ὁ Κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς ἔχει τρεῖς ἰδιαίτερες δυνάμεις γιά νά ἐκτελεῖ τό ἔργο του καί τήν ἀποστολή του: τήν νοεράν, τήν λογικήν, καί τήν θελητικήν. Κατ᾽ ἐξαίρετον τρόπον τῆς μέν νοερᾶς του ἐνεργείας ὄργανον ἔχει τόν ἐγκέφαλον, τῆς δέ λογιστικῆς καί θελητικῆς ἐνεργείας του καί δυνάμεως ἔχει τήν καρδίαν.
Ὁ Θεός ἔδωσε μία ἱκανότητα στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νά βλέπη καί νά θεωρῆ τόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ κεντρικός σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀκριβῶς, λέγουν οἱ Πατέρες, ἦταν ἡ μακαριότητα τῶν Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο: νά βλέπουν τό Πάνσοφο, τό Πάντερπνο, τό Παμπόθητο Πρόσωπο τοῦ Ἀοράτου καί Ὁρατοῦ, τοῦ Ἀπροσίτου καί Προσιτοῦ καί μεθεκτοῦ Δημιουργοῦ τους.
Πρόσωπο Θεοῦ εἶναι καί ἡ ἀόρατη καί ἀπροσπέλαστη οὐσία τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπο εἶναι καί οἱ ἄκτιστες προσιτές θεῖες ἐνέργειες.
Ὁ νοῦς ὅμως δέν θεωρεῖ μόνο τόν Θεόν, θεωρεῖ καί τά πράγματα καί τά πρόσωπα μέ τίς αἰσθήσεις ἤ μέ τήν φαντασία ἤ μέ τά νοήματα. Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ νοῦ ἀνάμεσα στά αἰσθητά τόν κάνει αἰσθητόν, ἤ αἰθησιακόν ἤ φιλήδονον, ἤ φιλάργυρον, ἤ φιλόδοξον, ἤ σαρκολατρικόν, ἤ τεχνολογικόν, ἤ παχυλόν, ἤ κτηνώδη, ἤ δαιμονειώδη.
Τό κάθε συστατικό τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ κατά τήν φύσι του χωρίς νά διασπᾶται ἡ ἑνότητά του. Τό ὑλικό σῶμα «ἐφίεται» τείνει καί προσκλίνει πρός τά ὅμοιά του ὑλικά στοιχεῖα «βρίθει πρός τά κάτω». Τά γήϊνα τοῦ εἶναι «προσφυῆ» καί «ἐράσμια», τοῦ ταιριάζουν καί τοῦ εἶναι ἀγαπητά γιά τήν ζωϊκή του φύσι.
Ἀντίθετα, γιά τήν νοερά καί πνευματική ψυχή - ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι «νοερά οὐσία» - ποθητά, ἐφετά, ἐράσμια καί «ὀρεκτά» εἶναι τά ἀντίστοιχά τους «νοητά». Καί πρός αὐτά τείνει καί αὐτά λαχταράει νά πετύχη καί νά ἀπολαύση. Μέσα στήν ψυχή τοποθετήθηκε ὁ θεῖος ἔρως, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό. Ὁ «θεῖος ἔρως» θά ἔκανε τόν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο. Γι᾽ αὐτό ὀνομάζεται «μακάριο πάθος». Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατασκευάσθηκε ὥστε μέ τόν «θεῖον ἔρωτα» νά μπορεῖ νά ἀγκαλιάση τόν Θεό.
Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἀκόμα καί ὅλα τά καλά τοῦ βίου ἄν ἐπιτύχουμε, δέν ὑπάρχει κανένας κορεσμός, τίποτε πού νά σταματᾶ τήν ἐπιθυμία, ἀλλά διψοῦμε συνεχῶς σάν νά μή ἀπολαύσαμε τίποτε, ἀπ᾽ ὅσα ἐπιθυμούσαμε. Διότι ἡ δίψα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν χρειάζεται κάποιο ἀστείρευτο νερό.
Πῶς μπορεῖ λοιπόν ὁ πεπερασμένος αὐτός κόσμος νά ἀρκέσει γιά κάτι τέτοιο; Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ὑπαινίσσεται ὁ Κύριος πρός τήν Σαμαρείτιδα λέγοντάς της: «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν• ὅς δ᾽ ἄν πίη ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήση εἰς τόν αἰώνα» (Ἰωάν. δ' 13-14). Αὐτό τό νερό καταπαύει τήν ἐπιθυμία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Οἱ αἰσθητές ἡδονές θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιοῦνται γιά νά ἀνάπτεται ὁ «θεῖος ἔρως» καί νά «θεοῦται» ὁ ἄνθρωπος.
β'. Ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τά αἰσθητά.
Ἡ πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου εἰς τόν Παράδεισον ἐκτός τῶν ἄλλων καταστροφῶν προκάλεσε καί αὐτή: ὑπεδούλωσε τόν νοῦν εἰς τίς αἰσθητές ἡδονές καί τοῦ ἐστέρησε τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἰδού πῶς: Ἀφ᾽ ὅτου γεννηθῆ ὁ ἄνθρωπος καί καθ᾽ ὅλην τήν παιδικήν ἡλικίαν ὁ ἡγεμών νοῦς, ὁ κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου, εὑρίσκεται ἀποκοιμισμένος καί ἀγόμενος ὑπό τῶν πέντε αἰσθήσεων. Αὐτές τρέφουν τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἡδονικές ἀπολαύσεις τοῦ σώματος. Ἔτσι ὑποδουλώνεται ὁ ἄνθρωπος στά πάθη. Ἄν κάποτε ὅμως ὁ «νοῦς» ζητήση νά ἀναλάβη τήν διακυβέρνηση, τότε φαίνεται ἡ δύναμις τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν.
Καί ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Τά πάθη κρατοῦντα τοῦ λόγου, μορφοῦσι τάς αἰσθήσεις πρός ἁμαρτίαν», ποῖος ἔπειτα, πές μου, δύναται εὐκόλως νά τά χαλινώσῃ;
- Ἀφοῦ π.χ. οἱ ἀμφιβληστροειδεῖς χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν συνηθίσουν νά βλέπουν ἐμπαθῶς τά ὄμορφα καί ὡραῖα κάλλη τῶν ἐμψύχων σωμάτων,
- ἀφοῦ οἱ τυμπανίσκοι τῶν ὤτων γλυκανθοῦν εἰς τίς γλυκειές φωνές τῶν μελῶν (τραγουδιῶν),
- ἀφοῦ τό σινοειδές καλούμενον καί τετριχωμένον αἰσθητήριον τῆς ὀσφρήσεως ἡδυνθῆ εἰς τίς εὐωδίες τῶν μύρων καί ἀρωμάτων,
- καί τό στόμα συνηθίση εἰς τήν γεύσιν τῶν νοστίμων χυμῶν καί βρωμάτων,
- καί ἡ ἁφή χρονίση εἰς τήν ἀνάπαυσιν.
Ποῖος ὕστερα, παρακαλῶ... καί ἄν ἀκόμα εἶναι διαλεκτικότατος καί ρητορικώ τατος νά τά πείση τά αἰσθητήρια πώς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπήλαυσαν δέν εἶναι ἀληθινή καί λογική ἡδονή, ἀλλά ἀντιθέτως ὅλα αὐτά εἶναι ζωώδης, ἄλογος καί προσωρινή ἡδονή;
Ποῖος θά μπορέση νά ἀποστομώση τά αἰσθητήρια καί νά τά πείση, γιατί αὐτά ἀντιλέγουν καί φιλονεικοῦν καί δέν ὑπακού ουν, ὅτι ἡ ἡδονή πού ἐδοκίμασαν δέν πρέπει νά νομίζεται ἡδονή, ἀλλά ἄλλη εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ νοερά καί ἄϋλος;
Ποῖος; Οὐδείς δύναται νά τά ἀποκολλήση ἀπό τήν προσκόλλησιν.
Οὔτε ὁ νοῦς δύναται, ὁ ὁποῖος - ἄν καί γνωρίζη - ἐπειδή συναπήλαυσε μέ τά αἰσθητή ρια τήν ἴδια ἡδονή ἐδελεάσθη καί δέθηκε ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Οὔτε ἡ φαντασία, διότι καί αὐτή εἶναι γεμάτη ἀπό ἐμπαθεῖς εἰκόνες. Αὐτή μάλιστα ὑπενθυμίζει στό νοῦ καί τίς αἰσθήσεις τίς σαρκικές ἡδονές καί προτρέπει νά τίς ἀπολαύσουν.
Οὔτε καί ἡ καρδία, γιατί καί αὐτή εἶναι γεμάτη ὀρέξεις καί ἐπιθυμίες.
Ἀλλά καί ἐπί πλέον ὁ διάβολος γαργαλίζει καί αὐτός τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, καί τά αἰσθητήρια περισσότερον.
Καί ὅμως ὑπάρχει τρόπος νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τίς αἰσθητές ἡδονές. Αὐτό τό ἔργο τό ἀναλαμβάνει ὁ Νοῦς μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν συνεργασία τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πῶς:
γ'. Πῶς ὁ νοῦς ἐλευθεροῦται τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν.
«Λοιπόν μετά τήν παιδικήν ἡλικίαν, μετά τήν τελείαν συμπλήρωσιν τοῦ λογικοῦ, καί ὕστερον ἀφοῦ ὁ νοῦς ἤ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ γνωρίσῃ ἤ ἐξ ἀκοῆς μάθῃ ἀπό τῶν θείων Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων, ὅτι εἶναι ἄλλη ἡ φυσική καί συγγενής του ἡδονή, τί κάμνει; αὐτός ὡς λογικός καί ὡς φρόνιμος, καί ὡς φύσει φιλόκαλος ὑπάρχων, δέν ὑποφέρει νά βλέπῃ τά αἰσθητήρια τοῦ σώματός του οὕτως ᾐχμαλωτισμένα εἰς τά ἡδονικά των ἀντικείμενα• δέν ὑποφέρει νά συναιχμα λωτίζηται μετά τῶν αἰσθητηρίων καί αὐτός, καί νά γίνηται παρά τήν ἑαυτοῦ ἀξίαν, δοῦλος ὁ βασιλεύς, ἀρχόμενος ὁ ἄρχων, ὑπήκοος καί ὑποτασσόμενος ὁ κατά φύσιν αὐτοκράτωρ καί ἐξουσιαστής• οὐδέ τό ὑπομένει νά λαμβάνῃ τοιαύτην ζημίαν, ἥτις τελευταῖον αὐτόν καταντᾷ εἰς τήν ἀπώλειαν καί τήν κόλασιν.
Ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο ἵσταται ὅλος του ὁ ἀγών, ὡς λέγει ὁ προρρηθείς σοφός καί ἱερός Θεόδωρος, καί εἰς τοῦτο θεωρεῖται νά δείξῃ, ὅτι ἐκτίσθη παρά Θεοῦ βασιλεύς καί ἄρχων τοῦ σώματος• δηλ. εἰς τό νά δυνηθῇ δι᾽ ὅλης τῆς ἀνδρείας, δι᾽ ὅλης τῆς θελήσεως καί δι᾽ ὅλης τῆς γνώσεως αὐτοῦ, συνεργούσης αὐτῷ καί τῆς θείας χάριτος, νά ἐκριζώσῃ ἐκ τῶν αἰσθητηρίων τοῦ σώματός του, τάς πολυχρο νίους ἐκείνας καί δυσμοχλεύτους ἕξεις, ἅς ἔλαβον εἰς τά αἰσθητά• καί οὕτω νά τά ἐλευθερώσῃ ἀπό τῆς πικρᾶς τυραννίδος τῶν θανατηφόρων ἡδονῶν, ὧν ἐδοκίμασαν• καί ἐντεῦθεν μετ᾽ εὐκολίας νά τά ὑποτάξῃ εἰς τό ἑαυτοῦ θέλημα. "Τῷ τοι καί πολύς ὁ ἀγών, ἐπειδάν ὀψέποτε πρός τήν ἐπίγνωσιν ὁ νοῦς ἥξῃ τῆς ἀληθείας. Εἰ γάρ μηδέπω τῆς ψυχῆς ἑαλωκυίας ὑπ᾽ οὐδενός, ἔργον ἄν ἦν τό διατετηρῆσθαι ταύτην καθαράν• ὁπότε καί συνεσχέθη χαλκοῦ στερροτέροις ἅμμασι, τῆς πρός τά τῇδε πάθεσί τε καί νεύμασι πεδηθεῖσα πόσῳ μείζων ἐστίν ὁ ἀγών, ρῆξαι μέν τόν στερρόν τοῦτον δεσμόν, ἐλευθερωθῆναι δέ τῆς λατρείας τῆς ὕλης, καί τήν τῶν καλῶν ἕξιν κτήσασθαι;" Πῶς δέ; καί διά ποίου τρόπου ἡ ἐλευθερία τῶν αἰσθήσεων καί ἡ πρός τόν νοῦν ὑποταγή τούτων γίνεται; ἄκουσον.
Ὅταν βασιλεύς τις θέλῃ νά ὑποτάξῃ μετ᾽ εὐκολίας πόλιν τινά περιτετειχισμένην, ἀποστερεῖ τούς πολίτας πάντων τῶν τῆς ζωοτροφίας μέσων, καί δι᾽ αὐτῆς τῆς μεθόδου στενοχωρεῖ αὐτούς νά παραδοθῶσιν εἰς αὐτόν. Αὐτήν τήν ἰδίαν μέθοδον μεταχειρί ζεται καί ὁ νοῦς εἰς τά αἰσθητήρια• κόπτει ὀλίγον ἀπό παντός αἰσθητηρίου τάς συνηθι σμένας του σωματικάς καί ἀπολαυστικάς ἡδονάς, δέν συγχωρεῖ πλέον εἰς αὐτά νά ἀπολαύσωσιν αὐτῶν, καί τοιουτοτρόπως εὐκόλως καί εἰς ὀλίγον καιρόν, τά φέρει εἰς τήν ὑποταγήν του. Ἐν ὅσῳ δέ καιρῷ μεθοδεύεται ταύτην τήν ἐκκοπήν, αὐτός δέν ἵσταται ἀργός, ὄχι• ἀλλά λαμβάνων ἄνεσίν τινα καί ἐλευθερίαν ἀπό τῶν σωματικῶν, στρέφει εἰς τήν φυσικήν του νοεράν τροφήν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν• ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν• ἡ ἐργασία τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν• ἡ ἱερά προσευχή• οἱ λόγοι τῶν αἰσθητῶν καί νοητῶν κτισμάτων καί τά ἄλλα πνευματικά καί θεῖα νοήματα, τά εὑρισκόμενα εἰς τάς βίβλους τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί μάλιστα τῶν καλουμένων νηπτικῶν, ὁποῖαι εἶναι ἡ Φιλοκαλία, ὁ Εὐεργετινός, Ἰωάννης ὁ συγγραφεύς τῆς Κλίμακος, Συμεών ὁ νέος θεολόγος καί ἄλλαι...» (Ἀπό τό κεφ. Β' στό «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον» τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).
2. ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Κατά τήν Πατερικήν παράδοσιν καί διδασκαλίαν ἕξ (6) εἶναι οἱ κυριώτερες πηγές καί τόποι καί ὗλες ἀπό τίς ὁποῖες γεννῶνται καί ἐξαντλοῦνται οἱ τοῦ νοός ἡδονές.
α' - Ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θείου θελήματος.
β' - Ἡ κτῆσις τῶν θεουργῶν ἀρετῶν.
γ' - Οἱ λόγοι τῶν θείων γραφῶν.
δ' - Οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων.
ε' Οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας.
στ' - Ἡ θεωρία τῶν προσόντων καί τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ἀπ᾽ αὐτές μπορεῖ νά τραφῆ ἡ ψυχή καί νά χορτάση, νά ἱκανοποιηθῆ, νά ἀναπαυθῆ. Ὅποιος τίς δοκιμάση περιφρονεῖ τίς αἰσθητές ὡς ἀνόητες καί τιποτένιες.
Ἄς ἐξετάσωμε μέ συντομία μέ ποιό τρόπο ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει πεῖραν τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν:
Α' Ἡ πρώτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θείου θελήματος.
Ὁ πιστός ὀφείλει νά:
α' - Ἐργάζεται τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου.
Ποῖες εἶναι οἱ ἐντολές;
- Αὐτές τοῦ Δεκαλόγου.
- Αὐτές τοῦ Εὐαγγελίου.
Νά ἐργάζεται ΟΛΕΣ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ.
Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς... διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν.» (Ματθ. κη' 19).
Σχολιάζει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οὐχί τά μέν τηρεῖν, τῶν δέ ἄλλων ἀμελεῖν• ἀλλά τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Εἰ γάρ μή πάντα ἡμῖν πρός τόν τῆς σωτηρίας σκοπόν ἀναγκαῖα ἦν, οὔ δ᾽ ἄν ἐγράφησαν πᾶσαι αἱ ἐντολαί, οὔ δ᾽ ἄν φυλαχθῆναι ἀναγκαίως διηγορεύθησαν».
Νά ἐργάζεται τίς ἐντολές ἐξ ὑπακοῆς, εὐαρεστήσεως (γιά νά εὐχαριστήση) καί ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί ὄχι δι᾽ ἀνθρώπινον ἔπαινον ἤ δόξαν ἤ κοσμικόν σκοπόν.
Ἀλλά ὀφείλει καί:
β' - Νά τηρῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει τούς πιστούς: «νά διακρίνετε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τί εἶναι καλό (ἀγαθό), εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ' 2).
«Εἶναι ἀγαθόν»: Νά πράττη τό καλό, δι᾽ ἔργου, διά λόγου καί διά τοῦ νοός.
«Εἶναι εὐάρεστον»: Νά πράττη τό καλό, ἐπειδή τό θέλει καί ἀρέσει καί εὐχαριστεῖται ὁ Θεός καί ὄχι γιά ἄλλο σκοπό.
«Εἶναι καί τέλειον»: Νά πράττη τό καλόν ὁ πιστός μέ ὅλη τήν προθυμία καί τήν δύναμι καί τόν πόθο πού διαθέτει.
Ὁ ἱερός Θεοδώρητος ἑρμηνεύει:
«Πρῶτον οὖν σκόπει (ἐξέτασε) τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἰ ἀγαθόν, εἶθ᾽ ὅταν γνωρίσῃς, σκόπει εἰ καί εὐάρεστον. Πολλά γάρ ἀγαθά ὄντα, οὐκ εὐάρεστά εἰσιν ἤ παρά τόν καιρόν (συμβαίνοντα) ἤ παρά τό πρόσωπον (ἐκδηλούμενα)... ὅταν δέ γνωρίσῃς ὅτι εἶναι ἀγαθόν καί εὐάρεστον, σπούδασον ἵνα καί τέλειον ᾖ καί ἀνελλιπές, οὕτω γενόμενον ὡς ἀπαιτεῖται καί μή κολοβῶς».
Κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμα σκηνόν καί ὅλους τούς θεολόγους Πατέρες δύο εἶναι τά θελήματα τοῦ Θεοῦ: Τό προηγού μενον κατά τό ὁποῖο ὡς ἀγαθός θέλει τά ἀγαθά, καί τό ἑπόμενον κατά τό ὁποῖο ὡς δίκαιος ἐπιτρέπει νά ἔρχονται οἱ θλίψεις.
Ἡ ἁμαρτία οὔτε κατά τό προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται, οὔτε κατά τό ἑπόμενον! - «ἀλλά εἶναι γέννημα τῆς κακεντρε χοῦς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου» (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός).
Εἶναι ἀνάγκη νά ὑπομένουμε ὅλες τίς θλίψεις πού γεννῶνται εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, εἴτε ἐκ δαιμόνων, εἴτε ἐκ τῆς διεφθαρμένης φύσεως.
Τί ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος;
α' - Ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί ἀπό τήν ἐκπλήρωσι τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς θά ἀπολαύση ἡδονῆς καί ἡ καρδία θά λάβη χαράν.
Αὐτά θέλοντας νά φανερώση ὁ σοφός Σειράχ ἔλεγεν: «Οὐδέν κρεῖττον φόβου Κυρίου καί οὐδέν γλυκύτερον τοῦ προσέχειν ταῖς ἐντολαῖς Κυρίου» (κγ' 27).
β' - Ἀκόμη διά αὐτῶν (τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν καί ἐκτελέσεως τοῦ θείου θελήματος) ἀποκτᾶται ἀκατάγνωστος συνείδησις. Ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσχύνεται, δέν ἐντρέπεται, ἀλλά λαμβάνει καί παρρησίαν πρός τόν Θεόν.
«Ἐάν ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγινώσκῃ ἡμῶν (δέν μᾶς κατακρίνει), παρρησίαν ἔχομεν πρός τόν Θεόν» (Α' Ἰωάν. γ' 20).
«Τότε οὐ μή αἰσχυνθῶ, ἐν τῷ μέ ἐπιβλέπειν ἐπί πάσας τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. ριη' ).
γ' - Ὅποιος ἱερουργεῖ τίς θεουργές καί ζωοποιές ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὁμοιοῦται καί ἑνοῦται μ᾽ Αὐτόν πού ἔδωσε τίς ἐντολές.
«Ἡ πρός Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις ταῖς τῶν σεβασμιωτάτων ἐντολῶν ἀγαπήσε σι καί ἱερουργίαις μόνως τελεῖται».
Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή τρυφή καί ἀπό λαυσις διά τόν ἄνθρωπον: Νά πλησιάζη τόν Θεόν, νά Τοῦ ὁμοιάζη, καί νά ἑνοῦται μέ Αὐτόν.
Β'. Ἄλλη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ ἀπόκτησις ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ἄρρητον ἡδονή λαμβάνει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν κατακτᾶ μίαν-μίαν τίς ὑψηλές κορυφές τῶν ἀρετῶν. Ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν θεωρεῖται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες πλοῦτος πνευματικός, ὁ ὁποῖος οὔτε φθεί ρεται, οὔτε κλέπτεται, οὔτε χάνεται ἀλλά παραμένει εἰς τήν ψυχήν παντοτεινός καί ἀθάνατος.
Ὁ Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει τούς νέους νά ἀγωνίζωνται νά ἀποκτήσουν τίς ἀρετές λέγοντάς τους ὅτι ὅσα ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι σίγουροι ὅτι θά τά κατέχουν γιά πάντα, ἀλλά «μόνη δέ κτημά των ἡ ἀρετή ἀναφαίρετον καί ζῶντι καί τελευτήσαντι παραμένει».
Ὁ Χριστιανός ὀφείλει:
α'.- Νά ἀποκτήση πάσας τάς ἀρετάς. ΟΛΕΣ. Ὄχι μία ἤ δύο.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσορρήμων: «Ὥσπερ γάρ αἰσθήσεις ἡμῶν πέντε εἰσί καί πάσαις εἰς δέον κεχθῆσθαι δεῖ• οὕτω καί πάσαις ταῖς ἀρεταῖς. Ἐάν κάποιος σωφρονεῖ ἀλλ᾽ εἶναι ἀνελεήμων• ἤ ἐλεήμων ἀλλ᾽ εἶναι καί πλεονέκτης, ἤ δέν κλέπτει ἀλλά καί δέν δίδει ἀπό τά ἰδικά του, πάντα εἰκῆ (=ματαίως) γίνεται. Δέν ἀρκεῖ μία ἀρετή νά μᾶς ἀξιώση νά σταθοῦμε στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ μετά παρρησίας• ἀλλά μᾶς χρειάζεται ἡ πολλή καί ποικίλη καί παντοδαπή, ἡ ἀρετή ὅλη».
Λέγει καί ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «Οὐδεμία τῶν ἀρετῶν μόνη καθ᾽ ἑαυτήν ἀνοίγει τήν φυσικήν ἡμῶν θύραν, ἐάν μή πᾶσαι ἀλλήλων ἀκολούθως ἐξηρτῶνται».
β'. Ὁ Χριστιανός πού ἀποκτᾶ τίς ἀρετές ἀνεβαίνει εἰς τήν ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἡ ἀρετή εἶναι ἔργον Θεοῦ.
Χαροποιεῖ τόν νοῦν καί εὐφραίνει τήν καρδίαν ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν, διότι πρός τοῖς ἄλλοις πᾶσα ἀρετή καί ἐξαιρέτως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ προξενεῖ ἀκόμη γνῶσιν, φρόνησιν, σοφίαν καί ἀκολούθως κάμνει τούς ἔχοντες αὐτήν ἐναρέτους, φρονίμους, γνωστικούς καί σοφούς. Συγχρόνως ἡ ἀρετή κάνει τούς ἀνθρώπους ἐπαινετούς, εὐτυχεῖς, ζηλευτούς ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἀλλά καί πολλά ἀγαθά προκαλοῦν οἱ ἀρετές γιά τά ὁποῖα δέν ἀρκεῖ ὁ χρόνος νά ἀναφερθοῦν.
γ'. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά γνωρί ζουμε εἶναι ὅτι οἱ ἀρετές πρέπει νά κτῶνται κατά τάξιν.
Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν πρός Χίλωνα ἐπιστολή του ὅτι πρέπει νά κτώμεθα τίς ἀρετές κατά τάξιν μίαν-μίαν, δηλαδή ὄχι ὅλες μαζί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σχετικῶς: «Διανείμωμεν ἑαυτοῖς τάς ἀρετάς, καθάπερ τήν γεωργίαν οἱ γηπόνοι• ἐν τῷ μηνί τούτω κρατήσωμεν λοιδορίας, ὕβρεως ὀργῆς ἀδίκου, ἐν τῷ μηνί δέ τῷ ἄλλῳ τήν ἀνεξικακίαν ἑαυτούς παιδεύσωμεν• καί ἐν ἑτέρῳ ἄλλην ἀρετήν• καί ὅταν ἐν ἕξει ταύτης γενώμεθα τῆς ἀρετῆς ἐφ᾽ ἑτέραν ἔλθωμεν.»
Ὁ Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος μᾶς ἐξηγεῖ αὐτό πού ὅλοι μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἀρετές πρέπει νά ἀποκτῶνται κατά τάξιν καί κατά διαδοχήν μία μετά τήν ἄλλην καί ὄχι ὅλες μαζί διά νά μή γίνωνται βαριές καί δύσκολες. Ἀλλά πρέπει νά κατορθοῦνται μέ τήν σειρά γιά νά εἶναι καί ὠφέλιμες.
Οἱ ἀρετές εἶναι ποικίλες, διακρινόμενες ὅμως σέ δύο ὁμάδες - σωματικές καί ψυχικές - κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν.
Σωματικές εἶναι: ἐγκράτεια, νηστεία, πεῖνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὀρθοστασία, γονυκλι σία, ἀλουσία, ἐργόχειρο καί πᾶσα ἄλλη κακοπάθεια τοῦ σώματος.
Ψυχικές ἀρετές:
Οἱ γενικές: ἡ φρόνησις (ἡ διδάσκουσα τί πρέπει νά πράττης καί τί νά μή πράττης), ἡ σωφροσύνη (ἡ συγκρατοῦσα τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς), ἡ ἀνδρεία (ἡ ἀνθισταμένη στό διάβολο καί τήν ἁμαρτία) καί ἡ δικαιοσύνη (ἡ ἀποδίδουσα σέ κάθε μέρος τῆς ψυχῆς τά οἰκεῖα).
Ἐκ τούτων γεννῶνται: πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωσις, πραότης, μακροθυμία, ἀοργησία, γνῶσις θεία, τό εὔθυμον, ἡ ἁπλότης, ἡ ἀταραξία, ἡ ἀφιλαρ γυρία, καί πολλές ἄλλες.
Ἐξ ὅλων τούτων γεννᾶται χαρά καί εἰρήνη τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση μέ ὅλες τίς ἀπολαύσεις τοῦ σώματός του.
Γ'. Τρίτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή.
Εἰς τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς εὑρίσκεται ἄκρα ἀλήθεια, ἀπό τήν ὁποία φωτίζεται καί λαμπρύνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου• ὅστις ἐπειδή εἶναι νοῦς, ἀντικεί μενόν του ἔχει τήν ἀλήθειαν: «Ἀρχή τῶν λό γων σου ἀλήθεια» (Ψαλ. ριη').
α'. Τίς ἅγιες Γραφές πλημμυρίζει ἄκρα γλυκύτης καί χάρις ἡ ὁποία μέ μιά ἀποτε λεσματική δύναμη ἕλκει τίς καρδιές διότι εἶναι λόγος Θεοῦ.
«Τάδε λέγει ὁ Κύριος» (Ὀβδιού α' 1).
«Ἐγένετο λόγος Κυρίου» (Ἰωάν. α').
«Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί» (Β' Βασ. κγ' 2).
β'. Πηγή ἡδονῆς τοῦ νοός καί τῆς καρδίας εἶναι: Τό ὕψος τῆς θεολογίας, τό βάθος τῆς οἰκονομίας, τό πλάτος τῆς ὠφε λείας, καί τό μῆκος τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως, πού περιέχεται στίς Γραφές.
γ'. Οἱ πιστοί ὅταν μελετοῦν τήν Ἁγίαν Γραφήν «πρέπει νά πείθωνται καί ἐνδιαθέτως νά πιστεύωσιν ὅτι πάντα τά λόγια τοῦ Κυρίου τά ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς εὑρισκόμενα εἶναι πιστά, σύμφωνα, βέβαια καί ἀληθινά, καθώς γέγραπται: "Ἀρχή τῶν λόγων σου ἀλήθεια" (Ψαλμ. ριη' 160), καί πάλιν: "Τά λόγια Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα" (Ψαλμ. ιθ' 11). "Καί πισταί πᾶσαι αἱ ἐντολαί αὐτοῦ πεποιημέναι ἐν ἀληθείᾳ καί εὐθύτητι" (Ψαλμ. ρι' 7). "Γινέσθω γάρ", λέγει ὁ Παῦλος, "ὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δέ ἄνθρωπος ψεύστης" (Ρωμ. γ' 4). Καί ὅτι πρέπει οἱ τοιοῦτοι νά πείθωνται εἰς τάς ἁγίας Γραφάς μετά τοιαύτης ἁπλότητος, καθώς πείθονται τά τέκνα εἰς τούς γονεῖς, καί τά παιδιά εἰς τούς διδασκάλους των, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος: "Τῷ Χριστῷ, τῷ τά ρήματα τοῦ Πατρός ἡμῖν ἀπαγγείλαντι, ἀναγκαῖον πιστεύειν καί σωτήριον, ὡς τέκνα τοῖς γονεῦσι, καί παιδία τοῖς διδασκάλοις, κατά τήν αὐτήν τοῦ Κυρίου φωνήν, εἰπόντος: Ἐάν μή τις δέξηται τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν" (Ἐρωτ. ιδ' τοῦ περί Βαπτίσμ. β' λόγ.).
Ἐάν δέ τύχῃ νά ἀπαντήσωσιν εἰς τάς Γραφάς λόγον τινά ἤ νόημα, τό ὁποῖον κατά τό δοκοῦν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἀσύμφωνον ἤ καί ἐναντίον εἰς ἄλλα τῆς Γραφῆς ἤ καί εἰς τόν ὀρθόν λόγον, πρέπει οἱ τοιοῦτοι τότε κατά τόν ἴδιον Βασίλειον, ἤ νά ἀναγινώσκωσιν ὅλην τήν περικοπήν καί τά προηγούμενα καί ἑπόμενα ἐκείνου τοῦ λόγου, καί ἐκ τούτου νά εὑρίσκωσι τό ἀληθές νόημα ἤ ἐξ ἄλλων σαφεστέρων, ἐν ἄλλῳ τόπῳ εἰρημένων, νά μανθάνωσι τά ἀσαφέστερα• εἰδέ τέλος πάντων καί δέν εὑρίσκουσι λύσιν εἰς τό ἄπορον ὅπερ ἔχουσι, πρέπει, λέγει, κάλλιον νά κατηγορῶσι τόν ἑαυτόν των καί τήν ἀσθένειαν τοῦ νοός των, διότι δέν δύνανται νά τό ἐννοήσωσι, παρά νά αὐθαδιάζωσι καί νά λέγωσιν ὅτι οὐκ ὀρθῶς ἔχει τό λόγιον ἐκεῖνο τῆς Γραφῆς: "Περί δέ τῶν δοκούντων ἐναντίωσίν τινα ἔχειν, κρεῖττόν ἐστιν ἑαυτοῦ καταψηφίσασθαι, ὡς μήπω ἐλθόντος εἰς κατανόησιν τοῦ πλούτου τῆς σοφίας, καί ὅτι δύσκολον τῶν ἀνεξερευνήτων κριμάτων τοῦ Θεοῦ ἐφικέσθαι, ἤ ὑπόδικον γενέσθαι τῷ κρίματι τῆς θρασύτητος καί αὐθαδείας, καί ἀκοῦσαι: ἀσεβής ὁ λέγων βασιλεῖ παρανομεῖς (Ἰώβ λδ' 18)" (Ἐρωτ. ιδ' τοῦ περί Βαπτίσμ. β' λόγ.).»
δ'. Ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά ἀπολαμβάνωμε ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν ἀληθινήν καί πλήρη ἡδονήν ἄς προσπαθοῦμε νά ἀναγινώσκωμε αὐτές ὄχι μόνον διά ψιλῶν νοημάτων (μανθάνοντες τό νόημα τῶν Γραφῶν) ἀλλά καί δι᾽ ἔργων καί πραγμάτων.
Παραγγέλλει ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «τῆς θείας Γραφῆς τά ρήματα διά πράξεων ἀναγίνωσκε, καί μή πλατυλόγει ἐπί ψιλοῖς τοῖς νοήμασι φυσιούμενος».
Ἔτσι κάθε φορά πού διαβάζεις τήν Ἁγίαν Γραφήν, νά σκέπτεσαι ὅτι ὅσα ἐγράφησαν, ἐγράφησαν διά τήν διόρθωσίν σου καί ὄχι διά τήν διόρθωσιν ἄλλων.
«Ὁ ταπεινόφρων, καί ἔργον ἔχων πνευματικόν, ἀναγινώσκων τάς θείας Γραφάς, πάντα εἰς ἑαυτόν νοήσει καί οὐκ εἰς ἕτερον.»
ε'. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά μιμῆται τούς ὑπερκοσμίους Ἀγγέλους καί πᾶσαν τήν οὐράνιαν ἱεραρχίαν τῶν ἀσωμάτων νοῶν.
Αὐτοί δέν ἀμελοῦν νά πληροφοροῦνται τά θεῖα πράγματα καί ἀφοῦ μανθάνουν νά ζητοῦν τά ὑψηλότερα καί ὑπερφυέστερα μυστήρια καί νά ἐλλάμπωνται ἀπό τρανώ τερες ἐλλάμψεις περί Θεοῦ. Ἔτσι καί ἐμεῖς μέ μεγάλη ἐπιθυμία καί θεῖο πόθο πρέπει νά ἐπιζητοῦμεν νά μανθάνουμε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνῶσις αὐτή γεννᾶ εὐχαρίστησι καί χαρά στήν ψυχή.
Γι᾽ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ὑμῖν δίδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Δ'. Τέταρτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων τά ὁποῖα ὁ Θεός «ἐξ οὐκ ὄντων» διά μόνης τῆς θελήσεώς Του καί νοήσεώς Του ἐδημιούργησε.
α'. Μεγάλην ἡδονήν καί χαράν γεύεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀνακαλύπτει τό σκοπό τῶν δημιουργημάτων, τῶν αἰσθητῶν καί τῶν νοητῶν, ὅταν μαθαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούρ γησε ὅλην τήν νοητήν καί αἰσθητήν κτίσιν - τούς ἀγγέλους, τούς οὐρανούς, τούς φωστῆ ρες (τά ἄστρα), τά στοιχεῖα, τά φυτά, τά ἀναίσθητα ζῶα, τούς ἀνθρώπους μέ ἕνα Του λόγο.
Ὅλα αὐτά στοχαζόμενος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θαυμάζει καί ἐκπλήττεται.
Ἀναλόγως δέ τοῦ θαυμασμοῦ καί τῆς ἐκπλήξεως χαίρει ὁ νοῦς μέ ἀνυπέρβλητον χαράν, διότι ἔχει ἕνα τόσο μεγάλο, σοφό καί δυνατό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε μέ τόση εὐκολία, τέτοια ὡραῖα, τέτοια σοφά, τόσο μεγάλα καί θαυμαστά δημιουργήματα καί παρακινεῖται νά λέγει μαζί μέ τόν Δαυΐδ πρός τόν Θεόν: «Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης• θαυμάσια τά ἔργα Σου καί ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα» (Ψαλ. ρλη' 13).
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θεωρῶν τήν σοφίαν καί τήν τέχνην τοῦ Θεοῦ στήν κτίσι χαίρει καί χαίρων δοξάζει καί δοξάζων ὀνομάζει τόν Θέον τεχνίτην καί σοφόν:
ἐκ τῆς δυνάμεως Τόν ὀνομάζει, δυνατόν
ἐκ τής ἀγαθότητος, ἀγαθόν
καί οὕτω καθ᾽ ἑξῆς.
Οἱ λόγοι τῶν ὄντων προξενοῦν τήν ἕνωσιν τοῦ νοῦ μέ τόν Θεό ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης.
Εἶναι τά δῶρα τοῦ Θεοῦ γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε σφόδρα καί νά ἑλκυσθοῦμε πρός Αὐτόν, ἐπειδή εἴμαστε ἀτελεῖς καί ἀσθενεῖς. Μᾶς βοηθοῦν νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά αἰσθανθοῦμε εὐτυχία ἀπ᾽ αὐτή τήν γνῶσι.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας θά μᾶς ἐξηγήσουν τούς σκοπούς γιά τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐδημιούργησε ὅλα τά κτίσματά Του. Ἰδιαιτέ ρως μάλιστα ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὁ τρανώσας τήν φύσιν τῶν ὄντων». Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐξηγεῖ τούς λόγους τῶν νοη τῶν.
β'. Ὄχι μόνον ὁ νοῦς δοξάζει καί μεγαλύνει τόν Ποιητήν καί φιλόστοργον Πατέρα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐπειδή παρήγαγε τόσες χιλιάδες καί μυριάδες νοητῶν ἐμψύχων ἀψύχων, λογικῶν, ἀλόγων, κεκοσμη μένων μετά τόσης ποικιλίας οὐσιῶν, δυνάμε ων, ὀργάνων, ἐνεργειῶν, τελειοτήτων, ἀλλά καί πληρούμενος πανευφροσύνου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως δέν εὐχαριστεῖται νά Τόν δοξά ζει μόνος αὐτός, ἀλλά ὡς ἄρχων πάσης αἰσθη τῆς κτίσεως συναθροίζει ὅλα τά δημιουρ γήματα εἰς ἕνα χορόν παναρμόνιον διά νά δοξάζουν καί νά ὑμνολογοῦν τόν Ποιητήν.
«Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον, ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
«Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». (Ψαλ. ρν' 5).
γ'. Ἀλλά ὁ νοῦς χαίρει ἐξαιρέτως ὅταν θεωρῆ καί τήν ἰδικήν του δόξαν, ὅτι ὁ Θεός τόν ἐδημιούργησε βασιλέα τῆς κτίσεως. Αὐτός ἐτιμήθη καί ἐπλουτίσθη μέ περισσότερα χαρίσματα ἀπ᾽ ὅλα τά κτίσματα καί ἀπό αὐτούς τούς Ἀγγέλους.
Καθώς ταῦτα πάντα στοχαζόμενος ὁ διορατικός ἐκεῖνος νοῦς τοῦ προφήτου Δαβίδ, ἔλεγε περί τῆς μεγαλοπρεποῦς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου: «Δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ πρόβατα καί βόας ἁπάσας, ἔτι δέ καί τά κτήνη τοῦ πεδίου, τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τούς ἰχθύας τῆς θαλάσσης τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν» (Ψαλ. η' 6- 9).
Ε'. Πέμπτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας ἡ ὁποία εἶναι ἀνωτέρα καί ἀπό αὐτή τήν δημιουργία τῶν κτισμάτων.
α'. Χαράν, θαυμασμόν, ἀγαλλίασιν, ἔκπληξιν, σκιρτήματα καί πολλά ἄλλα εὐφρό συνα γεννῶνται εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν σκέπτεται τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας.
Τί δηλαδή;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλογισθῆ ποῖος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός:
Εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός.
Εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Εἶναι ὁ ἐπί Χερουβείμ δόξης ἐπαναπαυό μενος Θεός ὅπως Τόν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Εἶναι ὁ Υἱός ὁ ἀγαπητός - ὁ Ἐκλεκτός.
Εἶναι ὁ Σύνθρονος τοῦ οὐρανίου Πατρός - ὁ Συνάναρχος Λόγος.
Εἶναι ἡ Δημιουργική Αἰτία ἀλλά καί ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας τῶν πάντων «δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται τά σύμπαντα».
Εἶναι ὁ Νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης.
Εἶναι ἡ Πάρεδρος τοῦ Θεοῦ Σοφία καί Δύναμις.
Τό Φῶς τό ἀληθινόν.
Ἡ ζωή τοῦ κόσμου.
Ἡ μοναδική ὁδός.
Ὁ Ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰσχυρός Θεός.
Ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ὁ τῆς Μισθαποδοσίας Κύριος.
Ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος.
Ὁ Φίλος καί Ἀδελφός.
Ὁ Πατήρ καί ἡ Μήτηρ τῶν ἀνθρώπων.
Τό ἱμάτιον καί τό ἔνδυμά μας, ἡ τροφή καί τό ποτό μας. Ἡ τρυφή καί ἡ χαρά μας. Τά πάντα εἶναι.
Τί ἔκανε;
Αὐτός ἔλαβε τήν μορφή ἑνός ἀχρείου δούλου, ἑνός αἰχμαλώτου, ἑνός καταδίκου, ἑνός νεκροῦ, χάριν τοῦ ἀνθρώπου.
Διά νά τόν ἐλευθερώση, νά τόν ἀθωώση, νά τόν ἁγιάση, νά τόν ζωοποιήση, νά τόν ἀφθαρτίση, νά τόν ἐξυψώση, νά τόν υἱοθε τήση, νά τοῦ δώση κληρονομίαν αἰωνίων ἀγα θῶν, νά τόν θέση ἐπί τόν θρόνον Του, νά τόν θεώση, νά τόν ἀνεβάση πιό ψηλά καί ἀπό τούς Ἀγγέλους, νά τοῦ δώση τιμή καί ἀξία σ᾽ αὐτόν πού ἦταν ἄτιμος, νεκρός καί ἄδοξος.
Πῶς τό ἔκαμε;
«Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.»
Ταπεινούμενος ἕως ἐσχάτου.
Μετριάζων τήν μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητός Του.
Μακροθυμῶν - εὐεργετῶν, θεραπεύων, διδάσκων, ἀποθνήσκων.
Τοῦτο, ὁ θάνατός Του, ἐξέπληξε Ἀγγέ λους καί ἀνθρώπους, ἐτρόμαξε τούς δαίμονες καί τόν Ἅδην, διέλυσε τό βασίλειον τοῦ θανά του, ἀνέστησε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐδόξα σε τούς πρίν ἀτιμασμένους.
Ἔγινε ἀρχηγός καί χορηγός τῆς ἀκηρά του ζωῆς (ἀμόλυντης καί καθαρᾶς ζωῆς).
Ἐθανάτωσε τήν διεφθαρμένη φύσι τῶν ἀνθρώπων, πού κληρονομοῦν ἀπό τόν Ἀδάμ καί τούς ἔκτισε - μᾶς κτίζει - «καινούς» διά νά περιπατήσωμεν ἐν καινότητι ζωῆς.
Αὐτός ὁ Θεός τόσα κατόρθωσε, τόσα ἐπέτυχε μ᾽ ἕνα τρόπο θαυμαστό, ὑπερφυσικό, μυστικό, πού ἀποδεικνύει τό μεγαλεῖο, τήν ἀσύγκριτη σοφία Του, τήν ἀπροσμέτρητη δύναμί Του, τό κάλλος τῆς θείας μορφῆς Του.
Εἶναι δυνατόν ὅλα αὐτά νά τά στοχαζόμαστε καί νά μή γίνη ὁ νοῦς μας ἔξω ἑαυτοῦ ἐξ ἡδονῆς καί χαρᾶς;
Αὐτό τό μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας εἶναι άνώτερον καί ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τῶν τοῦ κόσμου. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Μεγίστην ἀπόδειξιν δυνάμεως ἔχει τό δυνηθῆναι Θεόν ἐν ἀνθρώπου φύσει γενέσθαι• οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις, καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές τῆς ἀνθρωπότητος συγκατάβασις» (Ἑρμην. εἰς τόν μδ' Ψαλμ.).
Ὁ δέ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης προσθέτει καί τήν αἰτίαν, ὅτι ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία ὑπερβαίνει τήν δημιουργίαν ὅλων τῶν κτισμάτων Του, ἐπειδή ἡ δημιουργία ἔγινε κατά φύσιν, ἡ σάρκωσις ὑπέρ φύσιν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰς τόν λόγον του εἰς τήν θείαν Γέννησιν τονίζει, «ὅτι ἡ συγκατάβασις αὕτη τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν προὐξένησεν εἰς αὐτόν καμμίαν ὕφεσιν καί ἐλάττωσιν, ἀλλά μάλιστα προσθήκην δόξης καί ὕψους μείζονος, ἐπειδή γάρ ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀνώτατος καί ὕψιστος πάντων, καί δέν ἔχει νά ἀναβῇ εἰς ἀνώτερον ὕψος καί δόξαν μεγαλυτέραν, οὐδαμόθεν ἄλλοθεν ἠδύνατο νά δοξασθῇ καί νά ὑψωθῇ, εἰμή ἀπό τῶν κάτω, ἤτοι ἀπό τό νά συγκαταβῇ καί νά συνταπεινωθῇ μετά τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων• δόξα γάρ τοῦ ὑψηλοῦ ἡ πρός τά ταπεινά συγκατάβασις• διά νά δείξῃ καί εἰς αὐτά, ἅτινα ἀπό τοῦ πόθου τοῦ ὕψους καί τῆς δόξης ἐφθάρησαν, ὁδόν ἀρίστης ὑψώσεως καί δόξης ἀληθοῦς τήν ταπείνωσιν. Ὅθεν ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου, τά βρεφικά του σπάργανα, ἡ ἐν φάτνῃ ἀνάκλησίς του, ὁ ταπεινότατος νιπτήρ τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν του, ὁ ἄτιμος θάνατος τοῦ σταυροῦ του, ἡ ἐν τάφῳ κατάθεσίς του, ἡ εἰς ἅδου κάθοδος, καί ἁπλῶς ὅλα τά ταπεινά ἔργα καί πάθη, ἅπερ ἐνήργησε καί ὑπέμεινεν ἐπί τῆς γῆς, εἶναι τόσον ἔνδοξα καί τόσον ὑψηλά, ὅσον δέν εἶναι ὑψηλός καί ἔνδοξος ὁ οὐρανός καί αἱ ἐν τῷ οὐρανῷ ὑπερκόσμιοι δυνάμεις.
β'. Τά τεσσαρα (4) προσόντα τοῦ Θεοῦ καί ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι ὅταν ὁ νοῦς σκεφθῆ τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτει:
- Ἄκραν ἀγαθότητα διαπιστώνων ὅτι ὁ Θεός δέν περιφρόνησε τό πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο, ἔστω καί ἄν ἐκεῖνο τόν περιφρόνησε πού Τόν παρήκουσε. Γι᾽ αὐτό ἄν καί τό συνέτριψε ὁ διάβολος, Ἐκεῖνος τό λυπήθηκε καί τό ἀνέπλασε.
- Ἄκραν σοφίαν ὅταν ἀναλογίζεται ποῖον τρόπον ἐπενόησε ὁ Θεός διά τήν θεραπείαν τοῦ πλάσματος.
- Ἄκραν δικαιοσύνην καθότι δέν ἔσωσε τούς ἀνθρώπους τυραννικῶς ἄν καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ μέ τήν θέλησί τους ἀπό τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Τούς ἐβοήθησε νά θελήσουν τήν σωτηρία τους.
- Καί ἄκραν δύναμιν ὅτι ἐτελείωσε τό ἔργο Του ὁ Θεός χωρίς καμμίαν ἔλλειψιν ἤ ἀδυναμίαν. Κανένα ἐλάττωμα δέν μειώνει τήν θείαν φροντίδα γιά τήν σωτηρία μας.
Καί κάτι ἄλλο ἀκόμα μᾶς διδάσκει ὁ Θεοφόρος ἅγιος Πατέρας Μάξιμος ὁ Ὁμολο γητής, τό ὁποῖο μᾶς ἀφήνει ἔκπληκτους καί αὐξάνει τήν χαρά μας καί τόν θαυμασμό μας: Πῶς τό μυστήριον τῆς σαρκώσεως εἶναι τό τέλος, ὁ σκοπός, διά τόν ὁποῖον ὅλα τά κτίσματα νοητά καί αἰσθητά προωρίσθησαν καί ἐκτίσθησαν.
«Τοῦτό ἐστι τό μέγα καί ἀπόκρυφον μυστήριον• τοῦτό ἐστι τό μακάριον, διό τά πάντα συνέστησαν, τέλος τοῦτό ἐστι ὁ τῆς ἀρχῆς (αἰτίας) τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντές φαμεν προεπι νοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν τά πάντα αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα». (Λῦσις Ξ' τῶν ἀποριῶν.)
(Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίες. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων πέρας καθ᾽ ὅ εἰς τόν Θεόν ἡ τῶν ὑπ᾽ ἑαυτοῦ πεποιημένων ἐστί ἀνακεφα λαίωσις.)
γ'. Οἱ Ἄγγελοι ἔμαθον τήν πολυποίκιλον σοφίαν τοῦ Θεοῦ.
Καί πολλά ἄλλα - εἰς τούς αἰῶνες - θά μπορούσαμε νά μανθάνωμεν καί νά κατανο οῦμεν γιά τό μέγα τοῦτο μυστήριον χωρίς νά ἐξαντλῆται ἡ γνῶσις. Ὅμως λόγῳ συντομίας μόνο τοῦτο: Εἰς τό μυστήριον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως οἱ Ἄγγελοι ἔμαθον τήν πολυποίκιλον σοφία τοῦ Θεοῦ διά τήν Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν πρότερον δέν ἐγί νωσκον.
«Ἵνα γνωρισθῆ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διά τῆς Ἐκ κλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ' 10).
Δι᾽ αὐτό τιμοῦμε τό μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς πίστεως. Ὅσο τό γνωρίζουμε τόσο πληροῦται ὁ νοῦς χαρᾶς ἀνεκλαλήτου, ἡδονῆς δεδοξασμένης ὅτι «τοσοῦτον ἠγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλυται».
ΣΤ'. Ἕκτη καί τελευταία πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν τοῦ νοός εἶναι ἡ θεωρία τῶν ἀρετῶν τοῦ Θεοῦ.
α'. Ἡ Ἁγία Γραφή τά προσόντα τοῦ Θεοῦ τά ὀνομάζει ἀρετές.
Οἱ δέ παλαιότεροι θεολόγοι καί ἅγιοι, τά ὀνομάζουν φυσικά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί φυσικές καί οὐσιώδεις δυνάμεις τοῦ Θεοῦ καί ἀκτίστους ἐνέργειες.
Ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τόν Λόγον περί πίστεως προσκαλεῖ καί παροτρύνει τούς ἀνθρώπους νά ἀνέβουν διά τοῦ νοός των εἰς Αὐτόν τόν Θεόν καί νά θεωρήσουν τήν δόξαν Του καί τίς ἄλλες τελειότητές Του.
Ἀναβαίνων λοιπόν ὁ νοῦς ἐπάνω ἀπό τῆς ὑδρογείου ταύτης σφαίρας, διασχίζων τόν ἀέρα, ὑπερβαίνων τόν αἰθέρα, διαπερῶν τούς φωστῆρας καί πλανήτας καί ὅλην τήν πολύαστρον σφαῖραν, ὑπεραναβάς δέ καί αὐτάς τάς ἀγγελικάς καί ὑπερκοσμίους δυνάμεις, καί ἔξω παντός τοῦ αἰσθητοῦ καί νοητοῦ κόσμου ἐκβαίνων, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν περί τόν κόσμον πνευματικῶν καί ἀφῃρημένων λόγων ἔξω γενόμενος, θεωρεῖ τήν ἀσύγχυτον Μονάδα καί ἀδιαίρετον Τριάδα• τό πρῶτον καί καθαρώτατον καί ἁπλούστατον ΟΝ• τήν ἀρχήν τῶν ἀρχῶν καί αἰτίαν τῶν αἰτιῶν• τό ὑπερανῳκισμένον καί κρύφιον ΕΝ• τόν ἕνα ὄντα καί τρία, ΘΕΟΝ• θεωρεῖ δέ αὐτόν, οὐχί σχετικῶς μόνον ὡς δημιουργόν, κτίστιν καί ποιητικόν αἴτιον τοῦ παντός• ἀλλά μᾶλλον ἀσχέτως καί ἀπολύτως καί καθ᾽ ἑαυτόν, «ὡς φύσιν καί οὐσίαν ἑστῶσαν, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἄπειρον, ἄναρχον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον, ἀδιαίρετον, ἀθάνατον, φῶς ἀπρόσιτον, δύναμιν ἄφατον, μέγεθος ἀπεριόριστον, δόξαν ὑπεραστράπτου σαν, ἀγαθότητα ἐπιθυμητήν, κάλλος ἀμήχα νον, σφοδρῶς μέν καθαπτόμενον τῆς τετρω μένης ψυχῆς, λόγῳ δέ δηλωθῆναι ἀδύνατον». Καί ἁπλῶς εἰπεῖν, θεωρεῖ ὁ νοῦς διά τῶν ἀτρεμῶν καί νοερῶν καί ὀξυδερκεστάτων αὐτοῦ ὀμμάτων, ὡς ὑπερούσιον μέν ἥλιον τόν Θεόν, ὡς φυσικάς δέ καί οὐσιώδεις ἀκτίνας ἀποπάλλοντα, ἤτοι ἀποσπινθηρίζοντα, τάς συναϊδίους αὐτοῦ τελειότητας καί τά μυριόλεκτα καί ἄκτιστα αὐτοῦ προσόντα καί φυσικά ἰδιώματα.
Τότε θεωρεῖ τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς δέν γεύεται τήν χαρά, ἀλλά γίνεται χαρά: κολυμπᾶ μέσα σ᾽ ἕνα ὠκεανόν ἀγαλ λιάσεως.
Θεωρεῖ: - Τό ἄναρχον καί ἀτελεύτητον τοῦ Θεοῦ.
- Τό ἀπεριόριστον καί τήν πανταχοῦ παρουσία Του.
- Τήν παντοδυναμίαν καί τήν μεγαλωσύνην Του.
- Τήν πανσοφίαν καί τήν φιλανθρωπία Του.
- Τήν δικαιοσύνην καί τήν ταπείνωσίν Του.
- Τήν ἀγαθότητα καί τήν κρίσιν Του.
- Τήν μακαριότητα καί τήν ἁγιότητά Του.
Καί ἀκόμα χαίρει ὅταν γευθῆ, δοκιμάση, λάβῃ γεῦσιν τῶν ἀρετῶν Του, διότι ὁ Θεός μεταδίδει ἀπό τά ἀγαθά Του στά ὄντα.
Τότε κατά τόν Ἅγιον Ἰ. Χρυσόστομον: «Καί ἐρωτοληπτεῖται ὁ Νοῦς• καί πάσχει θάμβος ὑπέρ ἔννοιαν καί σκιρτᾷ τῇ καρδίᾳ καί χορεύει τῷ πνεύματι• καί παιᾶνας ἱστᾷ• τοῦτο ἡδονήν κυρίαν, τοῦτο γλυκασμόν, τοῦτο πλήρωσιν πόθου κρίνων, τήν ἐν τῷ Θεῷ αὑτοῦ θεωρίαν καί ἀγαλλίασιν. Καί ἐξομολογεῖται εἰς τόν Θεόν: "Εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί" (τοῦ θ' Ψαλμ.). Τί δέ ἐστιν εὐφρανθήσομαι ἐν σοί; τοιοῦτον, φησίν, ἔχων Δεσπότην• τοῦτό μοι ἡδονή, τοῦτό μοι ἀγαλλίασις• εἴτις εἶδε ταύτην τήν ἡδονήν ὡς εἰδέναι χρή, ἑτέρας ἡδονῆς οὐκ αἰσθάνεται• τοῦτο γάρ ἡδονή κυρίως• ὡς τά γε ἄλλα πάντα ὀνόματα μόνον ἐστίν ἡδονῆς• αὕτη τόν ἄνθρωπον μετάρσιον ἐργάζεται• αὕτη τοῦ σώματος ἀπαλλάττει τήν ψυχήν• αὕτη πρός οὐρανόν πτεροῖ• αὕτη τῶν βιωτικῶν ὑψηλότερον ποιεῖ• αὕτη κακίας ἀπαλλάττει».
Ἀλλά κορυφαία ἡδονή καί γλυκυτέρα ἀπόλαυσις διά τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θεωρία τοῦ θείου φωτός καί τοῦ θεϊκοῦ κάλλους. Αὐτή «εἶναι ἡ γλυκυτέρα καί ἡ ποθεινοτέρα, ὅλων τῶν ἄλλων τοῦ Θεοῦ προσόντων τε καί τελειοτήτων, καί τιτρώσκει καί πληγώνει, καί διατρυπᾷ τήν καρδίαν τῶν ἐραστῶν μέ τόξα καί βέλη, καί κέντρα δριμύτατα τοῦ πρός Θεόν πόθου, καί τοῦ παντοκρατορικοῦ ἔρωτος, καί τῆς θείας ἀγάπης• καί ἡ ἀφορμή εἶναι, διότι καθώς τό αἰσθητόν τοῦτο φῶς τοῦ ἡλίου, διαφάνειαν καί λαμπρότητα παρέχον εἰς τούς σωματι κούς ὀφθαλμούς, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι᾽ αὐτοῦ ὅλα τά ἐν τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ ὁρατά κτίσματα• οὔτω καί τό νοητόν φῶς τοῦ ὑπερουσίου ἡλίου, νοεράν ἔλλαμψιν καί διαφάνειαν εἰς τούς ψυχικούς ὀφθαλμούς χαριζόμενον, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι᾽ αὐτοῦ καί νά θεωρήσωσιν ὅλας τάς ἄλλας τοῦ Θεοῦ τελειότητας, καί πάντα τά ἐν τῷ νοερῷ κόσμῳ μακάρια θεάματα καί μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.»
3. ΝΕΚΡΩΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Ἀναφέρθηκαν οἱ πνευματικές ἡδονές τίς ὁποῖες ὁ νοῦς μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει καί νά ἐντρυφᾶ σ᾽ αὐτές.
α'. Ὁ Ἀπ. Παῦλος πού γεύθηκε ὅλα αὐτά ἔκρινε καί ἀπεκάλεσε σκύβαλα τίς αἰσθητές ἠδονές. Ὅποιος γευθῆ τόν Χριστόν περιφρονεῖ ὅλες τίς ἄλλες ἠδονές καί ἀπολαύσεις.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει: «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ, ὁ δέ ἐκείνων ἄγευστος, ἐπί προσκαίροις ἀγάλλεται». (Λόγ. στ' κεφ. 15).
Ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος: «Σημεῖον ὅτι σχολάζει ὁ νοῦς περί τά νοητά, τό πάντων περιφρονεῖν τῶν τήν αἴσθησιν σαινόντων». (Σαίνω=κολακεύω - καλοπιάνω.)
β'. Ὅταν ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει τίς πνευματικές ἡδονές μισοῦνται οἱ αἰσθητές ἀλλά καί τά αἰσθητήρια καί τό ἐπιθυμητικόν μέρος τῆς ψυχῆς ἀπρακτοῦν καί κοιμίζονται.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ: «Ἡ ζωή ἐν Θεῷ ἡ κατάπτωσις τῶν αἰσθήσεών ἐστι• ὅτε δέ ζήσει ἡ καρδία, καταπίπτουσι αἱ αἰσθήσεις» (Λογ. σγ' κεφ. 438).
Τά ἴδια ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Διά τήν τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν θεωρίαν πάρετός ἐστιν ὁ τοῦ σώματος ὀφθαλμός, πρός οὐδέν τῶν παρ᾽ αὐτοῦ ὑποδεικνυμένων τῆς τελειοτέρας ψυχῆς καθελκομένης, διά τό μόνα βλέπειν τῇ διανοίᾳ τά τῶν ὁρατῶν ὑπερκείμενα• οὕτω καί ἡ ἀκοή νεκρά τις καί ἀνενέργητος γίνεται πρός τά ὑπέρ λόγον τῆς ψυχῆς ἀσχολουμένης• τάς δέ κτηνωδεστέρας τῶν αἰσθήσεων, οὔτε λέγειν ἄξιον• οὕτω πόρρωθεν, καθάπερ νεκρώδης δυσωδία τῆς ψυχῆς ἀπορρίπτονται, ἥ τε ρινηλατοῦσα τάς ὀσμάς ὄσφρησις καί ἡ τῇ λατρείᾳ τῆς κοιλίας προσκαθημένη γεῦσις καί ἡ ἀφή πρός τούτους, τό ἀνδραποδῶδες καί τυφλόν αἰσθητήριον, ὅ τάχα διά τούς τυφλούς μόνον ἡ φύσις ἐποίησεν• ὤν πάντων, ὥσπερ ἐν ὕπνῳ τινί δι᾽ ἀπραξίαν κεκρατημένων, καθαρά τῆς καρδίας ἐστίν ἡ ἐνέργεια καί περί τό ἄνω βλέπει ὁ λογισμός, ἀπεριήχητος μένων ἐκ τῆς αἰσθητῆς κινήσεως καί ἀθόλωτος» (Ὁμιλ. εἰς τό ᾎσμα, τόμ. α').
γ'. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει καί ἐντρυφᾶ εἰς τίς πνευματικές ἡδονές, μισοῦνται οἱ αἰσθητές, ἀποκοιμίζονται οἱ αἰσθήσεις διά τά αἰσθητά, καί τό σῶμα μέ τίς αἰσθήσεις ἀπολαμβάνουν τά πνευματικά καί στήν παροῦσα καί τή μέλλουσα ζωή.
«Ἐκ τῶν πνευματικῶν λοιπόν αὐτῶν ἡδονῶν τοῦ νοός, τῶν ὁποίων αἱ αἰσθήσεις ἀπολαμβάνουσι καί ὅλον τό σῶμα, ἔσωθεν καί ἔξωθεν λεπτύνεται, βελτιοῦται, ὡραΐζεται, ἐνδυναμοῦται καί μετασκευάζεται πρός τό πνευματικώτερον• καί διά τοῦτο, οὔτε τροφήν σωματικήν χρειάζεται διά νά τραφῇ, οὔτε ὕπνον διά νά κοιμηθῇ, οὔτε κόπον ὅλως αἰσθάνεται• διότι τρέφεται καί ἀναπαύεται καί εὐπαθεῖ διά θείας τροφῆς καί ἀναπαύσεως καί εὐπάθειας, καθώς τά παραδείγματα εἶναι πεπληθυσμένα εἰς χιλιάδας ἐν τῇ παλαιᾷ Γραφῇ καί ἐν τῇ νέᾳ χάριτι τοῦ Εὐαγγελίου. Οὕτω ὁ Μωϋσῆς δύο τεσσαρακοντάδας ὁλοκλήρους ἡμερῶν καί νυκτῶν διεπέρασεν ἐπάνω εἰς τό ὅρος Σινᾶ, χωρίς νά φάγῃ τελείως ἤ νά πίῃ, χωρίς νά κοιμηθῇ καί χωρίς ν᾽ ἀναπαυθῇ• οὕτω ὁ Ἠλίας ἐν τῇ δυνάμει τῆς τροφῆς ἐκείνης τῆς ὑπό ἀγγέλου δοθείσης, ἄσιτος διεπέρασε τεσσαράκοντα ἡμέρας καί νύκτας• οὕτω ὁ μέγας ὅσιος Παΐσιος, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ Θεοῦ καί Μελέτιος ὁ ὁμολογητής, πολλάς τεσσαρακοντάδας ἡμε ρῶν διῆλθον νήστεις• οὕτω ὁ Χρυσόστομος τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνας τροφήν αἰσθητήν ὅλως οὐκ ἔφαγε• καί Συμεών ὁ Στυλίτης χρόνους ὁλοκλήρους διεπέρασε τροφῆς ἀνθρωπίνης μή γευσάμενος• καί ἄλλοι πάμπολ λοι, τῶν ὁποίων καί νά ἀναφέρῃ τις καί αὐτά μόνα τά ὀνόματα εἶναι ὀχληρόν. Πάντες γάρ οὗτοι διά τῆς ἀπολαύσεως τῶν θείων καί πνευματικῶν τοῦ νοός ἡδονῶν ἔλαβον ἐντεῦ θεν ὡς ἐν ἀρραβῶνος μέρει, τήν εὐδαιμονίαν ἐκείνην καί μακαριότητα, ἥν θά ἀπολαύσωσιν ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ὅταν τό σῶμα θά γίνῃ ἀνώτερον τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν, χωρίς νά χρειάζηται τροφάς, ἤ ἐνδύματα• ἐπειδή καί Θεός ἔχει νά γίνῃ εἰς αὐτό, καί τροφή καί ποτόν καί ἔνδυμα καί φῶς καί ὅ,τι ἄλλο, καθώς λέγει ὁ Παῦλος• "Ἴνα ᾖ ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσι" (Α' Κορ. ιε')».
Ἐκοπίασαν πολύ - καί κοπιάζουν - Ἀρχαῖοι καί Νέοι Φιλόσοφοι νά εὕρουν εἰς ποῖα πράγματα συνίσταται ἡ εὐδαιμονία καί ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά ματαίως.
Δέν ἠδυνήθησαν - ἀπεπλανήθησαν.
Ὅσα ἐδῶ ἐλέχθησαν νομοθετοῦν καί συνιστοῦν εὐδαιμονίαν ἀληθινήν, λογικήν, Εὐαγγελικήν καί παντοτινήν. Ὅποιος ἔχει τέτοια εὐτυχία ἀπό τήν παροῦσα ζωή δέν θά τήν στερηθῇ οὔτε μέ τόν θάνατο. Μᾶλλον τελειότερον θά τήν ἀπολαύση.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Περί των οκτώ πειρασμών των μοναχών και των λαϊκών χριστιανών
Πατέρες και αδελφοί,
Ο μοναχός και ο αγωνιστής χριστιανός είναι πνευ¬ματικοί μαχητές σε κάθε στιγμή της ζωής τους από την γέννηση μέχρι τον θάνατο τους. Είναι όμως ανάγκη να γνωρίζουμε την τέχνη αυτού του αοράτου πολέμου και από ποία μέρη έρχεται εναντίον μας ο νοητός εχθρός. Ο ά¬γιος Μελέτιος ο Ομολογητής μας λέγει ότι ο πειρασμός έρχεται από έξι σημεία εναντίον μας, ενώ ο άγιος Νικόδη¬μος ο Αγιορείτης γράφει από οκτώ, δηλ. από επάνω και από κάτω, από δεξιά και αριστερά, από εμπρός και πίσω και από μέσα και έξω.
Στην συνέχεια θα ομιλήσουμε εκτενέστερα για τον πολυμερή αυτόν πόλεμο του διαβόλου με την βοήθεια του Πανάγαθου Θεού.
1. Ο από επάνω πειρασμός: Είναι δύο ειδών: Το πρώ¬το συμβαίνει όταν αρχίζουμε να κάνουμε μία αδιάκριτη και απερίσκεπτη άσκηση που υπερβαίνει τις δυνάμεις μας, όπως επί παραδείγματι: υπερβολική νηστεία, συνε¬χή αγρυπνία, πολλές μετάνοιες, και άλλες υπερβολικές ασκήσεις. Αυτή η άσκηση έχει ως αποτέλεσμα να αδυνατίζει το σώμα μας και να αδυνατούμε να εργασθούμε τις αρετές του Χριστού. Συγχρόνως ταράζεται ο νους μας γιατί δεν αναπαύεται σ’ αυτού του είδους τις ασκήσεις. Το δεύτερο είδος πειρασμού συμβαίνει όταν ερευνούμε την Αγία Γραφή χωρίς να διαθέτουμε την ανάλογη πνευ¬ματική ηλικία και κατάσταση με αποτέλεσμα, εάν κάποιος δεν ευρεθεί να μας χαλιναγωγήσει, θα φθάσουμε στην τρέλλα, την αίρεση και την βλασφημία του Θεού.
Η Αγία Γραφή είναι η απύθμενη θάλασσα της σο¬φίας του Θεού και απ’ αυτό το νερό εμείς πρέπει να βγά¬λουμε όσο είναι δυνατόν και απαραίτητο για να ανακου¬φισθούμε από την πνευματική μας δίψα. Απ’ αυτό το νε¬ρό ο άνθρωπος βγάζει με τον κουβά και απ’ αυτόν στην κανάτα και από εκεί παίρνει με ένα ποτήρι να δροσισθεί και δεν προσπαθεί με μία φορά να βγάλει το νερό της σο¬φίας του Θεού έξω, διότι δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία και υπάρχει βεβαίως ο φόβος να πνιγεί. Έτσι πνίγηκαν πολλοί ερευνητές των Γραφών λόγω της υπερηφάνειας των και έγιναν αρχηγοί αιρέσεων και οδήγησαν μαζί με τους εαυτούς των χιλιάδες ψυχές στον Άδη.
2. Ο από κάτω πειρασμός: Από κάτω έρχεται ο πειρα¬σμός και μας πειράζει με την ακηδία και οκνηρία για την επιτέλεση των έργων της αρετής και των εντολών του Θεού. Ένα παράδειγμα: Όταν κάποιος είναι δυνατός και υγιής στο σώμα και εκ προθέσεως αποφεύγει τις δου¬λειές ή τα διακονήματα της Μονής, τα οποία είναι ανάλο¬γα των δυνάμεων του. Ή ένας λαϊκός, ο οποίος δεν θέλει να κοπιάσει για τα έργα των αρετών, την νηστεία, την α¬γρυπνία, την υπηρεσία και βοήθεια του πλησίον, την προ¬σευχή κ.λ.π. Με την αδιαφορία ή οκνηρία μας αυτή στερούμε από την ψυχή μας τον μισθό των πνευματικών έρ¬γων, επειδή δεν κοπιάζουμε στην εφαρμογή των θείων εν¬τολών. Καθένας από εμάς λοιπόν, έχουμε καθήκον να α¬νεβαίνουμε τις πνευματικές βαθμίδες των αρετών, γνωρί¬ζοντας ότι η μέση και διακριτική οδός είναι η βασιλική, διότι τα άκρα είναι του διαβόλου.
3. Ο εκ δεξιών πειρασμός: Αυτός ο πειρασμός πάλι εί¬ναι δύο ειδών: Το πρώτο είδος είναι, όταν εργασθούμε τα καλά έργα με κακό σκοπό, ενώ το δεύτερο είναι, εάν δεχθούμε την εμφάνιση των δαιμόνων με την μορφή αγγέλων και αγίων, ή με την μορφή του Χριστού, της Θεοτόκου και άλλων ουρανίων μορφών. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι «οι δαίμονες της κενοδοξίας και υπερη¬φάνειας εμφανίζονται στους αδυνάτους στον νου ως προφήται». Ενώ ο Απόστολος Παύλος μας δείχνει στην Β' προς Κορινθίους (11,14) ότι: «ό σατανάς μετασχηματίζε¬ται εις άγγελον φωτός».
4. Ο εξ αριστερών πειρασμός: Από τα αριστερά μας πειράζει ο διάβολος όταν γνωρίζουμε την αμαρτία, αλλά με την θέληση μας αποφασίζουμε να την εκτελέσουμε. Ένα παράδειγμα: Κάποιος γνωρίζει ότι είναι αμαρτία να κλέπτει, να πορνεύει, να μεθά, να βλασφημεί τα Θεία, να εκδικείται τον πλησίον του ή να κάνει οποιοδήποτε άλλο κακό έργο. Παρ’ όλα όμως αυτά αφήνει τον εαυτό του να νικηθεί από την αμαρτία με την θέληση του και εις γνώσιν του. Οπότε, όταν εμείς γνωρίζουμε την αμαρτία και όμως την επιτελούμε είτε με τον νου, τον λόγο, το αίσθημα ή την πράξη, τότε πειραζόμεθα εξ αριστερών.
5. Ο εκ των έμπροσθεν πειρασμός: Μας πειράζει από εμπρός ο διάβολος όταν μας παρουσιάζει σκέψεις και φαντασίες για έργα τα όποια δήθεν θα μας συμβούν στο μέλλον. Ένα παράδειγμα: Όταν θορυβούμεθα ότι θα έλθει εναντίον μας κάποιος κίνδυνος, κάποια παγίδα ή α¬σθένεια, ότι θα ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, ότι θα δυσφη¬μισθούμε από τους άλλους, θα γίνουμε πτωχοί, μας τα¬ράζει κάποιος ότι δεν θα επιτύχουμε στις εξετάσεις ή σε κάποιο άλλο έργο.
Όλα αυτά μας τα φέρνει ο νοητός εχθρός στον νου μας με σκοπό να μας ταράξει και να μας κλονίσει με αυτά που νομίζουμε ότι θα έλθουν εναντίον μας.
Γι’ αυτούς τους λογισμούς ας προσέχουμε τα λόγια του Σωτήρος που λέγει: «Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον, η γάρ αύριον μεριμνήσει τα έαυτής, αρκετόν τη ημέ¬ρα η κακία αυτής» δηλ. μη μερμνάτε ….φτάνει η στεναχώρια της ημέρας. (Ματθ. 6,34). Δεν δόθηκε σ’ εμάς από τον Θεό να γνωρίζουμε ούτε μία ώρα πέραν της παρούσης ώρας τι θα γίνει. Οπότε σε τέτοιου είδους πειρασμό να λέγομε: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου».
6. Ο εκ των όπισθεν πειρασμός: Πειραζόμεθα εκ των όπισθεν όταν οι δαίμονες μας ενοχλούν στον νου μας με αυτά τα έργα που κάναμε στο παρελθόν, όταν είμασταν παιδιά ή νέοι και με τις αμαρτίες που κάναμε.
Η μνήμη μας πολύ συχνά βοηθεί την φαντασία μας στα κακά που κάναμε, προπαντός όταν περάσαμε την ζωή μας χωρίς προσπάθεια για την φρούρηση και κάθαρση του νου με την νοερά προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλό».
Οι Πατέρες λέγουν ότι τόσο ανόητη είναι η φαντα¬σία, ώστε εάν ένας άνθρωπος αντίκρισε στην νεότητα του μία ωραία γυναίκα με εμπάθεια και έλθει ο καιρός να πεθάνει αυτή και ίδει την νεκροκεφαλή της, εν τούτοις η φαντασία του, του υπενθυμίζει το ωραίο πρόσωπο της, ό¬ταν ζούσε. Γι’ αυτό ονόμασαν οι Πατέρες την φαντασία «γέφυρα του διαβόλου», επειδή καμιά αμαρτία δεν περ¬νά από τον νου και την αίσθηση παρά μόνο από την γέφυ¬ρα της φαντασίας.
Οπότε, Πατέρες και αδελφοί, για να νικήσουμε στον πόλεμο αυτό, έχουμε μεγάλη ανάγκη από την νοερά εγρήγορση και προσοχή, την μνήμη του θανάτου, των βασάνων της κολάσεως και της ακαταπαύστου νοερής προ-σευχής.
7. Ο εκ των έσω πειρασμός: Πειραζόμεθα από μέσα μας με τον ερεθισμό των παθών, τα οποία εξέρχονται από την καρδιά μας, κατά τον λόγο του Σωτήρος, που λέγει: «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι «βαθεία είναι η καρδία παρά πάντα» (Ίερεμ. 17,9), επει¬δή απ’ αυτή πηγάζουν όλες οι κακίες στον άνθρωπο που δεν την φυλάγει με την προσευχή και την μετάνοια, αλλά και απ’ αυτή πηγάζουν πάλι, όλες οι αρετές σ’ αυτόν που την καθαρίζει με τα δά¬κρυα της μετανοίας και την συντριβή. Οπότε απαλλασσόμεθα από τα πάθη της καρδίας μας με την ακατάπαυ¬στη προσευχή και τα δάκρυα της μετανοίας.
8. Ο εκ των έξω πειρασμός: Προέρχεται από τα πάθη, τα οποία εισέρχονται στην ψυχή μας από τις πέντε αισθήσεις ή όπως ονομάζονται τα παράθυρα της ψυχής, για τις οποίες ο προφήτης Ιερεμίας λέγει: «ανέβη θάνατος διά των θυρίδων υμών» (9,21). Αυτές οι πέντε αισθήσεις είναι τα πέντε ζεύγη βοών με τα οποία ζούμε στην κακία και εμπάθεια και δεν θέλουμε να πάμε στο Δείπνο που μας καλεί ο Μέγας Βασιλεύς (Λουκ. 14,19). Οπότε η απόκρουση απ’ αυτά τα πάθη γίνεται με την πολυχρόνια νήψη του νου, την ακατάπαυστη προσευχή, την συντριβή της καρ¬δίας και με το να ζητάμε με πόνο και μετάνοια την βοή¬θεια του Κυρίου.
Εν κατακλείδι, παρακαλώ με ταπείνωση, Πατέρες και αδελφοί, να βοηθήσετε και εμένα τον αμαρτωλό και αδιάφορο για την σωτηρία μου, με την προσευχή σας, ώστε να αισθανθώ τουλάχιστο εντροπή για τα ανωτέρω λό¬για πού σας είπα και έτσι να ξυπνήσω και εγώ από την α¬ναισθησία μου και να καλώ το Όνομα του Κυρίου μας για βοήθεια μου. Αμήν.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ιερομ. ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ
Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Πατέρες και αδελφοί,
Ο μοναχός και ο αγωνιστής χριστιανός είναι πνευ¬ματικοί μαχητές σε κάθε στιγμή της ζωής τους από την γέννηση μέχρι τον θάνατο τους. Είναι όμως ανάγκη να γνωρίζουμε την τέχνη αυτού του αοράτου πολέμου και από ποία μέρη έρχεται εναντίον μας ο νοητός εχθρός. Ο ά¬γιος Μελέτιος ο Ομολογητής μας λέγει ότι ο πειρασμός έρχεται από έξι σημεία εναντίον μας, ενώ ο άγιος Νικόδη¬μος ο Αγιορείτης γράφει από οκτώ, δηλ. από επάνω και από κάτω, από δεξιά και αριστερά, από εμπρός και πίσω και από μέσα και έξω.
Στην συνέχεια θα ομιλήσουμε εκτενέστερα για τον πολυμερή αυτόν πόλεμο του διαβόλου με την βοήθεια του Πανάγαθου Θεού.
1. Ο από επάνω πειρασμός: Είναι δύο ειδών: Το πρώ¬το συμβαίνει όταν αρχίζουμε να κάνουμε μία αδιάκριτη και απερίσκεπτη άσκηση που υπερβαίνει τις δυνάμεις μας, όπως επί παραδείγματι: υπερβολική νηστεία, συνε¬χή αγρυπνία, πολλές μετάνοιες, και άλλες υπερβολικές ασκήσεις. Αυτή η άσκηση έχει ως αποτέλεσμα να αδυνατίζει το σώμα μας και να αδυνατούμε να εργασθούμε τις αρετές του Χριστού. Συγχρόνως ταράζεται ο νους μας γιατί δεν αναπαύεται σ’ αυτού του είδους τις ασκήσεις. Το δεύτερο είδος πειρασμού συμβαίνει όταν ερευνούμε την Αγία Γραφή χωρίς να διαθέτουμε την ανάλογη πνευ¬ματική ηλικία και κατάσταση με αποτέλεσμα, εάν κάποιος δεν ευρεθεί να μας χαλιναγωγήσει, θα φθάσουμε στην τρέλλα, την αίρεση και την βλασφημία του Θεού.
Η Αγία Γραφή είναι η απύθμενη θάλασσα της σο¬φίας του Θεού και απ’ αυτό το νερό εμείς πρέπει να βγά¬λουμε όσο είναι δυνατόν και απαραίτητο για να ανακου¬φισθούμε από την πνευματική μας δίψα. Απ’ αυτό το νε¬ρό ο άνθρωπος βγάζει με τον κουβά και απ’ αυτόν στην κανάτα και από εκεί παίρνει με ένα ποτήρι να δροσισθεί και δεν προσπαθεί με μία φορά να βγάλει το νερό της σο¬φίας του Θεού έξω, διότι δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία και υπάρχει βεβαίως ο φόβος να πνιγεί. Έτσι πνίγηκαν πολλοί ερευνητές των Γραφών λόγω της υπερηφάνειας των και έγιναν αρχηγοί αιρέσεων και οδήγησαν μαζί με τους εαυτούς των χιλιάδες ψυχές στον Άδη.
2. Ο από κάτω πειρασμός: Από κάτω έρχεται ο πειρα¬σμός και μας πειράζει με την ακηδία και οκνηρία για την επιτέλεση των έργων της αρετής και των εντολών του Θεού. Ένα παράδειγμα: Όταν κάποιος είναι δυνατός και υγιής στο σώμα και εκ προθέσεως αποφεύγει τις δου¬λειές ή τα διακονήματα της Μονής, τα οποία είναι ανάλο¬γα των δυνάμεων του. Ή ένας λαϊκός, ο οποίος δεν θέλει να κοπιάσει για τα έργα των αρετών, την νηστεία, την α¬γρυπνία, την υπηρεσία και βοήθεια του πλησίον, την προ¬σευχή κ.λ.π. Με την αδιαφορία ή οκνηρία μας αυτή στερούμε από την ψυχή μας τον μισθό των πνευματικών έρ¬γων, επειδή δεν κοπιάζουμε στην εφαρμογή των θείων εν¬τολών. Καθένας από εμάς λοιπόν, έχουμε καθήκον να α¬νεβαίνουμε τις πνευματικές βαθμίδες των αρετών, γνωρί¬ζοντας ότι η μέση και διακριτική οδός είναι η βασιλική, διότι τα άκρα είναι του διαβόλου.
3. Ο εκ δεξιών πειρασμός: Αυτός ο πειρασμός πάλι εί¬ναι δύο ειδών: Το πρώτο είδος είναι, όταν εργασθούμε τα καλά έργα με κακό σκοπό, ενώ το δεύτερο είναι, εάν δεχθούμε την εμφάνιση των δαιμόνων με την μορφή αγγέλων και αγίων, ή με την μορφή του Χριστού, της Θεοτόκου και άλλων ουρανίων μορφών. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι «οι δαίμονες της κενοδοξίας και υπερη¬φάνειας εμφανίζονται στους αδυνάτους στον νου ως προφήται». Ενώ ο Απόστολος Παύλος μας δείχνει στην Β' προς Κορινθίους (11,14) ότι: «ό σατανάς μετασχηματίζε¬ται εις άγγελον φωτός».
4. Ο εξ αριστερών πειρασμός: Από τα αριστερά μας πειράζει ο διάβολος όταν γνωρίζουμε την αμαρτία, αλλά με την θέληση μας αποφασίζουμε να την εκτελέσουμε. Ένα παράδειγμα: Κάποιος γνωρίζει ότι είναι αμαρτία να κλέπτει, να πορνεύει, να μεθά, να βλασφημεί τα Θεία, να εκδικείται τον πλησίον του ή να κάνει οποιοδήποτε άλλο κακό έργο. Παρ’ όλα όμως αυτά αφήνει τον εαυτό του να νικηθεί από την αμαρτία με την θέληση του και εις γνώσιν του. Οπότε, όταν εμείς γνωρίζουμε την αμαρτία και όμως την επιτελούμε είτε με τον νου, τον λόγο, το αίσθημα ή την πράξη, τότε πειραζόμεθα εξ αριστερών.
5. Ο εκ των έμπροσθεν πειρασμός: Μας πειράζει από εμπρός ο διάβολος όταν μας παρουσιάζει σκέψεις και φαντασίες για έργα τα όποια δήθεν θα μας συμβούν στο μέλλον. Ένα παράδειγμα: Όταν θορυβούμεθα ότι θα έλθει εναντίον μας κάποιος κίνδυνος, κάποια παγίδα ή α¬σθένεια, ότι θα ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, ότι θα δυσφη¬μισθούμε από τους άλλους, θα γίνουμε πτωχοί, μας τα¬ράζει κάποιος ότι δεν θα επιτύχουμε στις εξετάσεις ή σε κάποιο άλλο έργο.
Όλα αυτά μας τα φέρνει ο νοητός εχθρός στον νου μας με σκοπό να μας ταράξει και να μας κλονίσει με αυτά που νομίζουμε ότι θα έλθουν εναντίον μας.
Γι’ αυτούς τους λογισμούς ας προσέχουμε τα λόγια του Σωτήρος που λέγει: «Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον, η γάρ αύριον μεριμνήσει τα έαυτής, αρκετόν τη ημέ¬ρα η κακία αυτής» δηλ. μη μερμνάτε ….φτάνει η στεναχώρια της ημέρας. (Ματθ. 6,34). Δεν δόθηκε σ’ εμάς από τον Θεό να γνωρίζουμε ούτε μία ώρα πέραν της παρούσης ώρας τι θα γίνει. Οπότε σε τέτοιου είδους πειρασμό να λέγομε: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου».
6. Ο εκ των όπισθεν πειρασμός: Πειραζόμεθα εκ των όπισθεν όταν οι δαίμονες μας ενοχλούν στον νου μας με αυτά τα έργα που κάναμε στο παρελθόν, όταν είμασταν παιδιά ή νέοι και με τις αμαρτίες που κάναμε.
Η μνήμη μας πολύ συχνά βοηθεί την φαντασία μας στα κακά που κάναμε, προπαντός όταν περάσαμε την ζωή μας χωρίς προσπάθεια για την φρούρηση και κάθαρση του νου με την νοερά προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλό».
Οι Πατέρες λέγουν ότι τόσο ανόητη είναι η φαντα¬σία, ώστε εάν ένας άνθρωπος αντίκρισε στην νεότητα του μία ωραία γυναίκα με εμπάθεια και έλθει ο καιρός να πεθάνει αυτή και ίδει την νεκροκεφαλή της, εν τούτοις η φαντασία του, του υπενθυμίζει το ωραίο πρόσωπο της, ό¬ταν ζούσε. Γι’ αυτό ονόμασαν οι Πατέρες την φαντασία «γέφυρα του διαβόλου», επειδή καμιά αμαρτία δεν περ¬νά από τον νου και την αίσθηση παρά μόνο από την γέφυ¬ρα της φαντασίας.
Οπότε, Πατέρες και αδελφοί, για να νικήσουμε στον πόλεμο αυτό, έχουμε μεγάλη ανάγκη από την νοερά εγρήγορση και προσοχή, την μνήμη του θανάτου, των βασάνων της κολάσεως και της ακαταπαύστου νοερής προ-σευχής.
7. Ο εκ των έσω πειρασμός: Πειραζόμεθα από μέσα μας με τον ερεθισμό των παθών, τα οποία εξέρχονται από την καρδιά μας, κατά τον λόγο του Σωτήρος, που λέγει: «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι «βαθεία είναι η καρδία παρά πάντα» (Ίερεμ. 17,9), επει¬δή απ’ αυτή πηγάζουν όλες οι κακίες στον άνθρωπο που δεν την φυλάγει με την προσευχή και την μετάνοια, αλλά και απ’ αυτή πηγάζουν πάλι, όλες οι αρετές σ’ αυτόν που την καθαρίζει με τα δά¬κρυα της μετανοίας και την συντριβή. Οπότε απαλλασσόμεθα από τα πάθη της καρδίας μας με την ακατάπαυ¬στη προσευχή και τα δάκρυα της μετανοίας.
8. Ο εκ των έξω πειρασμός: Προέρχεται από τα πάθη, τα οποία εισέρχονται στην ψυχή μας από τις πέντε αισθήσεις ή όπως ονομάζονται τα παράθυρα της ψυχής, για τις οποίες ο προφήτης Ιερεμίας λέγει: «ανέβη θάνατος διά των θυρίδων υμών» (9,21). Αυτές οι πέντε αισθήσεις είναι τα πέντε ζεύγη βοών με τα οποία ζούμε στην κακία και εμπάθεια και δεν θέλουμε να πάμε στο Δείπνο που μας καλεί ο Μέγας Βασιλεύς (Λουκ. 14,19). Οπότε η απόκρουση απ’ αυτά τα πάθη γίνεται με την πολυχρόνια νήψη του νου, την ακατάπαυστη προσευχή, την συντριβή της καρ¬δίας και με το να ζητάμε με πόνο και μετάνοια την βοή¬θεια του Κυρίου.
Εν κατακλείδι, παρακαλώ με ταπείνωση, Πατέρες και αδελφοί, να βοηθήσετε και εμένα τον αμαρτωλό και αδιάφορο για την σωτηρία μου, με την προσευχή σας, ώστε να αισθανθώ τουλάχιστο εντροπή για τα ανωτέρω λό¬για πού σας είπα και έτσι να ξυπνήσω και εγώ από την α¬ναισθησία μου και να καλώ το Όνομα του Κυρίου μας για βοήθεια μου. Αμήν.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ιερομ. ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ
Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΛΟΓΟΣ ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΙΟΣ
ΆΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους.
Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Για αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες.
Ώστε αναγκαίο είναι να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά πάθη. Ψυχικές αρετές είναι πρώτα οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη, και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η αφιλαργυρία, η συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Σωματικές αρετές ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής. Εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνου ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μην βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη είναι αναγκαιότητα και ωφελιμότατα. Όταν το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με την βοήθεια του θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια.
Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι.
Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.
Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα.
Μαντείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδης, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.
Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.
Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ` αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεις, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.
Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστησης` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.
Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε.
Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος.
Γιατι όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα.
Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο.
Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατι δεν βιάζεται σ` αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση.
Για αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάτε εκούσια από την φιλοχρηματία.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.
Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά. Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής.
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής.
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θειας υιοθεσίας.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας.
1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.
Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας.
Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.
Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.
Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου.
«Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας.
«Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3.
Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας.
Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία.
Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος.
« Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους».
Γαλ. 5,17.
Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια.
Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός.
Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε.
Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο.
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείτε η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείτε η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείτε η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείτε η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.
Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη.
1. λογισμός
2. θυμός.
3. επιθυμία.
Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος.
Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθει υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
Ο θυμός τότε κινείτε κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.
Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων.
Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον θεό. Αυτής είθε ν` αξιωθούμε κι εμείς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Πρέπει να γνωρίζουμε και αυτό.
Ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτηση της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σε όλη μας την ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκρατεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές.
Από αυτές, μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή.
Λ.χ. ασκεί κανείς ποτέ – ποτέ την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, κι ακόμα περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα.
Γιατι το καλό δεν είναι καλό όταν δεν γίνεται καλά.
Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, για παράδειγμα από ανθρωπαρέσκεια λόγο καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία, και αδικία.
Επειδή ο θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνεται.
Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο.
Και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν.
Το αντίθετο συμβαίνει με εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό. Όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο, και τράβηξε από Εκει την πόρνη.
Από αυτό γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που παρά πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση.
Γιατι η διάκριση είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, Επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών.
Όπως πάλι και για τα αντίθετα.
Δεν λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σε αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ` αυτά και μένει αδιόρθωτος.
Κοντά σε όσα είπαμε πρέπει να γνωρίσουμε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ` όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία.
Ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο οι ψυχικές αρετές ( και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το Όνομα του), είναι ανώτερες από τις σωματικές. Αρετές.
Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ` αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει.
Γιατι τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια με αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά.
Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι.
Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησια, την φιλαργυρία που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά της.
Μιλήσαμε γι` αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλεια μας, κάνοντας μια ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί των αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια.
Γι` αυτό και Μιλήσαμε για το καθένα με τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμία πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται.
Ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές και μάλιστα τις ψυχικές που προσεγγίζουμε στο Θεό, και για να αποφύγουμε τις κακίες με όλη μας την δύναμη.
Γιατι είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει τον θεό και ενώνεται νοερά μ` Αυτόν.
Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινοί γνώση, και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το να ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στην θεωρία του Δημιουργού.
Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αίρείσθαι», γιατι είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνουμε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλουμε και αναγκαστικά.
Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατι φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.
Αν θέλεις, ας προσθέσουμε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο.
Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ` εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο.
Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί.
«Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού.
Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια.
« Να γίνεται, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας». Λουκάς 6,36
Το «κατ` εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατι ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του.
Το «καθ` ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.
Είθε κι εμείς να αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνουμε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων τον Χριστό.
Γιατι σε Αυτόν ανήκει το έλεος και σε Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Βιβλιογραφία. ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΟΜΟΣ Β. ΕΚΔΟΣΗ Δ
ΆΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους.
Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Για αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες.
Ώστε αναγκαίο είναι να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά πάθη. Ψυχικές αρετές είναι πρώτα οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη, και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η αφιλαργυρία, η συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Σωματικές αρετές ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής. Εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνου ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μην βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη είναι αναγκαιότητα και ωφελιμότατα. Όταν το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με την βοήθεια του θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια.
Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι.
Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.
Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα.
Μαντείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδης, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.
Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.
Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ` αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεις, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.
Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστησης` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.
Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε.
Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος.
Γιατι όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα.
Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο.
Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατι δεν βιάζεται σ` αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση.
Για αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάτε εκούσια από την φιλοχρηματία.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.
Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά. Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής.
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής.
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θειας υιοθεσίας.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας.
1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.
Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας.
Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.
Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.
Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου.
«Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας.
«Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3.
Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας.
Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία.
Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος.
« Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους».
Γαλ. 5,17.
Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια.
Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός.
Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε.
Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο.
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείτε η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείτε η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείτε η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείτε η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.
Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη.
1. λογισμός
2. θυμός.
3. επιθυμία.
Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος.
Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθει υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
Ο θυμός τότε κινείτε κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.
Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων.
Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον θεό. Αυτής είθε ν` αξιωθούμε κι εμείς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Πρέπει να γνωρίζουμε και αυτό.
Ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτηση της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σε όλη μας την ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκρατεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές.
Από αυτές, μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή.
Λ.χ. ασκεί κανείς ποτέ – ποτέ την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, κι ακόμα περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα.
Γιατι το καλό δεν είναι καλό όταν δεν γίνεται καλά.
Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, για παράδειγμα από ανθρωπαρέσκεια λόγο καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία, και αδικία.
Επειδή ο θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνεται.
Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο.
Και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν.
Το αντίθετο συμβαίνει με εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό. Όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο, και τράβηξε από Εκει την πόρνη.
Από αυτό γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που παρά πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση.
Γιατι η διάκριση είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, Επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών.
Όπως πάλι και για τα αντίθετα.
Δεν λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σε αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ` αυτά και μένει αδιόρθωτος.
Κοντά σε όσα είπαμε πρέπει να γνωρίσουμε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ` όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία.
Ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο οι ψυχικές αρετές ( και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το Όνομα του), είναι ανώτερες από τις σωματικές. Αρετές.
Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ` αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει.
Γιατι τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια με αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά.
Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι.
Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησια, την φιλαργυρία που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά της.
Μιλήσαμε γι` αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλεια μας, κάνοντας μια ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί των αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια.
Γι` αυτό και Μιλήσαμε για το καθένα με τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμία πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται.
Ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές και μάλιστα τις ψυχικές που προσεγγίζουμε στο Θεό, και για να αποφύγουμε τις κακίες με όλη μας την δύναμη.
Γιατι είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει τον θεό και ενώνεται νοερά μ` Αυτόν.
Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινοί γνώση, και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το να ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στην θεωρία του Δημιουργού.
Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αίρείσθαι», γιατι είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνουμε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλουμε και αναγκαστικά.
Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατι φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.
Αν θέλεις, ας προσθέσουμε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο.
Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ` εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο.
Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί.
«Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού.
Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια.
« Να γίνεται, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας». Λουκάς 6,36
Το «κατ` εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατι ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του.
Το «καθ` ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.
Είθε κι εμείς να αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνουμε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων τον Χριστό.
Γιατι σε Αυτόν ανήκει το έλεος και σε Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Βιβλιογραφία. ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΟΜΟΣ Β. ΕΚΔΟΣΗ Δ
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Πνευματική Οικοδομή
Eιρήνη, δώρον του σταυρωθέντος και αναστάντος Xριστού
Τού Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Η απειλή των φοβερών τρομοκρατικών εκδηλώσεων σκιάζει τις ερχόμενες εορτές των Αγίων Παθών και της Λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου μας.
Τρομοκράται «νόμιμοι» εκ των ισχυρών και δυναστών της γής και τρομοκράται παράνομοι εκ των καταδυναστευομένων, κατά τον λόγο του Κυρίου «οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσι αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών» (Μάρκ. 10, 42).
Δυστυχώς ο λόγος του Χριστού δεν εφαρμόζεται όχι μόνον από τους μή χριστιανούς αλλά και από τους κατ’ όνομα Χριστιανούς. «Ηκούσατε ότι ερρέθη οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ» (Ματθ. 5, 38-39).
Η αντεκδίκησις πολλαπλασιάζει το κακό. Δεν το περιορίζει, όπως νομίζουν όσοι την εφαρμόζουν.
Λαοί αλληλοεξοντώνονται και ο διάβολος βασιλεύει, αφού οι άνθρωποι του δίδουν την εξουσία να τους διαιρή και να τους σπείρη το μίσος και την εκδίκησι.
Πολλοί ομιλούν για την ειρήνη. Αλλά, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν απαιτούμενον αγαθόν, υπ’ ολίγων δε φυλασσόμενον» (Λόγος ΚΒ΄).
Επειδή η ειρήνη δεν φυγαδεύεται μόνον μεταξύ των κρατών, των λαών και κοινωνικών ομάδων αλλά και μεταξύ των φίλων, των συγγενών, των ομοπίστων, των συντοπιτών, θεωρώ αναγκαίον να ιδούμε τί ο αιώνιος λόγος του Θεού μας διδάσκει.
Ειρηνικό έπλασε τον άνθρωπο ο Πανάγαθος Θεός. Η ανθρωπίνη φύσς, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δημιουργήθηκε «άμαχος, ειρηνική, αστασίαστος, προς τε τον Θεόν και εαυτήν δι’ αγάπης εσφιγμένη» (Ρ.G. 9, 172Β). Η αμαρτία όμως και ο εγωϊσμός έφερε στους ανθρώπους τα μίση, τις διαιρέσεις, τις συγκρούσεις, τον φθόνο, την αλληλοεξόντωσι, την εκδικητικότητα, την επιθετικότητα, την μισανθρωπία.
Ο ανθρωποκτόνος διάβολος εκμεταλλευόμενος τα πάθη των ανθρώπων τους διαιρεί και τους στρέφει εναντίον αλλήλων.
Τον μισάνθρωπο και αρχηγό των πολέμων διάβολο ήλθε να νικήση ο φιλάνθρωπος και ειρηνάρχης Χριστός και να φέρη στους ανθρώπους, που θα τον εδέχοντο και επίστευαν, την ειρήνη του Θεού.
Για να ειρηνεύση ο Κύριος τους ανθρώπους με τον Θεόν, με τον εαυτόν τους και μεταξύ των, ανέβηκε στον Σταυρό. Η ειρήνη που επηγγέλθησαν οι Άγγελοι την νύκτα της Γεννήσεως του Κυρίου με το «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη» ανέβλυσε από τον Σταυρό του Χριστού».
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του γράφει ότι ο Θεός ευδόκησε «δι’ αυτού (τού Χριστού) να συμφιλιώση μετά του εαυτού του τα πάντα, τόσον τα επίγεια, όσον και τα επουράνια, αφού έφερε την ειρήνην με το αίμα του σταυρού του. Και σεις κάποτε ήσαστε αποξενωμένοι και εχθρικής διαθέσεως, και τα έργα σας ήσαν πονηρά, αλλά τώρα ο Θεός σας συμφιλίωσε διά του θανάτου ‘‘εν τω σώματι της σαρκός αυτού’’…» (1, 20–22).
Τόσο μεγάλη και αγεφύρωτος ήταν η έχθρα των ανθρώπων προς τον Θεό, των ανθρώπων μεταξύ των και μέσα των, ώστε χρειάσθηκε να χύση το αίμα του ο ίδιος ο Θεός για να μας ειρηνεύση.
Δώρο λοιπόν του Σταυρωθέντος Χριστού η ειρήνη. Δώρο που δεν μας δίδεται κατά ένα μαγικό τρόπο, αλλά προϋποθέτει τον ιδικό μας αγώνα να δεχθούμε το δώρο και να το αξιοποιήσουμε. Χρειάζεται κι εδώ συνέργεια. Ούτε μόνοι μας χωρίς τον Σταυρωθέντα Χριστό ημπορούμε να κατακτήσουμε την εσωτερική και εξωτερική ειρήνη, ούτε πάλι ο Χριστός μπορεί να μας την δώση χωρίς τον δικό μας αγώνα, γιατί έτσι θα καταργούσε την ελευθερία μας.
Αν ακόμη και στην αγία Εκκλησία υπεισέρχεται ο πειρασμός και εκμεταλλευόμενος τα πάθη μας φυγαδεύει την ειρήνη, όμως η Εκκλησία στον εσώτερο πυρήνα της είναι πάντα «το άσυλον της ειρήνης ανάκτορον» (Άγιος Μάξιμος) και ο θυσιαζόμενος στην Αγία Τράπεζα Κύριος είναι η πηγή αυτής της ειρήνης. Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Επάνω στην Αγία Τράπεζα βρίσκεται εσφαγμένος ο Χριστός. Σφάχτηκε για να φέρη την ειρήνη ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, για να σε κάνη φίλο με τους αγγέλους, για να σε συμφιλιώση με τον Θεό των όλων. Για να κάνη φίλο με του Θεού εσένα που είσαι εχθρός και αντίπαλός του… Για να έχης ειρήνη με τον αδελφό σου έγινε η θυσία αυτή» (Ρ.G. 49, 382-2).
Η Εκκλησία ευρίσκεται πάντα σε ένα διαρκή αγώνα, σε μία διαρκή πορεία ειρήνης με επικεφαλής την Παναγία μας, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας, τους Οσίους τους ευσεβείς ειρηνικούς και ειρηνοποιούς Χριστιανούς όλων των αιώνων.
Η πορεία αυτήν δεν προβάλλεται, δεν διατυμπανίζεται, αλλά μυστικά ακτινοβολεί την ειρήνη του Χριστού στον κόσμο. Όπως είπε ο Κύριος, η βασιλεία του Θεού «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως (Λουκ. 17, 20), δηλαδή με εξωτερικό θόρυβο.
Αυτή την ειρήνη μας άφησε ο Κύριος ως πολύτιμη κληρονομία μετά την αγία Του Ανάστασι. Αυτή είναι «το εξιτήριον δώρον του ειρηνικού», κατά τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον (Ρ.G. 35, 1149). Οι πρώτες λέξεις του Αναστάντος ήταν «ειρήνη ημίν» (Λουκ. 24, 37).
Αυτή την ειρήνη μας χορηγεί η Αγία Εκκλησία με τα ιερά της Μυστήρια και τή θεία Λατρεία της. Όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η με προσευχές και ψαλμωδίες καθημερινή συνομιλία με το Θεό και όλες τις επιδρομές (τών παθών) καταπραΰνει και τις αλλάζει (προς το καλό), και τις σαρκικές επιθυμίες αναχαιτίζει, και την πλεονεξία περιορίζει, και την κούφια έπαρση χαμηλώνει, και το φθόνο εξαφανίζει, και το πάθος του θυμού μετριάζει, και τη μνησικακία εξαφανίζει, και αφού παραμερίση την πικρία (τής ψυχής) και τη φιλονεικία, παρέχει την ειρήνη και την ευνομία και την ευμάρεια και στις πόλεις και στα σπίτια, και στις ψυχές και στα σώματα, και σ’ αυτούς που ζουν τη συζυγική ζωή και σ’ αυτούς που έχουν διαλέξει τον μοναχικό βίο» (Ομιλία ΝΑ΄).
Όσον ο Χριστιανός αγωνίζεται κατά του εγωϊσμού, της φιλαυτίας και των παθών του και προάγεται στην αγάπη, την φιλοθεΐα και τη φιλανθρωπία, ειρηνεύει εσωτερικά και εξωτερικά. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος: «εάν ειρήνη ή, και αγάπη έσται· αν αγάπη, και ειρήνη έσται» (Ρ.G. 62, 174).
Όπως δε έγραψε ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: «Ψυχή αμαρτωλός, αιχμάλωτος των παθών, δεν δύναται να έχη ειρήνην και χαράν εν τω Κυρίω και έστω και αν κατέχη όλα τα πλούτη της γης, έστω και αν βασιλεύη εφ’ όλου του κόσμου».
Ο ειρηνεύσας με τον Θεό, με τον εαυτό του και με τους συνανθρώπους του Χριστιανός μεταδίδει την ειρήνη και στο περιβάλλον του. Γίνεται ειρηνοποιός και αναπαύει τους συνανθρώπους του με την ειρηνική κατάστασι της ψυχής του. Αντίθετα ο ανειρήνευτος άνθρωπος μεταδίδει ταραχή και άγχος.
Δεν θα ήταν ο Κύριος Ιησούς ο Άρχων της Ειρήνης, εάν δεν νικούσε τον διάβολο και τον θάνατο με το Σταυρό και την Ανάστασί Του. Οι απελπισμένοι αιχμάλωτοι του θανάτου δεν ημπορούν να ειρηνεύσουν.
Ποθούμε την ειρήνη για όλο τον κόσμο. Ζητούμε την Χάρι του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Κυρίου για να γινώμεθα και ημείς με τον καθημερινό μας αγώνα μέτοχοι της ιδικής Του αληθινής και θείας ειρήνης. Ομολογούμε και ημείς με τον Απόστολο Παύλο: «Αυτός γαρ εστίν η ειρήνη ημών» (Εφ. 2, 14).
Και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε, τον προσκυνούμε και τον δοξάζομε.
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονήςτού Οσίου Γρηγορίου Αγίου `Ορους
Αρχιμ. Γεώργιος
Άγιον Πάσχα 2004
Eιρήνη, δώρον του σταυρωθέντος και αναστάντος Xριστού
Τού Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Η απειλή των φοβερών τρομοκρατικών εκδηλώσεων σκιάζει τις ερχόμενες εορτές των Αγίων Παθών και της Λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου μας.
Τρομοκράται «νόμιμοι» εκ των ισχυρών και δυναστών της γής και τρομοκράται παράνομοι εκ των καταδυναστευομένων, κατά τον λόγο του Κυρίου «οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσι αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών» (Μάρκ. 10, 42).
Δυστυχώς ο λόγος του Χριστού δεν εφαρμόζεται όχι μόνον από τους μή χριστιανούς αλλά και από τους κατ’ όνομα Χριστιανούς. «Ηκούσατε ότι ερρέθη οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ» (Ματθ. 5, 38-39).
Η αντεκδίκησις πολλαπλασιάζει το κακό. Δεν το περιορίζει, όπως νομίζουν όσοι την εφαρμόζουν.
Λαοί αλληλοεξοντώνονται και ο διάβολος βασιλεύει, αφού οι άνθρωποι του δίδουν την εξουσία να τους διαιρή και να τους σπείρη το μίσος και την εκδίκησι.
Πολλοί ομιλούν για την ειρήνη. Αλλά, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν απαιτούμενον αγαθόν, υπ’ ολίγων δε φυλασσόμενον» (Λόγος ΚΒ΄).
Επειδή η ειρήνη δεν φυγαδεύεται μόνον μεταξύ των κρατών, των λαών και κοινωνικών ομάδων αλλά και μεταξύ των φίλων, των συγγενών, των ομοπίστων, των συντοπιτών, θεωρώ αναγκαίον να ιδούμε τί ο αιώνιος λόγος του Θεού μας διδάσκει.
Ειρηνικό έπλασε τον άνθρωπο ο Πανάγαθος Θεός. Η ανθρωπίνη φύσς, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δημιουργήθηκε «άμαχος, ειρηνική, αστασίαστος, προς τε τον Θεόν και εαυτήν δι’ αγάπης εσφιγμένη» (Ρ.G. 9, 172Β). Η αμαρτία όμως και ο εγωϊσμός έφερε στους ανθρώπους τα μίση, τις διαιρέσεις, τις συγκρούσεις, τον φθόνο, την αλληλοεξόντωσι, την εκδικητικότητα, την επιθετικότητα, την μισανθρωπία.
Ο ανθρωποκτόνος διάβολος εκμεταλλευόμενος τα πάθη των ανθρώπων τους διαιρεί και τους στρέφει εναντίον αλλήλων.
Τον μισάνθρωπο και αρχηγό των πολέμων διάβολο ήλθε να νικήση ο φιλάνθρωπος και ειρηνάρχης Χριστός και να φέρη στους ανθρώπους, που θα τον εδέχοντο και επίστευαν, την ειρήνη του Θεού.
Για να ειρηνεύση ο Κύριος τους ανθρώπους με τον Θεόν, με τον εαυτόν τους και μεταξύ των, ανέβηκε στον Σταυρό. Η ειρήνη που επηγγέλθησαν οι Άγγελοι την νύκτα της Γεννήσεως του Κυρίου με το «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη» ανέβλυσε από τον Σταυρό του Χριστού».
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του γράφει ότι ο Θεός ευδόκησε «δι’ αυτού (τού Χριστού) να συμφιλιώση μετά του εαυτού του τα πάντα, τόσον τα επίγεια, όσον και τα επουράνια, αφού έφερε την ειρήνην με το αίμα του σταυρού του. Και σεις κάποτε ήσαστε αποξενωμένοι και εχθρικής διαθέσεως, και τα έργα σας ήσαν πονηρά, αλλά τώρα ο Θεός σας συμφιλίωσε διά του θανάτου ‘‘εν τω σώματι της σαρκός αυτού’’…» (1, 20–22).
Τόσο μεγάλη και αγεφύρωτος ήταν η έχθρα των ανθρώπων προς τον Θεό, των ανθρώπων μεταξύ των και μέσα των, ώστε χρειάσθηκε να χύση το αίμα του ο ίδιος ο Θεός για να μας ειρηνεύση.
Δώρο λοιπόν του Σταυρωθέντος Χριστού η ειρήνη. Δώρο που δεν μας δίδεται κατά ένα μαγικό τρόπο, αλλά προϋποθέτει τον ιδικό μας αγώνα να δεχθούμε το δώρο και να το αξιοποιήσουμε. Χρειάζεται κι εδώ συνέργεια. Ούτε μόνοι μας χωρίς τον Σταυρωθέντα Χριστό ημπορούμε να κατακτήσουμε την εσωτερική και εξωτερική ειρήνη, ούτε πάλι ο Χριστός μπορεί να μας την δώση χωρίς τον δικό μας αγώνα, γιατί έτσι θα καταργούσε την ελευθερία μας.
Αν ακόμη και στην αγία Εκκλησία υπεισέρχεται ο πειρασμός και εκμεταλλευόμενος τα πάθη μας φυγαδεύει την ειρήνη, όμως η Εκκλησία στον εσώτερο πυρήνα της είναι πάντα «το άσυλον της ειρήνης ανάκτορον» (Άγιος Μάξιμος) και ο θυσιαζόμενος στην Αγία Τράπεζα Κύριος είναι η πηγή αυτής της ειρήνης. Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Επάνω στην Αγία Τράπεζα βρίσκεται εσφαγμένος ο Χριστός. Σφάχτηκε για να φέρη την ειρήνη ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, για να σε κάνη φίλο με τους αγγέλους, για να σε συμφιλιώση με τον Θεό των όλων. Για να κάνη φίλο με του Θεού εσένα που είσαι εχθρός και αντίπαλός του… Για να έχης ειρήνη με τον αδελφό σου έγινε η θυσία αυτή» (Ρ.G. 49, 382-2).
Η Εκκλησία ευρίσκεται πάντα σε ένα διαρκή αγώνα, σε μία διαρκή πορεία ειρήνης με επικεφαλής την Παναγία μας, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας, τους Οσίους τους ευσεβείς ειρηνικούς και ειρηνοποιούς Χριστιανούς όλων των αιώνων.
Η πορεία αυτήν δεν προβάλλεται, δεν διατυμπανίζεται, αλλά μυστικά ακτινοβολεί την ειρήνη του Χριστού στον κόσμο. Όπως είπε ο Κύριος, η βασιλεία του Θεού «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως (Λουκ. 17, 20), δηλαδή με εξωτερικό θόρυβο.
Αυτή την ειρήνη μας άφησε ο Κύριος ως πολύτιμη κληρονομία μετά την αγία Του Ανάστασι. Αυτή είναι «το εξιτήριον δώρον του ειρηνικού», κατά τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον (Ρ.G. 35, 1149). Οι πρώτες λέξεις του Αναστάντος ήταν «ειρήνη ημίν» (Λουκ. 24, 37).
Αυτή την ειρήνη μας χορηγεί η Αγία Εκκλησία με τα ιερά της Μυστήρια και τή θεία Λατρεία της. Όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η με προσευχές και ψαλμωδίες καθημερινή συνομιλία με το Θεό και όλες τις επιδρομές (τών παθών) καταπραΰνει και τις αλλάζει (προς το καλό), και τις σαρκικές επιθυμίες αναχαιτίζει, και την πλεονεξία περιορίζει, και την κούφια έπαρση χαμηλώνει, και το φθόνο εξαφανίζει, και το πάθος του θυμού μετριάζει, και τη μνησικακία εξαφανίζει, και αφού παραμερίση την πικρία (τής ψυχής) και τη φιλονεικία, παρέχει την ειρήνη και την ευνομία και την ευμάρεια και στις πόλεις και στα σπίτια, και στις ψυχές και στα σώματα, και σ’ αυτούς που ζουν τη συζυγική ζωή και σ’ αυτούς που έχουν διαλέξει τον μοναχικό βίο» (Ομιλία ΝΑ΄).
Όσον ο Χριστιανός αγωνίζεται κατά του εγωϊσμού, της φιλαυτίας και των παθών του και προάγεται στην αγάπη, την φιλοθεΐα και τη φιλανθρωπία, ειρηνεύει εσωτερικά και εξωτερικά. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος: «εάν ειρήνη ή, και αγάπη έσται· αν αγάπη, και ειρήνη έσται» (Ρ.G. 62, 174).
Όπως δε έγραψε ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: «Ψυχή αμαρτωλός, αιχμάλωτος των παθών, δεν δύναται να έχη ειρήνην και χαράν εν τω Κυρίω και έστω και αν κατέχη όλα τα πλούτη της γης, έστω και αν βασιλεύη εφ’ όλου του κόσμου».
Ο ειρηνεύσας με τον Θεό, με τον εαυτό του και με τους συνανθρώπους του Χριστιανός μεταδίδει την ειρήνη και στο περιβάλλον του. Γίνεται ειρηνοποιός και αναπαύει τους συνανθρώπους του με την ειρηνική κατάστασι της ψυχής του. Αντίθετα ο ανειρήνευτος άνθρωπος μεταδίδει ταραχή και άγχος.
Δεν θα ήταν ο Κύριος Ιησούς ο Άρχων της Ειρήνης, εάν δεν νικούσε τον διάβολο και τον θάνατο με το Σταυρό και την Ανάστασί Του. Οι απελπισμένοι αιχμάλωτοι του θανάτου δεν ημπορούν να ειρηνεύσουν.
Ποθούμε την ειρήνη για όλο τον κόσμο. Ζητούμε την Χάρι του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Κυρίου για να γινώμεθα και ημείς με τον καθημερινό μας αγώνα μέτοχοι της ιδικής Του αληθινής και θείας ειρήνης. Ομολογούμε και ημείς με τον Απόστολο Παύλο: «Αυτός γαρ εστίν η ειρήνη ημών» (Εφ. 2, 14).
Και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε, τον προσκυνούμε και τον δοξάζομε.
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονήςτού Οσίου Γρηγορίου Αγίου `Ορους
Αρχιμ. Γεώργιος
Άγιον Πάσχα 2004
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
Αδιαλείπτως Προσεύχεσθε Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου
Πνευματικά Μελετήματα
________________________________________
ΜΕΛΕΤΗΜΑ 1ον
Με την προσευχή μιλάει ο άνθρωπος άμεσα με τον Θεό. Με την προσευχή ο άνθρωπος γίνεται παιδί του Θεού! Με την προσευχή ξεπερνιούνται τα εμπόδια του βίου τούτου, δηλαδή οι θλίψεις, οι στενοχώριες, τα βάσανα, οι δυστυχίες, οι στερήσεις, οι μηχανορραφίες, οι ραδιουργίες, οι καταλαλιές και οι συκοφαντίες. Με την προσευχή συντρίβονται τα βέλη των ορατών και αοράτων εχθρών.
Με την προσευχή αποκτούμε τη μακαρία υπομονή του Θεανθρώπου και Σωτήρα Χριστού και των αγίων ανδρών της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Με την προσευχή αποκτούμε περισσότερη πνευματική δύναμη!… Με την προσευχή παίρνουμε την ουράνια παρηγοριά και παραμυθία της ψυχής! Με την προσευχή αποκτούμε την Ουράνια Σοφία. Με την προσευχή τελούνται τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας. Με την προσευχή λαμβάνουμε τον επιούσιον άρτον, δηλαδή τα υλικά και τα πνευματικά αγαθά! Με την προσευχή αντλούμε περισσότερο θάρρος, υπομονή και ελπίδες.
Με την προσευχή οι άγιοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ετέλεσαν θαύματα, νεκρούς ανέστησαν, ασθενείς θεράπευσαν και λογής-λογής βασανιστήρια υπέμειναν!… Με την προσευχή γινόμαστε όμοιοι με τους αγ. Αγγέλους, οι οποίοι νύχτα-μέρα υμνούν και δοξολογούν τον Θεό! Με την προσευχή γίνονται τα θαύματα. Με την προσευχή θεραπεύονται ανίατες ασθένειες και εκδιώκονται τα δαιμόνια! Με την προσευχή μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας και να βαδίσουμε απρόσκοπτα το δρόμο του Θεού. Με την προσευχή δυναμώνεται η πίστη μας στον Θεό!… Με την προσευχή ο νους και η καρδιά μας καθαρίζονται από κάθε κοσμική πονηρία! Με την προσευχή ο νους και η καρδιά μας γίνονται ναός του Παναγίου Πνεύματος! Με την προσευχή ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα εισέρχονται και κατοικούν στις καρδιές μας!…
Με την προσευχή η γλώσσα μας γίνεται σάλπιγγα του Αγ.Πνεύματος, σαλπίζουσα ουράνια ρήματα. Με την προσευχή μας δίνονται αόρατα οδηγίες και συμβουλές από το Πανάγιο Πνεύμα!… Με την προσευχή παραμένει διαρκώς κοντά μας ο φύλακας Άγγελος και μας φυλάσσει από κάθε κακό. Με την προσευχή ανοίγονται τα πνευματικά αυτιά της ψυχής και ακούνε τη γλυκόηχη ουράνια φωνή του Κυρίου μας Ιησού, καθώς επίσης ανοίγονται και τα πνευματικά μάτια της ψυχής. Με την προσευχή αποφεύγουμε να σκεφθούμε ή να κάμουμε το κακό. Με την προσευχή γινόμαστε ταπεινότεροι και αγαθότεροι. Με την προσευχή νικάμε τις πανουργίες ορατών και αοράτων εχθρών! Με την προσευχή παρηγορούμεθα και ανακουφιζόμεθα στις λογής-λογής θλίψεις της ζωής!…
Για να ωφεληθείς από την προσευχή πρέπει: α) να ξεχνάς κάθε φροντίδα κοσμική. β) Το λόγο που προφέρει το στόμα αυτόν να συλλογίζεσαι και ο νους μας, δηλαδή να μη λαλεί άλλα η γλώσσα και άλλα σκέπτεται ο νους μας. Τότε αληθινά η προσευχή μας ανεβαίνει στον Ουράνιον Πατέρα και παίρνουμε τα μεγάλα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγ. Πνεύματος και συγχωρούνται οι αμαρτίες μας…
Πνευματικά Μελετήματα
________________________________________
ΜΕΛΕΤΗΜΑ 1ον
Με την προσευχή μιλάει ο άνθρωπος άμεσα με τον Θεό. Με την προσευχή ο άνθρωπος γίνεται παιδί του Θεού! Με την προσευχή ξεπερνιούνται τα εμπόδια του βίου τούτου, δηλαδή οι θλίψεις, οι στενοχώριες, τα βάσανα, οι δυστυχίες, οι στερήσεις, οι μηχανορραφίες, οι ραδιουργίες, οι καταλαλιές και οι συκοφαντίες. Με την προσευχή συντρίβονται τα βέλη των ορατών και αοράτων εχθρών.
Με την προσευχή αποκτούμε τη μακαρία υπομονή του Θεανθρώπου και Σωτήρα Χριστού και των αγίων ανδρών της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Με την προσευχή αποκτούμε περισσότερη πνευματική δύναμη!… Με την προσευχή παίρνουμε την ουράνια παρηγοριά και παραμυθία της ψυχής! Με την προσευχή αποκτούμε την Ουράνια Σοφία. Με την προσευχή τελούνται τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας. Με την προσευχή λαμβάνουμε τον επιούσιον άρτον, δηλαδή τα υλικά και τα πνευματικά αγαθά! Με την προσευχή αντλούμε περισσότερο θάρρος, υπομονή και ελπίδες.
Με την προσευχή οι άγιοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ετέλεσαν θαύματα, νεκρούς ανέστησαν, ασθενείς θεράπευσαν και λογής-λογής βασανιστήρια υπέμειναν!… Με την προσευχή γινόμαστε όμοιοι με τους αγ. Αγγέλους, οι οποίοι νύχτα-μέρα υμνούν και δοξολογούν τον Θεό! Με την προσευχή γίνονται τα θαύματα. Με την προσευχή θεραπεύονται ανίατες ασθένειες και εκδιώκονται τα δαιμόνια! Με την προσευχή μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας και να βαδίσουμε απρόσκοπτα το δρόμο του Θεού. Με την προσευχή δυναμώνεται η πίστη μας στον Θεό!… Με την προσευχή ο νους και η καρδιά μας καθαρίζονται από κάθε κοσμική πονηρία! Με την προσευχή ο νους και η καρδιά μας γίνονται ναός του Παναγίου Πνεύματος! Με την προσευχή ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα εισέρχονται και κατοικούν στις καρδιές μας!…
Με την προσευχή η γλώσσα μας γίνεται σάλπιγγα του Αγ.Πνεύματος, σαλπίζουσα ουράνια ρήματα. Με την προσευχή μας δίνονται αόρατα οδηγίες και συμβουλές από το Πανάγιο Πνεύμα!… Με την προσευχή παραμένει διαρκώς κοντά μας ο φύλακας Άγγελος και μας φυλάσσει από κάθε κακό. Με την προσευχή ανοίγονται τα πνευματικά αυτιά της ψυχής και ακούνε τη γλυκόηχη ουράνια φωνή του Κυρίου μας Ιησού, καθώς επίσης ανοίγονται και τα πνευματικά μάτια της ψυχής. Με την προσευχή αποφεύγουμε να σκεφθούμε ή να κάμουμε το κακό. Με την προσευχή γινόμαστε ταπεινότεροι και αγαθότεροι. Με την προσευχή νικάμε τις πανουργίες ορατών και αοράτων εχθρών! Με την προσευχή παρηγορούμεθα και ανακουφιζόμεθα στις λογής-λογής θλίψεις της ζωής!…
Για να ωφεληθείς από την προσευχή πρέπει: α) να ξεχνάς κάθε φροντίδα κοσμική. β) Το λόγο που προφέρει το στόμα αυτόν να συλλογίζεσαι και ο νους μας, δηλαδή να μη λαλεί άλλα η γλώσσα και άλλα σκέπτεται ο νους μας. Τότε αληθινά η προσευχή μας ανεβαίνει στον Ουράνιον Πατέρα και παίρνουμε τα μεγάλα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγ. Πνεύματος και συγχωρούνται οι αμαρτίες μας…
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΜΕΛΕΤΗΜΑ 2ον
Η προσευχή είναι από τις κυριώτερες και ισχυρότερες δυνάμεις, που κάνουν τον προσευχόμενο να ξαναγεννιέται και του χαρίζουν σωματική και πνευματική ευεξία. Χωρίς την προσευχή ούτε οι αμαρτίες μας συγχωρούνται ούτε Μυστήριον κάνουμε ούτε και ο Θεός μας δίνει τη βοήθεια του και τη χάρη Του.
Η προσευχή είναι τα μάτια και τα φτερά της ψυχής μας και μας δίνει θάρρος και δύναμη ν’αντικρύσουμε τον Θεό. Όμως κατά την προσευχή πρέπει: α) Το ήθος μας να είναι ταπεινό, τρεφόμενο μ’ αγνές ελπίδες, β) Να μεταχειριζόμαστε όσα ταπεινώνουν και ησυχάζουν το σώμα, ελευθερώνοντας το νου από κάθε ενόχληση, γ) Τα ενδύματα μας να είναι ταπεινά, δ) Οι τροφές μας να είναι εκείνες που πρέπει και τα πιοτά μας ελαφρά και με μέτρο, ε) Η ορθοστασία μας και οι γονυκλισίες μας ανάλογες με τις δυνάμεις μας, στ) Ο ύπνος μας να είναι ολίγος και σε σκληρά στρώματα, ζ) Να μεταχειριζόμαστε όσα δαμάζουν το σώμα και ξυπνούν το νου φέρνοντας μας κοντά στο Θεό. Σ’ αυτό βοηθούν πολύ η ανάγνωση των Θείων Γραφών και των ερμηνειών των Αγ. Πατέρων, τα νηπτικά αποφθέγματα των Οσίων και οι κατανυκτικές ψαλμωδίες και η) Να νιώθουμε σ’ όλη τους την έκταση τα θαύματα, που έγιναν και γίνονται σ’ όλον τον κόσμο.
Προσεύχου, λοιπόν, αδελφέ μου, με το στόμα, ώσπου να σε φωτίσει η Θ. Χάρη να προσεύχεσαι και με την καρδιά σου. Τότε θα συντελεσθεί μέσα σου με θαυματουργικό τρόπο εορτή και πανήγυρη και δε θα προσεύχεσαι πια με το στόμα αλλά με την καρδιά. Σε κάθε σου εργασία από το πρωί μέχρι το βράδυ, ας προηγείται η προσευχή! Αυτή ας κυβερνάει όλες σου τις πράξεις! Αυτή γεννάει τη μετάνοια και το δάκρυ! Αυτή προχωρεί ως τα μύχια των λογισμών μας. Αυτή είναι η γεννήτρια της Θείας Αγάπης! Αυτή καθαρίζει το λογιστικό της ψυχής. Αυτή εξαγνίζει τους Αγγέλους και τους Αγίους!… Αυτή φυλάγει καθαρό το επιθυμητικό της ψυχής με το να βρίσκεται μπροστά στο Θεό, να ομιλεί και να προσκολλάται σ’ Αυτόν μ’ όλη της την επιθυμία. Γιατί καθένας που αγαπάει και φοβάται το Θεό είναι αδύνατο να μη σκέπτεται ταπεινά, είναι αδύνατο να κυβερνάται από το θυμό. Γι’ αυτό και λέμε πως η οσία ταπείνωση καθαρίζει την ψυχή.
Η προσευχή είναι από τις κυριώτερες και ισχυρότερες δυνάμεις, που κάνουν τον προσευχόμενο να ξαναγεννιέται και του χαρίζουν σωματική και πνευματική ευεξία. Χωρίς την προσευχή ούτε οι αμαρτίες μας συγχωρούνται ούτε Μυστήριον κάνουμε ούτε και ο Θεός μας δίνει τη βοήθεια του και τη χάρη Του.
Η προσευχή είναι τα μάτια και τα φτερά της ψυχής μας και μας δίνει θάρρος και δύναμη ν’αντικρύσουμε τον Θεό. Όμως κατά την προσευχή πρέπει: α) Το ήθος μας να είναι ταπεινό, τρεφόμενο μ’ αγνές ελπίδες, β) Να μεταχειριζόμαστε όσα ταπεινώνουν και ησυχάζουν το σώμα, ελευθερώνοντας το νου από κάθε ενόχληση, γ) Τα ενδύματα μας να είναι ταπεινά, δ) Οι τροφές μας να είναι εκείνες που πρέπει και τα πιοτά μας ελαφρά και με μέτρο, ε) Η ορθοστασία μας και οι γονυκλισίες μας ανάλογες με τις δυνάμεις μας, στ) Ο ύπνος μας να είναι ολίγος και σε σκληρά στρώματα, ζ) Να μεταχειριζόμαστε όσα δαμάζουν το σώμα και ξυπνούν το νου φέρνοντας μας κοντά στο Θεό. Σ’ αυτό βοηθούν πολύ η ανάγνωση των Θείων Γραφών και των ερμηνειών των Αγ. Πατέρων, τα νηπτικά αποφθέγματα των Οσίων και οι κατανυκτικές ψαλμωδίες και η) Να νιώθουμε σ’ όλη τους την έκταση τα θαύματα, που έγιναν και γίνονται σ’ όλον τον κόσμο.
Προσεύχου, λοιπόν, αδελφέ μου, με το στόμα, ώσπου να σε φωτίσει η Θ. Χάρη να προσεύχεσαι και με την καρδιά σου. Τότε θα συντελεσθεί μέσα σου με θαυματουργικό τρόπο εορτή και πανήγυρη και δε θα προσεύχεσαι πια με το στόμα αλλά με την καρδιά. Σε κάθε σου εργασία από το πρωί μέχρι το βράδυ, ας προηγείται η προσευχή! Αυτή ας κυβερνάει όλες σου τις πράξεις! Αυτή γεννάει τη μετάνοια και το δάκρυ! Αυτή προχωρεί ως τα μύχια των λογισμών μας. Αυτή είναι η γεννήτρια της Θείας Αγάπης! Αυτή καθαρίζει το λογιστικό της ψυχής. Αυτή εξαγνίζει τους Αγγέλους και τους Αγίους!… Αυτή φυλάγει καθαρό το επιθυμητικό της ψυχής με το να βρίσκεται μπροστά στο Θεό, να ομιλεί και να προσκολλάται σ’ Αυτόν μ’ όλη της την επιθυμία. Γιατί καθένας που αγαπάει και φοβάται το Θεό είναι αδύνατο να μη σκέπτεται ταπεινά, είναι αδύνατο να κυβερνάται από το θυμό. Γι’ αυτό και λέμε πως η οσία ταπείνωση καθαρίζει την ψυχή.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ.
ΜΕΛΕΤΗΜΑ 3ον
Ο Θεός έχει παραχωρήσει στη θέληση και στη δύναμη του ανθρώπου μόνο την ποσότητα της προσευχής. Έχει διδάξει τη συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή πάντοτε και σε κάθε τόπο. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο γινόμεθα κάτοχοι του μυστικού της αληθινής προσευχής και πίστεως. Μόνον έτσι τηρούμε τις εντολές του Θεού και πετυχαίνουμε τη σωτηρία μας. Η ποσότητα λοιπόν της προσευχής εξαρτάται από τον άνθρωπο.
Οι Ξανθόπουλοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος συμβουλεύουν συχνή προσευχή στο Όνομα του Ιησού Χριστού πριν από κάθε έργο και πράξη, επειδή η συχνότητα τελειοποιεί ακόμη και την ατελή προσευχή. Ο δε Διάδοχος της Φωτικής παραδέχεται ότι, όταν άνθρωπος επικαλείται το όνομα του Θεού όσον μπορεί συχνότερα, δεν πέφτει εύκολα σε αμαρτήματα. Μάθε ότι κάθε παλμός και κάθε σκέψη προσευχής οφείλεται σ’ ενέργεια του Αγ. Πνεύματος και είναι η μυστική φωνή του Αγγέλου φύλακος του καθενός μας. Το όνομα του Ιησού Χριστού, που επικαλούμεθα στην προσευχή, περιέχει μέσα του αυτοϋπάρχουσα και αυτενεργούσα ανορθωτική δύναμη.
Μην ανησυχείς λοιπόν από την ατέλεια και την ξηρασία της προσευχής σου, αλλά περίμενε μ’ επιμονή τον καρπό της συχνής επικλήσεως του θείου Ονόματος και δεν θ’ αργήσει να έλθει. Εκείνο που θα πρέπει να σε ανησυχεί είναι η αμέλεια για προσευχή. Αυτή ήταν η κύρια και μοναδική αιτία, που έσπρωξε τον Απ. Πέτρο στο ν’ αρνηθεί τον Χριστό!… Αυτή ήταν εκείνη που τον είχε κάνει περήφανο γιατί όποιος νομίζει τον εαυτό του ασφαλή και σταθερό, δεν ζητάει με την προσευχή τη βοήθεια του Θεού.
Ο Θ. Πέτρος είχε πολλούς λόγους να καταφύγει στην προσευχή: γιατί ο Κύριος του το είχε παραγγείλει λέγοντας σ’ όλους τους Αποστόλους «Έχετε πάντα το νου σας και προσεύχεσθε, για να μη μπείτε σε πειρασμό». Ακόμη και ιδιαίτερη παρατήρηση του έκαμε ο Κύριος, όταν του είπε: «Πέτρε κοιμάσαι;» Ακόμη ο Πέτρος είχε πρόσφατο το παράδειγμα του Κυρίου, που προσευχόταν συνέχεια επί τρεις ώρες. Κι όμως όλα αυτά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να ξυπνήσει από το βαρύ ύπνο, που τον είχε κυριεύσει. Βλέπεις, αδελφέ, πόσο αδύνατος είναι ο ταλαίπωρος άνθρωπος, όταν δεν ζητάει με την προσευχή βοήθεια από τον Θεό;
Ο Θεός έχει παραχωρήσει στη θέληση και στη δύναμη του ανθρώπου μόνο την ποσότητα της προσευχής. Έχει διδάξει τη συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή πάντοτε και σε κάθε τόπο. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο γινόμεθα κάτοχοι του μυστικού της αληθινής προσευχής και πίστεως. Μόνον έτσι τηρούμε τις εντολές του Θεού και πετυχαίνουμε τη σωτηρία μας. Η ποσότητα λοιπόν της προσευχής εξαρτάται από τον άνθρωπο.
Οι Ξανθόπουλοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος συμβουλεύουν συχνή προσευχή στο Όνομα του Ιησού Χριστού πριν από κάθε έργο και πράξη, επειδή η συχνότητα τελειοποιεί ακόμη και την ατελή προσευχή. Ο δε Διάδοχος της Φωτικής παραδέχεται ότι, όταν άνθρωπος επικαλείται το όνομα του Θεού όσον μπορεί συχνότερα, δεν πέφτει εύκολα σε αμαρτήματα. Μάθε ότι κάθε παλμός και κάθε σκέψη προσευχής οφείλεται σ’ ενέργεια του Αγ. Πνεύματος και είναι η μυστική φωνή του Αγγέλου φύλακος του καθενός μας. Το όνομα του Ιησού Χριστού, που επικαλούμεθα στην προσευχή, περιέχει μέσα του αυτοϋπάρχουσα και αυτενεργούσα ανορθωτική δύναμη.
Μην ανησυχείς λοιπόν από την ατέλεια και την ξηρασία της προσευχής σου, αλλά περίμενε μ’ επιμονή τον καρπό της συχνής επικλήσεως του θείου Ονόματος και δεν θ’ αργήσει να έλθει. Εκείνο που θα πρέπει να σε ανησυχεί είναι η αμέλεια για προσευχή. Αυτή ήταν η κύρια και μοναδική αιτία, που έσπρωξε τον Απ. Πέτρο στο ν’ αρνηθεί τον Χριστό!… Αυτή ήταν εκείνη που τον είχε κάνει περήφανο γιατί όποιος νομίζει τον εαυτό του ασφαλή και σταθερό, δεν ζητάει με την προσευχή τη βοήθεια του Θεού.
Ο Θ. Πέτρος είχε πολλούς λόγους να καταφύγει στην προσευχή: γιατί ο Κύριος του το είχε παραγγείλει λέγοντας σ’ όλους τους Αποστόλους «Έχετε πάντα το νου σας και προσεύχεσθε, για να μη μπείτε σε πειρασμό». Ακόμη και ιδιαίτερη παρατήρηση του έκαμε ο Κύριος, όταν του είπε: «Πέτρε κοιμάσαι;» Ακόμη ο Πέτρος είχε πρόσφατο το παράδειγμα του Κυρίου, που προσευχόταν συνέχεια επί τρεις ώρες. Κι όμως όλα αυτά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να ξυπνήσει από το βαρύ ύπνο, που τον είχε κυριεύσει. Βλέπεις, αδελφέ, πόσο αδύνατος είναι ο ταλαίπωρος άνθρωπος, όταν δεν ζητάει με την προσευχή βοήθεια από τον Θεό;
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.